Οι μνημονιακές συνθήκες αλλάζουν το πλαίσιο στις δημόσιες αναθέσεις. Η πίτα θα μοιράζεται πλέον σε μεγαλύτερα κομμάτια και λιγότερους συνδαιτυμόνες. Είναι πολλά τα λεφτά, βλέπετε, και οι δανειστές δεν θα το άφηναν έτσι
του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Ελλάκτωρ, J&P Άβαξ, ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, ΑΕΓΕΚ, Τεχνική Ολυμπιακή και Intracat. Ηχηρά ονόματα μεγάλων κατασκευαστικών εταιριών με τεράστιους τζίρους και διεθνή δραστηριότητα ελέγχονται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού για «καρτελική χειραγώγηση διαγωνισμών» του δημοσίου από το 1989 έως το 2016. του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Οι έρευνες και οι απίστευτα περίπλοκες διαδικασίες ελέγχου συνεχίζονται κι ας είναι κοινό μυστικό ότι θα καταλήξουν κάποια στιγμή σε συμβιβασμό. Άλλωστε, είναι αδύνατο να υπολογιστεί το πραγματικό κέρδος τους αν (λέμε τώρα…) ποτέ στοιχειοθετηθούν οι κατηγορίες ότι επί 27 συναπτά έτη οι παραπάνω εταιρίες απομυζούσαν συστηματικά τα δημόσια κονδύλια, χρεώνοντας το κόστος στους φορολογούμενους.
Στην ίδια κατηγορία εμπίπτουν και άλλες πολύ μεγαλύτερες πολυεθνικές, εταιρίες-μεγαθήρια όπως η FCC, η Vinci, η Hochtief, η SIEMENS, αλλά και μικρότερες όπως οι ΒΙΟΤΕΡ, ΕΚΤΕΡ, Θεμέλη, Θεμελιοδομή, Χριστόφορος Δ. Κωνσταντινίδης, Iacovou Brothers, Archirodon. Κι αυτά, αν περιοριστούμε μόνο στον κατασκευαστικό κλάδο. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η κατάσταση είναι αντίστοιχη σε όλους τους κλάδους εργολαβιών του Δημοσίου, είτε πρόκειται για προμήθειες, νέες τεχνολογίες ή υπηρεσίες.
Οι «καρτελικές πρακτικές» είναι οικείες σε όσους γνωρίζουν, έστω εξ αποστάσεως, «πώς γίνονται οι δουλειές»: Ορίζουμε από πριν τον τελικό ανάδοχο κάθε διαγωνισμού. Συνεννοούμαστε προκαταβολικά τις τελικές εκπτώσεις που θα δοθούν για το έργο. Σχήματα που αρχικά φαίνονται ως «αντίπαλοι» σε διαγωνισμούς αναλαμβάνουν τελικά από κοινού το έργο. Παραίτηση από τον ένα διαγωνισμό σε αντάλλαγμα κάποιου άλλου.
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ευρέως διαδεδομένα «κόλπα». Αντίδοτο μοιάζει να μην υπάρχει. Τα πρόστιμα που μπορεί να επιβληθούν είναι μια μονοψήφια εκατοστιαία μονάδα μπροστά στα κέρδη που προκύπτουν. Η απόδειξη των πρακτικών αυτών βρίσκεται κάπου στα όρια του αδύνατου.
Αν οι όποιες εποπτικές κρατικές δομές, οι Ανεξάρτητες Αρχές, ακόμη και η Δικαιοσύνη έχουν αποδειχθεί επί 30 τουλάχιστον χρόνια ανίσχυρες να τεκμηριώσουν αυτό που όλοι γνωρίζουν, τι άραγε θα μπορούσε να κάνει η όποια δημοσιογραφική προσέγγιση, εκτός από σποραδικές, περιπτωσιολογικές αποκαλύψεις; Ίσως να το… πάρει από την ανάποδη. Να αναζητήσει και να ελέγξει δηλαδή το αν η εκάστοτε πολιτική εξουσία συντηρεί τις συνθήκες στις οποίες ευδοκιμούν αυτές οι πρακτικές.
Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι η υπόθεση των εργολαβιών του δημοσίου μπαίνει σε νέες διαστάσεις. Οι κρατικές δαπάνες έχουν μπει στα μνημονιακά χρόνια υπό ασφυκτικό κοινοτικό έλεγχο. Τα κονδύλια των εργολαβιών δεν μπορούν πλέον να διατίθενται ανεξέλεγκτα, ιδίως από τη στιγμή που οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί όμιλοι, που έχουν παγιώσει και τις σχέσεις με τις εγχώριες εταιρίες, μπορούν να τα διεκδικούν με μεγαλύτερες αξιώσεις λόγω της ευρω-επιτροπείας. Σε αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούν να αφεθούν τα όποια μικροσυμφέροντα να δημιουργούν «παρέες» όπως αυτά νομίζουν. Τα «καρτέλ» του παρελθόντος, θα μεταβληθούν σε ένα μόνιμο και «νόμιμο» μικρότερο σχήμα, με μεγαλύτερους παίκτες. Γινόμαστε –επιτέλους– Ευρώπη…
Ένα ιδιαίτερα προσοδοφόρο χάος
Με βάση την τελευταία καταγραφή που έγινε το 2012, στην ελληνική νομοθεσία υπήρχαν συνολικά 410 μορφές με τις οποίες μπορούσε να αποτυπωθεί μια δημόσια σύμβαση για οποιαδήποτε προμήθεια ή έργο του δημοσίου. Οι όροι, οι διαδικασίες, οι έλεγχοι προόδου και τα οικονομικά δεδομένα διαμορφώνονταν ανάλογα με το ποια ήταν η αρχή που ανέθετε το έργο ή ποιος ήταν ο φορέας που το δημοπρατούσε.
Στην πολυδιάσπαση αυτή συνέβαλλε ιδιαίτερα το καθεστώς της Ανώνυμης Εταιρίας υπό το οποίο λειτουργούν οι δημόσιοι οργανισμοί που εμπλέκονται στα δημόσια έργα, δημιουργώντας μία συνθήκη νομικής σχιζοφρένειας. Όπως είναι λογικό, σε αυτό το περιβάλλον όλα μπορούσαν να «προσαρμοστούν» στις ανάγκες του εργολήπτη δημιουργώντας ένα περιβάλλον που «προσκαλεί» τη διαφθορά.
Για το μάζεμα της κατάστασης αυτής ψηφίστηκε το 2014 ο νόμος 4281, ο οποίος μάλιστα είχε τις θετικές ψήφους της κυβέρνησης Σαμαρά -Βενιζέλου αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ. «Τον Ν. 4281 τον είχαμε ψηφίσει, εγώ ήμουν εισηγητής, δεν ισχύει το επιχείρημά σας ότι εμείς δεν ψηφίσαμε ποτέ τίποτα και εσείς είσαστε η καλή αντιπολίτευση» δήλωσε στις 29 Ιουλίου, ο υπουργός Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης απαντώντας σε επικρίσεις της Νέας Δημοκρατίας.
Παρόλ’ αυτά ο νόμος αυτός ουδέποτε εφαρμόστηκε. Ούτε η κυβέρνηση Σαμαρά, ούτε η μετέπειτα κυβέρνηση Τσίπρα εξέδωσαν τις απαραίτητες κανονιστικές αποφάσεις. Οι πρώτοι τα φόρτωσαν στην τότε πολιτική κρίση που οδήγησε σε εκλογές και οι δεύτεροι τα αναβάλλουν στην προοπτική ενός νέου νομοθετικού πλαισίου.
Η κατάσταση που επικρατεί, όπως ακριβώς είναι γνωστή στην ελληνική κοινωνία είναι γνωστή και στην κυβέρνηση. Γλαφυρά την περιέγραψε άλλωστε στη Βουλή, σε συζήτηση σχετικού νομοσχεδίου, ένας κυβερνητικός βουλευτής, ο Γιάννης Δημαράς: «Υπήρχαν δύο σενάρια στη διαδικασία κατασκευής των δημοσίων έργων. Το πρώτο σενάριο οδηγούσε τα έργα να κοστίζουν δύο ή τρεις φορές ή και περισσότερες φορές πάνω από το αντίστοιχο κόστος ιδιωτικού έργου, με τις ίδιες προδιαγραφές.
Συνήθως, κατά τη δημοπρασία, όχι πάντα βέβαια, γίνονταν συμφωνίες, παράνομες βέβαια, μεταξύ των εργοληπτικών επιχειρήσεων, για το ποιος θα αναλάβει το έργο, προσφέροντας πολύ μικρή έκπτωση. Κάποιοι από τους άλλους συμμετείχαν ως “αβανταδόροι” με μικρότερες προσφορές.
Στις διαδικασίες αυτές, μοιράζεται συνήθως στους υπόλοιπους ένα χρηματικό ποσό, με μεταχρονολογημένες επιταγές, το γνωστό “κολόκουρο”, για όσους δεν το έχετε ακούσει. Βέβαια, στις πολύ μεγάλες εταιρίες, οι συμφωνίες δεν γίνονταν με “κολόκουρο” αλλά με μοίρασμα των έργων μεταξύ τους ή διαμορφώνοντας κοινοπρακτικά σχήματα, όπου συμμετείχαν με άλλους τρόπους και οι υπόλοιποι».
Μάλιστα παρέθεσε και συγκεκριμένο παράδειγμα λέγοντας ότι «στην Περιφέρεια Αττικής, όπου ήμουν περιφερειακός σύμβουλος, [είδα] δρόμους, που είχαν κατασκευαστεί και μέτρησα ο ίδιος, με πάχος ασφάλτου 3 εκατοστά, όταν η μελέτη προέβλεπε 10 εκατοστά. Δηλαδή χρησιμοποιήθηκε το ένα τρίτο του υλικού και προφανώς πληρωνόταν όλο το υλικό, δηλαδή τρεις φορές περισσότερο. Αυτά τα έργα τα είδα και στις πρώτες βροχές έφευγε ο μισός δρόμος». Σημείωσε δε πως «είναι σύνηθες φαινόμενο οι παραλαβές των έργων να γίνονται με αφερέγγυες επιτροπές και οι δειγματοληπτικές τομές, ειδικά σε δρόμους, να γίνονται σε σημεία που υποδείκνυαν οι ίδιοι οι εργολάβοι». Κανένα από τα μέλη της εθνικής αντιπροσωπείας που τα άκουσαν αυτά φυσικά δεν εξεπλάγη.
Ενδεικτικό του υφιστάμενου χάους είναι και το ότι οι δαπάνες των δημόσιων συμβάσεων είναι αδύνατον να καταγραφούν με ακρίβεια ακόμη και λογιστικά σε επίπεδο εθνικής οικονομίας! Δηλαδή, ένα βασικό στοιχείο κατάρτισης του προϋπολογισμού του κράτους (πόσο μάλλον των απολογισμών) ούτε καν για φέτος δεν μπορεί επαρκώς να καταμετρηθεί.
Έχει βέβαια δημοσιοποιηθεί ότι πρόκειται για δαπάνες συνολικού ύψους 36 δισεκατομμυρίων ευρώ το οποίο για το 2016 αντιστοιχεί πε- ρίπου στο 9% του ΑΕΠ της χώρας, στο 14% των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης και στο 20% των ίδιων δαπανών, αν συμπεριληφθεί και η κατηγορία των συμβάσεων παραχώρησης. Όμως η πολυδιάσπαση αυτών των κονδυλίων μοιράζεται σε… 5.000 αναθέτουσες αρχές τις οποίες ουδείς γνωρίζει μία προς μία!
Το φαινόμενο αυτό έχει ήδη από το 2013 προσελκύσει την προσοχή του ΟΟΣΑ που εκτιμά ότι ο εξορθολογισμός της διαδικασίας μπορεί να επιφέρει εξοικονόμηση 7,2 δισ. ευρώ. Και κάπου εδώ ξεκινά το… μυστικό για τα νέα νομοθετικά δεδομένα, το θεσμικό πλαίσιο δηλαδή που θα καθορίζει από δω και πέρα τις εργολαβίες του δημοσίου.
Μια «ευρωπαϊκή» απάντηση
Δεν μπορεί κανείς να πει ότι η κυβέρνηση μπήκε στον κόπο να δώσει μια δική της, πρωτογενή νομοθετική απάντηση στην όλη ιστορία. Οι τίτλοι των δύο νομοσχεδίων που ψηφίστηκαν από τη Βουλή και καθορίζουν το νέο καθεστώς στις εργολαβίες το αποδεικνύουν: «Ανάθεση και εκτέλεση συμβάσεων παραχώρησης – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ L 94/1/28.3.2014)» είναι ο τίτλος του πρώτου και «Δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» του δεύτερου.
Πρόκειται για κοινοτικές οδηγίες που τέθηκαν σε ισχύ στις 17 Απριλίου 2014 και τα κράτη μέλη θα έπρεπε εντός 24 μηνών να τις έχουν ενσωματώσει στο εθνικό τους δίκαιο. Το ότι τα νομοθετήματα επιλέχθηκε να ψηφιστούν με τη διαδικασία του επείγοντος και μάλιστα κατά την περίοδο που συνήθως γίνονται όλα τα «περίεργα πράγματα» στην ελληνική νομοθεσία, δηλαδή από τα τέλη Ιουλίου έως τα μέσα Αυγούστου, είναι ίσως ενδεικτικό.
Τα βασικά στοιχεία που προβλέπονται στη νέα νομοθεσία είναι η τήρηση ηλεκτρονικού μητρώου εταιριών που θα αποτελέσει και τη βάση για τη δυνατότητα διεξαγωγής διαγωνισμών μέσω αντίστοιχων ηλεκτρονικών συστημάτων, για τα οποία πάντως δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα λειτουργίας.
Οι τύποι των συμβάσεων περιορίζονται μόλις σε εννιά. Θα υπάρχουν πλέον τέσσερις βασικές διαδικασίες: ανοιχτή διαδικασία, κλειστή διαδικασία, ανταγωνιστική διαδικασία με διαπραγμάτευση, διαδικασία του ανταγωνιστικού διαλόγου.
Επίσης, προβλέπεται η διαδικασία της «εταιρικής σχέσης καινοτομίας» κυρίως για εργολαβίες νέων τεχνολογιών, καθώς και οι λεγόμενες «συμφωνίες πλαίσιο» που θα αφορούν κυρίως εργολαβίες που σχετίζονται με επενδύσεις στρατηγικού χαρακτήρα. Παράλληλα, θα υπάρχουν τα «δυναμικά συστήματα αγορών για προμήθειες τρέχουσας χρήσης» προκειμένου να ομαδοποιούνται μικρότερες εργολαβικές δουλειές, ενώ θεσμοθετείται και η μορφή της κλήρωσης για έκτακτες μικροανάγκες.
Πάντως, προβλέπεται και μία «ειδική διαδικασία» –ως γνωστόν, άλλωστε, οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ορίζεται σαφέστατα στο άρθρο 128 του νόμου για την ανάθεση και εκτέλεση συμβάσεων: «Για έργα προϋπολογισμού άνω των τριάντα εκατομμυρίων ευρώ επιτρέπεται η ανάθεση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης, με ανάρτηση της πρόσκλησης στην ιστοσελίδα της αναθέτουσας αρχής, η ανάθεση υπηρεσιών συμβούλων οποιασδήποτε ειδικότητας, όπως ιδίως τεχνικού, νομικού, οικονομικού και συμβούλου οργάνωσης μετά από απλή γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου του Υπουργείου Δημοσίων Έργων».
Η κυβέρνηση έχει πολιτικά δεσμευτεί (μέσω των δηλώσεων των συναρμόδιων υπουργών Γ. Σταθάκη και Χρ. Σπίρτζη) ότι η συγκεκριμένη διαδικασία θα αξιοποιηθεί αποκλειστικά για περιπτώσεις ειδικών αναγκών και φυσικών καταστροφών και θεσμοθετείται για να δώσει μια δυνατότητα ευελιξίας σε έκτακτες ανάγκες. Πάντως, στο κείμενο του νόμου δεν υπάρχει τέτοια περιοριστική πρόβλεψη.
Ένα άλλο στοιχείο του νόμου, που επισημάνθηκε τόσο από αντιπολιτευόμενους όσο και από κυβερνητικούς βουλευτές, είναι η θεσμοθέτηση του κριτηρίου της οικονομικής προσφοράς ως ίσης σημασίας με το κριτήριο της τεχνικής προσφοράς. Μια αλλαγή που υποτίθεται ότι επιτρέπει τον έλεγχο των κρατικών εξόδων (ελέω μνημονιακών στόχων) αφού δίνει τη δυνατότητα να αποκλειστεί μία προσφορά με καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, πλην όμως πιο ακριβή.
Όλα αυτά ίσως ακούγονται αρκετά «εκσυγχρονιστικά» και μάλιστα έχουν αποτιμηθεί από την Κομισιόν ως το «πλέον κατάλληλο περιβάλλον» για την ανάπτυξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Όμως, ο ορισμός της μικρομεσαίας επιχείρησης στην ΕΕ είναι μια εταιρία που απασχολεί από 250 έως 500 εργαζόμενους. Το μέγεθος αυτό στις ελληνικές συνθήκες αφορά επιχειρήσεις που έχουν ακόμη και δεσπόζουσα θέση στους κλάδους τους. Στην πραγματικότητα η λειτουργία των νέων κανόνων, αντικειμενικά, απλώς θα περιορίσει την πίτα των κρατικών κονδυλίων στους «μεγάλους παίκτες». Τους ίδιους ακριβώς δηλαδή που έχουν παγιώσει τη λειτουργία των εργολαβικών «καρτέλ».
Χαρακτηριστική επ’ αυτού είναι η εκτίμηση που έκανε ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Τεχνικών Εταιριών (ΣΑΤΕ) Ζαχαρίας Ανθουσάκης, που εκπροσωπεί τις μεσαίες και μικρές τεχνικές εταιρίες, αναφέροντας χαρακτηριστικά για τους νέους τρόπους ανάθεσης: «Έχουμε ένα πρόβλημα. Πού θα βρούμε τα λεφτά, σε κάθε δημοπρασία που θα πηγαίνουμε, να πληρώνουμε 50 και 200.000 ευρώ μελέτες, για να πάμε απλώς σε μια δημοπρασία που είτε έχουμε τύχη, είτε δεν έχουμε. Δηλαδή, αυτό είναι το πρόβλημά μας […] παρότι το σύστημα αυτό δεν παράγει την αδιαφάνεια και τη διαπλοκή που παρήγαγε το υφιστάμενο σύστημα, που χρόνια υπάρχει, να το λέμε αυτό, και απορώ γιατί υπάρχει τόσα χρόνια.
Αυτό το σύστημα μελετοκατασκευής είναι σύγχρονο και αποφεύγει όλες αυτές τις παραμέτρους, αλλά εμείς, οι επιχειρήσεις μας, πού να βρούμε λεφτά να διαθέτουμε, για να πάμε σε μια δημοπρασία με αβέβαιη πιθανότητα να πάρουμε το έργο, όταν συμμετέχουν 20 επιχειρήσεις; Δηλαδή, πρέπει να πεταχτούν οι 19 μελέτες, πληρωμένες, στην άκρη; Έχουν κόστος αυτές οι μελέτες. Και σε πόσες δημοπρασίες αντέχουμε οικονομικά να πάμε μέσα στον χρόνο;».
Κι αν το πρόβλημα αυτό το αντιμετωπίζουν οι εταιρίες μέλη του ΣΑΤΕ, πολλές εκ των οποίων έχουν ελεγχθεί για «εναρμονισμένες πρακτικές» όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Σύνδεσμος, τι θα μπορούσαν να πουν και οι ενώσεις ανέργων που με εταιρική μορφή (ΚΟΙΝΣΕΠ) έχουν την δυνατότητα επίσης να διεκδικήσουν μικρές εργολαβίες. Ρύθμιση που προφανώς εντάχθηκε στο νόμο για «τα μάτια του κόσμου» ή για ελάχιστες και εξαιρετικές περιπτώσεις.
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι φυσικά ο μονόδρομος για τις μικρότερες εταιρίες των συμπράξεων με τα μεγάλα εταιρικά σχήματα που είτε συνεργάζονται, είτε κατέχουν πιστοποιημένες μελετητικές εταιρίες ελαχιστοποιώντας το συγκεκριμένο κόστος. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και για τα παράβολα που προβλέπονται.
Ενδεικτική είναι η παρατήρηση που έκανε στις προβλέψεις του νόμου ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας Ευθύμιος Αντωνόπουλος αναφέροντας ότι «έχει οριστεί στις 15.000 ευρώ και άλλες 5.000 ευρώ για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και αιτήσεως αναστολής το Συμβούλιο της Επικρατείας. Σαν καθεστώς ήταν το ανώτατο όριο 50.000 ευρώ και αυτό δημιουργεί κάποια προβλήματα κυρίως ισότητας, γιατί αντιμετωπίζονται πολλές φορές με τον ίδιο τρόπο συμβάσεις που έχουν αξία 2 εκατ. ευρώ με άλλες που έχουν αξία 100 εκατ. ευρώ».
Να σημειωθεί τέλος ότι η εποπτεύουσα αρχή όλων των διαδικασιών που προαναφέρθηκαν θα είναι –μαζί με την Επιτροπή Ανταγωνισμού– η Αρχή Προδικαστικών Προσφυγών. Ένα 30μελές όργανο αποτελούμενο από δικαστικούς λειτουργούς του οποίου ο πρόεδρος θα έχει επταετή θητεία. Μεγαλύτερη δηλαδή και από αυτή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Θα λειτουργήσει το σύστημα;
Οι κρατικές εργολαβίες είναι μια πολύ σημαντική υπόθεση. Δεν είναι τυχαίο ότι σε μελέτη της Κομισιόν για το 2011 εκτιμήθηκε ότι το ύψος των δαπανών για τις δημόσιες συμβάσεις στις χώρες μέλη έφθανε το 19% του ΑΕΠ ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά, την ίδια στιγμή που το ύψος των δημόσιων συμβάσεων εντός ΕΕ που δεν ανατίθεται σε εγχώριες επιχειρήσεις ξεπερνά τα 400 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Μια τεράστια διακλάδωση συμφερόντων σε όλη την Ευρώπη έχει πλέον παγιωθεί και απαιτεί πολύ συγκεκριμένες προσαρμογές.
Οι δημόσιες συμβάσεις θα πρέπει να είναι καταγεγραμμένες, ομαδοποιημένες και κατά το δυνατόν κεντρικά διαχειρίσιμες. Σε μια χώρα που έχει χάσει σημαντικότατο τμήμα του οικονομικού και δημοσιονομικού της ελέγχου, θα διανέμονται σε «μετρημένες» κοινοπραξίες που θα πληρούν πολύ συγκεκριμένα κριτήρια και έχουν ήδη διαμορφωμένες σχέσεις μεταξύ τους.
Πώς θα το ονομάζατε αυτό; Μήπως …καρτέλ;
Διαβάστε όλο το δεύτερο τεύχος του REPORT, όπως τυπώθηκε στο χαρτί ΕΔΩ
https://report.com.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου