Ἑρμηνευτικὲς ἀποδόσεις τῶν ὕμνων, Εὐθύμιος Πριόβολος
α.
"Σήμερον σὲ θεωροῦσα ἡ ἄμεμπτος Παρθένος ἐν σταυρῶ, Λόγε, ἀναρτώμενον, ὀδυρομένη μητρώα σπλάγχνα ἐτέτρωτο τὴν καρδίαν πικρῶς• καὶ στενάζουσα ὀδυνηρῶς ἐκ βάθους ψυχῆς, παρειᾶς σὺν θριξὶ καταξαίνουσα, κατετρύχετο• διὸ καὶ τὸ στῆθος τύπτουσα, ἀνέκραζε γοερῶς• Οἶμοι, θεῖον τέκνον! οἶμοι, τὸ φῶς τοῦ κόσμου! τί ἔδυς ἐξ ὀφθαλμῶν μου, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ; Ὅθεν αι στρατιαὶ τῶν Ἀσωμάτων τρόμω συνείχοντο λέγουσαι• Ἀκατάληπτε, Κύριε, δόξα σοι".
*
Σήμερα, βλέποντας ἐσένα ἐπάνω στὸν σταυρὸ ἡ ἀμόλυντη μητέρα σου, θρηνοῦσε μέσα στὰ μητρικά της σπλάγχνα μὲ καρδιὰ πικρὰ πληγωμένη. Καὶ στενάζοντας μὲ ὀδύνη, ἀπό τὰ βάθη της ψυχῆς, καταμάτωνε τὰ μάγουλά της καὶ τρίχες ἀπ’ τὰ μαλλιὰ της ξερίζωνε, βασανιζόμενη ἀπὸ λύπη καὶ από πόνο μεγάλο. Γι΄ αὐτὸ χτυποῦσε τὸ στῆθος της καὶ ἔλεγε μὲ γοερὲς κραυγές. Ἀλίμονό μου, θεῖο παιδὶ ! Ἀλίμονο σὲ μένα, φῶς τοῦ κόσμου! Γιατί χάθηκες ἀπὸ τὰ μάτια μου ἐσύ, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ; Καὶ οἱ στρατιὲς τῶν ἀσώματων ἀγγέλων, ἀπὸ αὐτὴ τὴ συγκινητικὴ καὶ παράξενη εἰκόνα πού ἔβλεπαν, κυριεύτηκαν ἀπὸ τρόμο καὶ ἔλεγαν, δόξα σὲ σένα Κύριε, πού τὰ σχέδια καὶ τὰ ἔργα σου εἶναι ἀκατάληπτα γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ.
β.
«Ἐπὶ ξύλου βλέπουσα κρεμάμενον, Χριστέ, σὲ τὸν πάντων κτίστην καὶ Θεὸν ἡ σὲ ἀσπόρως τεκοῦσα, ἐβόα πικρῶς. Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος ἔδυ τῆς μορφῆς σου; οὐ φέρω καθορᾶν σε ἀδίκως σταυρούμενον. σπεῦσον οὒν ἀναστηθι, ὅπως ἴδω καγῶ, σοὺ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερον ἐξανάστασιν».
*
Χριστέ, ἡ μητέρα σου, αὐτὴ πού σὲ γέννησε μὲ τρόπο θαυμαστό, βλέποντας ἐσένα, τὸν δημιουργὸ καὶ Θεὸ τῶν ἁπάντων, νὰ κρέμεσαι ἐπάνω στὸ σταυρό, ἐκραύγαζε πικραμένη: Παιδί μου! Ποῦ ἔδυσε τὸ κάλλος τῆς μορφῆς σου; Δὲν ἀντέχω νὰ σὲ βλέπω νὰ σταυρώνεσαι ἄδικα. Βιάσου, λοιπόν, νὰ ἀναστηθεῖς, γιὰ νὰ δῶ καὶ ἐγὼ τὴν τριήμερη ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀνάστασή σου.
Ευθύμιος Πριόβολος.
ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΘΗ… ΤΟΥ ΛΑΟΥ.
ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΘΗ… ΤΟΥ ΛΑΟΥ.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…
Και εμείς, που καταφέραμε να κάνουμε τούτη τη χώρα τόσο λίγη, τούτο τον τόπο τόσο μίζερο, που ακόμα κι ένα θαύμα του μοιάζει αδύνατο στα ίσα να τον φέρει, σκύβουμε το κεφάλι με κατάνυξη μπροστά στο τίμιο σταυρό του, περιμένοντας την Ανάστασή του που θα μας ξαναγεμίσει ελπίδα.
Θα ακολουθήσουμε την περιφορά του Επιταφίου του, με τ’ αναμμένα μας κεριά μέσα στη θλίψη, κι ίσως φέτος σκεφτούμε αμυδρά όταν περνάμε κάτω απ’ τον επιτάφιο, ότι τούτη την εποχή υπάρχουν κάποιοι που πεινάνε. Μετά, θα πάμε σπίτι να πλύνουμε αυλές και μπαλκόνια για νάνε καθαρά και παστρικά για τη μεγάλη μέρα της Ανάτασης.
Κι έτσι μες σ’ όλα αυτά, κάνεις δε βλέπει τα Πάθη που συντελούνται διπλά μας... Κάνεις δε βλέπει τη χώρα τούτη, που σύρεται απ’ τον Άννα στο Καϊάφα, κανείς δεν βλέπει να κουβαλάει το σταυρό της προς το Γολγοθά. Κανείς δε βλέπει του λαού τη Σταύρωση. Ίσως μόνο εκείνος ο Θεάνθρωπος. Μόνο εκείνος ίσως να τον βλέπει, και να τον συμπονά, γιατί στην πορεία του αναγνωρίζει τη δικιά του...
Κι όπως εκείνος αναστήθηκε εκ νεκρών, καθαρίζοντας τις αμαρτίες και τον πόνο αυτού του κόσμου, έτσι και τούτη η χώρα κι ετούτος ο λαός, ίσως κάποια στιγμή αναστηθεί μετά τη Σταύρωσή του. Ίσως. Γιατί εξαρτάται και απ’ τον ίδιο το λαό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου