Σπαθιά καταπίνει, λυγίζει τ’ ατσάλια
και λέει πως τον σέβεται ο Ευρωπαίος,
τρώει σπασμένα γυαλιά από μπουκάλια
κι όλους μας έχει γραμμένους στο πέος.
Καλοκαίρι- Χειμώνα γεμίζει μια τσάντα
κι όπου αεροδρόμιο κι όπου λιμάνι,
να βρει κάποιο μέρος να κάνει λεζάντα
με το κατεστημένο έτσι λέει τα βάνει.
Πηδάει το λαό του κι αυτοί δε μιλάνε
κι ας μην έχει μείνει αίμα μια στάλα,
και γύρω οι μαλάκες να χειροκροτάνε
λες κι όλοι φωνάζουνε θέλουμε κι άλλα.
Και πάντοτε βρίσκεται σε κάποιο γεύμα
και γύρω χορτάτο ένα τσούρμο λαμόγια,
μας λέει πως βαδίζω εγώ κόντρα στο ρεύμα
χορτάσαμε ψέματα μπλα-μπλά κι όλο λόγια.
Κι εγώ να πηδιέμαι να γεμίσω ένα πιάτο
αν περισσέψει ποτέ απ’ τα λαμόγια,
που βίβα κορόιδα μας λεν κι άσπρο πάτο.
Η πόρνη η χώρα δεν έχει ένα ΜΠΟΓΙΑ;