Ποιος μικροαστικός σεισμός ταρακούνησε ωφελιμιστικά την κρανιακή σας κάψα, ω «πνευματικοί άνθρωποι» αυτής εδώ της πατρίδας, (αν τη θεωρείτε ακόμα πατρίδα την Ελληνίδα Γη) και το βουλώσατε;
Ποιος υπαρξιακός πανικός σας πέταξε στην άκρη των γεγονότων, την ώρα ακριβώς που Εσείς, πρώτες και πρώτοι, έπρεπε να μιλήσετε, να εκραγείτε, να ειδοποιήσετε, να οδηγήσετε;
Ποιος μίζερος λογαριασμός ατομικού μικροσυμφέροντος, άραξε μπροστά απ το χαρτί σας, το τελάρο σας, την κινηματογραφική σας μηχανή, τον υπολογιστή σας, το καμαρίνι σας, το βεστιάριό σας, τα σενάριά σας, τα θεατρικά σας έργα, τα αδημοσίευτα ή δημοσιευμένα σας ποιήματα, τα χίλια μύρια καλλιτεχνικά και πνευματοειδή σας τερτίπια, με τα οποία τόσα χρόνια ισχυρίζεστε ότι παράγετε πολιτισμό;
Που είναι η φωνή σας μωρέ; Πού είναι ο Λόγος σας, γραφτός, προφορικός, έστω κι ένας απλός Λόγος της Τιμής δεν χτύπησε την πόρτα της μαραγκιασμένης σας ψυχής, όπως θα σας έλεγε αν ζούσε ακόμα ο Σεφέρης;
Μια φούχτα άνθρωποι μείναμε μονάχοι μας, δε λέω ονόματα, τα ξέρουν όλοι πια, μια φούχτα κλαρίτες ξεμείναμε, με την κάπα μας κρεμασμένη στην αλυγαριά, να σύρουμε φωνή.