Με λιλιπούτεια επιφάνεια, μόλις 150 τ.χλμ., το Σοβέτο στήθηκε από τους λευκούς Νοτιοαφρικανούς ως ένα ιδιότυπο τεχνητό κρατίδιο, στο πλαίσιο της λειτουργίας του ρατσιστικού πολιτειακού συστήματος του απαρτχάιντ.
Χτίστηκε το 1931 με προδιαγραφές γκέτο για τις κατοικίες των μαύρων μεταλλωρύχων που δούλευαν στα χρυσωρυχεία της περιοχής του Γιοχάνεσμπουργκ. Σχεδιάστηκε πολεοδομικά για να φιλοξενήσει 80.000 κατοίκους, αλλά λόγω μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης στην εποχή μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, όταν η οικονομία της Νότιας Αφρικής και του Γιοχάνεσμπουργκ γνώριζε μεγάλη άνθηση, το Σοβέτο αύξησε τον πληθυσμό του με ανειδίκευτους εργάτες που μετανάστευαν εσωτερικά, από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα, αναζητώντας εργασία στις βιομηχανίες και τα ορυχεία του Γιοχάνεσμπουργκ, καθώς η διοίκηση του ρατσιστικού κράτους είχε εξαπολύσει πογκρόμ αρπαγής των γαιών από χωρικούς, προκειμένου να τους εξαναγκάσει να μετακινηθούν προς τις πόλεις. Η λευκή διοίκηση του απαρτχάιντ προχώρησε στην ανάπτυξη ενός μεγάλου προγράμματος εργατικών κατοικιών και το Σοβέτο γρήγορα προσέγγισε σε πληθυσμό το ένα εκατομμύριο κατοίκους. Η συσσώρευση ενός τόσο μεγάλου πληθυσμού σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο, με υποβαθμισμένες συνθήκες διαβίωσης, είχε αποτέλεσμα τη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για τη γέννηση του μεγάλου κινήματος των μαύρων της Νότιας Αφρικής ενάντια στο σκληρότερο ρατσιστικό καθεστώς που γνώρισε η ανθρωπότητα, με σταθμό τη μεγάλη εξέγερση του Ιουνίου του 1976, η οποία ήταν το έναυσμα του πολύχρονου ματοβαμμένου αγώνα που δικαιώθηκε τελικά με το οριστικό τέλος του απαρτχάιντ το 1992.
Το Σοβέτο είναι το πρώην γκέτο της Νότιας Αφρικής όπου γεννήθηκε το κίνημα των μαύρων, έζησαν και έδρασαν δύο νομπελίστες και ξεκίνησαν οι πιο ιστορικές διαδηλώσεις κατά του ρατσισμού. Η γειτονιά-σύμβολο της ελευθερίας είναι μία πολιτεία που για δεκαετίες φλεγόταν εξαιτίας των μαύρων που επαναστάτησαν ενάντια στην ανισότητα, τη φτώχεια και την αθλιότητα. Δεινά που είχαν επιβληθεί στα εκατομμύρια των μαύρων επί 45 χρόνια, από το απαρτχάιντ των Ευρωπαίων αποικιοκρατών
Το Σοβέτο είναι το πρώην γκέτο της Νότιας Αφρικής όπου γεννήθηκε το κίνημα των μαύρων, έζησαν και έδρασαν δύο νομπελίστες και ξεκίνησαν οι πιο ιστορικές διαδηλώσεις κατά του ρατσισμού. Η γειτονιά-σύμβολο της ελευθερίας είναι μία πολιτεία που για δεκαετίες φλεγόταν εξαιτίας των μαύρων που επαναστάτησαν ενάντια στην ανισότητα, τη φτώχεια και την αθλιότητα. Δεινά που είχαν επιβληθεί στα εκατομμύρια των μαύρων επί 45 χρόνια, από το απαρτχάιντ των Ευρωπαίων αποικιοκρατών
Πολλοί είναι οι μαχαλάδες τής τότε παραγκούπολης που σήμερα έχουν μεταμορφωθεί σε περιποιημένες γειτονιές. Ο Νέλσον Μαντέλα έζησε κι έδρασε εδώ πριν συλληφθεί, από το 1946 μέχρι το 1961. Επειτα από τριάντα δύο χρόνια φυλακής, όταν η χώρα απελευθερώθηκε από το απαρτχάιντ, ο Μαντέλα εξελέγη να κυβερνήσει τη χώρα. Μέλημά του ήταν η βελτίωση του τρόπου διαβίωσης των κατοίκων του Σοβέτο. Παρά τις αρνητικές φήμες που θα ακούσετε απ' όσους δεν πλησίασαν ποτέ το Σοβέτο, τολμώ να πω ότι στο κέντρο του είμαστε ασφαλείς. Τουλάχιστον πολύ περισσότερο απ' όσους ζουν στα ακριβά περίχωρα του Γιοχάνεσμπουργκ, μέσα σε σπίτια-φυλακές πολυτελείας, περιφραγμένα από τοίχους με ηλεκτροφόρα καλώδια και από φυλάκια με σεκιουριτάδες.
Το Σοβέτο είναι μια ζωντανή γειτονιά. Πάνω από δύο εκατομμύρια ψυχές ζουν σήμερα στην άτακτα εξαπλωμένη πόλη, μέσα σ' ένα σύμπλεγμα πολλών συνοικιών, 15 χλμ. δυτικά από το Γιοχάνεσμπουργκ. Το σύμπλεγμα αναπτύχθηκε τη δεκαετία του '30 από τις ανάγκες των μαύρων που άφηναν την οικογένειά τους για να έρθουν να δουλέψουν στα ορυχεία της χρυσής πόλης του Γιοχάνεσμπουργκ. Φυσικά ήταν και οι «ανάγκες» των λευκών που εκμεταλλεύτηκαν το απαρτχάιντ ώστε να έχουν εργάτες-σκλάβους από τη μία, απαγορεύοντας κάθε συναναστροφή μαζί τους από την άλλη. Ηταν αδύνατον να συμβιώσουν μαζί με τους «νέγρους». Ετσι, σιγά σιγά στα δυτικά του Γιοχάνεσμπουργκ δημιουργήθηκε η παραγκούπολη Σοβέτο, που είναι το ακρωνύμιο των λέξεων South West Townships (SoWeTo). Στις νοτιοδυτικές αυτές κωμοπόλεις η μαύρη εργατιά έμενε σε σπίτια-παραπήγματα φτιαγμένα από τενεκέδες, λαμαρίνες, πλαστικά. Σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά την κατάργηση του απαρτχάιντ, οι παγιωμένες φυλετικές νοοτροπίες και οι μοχθηρές συμπεριφορές δεν είναι δυνατόν να εξαφανιστούν με ένα... μαγικό ραβδί. Ιδίως όταν πρόκειται για ένα κράτος με άνισα κατανεμημένο πλούτο. Την πρώτη χώρα στην Αφρική σε εξόρυξη χρυσού και διαμαντιών, εντός της οποίας τα 2/3 του πληθυσμού εξακολουθούν να ζουν κάτω από τα επιτρεπτά όρια φτώχειας.
Οι μετανάστες από τις γειτονικές πάμφτωχες χώρες, όπως η Ζιμπάμπουε, η Ρουάντα, η Μοζαμβίκη, το Μαλάουι, κατακλύζουν τα παραπήγματα, τα οποία δυστυχώς υπάρχουν ακόμη. Πρόκειται δηλαδή για ένα χωνευτήρι κοινωνικών τάξεων. Από τη μία κάτοικοι που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, από την άλλη μια μεσαία τάξη που ζει σε ανακαινισμένα σπίτια τριών δωματίων, ενώ δεν λείπει και η μπουρζουαζία, όπως στο Ορλάντο, την κάποτε επαναστατική γειτονιά του Μαντέλα, η οποία σήμερα αποτελεί τόπο συνάντησης καλλιτεχνών, διανοουμένων, γιάπηδων όλων των χρωμάτων και φυσικά νέων ανθρώπων με αναζητήσεις.
Το κέντρο του Σοβέτο είναι ένα ανοιχτό θεματικό μουσείο. Υπερσύγχρονα λεωφορεία, που πρωτοκυκλοφόρησαν για τις ανάγκες των φιλάθλων του Παγκοσμίου Κυπέλλου, πηγαινοέρχονται όλη μέρα προς το Σοβέτο. Οι ντόπιοι χρησιμοποιούν και το τρένο. Αν ρωτήσετε στο ξενοδοχείο σας, μπορείτε να οργανώσετε μία ολοήμερη εκδρομή και ξενάγηση. Μπορείτε και να διανυκτερεύσετε σε μία φιλόξενη πανσιόν του Ορλάντο μέσα στο πράσινο και την ησυχία.
Στην πλατεία Ελευθερίας του Κλιπτάουν, στην καρδιά του Σοβέτο, το 1950 έγινε η μεταφορά του «κεφαλαίου για την ελευθερία» από το ANC -το αφρικανικό απελευθερωτικό κόμμα που από τη λήξη του απαρτχάιντ μέχρι σήμερα κυβερνά τη χώρα. Αυτό το μανιφέστο διακήρυξης ίσων δικαιωμάτων αποτελεί τη βάση του σύγχρονου συντάγματος της Νότιας Αφρικής. Τα «σπιρτόκουτα» στο Κλιπτάουν, όπου κάποτε στοιβάζονταν άνθρωποι, σήμερα είναι περιζήτητα από καλλιτέχνες, για ατελιέ. Στη γειτονιά Ρόκβιλ και συγκεκριμένα στην οδό Ολντ Πότσεφστρουμ δεσπόζει η Ρεγκίνα Μούντι (Βασίλισσα του Κόσμου). Η μεγαλύτερη καθολική εκκλησία στο Σοβέτο έχει μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του μαύρου πληθυσμού ως η προστάτιδα όσων αγωνίζονται για την ελευθερία. Στις 16 Ιουνίου 1976 οι σπουδαστές του Σοβέτο βγήκαν στους λασπωμένους χωματόδρομους του γκέτο για να διαμαρτυρηθούν κατά της επιβολής της γλώσσας των αφρικάαν (ένα μίγμα ολλανδικών, γερμανικών και μαλάι) στα σχολεία. Την ημέρα εκείνη η αστυνομία άνοιξε πυρ. Ο εντεκάχρονος Εκτωρ Πίτερσον ήταν ένα από τα πολλά παιδιά που δολοφονήθηκαν. Οι μαθητές κατέφυγαν στην εκκλησία για προστασία. Ενα ολοκαίνουργιο αρχιτεκτόνημα στην οδό Κουμάλο ανυψώθηκε στη μνήμη αυτού του παιδιού, μέσα σε κήπους και σιντριβάνια. Στο Μουσείο Εκτωρ Πίτερσον του Ορλάντο Γουέστ γινόμαστε παρατηρητές των γεγονότων μέσα από οπτικοακουστικά θεάματα, εκθέσεις και μαρτυρίες. Οι ξεναγοί ήταν οι περισσότεροι μάχιμοι εκείνη την εποχή. Μας διηγούνται τα γεγονότα και δάκρυα κυλούν στα μάτια των πιο ευαίσθητων επισκεπτών. Μαθαίνοντας την υπηκοότητά μου, ένας ξεναγός θυμήθηκε μια Ελληνίδα τραγουδίστρια που όταν τελείωσε τη συναυλία της σε ένα πανεπιστήμιο του Γιοχάνεσμπουργκ όπου μπορούσαν να φοιτήσουν έγχρωμοι, την «απήγαγαν» και την έφεραν στο ρημαγμένο εργοστάσιο ξυλείας που είχαν καταλάβει. «Εκεί, με τη συνοδεία εκατό βαρελιών που χτυπούσαμε ακατάπαυστα με τους συμφοιτητές μου, η Μαρίζα Κωχ αυτοσχεδίαζε με τη φωνή της», θυμάται ο μεσήλικος κύριος με τα υγρά μάτια και τη δερμάτινη τραγιάσκα.
Ο Κρέντο Μούτγουα είναι ένας παραδοσιακός θεραπευτής που έχει «μυηθεί» στις πρακτικές ιάσεις, σαν τους δικούς μας παλιούς πρακτικούς. Επιδίδονται, λένε, και στη μαντική. Οι τελετές του έχουν πολιτιστικό ενδιαφέρον. Ο Κρέντο μέσα στις ενοράσεις του «είδε» την τουριστική επισκεψιμότητα που έχει με τον καιρό το Σοβέτο. Εφτιαξε έναν παραδοσιακό οικισμό στο κεντροδυτικό Τζαμπάβου και τον ονόμασε «Καϊαλεντάμπα», που σημαίνει «το σπίτι της διήγησης». Διακοσμείται από γκροτέσκ απεικονίσεις παλιών θεοτήτων μέσα σε σπηλιές. Παραδίπλα είναι και το όμορφο Πάρκο Οπενχάιμερ, τόπος δράσης πολλών μουσικοθεατρικών δρώμενων. Κατεβαίνω στο Ορλάντο, μία από τις πρώτες γειτονιές του Σοβέτο. Η πασίγνωστη Βιλακάζι Στριτ είναι η μοναδική οδός στον παγκόσμιο χάρτη όπου έζησαν δύο νομπελίστες. Ο Νέλσον Μαντέλα και ο αρχιεπίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου. Το σπίτι του Τούτου ανακαινίστηκε πρόσφατα ακολουθώντας λιτή γραμμή και διατηρείται ως οικία της οικογένειας. Τι σπίτι του «Μαντίμπα», όπως αποκαλεί τον Μαντέλα ο λαός του, είναι μουσείο και ένας από τους πρώτους προορισμούς επίσκεψης κάθε ταξιδιώτη στη Νότια Αφρική.
Τα δύο μεγάλα φουγάρα του Ορλάντο είναι τα μόνα που θυμίζουν την εποχή που λειτουργούσε το ηλεκτρικό εργοστάσιο. Αποτελούν έμβλημα στο Σοβέτο. Τα γκράφιτι πάνω τους εικονίζουν τη χαρά του αγώνα μέσα από το χαμόγελο μιας μάνας επαναστάτριας και από την προσωπογραφία του Ματίμπα. Ανάμεσά τους, σε ύψος 100 μέτρων, κρέμεται μία γέφυρα απ' όπου πηδούν οι ριψοκίνδυνοι μπάντζι τζάμπερς. Το 2007, γύρω από τα υπαίθρια παζάρια με τις κότες και τα άλλα ζωντανά, τους πλανόδιους κουρείς, τσαγκάρηδες, μανάβηδες και τους μάγειρες με τα τηγάνια τους στους πάγκους, κατασκευάστηκε το πρώτο εμπορικό κέντρο του Σοβέτο, που ονομάστηκε «Τζαμπουλάνε». Στα ζούλου σημαίνει «ευτυχία».
Το ίδιο όνομα έχει και η επίσημη μπάλα του Μουντιάλ 2010. Στο λόφο του Σομόχο ή «Λόφο της Ελπίδας» μέλη της χορωδίας Βαφαρόα βα Μόγια ψάλλουν τα απογεύματα ύμνους για τα θύματα του αγώνα. Τελειώνοντας τη μέρα, ανεβαίνουμε ακόμη ψηλότερα, στη βεράντα θέασης του Μπαραγκουάνα, του μεγαλύτερου νοσοκομείου στο νότιο ημισφαίριο. Η δύση ανακουφίζει με την ομορφιά της τις αθλιότερες γωνιές των καταυλισμών που περιτριγυρίζουν την πολιτεία του Σοβέτο.
Στα κατάμεστα «σαμπίνς», τα μπαρ-εστιατόρια που κάποτε ήταν παράνομα, οι βραδιές είναι ασυνήθιστες. Μαγειρευτά στο τσουκάλι της υπαίθριας φωτιάς κάτω από τις αμυγδαλιές με ντόπια μπίρα, ενώ κουβέντες μιας καινούργιας διαλέκτου αιωρούνται.
Η «τσοτσιτάαλ» είναι ένα μίγμα σλανγκ όλων των διαλέκτων της Νότιας Αφρικής. Στο Σοβέτο αυτή την εποχή ανατρέπονται μόδες και ιδέες. Στη γειτονιά όπου ξεκίνησε η εξέγερση ενάντια στο φυλετικό καθεστώς, αλλά και όπου επιτεύχθηκαν οι έννοιες της συμφιλίωσης και της συγχώρεσης.