Με τις κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών να εκμεταλλεύονται κάθε «όπλο» που έχουν στη διάθεσή τους στη μάχη για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων του κορωνοϊού, βρίσκονται αντιμέτωπες με το τρίπτυχο αναιμικής ανάπτυξης, υψηλού χρέους και χαμηλού πληθωρισμού.
Αυτό το τρίπτυχο συνέθετε έως τώρα το παράδοξο της ιαπωνικής οικονομίας, ένα παράδοξο που τείνει να αποτελέσει τη νέα κανονικότητα για τον ανεπτυγμένο κόσμο, αναφέρει σε έκθεσή του ο Economist Intelligence Unit(ΕΙU).
Οι κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών εξαπέλυσαν άνευ προηγουμένου μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, στις προσπάθειες επαναφοράς των οικονομιών σε τροχιά ανάπτυξης. Από τις αρχές του έτους, οι χώρες του G20 έχουν ανακοινώσει προγράμματα, συνολικής αξίας 11 τρισ. δολαρίων ένα ποσό που ισοδυναμεί με το μέγεθος της ιαπωνικής, γερμανικής και γαλλικής οικονομίας μαζί. Τα δημοσιονομικά μέτρα εξασφάλισαν την επιβίωση πολλών επιχειρήσεων, προστάτευσαν εκατομμύρια θέσεις εργασίας και σταθεροποίησαν τις αγορές.
Από την άλλη πλευρά, είχαν ως αποτέλεσμα τη διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο μέσο επίπεδο του 17% του ΑΕΠ μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Τα υψηλά ελλείμματα οδηγούν και σε εκτόξευση του δημοσίου χρέους στο 140% του ΑΕΠ (ή 13.000 κατά κεφαλήν) στις ανεπτυγμένες οικονομίες, επισημαίνεται στην έκθεση του EIU.
Στο παρελθόν, τόσο υψηλά επίπεδα χρέους θα σήμαιναν συναγερμό μεταξύ των οικονομολόγων και σενάρια περί στάσης πληρωμών. Αυτή τη φορά όμως, η αντιμετώπιση είναι διαφορετική, γεγονός που οφείλεται σε δύο λόγους: Πρώτον, το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις έχουν προστρέξει στη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης.
Τους τελευταίους μήνες, οι κεντρικές τράπεζες ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Ευρωζώνης και Βρετανίας έχουν δημιουργήσει νέα αποθέματα χρήματος 3,7 τρισ. δολαρίων και αγοράζουν κρατικό και εταιρικό χρέος.
Σύμφωνα με τον EIU, οι κεντρικές τράπεζες έχουν πλέον έναν νέο ρόλο, που είναι τελείως διαφορετικό από τα έως τώρα παραδοσιακά τους καθήκοντα. Αντί να εστιάζουν στη νομισματική πολιτική, αυτό που τους έχει ανατεθεί είναι να προσφέρουν τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να εφαρμόζουν μέτρα στήριξης.
Στη διάρκεια των πέντε εβδομάδων Μαρτίου-Απριλίου, η Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ αγόρασε κρατικό χρέος 1,3 τρισ. δολαρίων, ποσό που ισοδυναμεί με ολόκληρο το έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού το 2019. Την ίδια στιγμή, περισσότερο από το 11% του χρέους των αμερικανικών επιχειρήσεων βρίσκεται στα χέρια της FED.
Δεύτερον, τα πολύ χαμηλά- σχεδόν μηδενικά επιτόκια και ο χαμηλός πληθωρισμός συνεπάγονται και πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης χρέους. Όπως το έθεσε ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ολιβιέ Μπλανσάρ, με μηδενικό επιτόκιο, «δεν πειράζει εάν η χρηματοδότηση γίνεται με χρήματα ή με χρέος».
Σε επίπεδο διαχείρισης κρατικού χρέους, οι ανεπτυγμένες οικονομίες ίσως να μην χρειασθεί να κάνουν απολύτως τίποτε, αναφέρει ο ΕΙU. Εάν με τον καιρό οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλότεροι των επιτοκίων, τότε το βάρος του χρέους θα «εξαφανισθεί». Όλα αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι οι επενδυτές θα συνεχίσουν να είναι πρόθυμοι να τοποθετήσουν σε κρατικά ομόλογα.
Η νέα κανονικότητα συνεπάγεται και κινδύνους, προειδοποιεί ο EIU. Τα γενναιόδωρα προγράμματα αναστολής συμβάσεων εργασίας και τα μέτρα στήριξης για την επιβίωση μη-κερδοφόρων επιχειρήσεων υπονομεύουν την παραγωγικότητα και καινοτομία, ενώ εγκυμονούν και το ρίσκο δημιουργίας εταιρειών-«ζόμπι».
Επιπλέον, θα μεσολαβήσουν μερικά χρόνια για την αποπληρωμή των οφειλών από επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν της δανειοδότησης με κρατική επιδότηση, ρίχνοντας το βάρος τους στην εξυπηρέτηση του χρέους αντί σε επενδύσεις για έρευνα και ανάπτυξη.
Και εάν ο πληθωρισμός σημειώσει απροσδόκητη άνοδο, οι κεντρικές τράπεζες δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να αυξήσουν τα επιτόκια, με την άσκηση αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής να συνεπάγεται και αύξηση του κρατικού κόστους δανεισμού.
Μέχρι την έναρξη της πανδημίας, η Ιαπωνία θεωρείτο οικονομικό παράδοξο. Το σκάσιμο της χρηματιστηριακής και κτηματομεσιτικής φούσκας το 1989 συμπαρέσυρε και την ιαπωνική οικονομία, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε μια χαμένη δεκαετία αναιμικής ανάπτυξης(1991-2001).
Η κυβέρνηση του Τόκιο προσπάθησε να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα μέσω προγραμμάτων δημοσιονομικής στήριξης, που εκτόξευσαν την αναλογία χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 240%. Αυτά τα μέτρα απέτυχαν, με την επίμονα χαμηλή ζήτηση να συνοδεύεται και με αποπληθωρισμό.
Σε συνδυασμό με τις δυσοίωνες δημογραφικές προοπτικές, τα τρία χαρακτηριστικά της ιαπωνικής οικονομίας -βραδεία ανάπτυξη, χαμηλός πληθωρισμός και υψηλό χρέος- θα καταστούν κοινά χαρακτηριστικά και των προηγμένων οικονομιών τις επόμενες δεκαετίες.
Οι νέες συνθήκες, όπως διαμορφώνονται στη μετα-κορωνοϊό εποχή, αλλάζουν το τοπίο για την παγκόσμια οικονομία. Η κυκλοφορία του εμβολίου θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της πανδημίας. Από την άλλη, η ιαπωνοποίηση των προηγμένων οικονομιών φαίνεται πως ήλθε για να μείνει.
https://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου