Του ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΛΕΒΕΝΤΟΓΙΑΝΝΗ
Στην προκυμαία της Τήνου όλα έδειχναν να κυλούν φυσιολογικά. Το νησί ήταν για μια ακόμη χρονιά έτοιμο, να υποδεχτεί τους χιλιάδες πιστούς. Σε λίγη ώρα ο ήλιος θα ανέβαινε ψηλά στον ουρανό και θα άπλωνε τις ζεστές ακτίνες του στην εκκλησιά της Μεγαλόχαρης…
Οι μικροπωλητές είχαν στήσει τρεις ημέρες πριν, τους πάγκους τους και διαλαλούσαν δυνατά την πραμάτεια τους. Σταυρουδάκια εικόνες, κομποσκοίνια, Αγιασμένο νερό…Κάποιοι πουλούσαν κουλούρια και ζαχαρωμένους λουκουμάδες. Τα καφενεία είχαν γεμίσει ήδη και τα γκαρσόνια έτρεχαν πάνω κάτω αλαφιασμένα να εξυπηρετήσουν.
Το νησί βούλιαζε στην κυριολεξία από πιστούς. ‘Ανθρωποι κάθε ηλικίας, νέοι, ηλικιωμένοι, άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά ανέβαιναν τη μικρή ανηφορίτσα προς την εκκλησιά της Μεγαλόχαρης.