Έργο του Γ. Φαρσακίδη |
Περνούμε τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων. Ζώα, πατάτες, σχέδια, ελπίδες, όλα κουρνιαχτός και στάχτη. Εκατόν τριάντα άνθρωποι στα χέρια δύο εγκληματιών, του καλόγηρου και του αστυνόμου. Δυο οκάδες κριθαρίσιο αλεύρι φτιάξαμε κουρκούτι τη μέρα πού γεννήθηκε η αγάπη για τους χριστιανούς και φάγαμε τόσοι άνθρωποι. Μια γραμμή από σκελετούς βαδίζουμε, άλλοι μπροστά κι άλλοι πίσω για το θάνατο. Κυλούσαμε μέσα σε μια κόλαση κι απ' τον ένα κύκλο τον άσχημο περνούσαμε στον άλλο. Το χειρότερο! Έξω διαβολόκαιρος. Κρύο φαρμάκι. Οι αγέρηδες δυνατοί και τσουχτεροί πέφτανε με δύναμη πάνω στον ξερόβραχο σαν να 'θελαν να τον ξεθεμελιώσουν.
Η θάλασσα ασπρογάλαζη, φοβερή μούγκριζε, έτρεχε σαν δαιμονισμένη απ' τη Λήμνο προς τα ξερονήσια και τη Σκύρα. Χτυπούσε με λύσσα σ' ένα κάβο, απέναντι απ' το χωριό, στη γωνιά του Λένιν (έτσι βγάλανε τον κάβο οι εξόριστοι), το νερό σηκωνότανε οργιές στον αέρα. Γινότανε αχνός, έκρυβε τη γη. Νόμιζες πως το υγρό στοιχείο βάλθηκε να τον ξεριζώσει. Να σαρώσει εκείνο το εμπόδιο και ύστερα λεύτερο να παίξει, να τρέξει προς το νοτιά. Λεπτούτσικα, μολυβένια σύννεφα τρέχανε στον απέραντο ουρανό, λες και παίζανε κυνηγητό με τα κύματα. Κουβαράκια-κουβαράκια μαζεμένοι κάτω απ' τα σκεπάσματα. Η σκέψη ξεπερνούσε την πείνα. Τρυπάνι μυτερό πού έφερνε πόνο, απογοήτευση. Έτρεχε, γύριζε, έκλωθε στο ίδιο πρόβλημα. «Τι θα γίνουμε; Θα πεθάνουμε, αλλά πότε και με τι μαρτύρια;»
Ψάχνουμε μ' ανήσυχο μάτι να συμπεράνουμε ποιος θ' ανοίξει τη σκηνή! Ποιος θα 'σερνε πρώτος το χορό. Έψαχνε ο καθένας να βρει τη σειρά του, τη θέση του. «Ο Καντήλας... ο Καλές... ο... ο... είναι πιο εξαντλημένοι από μένα. Αυτοί θα πεθάνουν πρώτοι, κι αφού αυτοί δεν πέθαναν... εγώ...» Έτσι σκεφτότανε ο καθένας, κι έπαιρνε κουράγιο. Την ίδια σκέψη θα 'κανε κι ο Καντήλας κι ο Καλές, και τόσοι άλλοι. Ο καθένας έβλεπε τον άλλο και φοβότανε. Η σκέψη δεν έφευγε απ' τα φαγιά. Τούτο καλό, τ' άλλο καλύτερο και κανένα άσχημο. Και τη χελώνα, και τα βατράχια, και τα φίδια, και τα χορτάρια, και τα πίτουρα. Ό,τι μπορούσε να μασηθεί, ό,τι μπορούσε να περάσει στο στομάχι ήταν «αμβροσία και νέκταρ». Ο νους γύριζε στα περασμένα. Σε μέρες πού είχαμε ψωμί. Σε μέρες πού είχαμε κρέας. Κι ένα παράπονο και γινάτι με τον εαυτό μας φύτρωνε γιατί κάποτε χύσαμε κάτι αποφάγια, γιατί δε φάγαμε ένα φαΐ. Γιατί σ' ένα φιλικό σπίτι μας είπανε να φάμε κι εμείς δε φάγαμε. Πόσο κουτοί ήμασταν τότε! Ε, και να ήταν τώρα;
Και θυμούμαστε τις χελώνες του χωριού μας παυ τρέχανε το καλοκαίρι, τρώγανε τα φασόλια κι εμείς τις κυλούσαμε στον κατήφορο. Πόσο χαζοί ήμασταν τότε. Γιατί να μην... τις φάμε... και θυμόμαστε όταν οι δικοί μας μας δίνανε ξερό ψωμί και δε μας άρεσε... ε, τι ξύλο θέλαμε! Πόσο πικραίναμε τους δικούς μας. Κι αμέσως αγαπημένα πρόσωπα ξεπετιόνταν στο μυαλό μας. Γριούλες μ' αγαθή όψη, ζαρωμένο απ' τούς πόνους και τα χρόνια και τις στερήσεις πρόσωπο, καμπουριασμένη απ' τη δουλειά ράχη, γεροντάκια, παιδόπουλα, νεαρές κοπέλες, γλυκιές συντρόφισσες. Κι οι σκελετοί ψελίζανε σα να παραμιλούσαν: «παιδάκια μου... γυναικούλα μου...» κι η σκέψη ξανά στο φαΐ. Δίπλα-δίπλα, από κρεβάτι σε κρεβάτι, παρέες-παρέες πάνω από μια χούφτα κάρβουνα συζητούσαμε κι όλο συζητούσαμε το ίδιο θέμα.
- Βρε σύντροφοι, να βγούμε ζωντανοί από τούτη δα την κόλαση. Άμα βγούμε έξω θα πάρω μια οκά αλεύρι και θα φτιάξω ένα κουρκούτι που θα χαλάει ο κόσμος, Θα χορτάσω, έλεγε ένας.
- Που να δείτε τι φαΐ είναι οι χελώνες! έλεγε δεύτερος.
- Καλά! έφαγες; Και πώς μαγειρεύεται; ρωτούσε τρίτος.
- Αν έφαγα, λες; 'Εχει ένα άσπρο κρέας! Σαν κατόπουλο. Άμα τη ζεματίσεις με χοχλαστό νερό βγαίνει όλα το καύκαλο και η εξωτερική πέτσα και μένει κάτασπρο κρέας, λαχταριστό-λαχταριστό, ύστερα το βράζεις.
- Άντε καημένε! Θέλει και βράσιμο.
- Ε! και να μη φάω!! αναστέναζε ο Γιωργόπουλος. Ας βγω από δω και βλέπετε. Στο χωριό μου είναι ένα προσήλιο, σκεπασμένο με πουρνάρια. Μια πλαγιά γεμάτη χελώνες. Ας βγω και θα δείτε γλέντι, αλλά ας βγούμε πρώτα.
- Για να δείτε, βρε παιδιά, έλεγε ο Δροσόπουλος. Κάποτε ήμουνα άνεργος, γνώριζα ένα μάγειρα στου κ. Μπενάκη. Με φώναξε να τον βοηθήσω, λίγες μέρες, κι αν δεχόντουσαν τ' αφεντικά να μείνω. Τι είδανε τα μάτια μου δε λέγεται. Σαν τα θυμάμαι με πιάνει μίσος και παράπονο μαζί. Μια συναγρίδα ολάκαιρη πήγαινε μ' ένα «συνδαιτημόνα» -έτσι δεν τούς λένε;- εκείνος έπαιρνε μια μπουκιά. Σας ορκίζομαι, σύντροφοι, στην επανάσταση - μόνο μια, και το γύριζε. Ο μάγειρας το 'ριχνε στα σκουπίδια.
- Θέλεις; μου έκαμε νόημα, άρπα την και μου πάσαρε μια πιατέλα γεμάτη. Σε δυο λεπτά δεν έμεινε τίποτα. Και συνέχεια άρπαζα πιατέλες και τις καθάριζα. Ο μάγερας όλο και μου 'δινε και γέλαγε. Ύστερα από καμιά ώρα με τσάκισε μετός.
- Ωχ! φώναξαν πολλοί μαζί. Πάει το φαΐ χαμένο!
Κείνο, το «ωχ» έδειχνε ένα πόνο, λες και ήταν αυτοί οι ίδιοι, λες και ήταν εκείνη τη στιγμή.
- Σήμερα ο Κόκκινος Στρατός πολεμάει μέσα στα χιόνια και τούς αγέρηδες... άρχιζε κάποιος.
Δεν προχωρούσε λίγο η συζήτηση και γύριζε σ' άλλα κανάλια.
- Αυτοί έχουν και τρώνε. Για φανταστείτε, λαρδί, λουκάνικα, μπορς... έπαιρνε πάλι τον παλιό γνωστό δρόμο. Ο δρόμος αυτός λεγότανε δρόμος «φαΐ». Αυτό βάσταξε χρόνια, βάσταξε ως τη μέρα πού χορτάσαμε. Οποιαδήποτε συζήτηση κι αν αρχίζαμε, ύστερα απ' τις πρώτες λέξεις γύριζε στο ίδιο θέμα. Ένα μαρτύριο περισσότερο. 'Όταν βγάζαμε τα μαυράδια απ' τα κουκιά, στρώναμε από κάτω ένα πανί ή μαντήλι, ό,τι είχε ο καθένας, για να μη φύγουν όξω. Τα μαζεύαμε με προσοχή, σαν άγιο μύρος κι ύστερα τα ροκανίζαμε. Κι οι άλλοι ζηλεύανε τούς τυχερούς, τρέχανε τα σάλια τους, απλώνανε το χέρι και γυρεύανε. Και κείνοι δε δίνανε. Κάποτε, δίνοντας ρούχα κι άλλα πράγματα, πήραμε από κάποιο μαυραγορίτη λίγες ελιές γίνονταν αγώνας για τα κουκούτσια κι άκουγες κρουπ, κρατς. Δεν έμενε τίποτα.
Λιμάξαμε. Κάναμε στα μάτια πότε να φτάσει η ώρα τον φαγητού. Κι όταν έφτανε ο καθένας -οι περισσότεροι- κοιτάζαμε να μείνουμε τελευταίοι, με την πονηρή σκέψη μην περισσέψει φαΐ να μας δώσει ο μάγειρας λίγο παραπάνω. 'Όταν περνούσαμε αφήναμε ένα λόγο, ένα πείραγμα, κάποια κουβέντα για ν' ακούσει ο μάγειρας ποιος είναι, μη τυχόν και δώσει γεμάτη την κουτάλα. Κι αν έλειπε λίγο, χαλούσε ο κόσμος. Παράπονα, γκρίνιες, φωνές κουνούσαμε το πιάτο να χυθεί λίγο. Πέρναμε αντί πιάτο ένα κύπελο, για να χυθεί λιγάκι, για να μας δώσει άλλο, που Θα ήταν περισσότερο απ' ό,τι χύθηκε. Καθόμαστε -όσοι μπορούσαμε να κινηθούμε- έξω απ' το μαγειρειό ή τη διαχείριση σαν παραπονεμένα γυφτόπουλα. Μόνο που δεν απλώναμε τα χέρια για ζητιανιά. Γλείφαμε τα πιάτα, ενάμισυ χρόνο δεν παράλειψα ούτε μια μέρα που να μην το γλείψω. Κι όλοι έτσι κάνανε. Δε θυμάμαι κανένα που να μην έκανε αυτή τη δουλειά. Αν έπεφτε κάτω μια κουταλιά στο τραπέζι τη γλείφαμε.
Πολλοί θα παραξενευτούν μ' αυτά τα πράματα. Εξόριστοι και να κάνουν κατεργαριές για μια κουταλιά φαΐ, να γλείφουν τα πιάτα, να παίρνουν το φαΐ από καταγής... Να συζητάνε για χελώνες, φίδια κτλ. Θα χάσουν τη ρομαντική αντίληψη που είχανε για τούς εξόριστους. Καλά θα ήτανε βέβαια, την ώρα που πεθαίνει κανένας απ' την πείνα, να στέκεται περήφανος μπροστά σε μια κουταλιά φαΐ που πέφτει, να συζητάει για την πολιτικοστρατιωτική κατάσταση, για το δαρβινισμό και τη θεωρία της σχετικότητας. Αλλά τέτοια πράματα στα παραμύθια γίνονται. Η ζωή είναι πιο πεζή. Αλλά ας μην απογοητεύουνται. Έγλειφε κανένας το πιάτο, βαδίζοντας αγέρωχα στον τάφο. Έκαναν πονηριές για λίγο φαΐ παραπάνω, αλλά πιο κάτω ήτανε κήποι με λάχανα, στο μαγειριό και γύρω κυκλοφορούσανε κότες, γάτες, σκυλιά, αργότερα περνούσανε αρνιά, κατσίκια κι όμως κανένα δεν χάθηκε, τίποτα δεν πειράχτηκε, κανένας δεν άπλωσε χέρι να κλέψει ή και να ζητιανέψει. Μαζεμένος, κουκουλωμένος σκεφτόμούνα. Ένα γλυκό υγρό -έτσι μου 'ρχότανε- ανέβαινε στο λαιμό. Κι όλο κατάπινα-κατάπινα. Αυτό πιστεύω Θα νιώθανε και πολλοί άλλοι. Κι αυτό ήταν άλλο μαρτύριο.
27 του Δεκέμβρη. Δεν έκλεισα μάτι καθόλου όλη τη νύχτα. Ο βοριάς λυσσομανούσε. Βββς-βοούσε. Χτύπαγε εκνευριστικά μια παλιόπορτα σ' ένα χαλασμένο στάβλο, σφύριζε στις καμινάδες και κύματα-κύματα χανότανε στα άπειρα. Η θάλασσα στέναζε. Κατά τα ξημερώματα ο αέρας έκοψε κάπως, ανάλαμψε μια ελπίδα. Ίσως να καλυτερέψει ο καιρός, ίσως να 'ρθει κανένα καΐκι, ίσως να μας έρθει, ίσως... ίσως... ίσως... ίσως οι Ρώσοι να πήρανε τους Γερμανούς στα πόδια, που δεν θα σταματούσανε παρά στο Βερολίνο πόσο έξω πέφταμε μ' αυτόν τον πόλεμο! Κρίναμε χωρίς στοιχεία, κρίναμε όπως μας σύμφερε. Στην αρχή λέγαμε πως σε τρεις μήνες οι Γερμανοί θα γίνονταν κουρνιαχτός, ύστερα περιμέναμε το χειμώνα. Αργότερα το πρώτο πισωδρόμισμα. Με την υποχώρηση δεν θα σταματούσαν πουθενά. Κάναμε μια παρομοίωση με τη Μικρασιατική εκστρατεία, με την κατάρρευση της Γαλλίας κτλ.
Δεν είχε ξημερώσει χαλά σαν ήρθε ο Μπάμπης. Ξάπλωσε δίπλα μου. 'Ένιωσα ένα χέρι να τραβάει τα σκεπάσματα. Μια αδύνατη, ζεστή ανάσα ένιωσα κοντά μου στο πρόσωπο.
- Τι θέλεις; τον ρώτησα.
- Κουβέντα, μου είπε. Δεν έκλεισα μάτι. Όλο στο φαΐ ο νους μου. Μ' αυτό ανακατευότανε η κατάσταση, τα παιδιά, η άμοιρη γυναίκα. Σκεφτόμουνα πως προχωράμε πολύ γρήγορα. Από προχτές τα Χριστούγεννα ξάπλωσαν μερικοί. Σε τρεις μέρες πάνω από δέκα. Αριθμός μεγάλος για τόσες μέρες. Εκείνο το χτύπημα του βρικόλακα πολύ μας στοίχισε. Αν εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση πολύ γρήγορα δε θα βρίσκεται κανένας ορθός. Δεν θα 'χουμε ποιος να μας συγυρίσει. Θα βρομίσουμε.
- Άσε αυτή τη συζήτηση για πείνα και θάνατο, Θα τρελαθούμε. Άλλη συζήτηση, υπάρχούν τόσα θέματα. Έπειτα υπάρχουν και ελπίδες. Ο καιρός φαίνεται θα στρώσει, μπορεί να 'ρθει κανένα καΐκι. Αναστατώσαμε όλον τον κόσμο, κάτι θα βγει, ύστερα οι Ρώσοι...
- Αν μου τα λες για να μου δώσεις κουράγιο, άκου! "Εχω αρκετό απ' αυτό. Έχω το κουράγιο του ανθρώπου που πιστεύει 100% πως θα πεθάνει κι είναι αποφασισμένος γι' αυτό. Κι ύστερα μη νομίζεις πως ο χάρος είναι τόσο τρομαχτικός όπως τον δείχνουν τα εκκλησιαστικά βιβλία δε βαριέσαι... προχτές λιποθύμησα, όχι απότομα, σιγά-σιγά βυθιζόμουνα σε μια νάρκη γλυκιά, σ' ένα βαθύ ύπνο. Αλάφρωνα. Έπαυαν οι πόνοι, ώσπου έχασα τις αισθήσεις. Σαν συνήρθα, στενοχωρέθηκα, όπως όταν κοιμάσαι βαθιά και σε αγουροξυπνήσουν. Ο θάνατος είναι μια μικρούλα καμπή. Από δω η ζωή. Έγειρες λίγο; αλλάζεις υπόσταση. Από ζωντανή ύλη γίνεσαι νεκρή, τίποτα το τρομακτικό, τίποτα το δύσκολο. Αλλαγή μιας εικόνας κινηματογράφου.
Στη σκέψη του θανάτου στενοχωριόμαστε. Ξέρεις γιατί; Δε μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μας πως θα πεθάνουμε εμείς κι ο κόσμος θα μείνει ο ίδιος, θα κινιέται η γης, θα λουλουδιάζει, θα στολίζεται, θα καρπίζει, θα 'χει ήλιο και θάλασσα, αγάπες, φιλίες, έρωτες, μίση, κακίες, έχτρητες. Όλα τα πάθη της γης, τις χαρές του κόσμού. Μας είναι πιο υποφερτή η σκέψη πως μαζί μας θα χαθεί κι όλος ο κόσμος, υποφέρουμε γιατί νομίζουμε πως θα βλέπουμε όλες τις ομορφιές, θα τις νιώθουμε και δε θα μπορούμε να τις χορτάσουμε, να τις χαρούμε. Αυτό είναι ανυπόφορο. Κι όμως αυτό δε γίνεται. Άμα τα τινάξουμε... τίποτα απ' αυτά. Άλλωστε αυτό είναι θάνατος. Άμα πεθάνουμε ούτε θα βλέπουμε, ούτε θα νιώθουμε.
- Άσε αυτές τις σκέψεις.
- Φοβάσαι μη λυγίσω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλωση γιατί; Να κερδίσω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστερα; πάλι θα πεθάνω. Κι αν ζήσω χίλια χρόνια μήπως θα χορτάσω; Θα πω νυσάφι; όχι! Δεν έχει σημασία πόσο θα ζήσει κανένας, μα πώς θα ζήσει. Η ποσότητα δε βαραίνει, αλλά η ποιότητα. Αξία έχει το πώς θα πεθάνεις. Με το κεφάλι ψηλά, περήφανα ή μίζερα, κακομοίρικα. Ο χάρος τι θα πάρει: πτώμα ή αγωνιστή; Ακόμα αξία έχει αν θα πας σαν το σκυλί στ' αμπέλι ή ο θάνατός σου θα 'ναι έστω ένα μικρούτσικο αστράκι πού θα δείχνει στους άλλους το δρόμο του καθήκοντος, της θυσίας, του αγώνα. 'Έχω σαράντα χρόνια και δεν είδα άσπρη μέρα, οι γονιοί μου με φέρανε στη ζωή χωρίς κι αυτοί να το θέλουν. Σκέβρωσα και δε χόρτασα, παντρεύτηκα γι' αποκατάσταση και λάσπωσα περισσότερο, πήρα στο λαιμό μου γυναίκα και παιδιά. Έσερνα τη μίζερη ζωή μου, ώσπου κάποτε είπα:
«Αυτά δεν είναι ζωή, αυτός ο δρόμος βγάζει στην καταστροφή, άλλος δρόμος χρειάζεται». Κι από τότε άλλαξα στράτα, από ανάγκη, ακούς; από στυγνή ανάγκη. Με τους άλλους, τ' αδέρφια μου -σκέφτηκα- ή στη σωτηρία ή στο χαμό. Και γύρισμα δεν έχει, δε μπορώ. Κέρδος δεν έχει. Θα προχωρήσω, κι ο θάνατός μου θα βοηθήσει...
(Απόσπασμα από το βιβλίο του ΚΩΣΤΑ ΜΠΟΣΗ: «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων στα 1941»)
Ο Αη Στράτης χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σαν τόπος εξορίας το 1929. Χιλιάδες κομμουνιστές και δημοκράτες αγωνιστές θα ακολουθήσουν για πολλά χρόνια. Από το 1935 μέχρι στις 16 Ιούλη 1943, το μητρώο της ομάδας των εξόριστων κατέγραψε 950 περίπου αγωνιστές στο νησί του μαρτυρίου. Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μια ομάδα εξόριστων βρίσκεται στο νησί. Ανάμεσά τους και ο Κώστας Μπόσης. Στις 26 Απρίλη του 1941, δυο μέρες πριν οι Γερμανοί καταλάβουν το νησί, τα όργανα του μεταξικού καθεστώτος, χωροφύλακες και πεζοναύτες, εμπόδισαν τη φυγή των εξόριστων. Πυροβόλησαν εναντίων τους και σκότωσαν τρεις. Κάτω από φριχτές συνθήκες πέθαναν από πείνα 33 εξόριστοι, μέχρι που την άνοιξη του 1943 καταφέρνουν και δραπετεύουν με τη βοήθεια του ΕΛΑΝ οι εναπομείναντες 60. Ανάμεσα στους δραπέτες και ο Κώστας Μπόσης που αποτύπωσε τη ζωή των εξόριστων στον Αη Στράτη, τις στερήσεις, την πείνα τον θάνατο αλλά και την απαράμιλλη πίστη τους στα ιδανικά του σοσιαλισμού, στο βιβλίο του «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων στα 1941».
Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1947 από την ΚΕ του ΚΚΕ, και ακολούθησαν κι άλλες εκδόσεις μεταγενέστερα.
9 σχόλια:
Δε σας παρεξηγεί κανένας. Μέρες που είναι, όλοι οι άνθρωποι το ρίχνουν λίγο έξω. Πίνουν ένα ποτηράκι παραπάνω, ρε αδελφέ. Άκου τι σκαρφίτηκε ο άνθρωπος να γράψει, "...κομμουνιστές και δημοκράτες αγωνιστές..." και "...πίστη στα ιδανικά του σοσιαλισμού...". Καινούριο συκώτι θα φτιάξουμε, από τα γέλια.
Αγαπητέ Ανώνυμε να είστε σίγουρος πως και μεις δεν σας παρεξηγούμε που μπήκατε στον κόπο να σχολιάσετε ένα κείμενο που δεν διαβάσατε!
Αν πάλι το διαβάσατε και γράφετε αυτά... κρίμα.
Διότι είτε μας αρέσει,είτε όχι η Ελληνική ιστορία (και τα ξερονήσια) υπάρχει καταγεγραμμένη και οφείλουμε και να την ξέρουμε και να τη σεβόμαστε.
Παρεμπιπτόντως μόλις δύο αναρτήσεις πριν υπάρχει το άρθρο:
Ελληνική ... Φεουδαρχία! Τo αίσχος του Πολιτικού Συστήματος Εν Ελλάδι!,που όμως δεν φαίνεται να σας προκάλεσε τον γέλωτα.
Να είστε καλά και Καλή Χρονιά!
Υ.Γ.:Ετσι για το αρχείο σας,ο υπογράφων χειμώνα καλοκαίρι,γιορτή ξεγιορτή πίνει μόνο παγωμένο νεράκι!
Ολόκληρο το 80σελιδο βιβλιαράκι του Κώστα Πουρνάρα, του Δημητρίου και της Γιαννούλας, που χρησιμοποιούσε, (γιατί, άραγε;), το ψευδώνυμο,, «Μπόσης», (από πού και με ποιο συμβολισμό, άραγε;), έχω διαβάσει κύριε. Σοβαρολογείτε ότι είναι κρίμα να γράφω ότι κομμουνισμός και δημοκρατία δεν συμβαδίζουν;
Προφανώς όμως, σας «διαφεύγει» η προσωπική ιστορία του «αγωνιστή» των «σοσιαλιστικών ιδανικών», του Κώστα Πουρνάρα ή Μπόση. Ο μακαρίτης ήταν πολιτικός επίτροπος στις τάξεις του «Δημοκρατικού Στρατού» και ευθύνεται για εκατόμβες αθώων πολιτών που δεν συντάσσονταν στις γραμμές των ληστοσυμμοριτών στην Ήπειρο.(Αγρινιώτης είστε στην καταγωγή. Σε κάποια επίσκεψή σας ρωτήστε τους γεροντότερους στα χωριά της, γειτονικής σας, Άρτας). Όμως ούτε και στη συνέχεια έκανε την αυτοκριτική του, ούτε «άκουσε», τίποτα, μέχρι τέλος της ζωής του, για το τραγικό τέλος, όχι των ντόπιων, αλλά έστω, των Ελλήνων πρώην συντρόφων του, στις Σιβηρίες και στα στρατόπεδα θανάτου στις χώρες των «…σοσιαλιστικών ιδανικών…». Υποθέτω ότι εσείς κάνατε το σχετικό κόπο, αν και δεν είδα καμία σας ανάρτηση αφιερωμένη στα θύματα των «αγωνιστών» των «…σοσιαλιστικών ιδανικών». Μην αναφέρετε λοιπόν για τα ξερονήσια και τις υπόλοιπες…., ας μην τις χαρακτηρίσω, δικαιολογώντας τα εγκλήματα, σε βάρος της ανθρωπότητας, που έχουν οι «Μπόσηδες» της αριστεράς στις πλάτες τους.
Παρεμπιπτόντως διάβασα και το άρθρο που μου υποδεικνύετε, (έχω κι εγώ τα κολλήματα μου, κι ένα απ' αυτά είναι να διαβάζω τις αναρτήσεις σας). Θέλετε να σχολιάζω και σε όσα συμφωνούμε; Ευχαρίστως να το κάνω.
Νάστε καλά. Καλή χρονιά.
Υ.Γ.1 Επειδή νομίζετε ότι με «όπλο» ένα Blog, μπορείτε να πουλάτε «πνεύμα», έτσι για το αρχείο σας, αν «...χειμώνα καλοκαίρι, γιορτή ξεγιορτή...πίνετε μόνο παγωμένο νεράκι…», να αδειάζετε που και που, ένα ποτήρι στο κεφάλι.
Υ.Γ.2. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω συνεχίζω να είμαι αναγνώστης σας. Το κλάμα είναι μέρος της ζωής μας και το γέλιο που τη μακραίνει, το έχουμε ανάγκη στους καιρούς της «Ελληνικής Φεουδαρχίας», την οποία, παρεμπιπτόντως, (μου άρεσε η λέξη και θα την καθιερώσω ως μέρος της καθημερινότητάς μου), ΟΛΟΙ σας στηρίζατε με τις πολιτικές και εκλογικές σας επιλογές. Συγνώμη για το μακροσκελές του μηνύματός μου και δεν θα επανέλθω, πλην και καταφύγετε σε κάτι άλλο «παγωμένο».
Αγαπητέ Ανώνυμε φίλε εν πρώτοις σας ευχαριστώ που διαβάζετε τις αναρτήσεις μου και με χαρά διαπιστώνω ότι με γνωρίζετε!Οπότε θα πρέπει να σας θυμίσω πως λίγα μέτρα από το πατρικό μου στο Αγρίνιο (στην Αγία Τριάδα) τη Μ.Παρασκευή του '44 οι Γερμανοί με τις υποδείξεις των ταγμάτων ασφαλείας του Τολιόπουλου εκτέλεσαν 120 ανθρώπους.Κι όπως πολύ καλά γνωρίζετε παρόμοιες εκτελέσεις υπήρξαν σε όλη την Ελλάδα εκείνη τη μαύρη εποχή.Θέλω να πω δηλαδή ότι εγκλήματα τότε διεπράχθησαν εκατέρωθεν και το να μιλάμε ακόμα σήμερα για "ληστοσυμμορίτες" δεν ωφελεί.
Αντίθετα θα πρέπει να ευχόμαστε και να προσπαθούμε να μην ξαναζήσουμε τέτοιες εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις,που θα βόλευαν τη σημερινή "Ελληνική Φεουδαρχία"!
Δεύτερον το "...κρίμα" που γράφω έχει να κάνει με τη ζωή και το θάνατο στα ξερονήσια,που παραβλέπετε εντελώς.
Από κει και πέρα οι πολιτικές σας θέσεις σεβαστές,ποτέ δεν επιχειρήθηκε προπαγάνδα από 'δω υπέρ οποιουδήποτε.
Και πάλι να είστε καλά κι ευχαριστώ!
===
Υ.Γ.1:Γιατί θέλετε να με πουντιάσετε χειμωνιάτικα;
Υ.Γ.2:Δεν υπάρχει θέμα συγνώμης για το μακροσκελές σχόλιο,γράφετε ελεύθερα όποτε θέλετε, ό,τι θέλετε.Κι άρθρα σας αν θέλετε στείλτε τα να δημοσιευθούν.
Απόλυτη παγωνιά άγνοιας ή προσπάθεια να τεντωθούν άνισες καταστάσεις; Τι είδους εξίσωση είναι αυτή που κάνατε, από τη μια τα Τάγματα και από την άλλη, οι άλλοι. Τι είναι αυτά που γράφετε; Για όνομα του Θεού. Προσποιείστε ή πράγματι αγνοείτε την Ιστορία; Ο Δημήτρης Ψαρρός και χιλιάδες άλλοι Έλληνες που εκτελέστηκαν ανήκαν κάπου;
Η θολή ιστορία είναι ο σπασμένος καθρέφτης στον οποίο προσπαθούμε να χτενιστούμε. Ας τα πούμε απλά και ξεκάθαρα. Οι ληστοσυμμορίτες της Αριστεράς χρησιμοποίησαν τα τάγματα ως δικαιολογία για να δολοφονήσουν, να βιάσουν, να λεηλατήσουν και να κάψουν, σε βαθμό που αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τα εφεύρουν και τα εφηύραν. Ο Ελληνικός λαός πλήρωσε απλά την ιδεολογική κομμουνιστική τύφλωση και το πάθος για εξουσία. Δεν παραβλέπω απολύτως τίποτα. Ούτε τις εξορίες, ούτε τους θανάτους στα ξερονήσια. Απλά δεν μπορώ να δεχθώ άκριτα τον κάθε δολοφόνο «Πουρναρά»-«Μπόση» που ο βίος και η πολιτεία του είναι γνωστή, να γράφει ένα βιβλίο και να θέλει να κλάψουμε μαζί του, την ώρα που οι αδικαιολόγητες, και αναπολόγητες από μέρους του, δολοφονίες που προκάλεσε, έκλεισαν σπίτια και μαυρόντυσαν οικογένειες.
Υ.Γ1 Ανακόλουθο σας βρίσκω. «...χειμώνα καλοκαίρι, γιορτή ξεγιορτή...πίνετε μόνο παγωμένο νεράκι…» και φοβάστε μήπως πουντιάσετε; Ίσα που θα διατηρήσετε την πνευματική σας εγρήγορση. Κάθε φορά που αισθάνομαι ότι με μπερδεύει κάποιος «Μπόσης» σ’ αυτή την, άκρως αποτελεσματική, μέθοδο καταφεύγω.
Υ.Γ.2 Δεν σας γνωρίζω προσωπικά. Παρεμπιπτόντως, τρέλα η λεξούλα, έχετε γράψει πολλές φορές ότι είστε από το Αγρίνιο. Πάντως είμαστε κοντοπατριώτες.
@Ανώνυμος:
Γράψατε στα σχόλιά σας τα εξής:
"που χρησιμοποιούσε, (γιατί, άραγε;), το ψευδώνυμο,, «Μπόσης», (από πού και με ποιο συμβολισμό, άραγε;)"
"Προφανώς όμως, σας «διαφεύγει» η προσωπική ιστορία του «αγωνιστή» των «σοσιαλιστικών ιδανικών», του Κώστα Πουρνάρα ή Μπόση. Ο μακαρίτης ήταν πολιτικός επίτροπος στις τάξεις του «Δημοκρατικού Στρατού» και ευθύνεται για εκατόμβες αθώων πολιτών που δεν συντάσσονταν στις γραμμές των ληστοσυμμοριτών στην Ήπειρο."
"Σε κάποια επίσκεψή σας ρωτήστε τους γεροντότερους στα χωριά της, γειτονικής σας, Άρτας" και άλλα…
Για το ψευδώνυμο: Είναι συνηθισμένο φαινόμενο πολλοί συγγραφείς, λογοτέχνες κλπ. να υπογράφουν με ψευδώνυμο. Μην απορείτε λοιπόν, έχουν προηγηθεί σε αυτό του Μπόση, όπως και ακολούθησαν και άλλοι. Το τι συμβολίζει, δεν το γνωρίζω. Δυστυχώς θα μείνετε με την απορία.
Για την «προσωπική ιστορία» του Μπόση: Μια από τις διαδικασίες που προβλέπονταν από τους νόμους της ελληνικής πολιτείας, για τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων, ήταν η συλλογή υπογραφών από συντοπίτες τους, σαν μια «γνωμοδότηση» για να επιστρέψουν στον τόπο τους ή όχι. Στο χωριό του Μπόση, τη Χώσεψη, με πληθυσμό πολλές εκατοντάδες κατοίκων τότε (σήμερα περίπου πεντακόσιοι), υπέγραψαν ΟΛΟΙ εκτός από τέσσερα άτομα. Ανάμεσα στις υπογραφές υπέρ της επιστροφής του Μπόση στο χωριό του, ήταν ΟΛΩΝ πλην μετρημένων στα δάχτυλα ενός χεριού, των πολιτικών του αντιπάλων, των διωχτών και επίδοξων δολοφόνων του στα χρόνια του εμφυλίου.
Σας καλώ επίσης να περάσετε από το ιστολόγιο kostasbosis.blogspot.gr και να διαβάσετε πολλές μαρτυρίες κατοίκων χωριών της Άρτας, που μεταφέρει ο Κώστας Μπαλάφας (φαντάζομαι τον γνωρίζετε) για την «προσωπική ιστορία» του Μπόση.
Από κει και έπειτα, το να εξισώνετε την ηρωική αντίσταση των κομμουνιστών και άλλων δημοκρατών με τη ληστοσυμμοριτική δράση των ταγμάτων ασφαλείας και των άλλων πλιατσικολόγων και δωσίλογων, συνεργατών του εκάστοτε καταχτητή, που ορκίζονταν στον φύρερ, είναι πρόβλημά σας. Τα συμπλέγματα κατωτερότητας και το μίσος που τρέφετε όλοι εσείς για όσους αντιστάθηκαν στο φασισμό και θυσίασαν ή αφιέρωσαν τη ζωή τους στην υπόθεση της προόδου της ανθρωπότητας, δεν ακουμπούν ούτε κατά διάνοια, αυτούς τους Ανθρώπους και φυσικά τον Κώστα Πουρναρά – Μπόση.
Η μεγαλύτερη «εκδίκηση» όλων αυτών, είναι πως θα στοιχειώνουν για πάντα τα όνειρα όσων υποτάχτηκαν και υπηρέτησαν τους καταχτητές, τους νεοναζί πολιτικούς απογόνους τους και άλλους χειροκροτητές του φασισμού και προφανώς τα δικά σας...
Ευχαριστώ το ΖΕΙΔΩΡΟΝ για τη φιλοξενία.
@Ανώνυμος
Αγαπητέ Ανώνυμε επιμένετε να ρίχνετε κούτσουρα στο τζάκι του διχασμού κι επί πλέον να θεωρείτε άγνοια την έλλειψη παρωπίδων!
Οι νεκροί ένθεν και ένθεν είναι πάντα άνθρωποι κι ο σπασμένος καθρέφτης όσο και τα παραταξιακά γυαλιά παραμορφώνουν το ίδιο την ιστορία,την οποία ξαναλέω οφείλουμε και να γνωρίζουμε και να σεβόμαστε ώστε να μην ξαναπέσουμε στην ίδια λούμπα.
Το ποιους πλήρωσε και πληρώνει ακόμα και σήμερα ο Ελληνικός λαός το γνωρίζουμε αμφότεροι πολύ καλά κι έχουμε χρέος με την όποια δύναμη διαθέτει ο καθένας μας να τους σταματήσουμε κι όχι να τσακωνόμαστε μεταξύ μας.
Και πάλι ευχαριστώ και Καλή Χρονιά!
@Κravaritis
Απλά συγχαρητήρια για τη σελίδα που δημιουργήσατε!
Καλή Χρονιά και καλή σας δύναμη για τη συνέχεια.
Πέρασα, πριν καν μου το υποδείξετε, δεν είμαι στην ΚΝΕ για να περιμένω την άδειά σας, διάβασα την αγιογραφία που κάνατε, δικαίωμά σας, όμως μην απαιτείται να την πιστέψουμε. Το σχόλιο που προσθέσατε δημιουργεί ζήτημα για το διαχειριστή του blog, τον «απόλυτα αντικειμενικό» που φρόντιζε να με νουθετεί, «…Αγαπητέ Ανώνυμε επιμένετε να ρίχνετε κούτσουρα στο τζάκι του διχασμού κι επί πλέον να θεωρείτε άγνοια την έλλειψη παρωπίδων…». Δεν είδα σχόλιο στην υβριστική σας επίθεση, αντίθετα διαπιστώνω γαργάρες, και προτροπές, προφανώς από τρόμο, να συνεχίσετε την ωραία σας δουλειά.
Όσο για την δική σας παρέμβαση; Άργησε χαρακτηριστικά. Άργησαν να σας ειδοποιήσουν ή άργησαν να σας δώσουν άδεια από την ΚΟΒ, ώστε να πάρετε αμπάριζα και να βγείτε; Σε κάθε περίπτωση, καλώς ορίσατε. Είσαστε ο αναμενόμενος υβριστής κομμουνιστής, απόγονος πλιατσικολόγων και ληστοσυμμοριτών.
Ο κομμουνισμός , του οποίου είσαστε, (ακόμη; Τι περιμένετε; Παλινόρθωση ή ανάσταση του πατερούλη των λαών, που έκλαιγαν οι καμπάνες του Ρίτσου, στο θάνατό του; ) , πιστός και γλοιώδης έως γελοίος υπηρέτης, σε τίποτα δεν διαφέρει από τους Φύρερ και τους Μπενίτο, που συναγελάζονταν με τους Μολότοφ και τους Στάλιν, που υπηρετούσαν οι «Μπόσηδες» της αριστεράς. Η τακτική, βρίζω ότι δεν συμφωνεί μαζί μου, είναι απόλυτα ξεπερασμένη, πάρτε το απόφαση. Τι να ακουμπήσει και ποιον, ταλαίπωρε επαγγελματία υβριστή και γλοιώδη υποστηρικτή ανθρώπων που δολοφόνησαν Έλληνες και προκάλεσαν καταστροφές περισσότερες από όσες όλες οι μάχες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής; Αντί να λέτε τσιτάτα, κάντε κάτι πιο χρήσιμο, μαζέψτε τα απομεινάρια των «αγωνιστών των σοσιαλιστικών ιδανικών» και παρηγορήστε τα για τη συντριβή των ελπίδων τους.
Δημοσίευση σχολίου