Αυξάνονται χρόνο με το χρόνο οι κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για χρέη στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, σύμφωνα με έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη.
Το 2015 η ΑΑΔΕ, όπως επισημαίνει στην έκθεσή του ο Συνήγορος του Πολίτη, προχώρησε σε περίπου 650.000 κατασχέσεις λογαριασμών, αριθμός που διπλασιάστηκε το επόμενο έτος. Το 2017 οι κατασχέσεις ξεπέρασαν τα 1,7 εκατομμύρια και φέτος μέχρι τον Μάιο προστέθηκαν ακόμα 1,2 εκατομμύρια.
Αθροιστικά από το 2015 ως σήμερα οι κατασχέσεις ανέρχονται στις 4.850.000, νούμερο που καλύπτει μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού.
«Με δεδομένο, μάλιστα, ότι περίπου τέσσερα εκατομμύρια υπόχρεοι ανήκουν στην ομάδα των οφειλετών είτε προς τη φορολογική διοίκηση είτε προς την ασφαλιστική είτε και προς τις δύο, το ενδεχόμενο ενεργοποίησης διαδικασίας κατάσχεσης τραπεζικού λογαριασμού αφορά ανησυχητικά μεγάλη ομάδα του πληθυσμού», επισημαίνεται στην έκθεση.
Κατασχέσεις και σε λογαριασμούς μισθοδοσίας
Η έκθεση επισημαίνει ότι κατασχέσεις γίνονται ακόμα και σε λογαριασμούς μισθοδοσίας, κάτι που δείχνει ότι το μέτρο της δήλωσης ενός ακατάσχετου λογαριασμού για κάθε φορολογούμενο δεν είναι πάντα αποτελεσματικό.
Τα συμπεράσματα του Συνηγόρου:
Η παρεμπόδιση της αυτόματης και αυτοδίκαιης προστασίας του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ στα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικά βοηθήματα με την ανάδειξη της διαδικασίας γνωστοποίησης του ακατάσχετου λογαριασμού στη φορολογική διοίκηση, από διαδικαστική προϋπόθεση σε ουσιαστική προϋπόθεση, δυναμιτίζει τον σκοπό του νομοθέτη για προστασία των μισθοσυντήρητων φορολογούμενων.
Η δικαστική προστασία είτε με τη μορφή της προσωρινής δικαστικής προστασίας (αναστολή εκτέλεσης κατάσχεσης, αναστολή καταδιωκτικών μέτρων) είτε με τη μορφή της υπαγωγής σε διαδικασία διαγραφής οφειλών λόγω οικονομικής αδυναμίας, αποδεικνύεται δύσχρηστη και αναποτελεσματική.
Τόσο οι ίδιοι οι οφειλέτες του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης όσο και οι κληρονόμοι τους ή τα φυσικά πρόσωπα αλληλεγγύως ευθυνόμενα με νομικά πρόσωπα που έχουν παύσει να υφίστανται, συχνά αιφνιδιάζονται από τη διαδικασία κατάσχεσης, την οποία πληροφορούνται όταν επιχειρούν πρόσβαση στις καταθέσεις τους.
Αυτό συμβαίνει είτε επειδή το κατασχετήριο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη, πράγμα που κρίθηκε ως συνταγματικά ανεκτό από το ΣτΕ, είτε γιατί η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση συσχετίζει τις οφειλές των εκλιπόντων φυσικών προσώπων ή των λυθέντων νομικών προσώπων με τους ήδη μη υφιστάμενους ΑΦΜ τους, και όταν, εν συνεχεία, προβεί σε λήψη καταδιωκτικών μέτρων, τότε τα στρέφει κατά των κληρονόμων και των αλληλλεγγύως ευθυνόμενων φυσικών προσώπων, τα οποία ωστόσο ουδέποτε είχε ενημερώσει για τις οφειλές αυτές.
Μάλιστα, παρατηρούνται περιπτώσεις υπερείσπραξης απαιτήσεων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της αναγκαστικής είσπραξης στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, επειδή κατά την ακολουθούμενη ηλεκτρονική διαδικασία κοινοποίησης των κατασχετηρίων από το ΚΕΑΟ προς τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν έχει προβλεφθεί τρόπος ελέγχου, σχετικά με το αν το ποσό που δεσμεύεται σε μία τράπεζα όπου τηρεί λογαριασμό ο οφειλέτης έχει ήδη δεσμευθεί και αποδοθεί στο ΚΕΑΟ από άλλη τράπεζα.
Τα σφάλματα τα οποία εμφιλοχωρούν στη διαδικασία είτε με τη μορφή αριθμητικού λάθους είτε με τη μορφή καθυστέρησης ευθυγράμμισης με τροποποιήσεις της νομοθεσίας, συχνά δεν διορθώνονται παρά μόνο με προσφυγή στη Δικαιοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον φορολογούμενο.
Ακόμη και εάν υπάρξει παραδοχή ενός σφάλματος, η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση δεν επιστρέφει στους πολίτες τα παρακρατηθέντα ποσά, αλλά τα συμψηφίζει με υπάρχουσες οφειλές.
Τα προνομιακά επιδόματα και ασφαλιστικά βοηθήματα δεν τυγχάνουν συνολικής και ενιαίας προστασίας, αλλά κατατρύχονται από αποσπασματική πολυνομοθεσία, που συχνά οδηγεί στην κατάσχεσή τους, με μεγάλη δυσκολία στην επιστροφή των χρημάτων στις ευάλωτες ομάδες προς τις οποίες απευθύνονται.
Οι αγροτικές επιδοτήσεις, παρά την κατηγορηματική διαβεβαίωση του ενωσιακού δικαίου ότι καταβάλλονται στο ακέραιο στους δικαιούχους, καταλήγουν σε πλείστες περιπτώσεις να μην φθάνουν στα χέρια των αγροτών οφειλετών του Δημοσίου λόγω μη θέσπισης ρητής διάταξης περί ακατάσχετου στην ελληνική νομοθεσία, και διχογνωμίας και μετάθεσης ευθύνης μεταξύ των φορέων, ως προς την διαβεβαίωση περί του ακατάσχετου.
Το 2015 η ΑΑΔΕ, όπως επισημαίνει στην έκθεσή του ο Συνήγορος του Πολίτη, προχώρησε σε περίπου 650.000 κατασχέσεις λογαριασμών, αριθμός που διπλασιάστηκε το επόμενο έτος. Το 2017 οι κατασχέσεις ξεπέρασαν τα 1,7 εκατομμύρια και φέτος μέχρι τον Μάιο προστέθηκαν ακόμα 1,2 εκατομμύρια.
Αθροιστικά από το 2015 ως σήμερα οι κατασχέσεις ανέρχονται στις 4.850.000, νούμερο που καλύπτει μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού.
«Με δεδομένο, μάλιστα, ότι περίπου τέσσερα εκατομμύρια υπόχρεοι ανήκουν στην ομάδα των οφειλετών είτε προς τη φορολογική διοίκηση είτε προς την ασφαλιστική είτε και προς τις δύο, το ενδεχόμενο ενεργοποίησης διαδικασίας κατάσχεσης τραπεζικού λογαριασμού αφορά ανησυχητικά μεγάλη ομάδα του πληθυσμού», επισημαίνεται στην έκθεση.
Κατασχέσεις και σε λογαριασμούς μισθοδοσίας
Η έκθεση επισημαίνει ότι κατασχέσεις γίνονται ακόμα και σε λογαριασμούς μισθοδοσίας, κάτι που δείχνει ότι το μέτρο της δήλωσης ενός ακατάσχετου λογαριασμού για κάθε φορολογούμενο δεν είναι πάντα αποτελεσματικό.
Τα συμπεράσματα του Συνηγόρου:
Η παρεμπόδιση της αυτόματης και αυτοδίκαιης προστασίας του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ στα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικά βοηθήματα με την ανάδειξη της διαδικασίας γνωστοποίησης του ακατάσχετου λογαριασμού στη φορολογική διοίκηση, από διαδικαστική προϋπόθεση σε ουσιαστική προϋπόθεση, δυναμιτίζει τον σκοπό του νομοθέτη για προστασία των μισθοσυντήρητων φορολογούμενων.
Η δικαστική προστασία είτε με τη μορφή της προσωρινής δικαστικής προστασίας (αναστολή εκτέλεσης κατάσχεσης, αναστολή καταδιωκτικών μέτρων) είτε με τη μορφή της υπαγωγής σε διαδικασία διαγραφής οφειλών λόγω οικονομικής αδυναμίας, αποδεικνύεται δύσχρηστη και αναποτελεσματική.
Τόσο οι ίδιοι οι οφειλέτες του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης όσο και οι κληρονόμοι τους ή τα φυσικά πρόσωπα αλληλεγγύως ευθυνόμενα με νομικά πρόσωπα που έχουν παύσει να υφίστανται, συχνά αιφνιδιάζονται από τη διαδικασία κατάσχεσης, την οποία πληροφορούνται όταν επιχειρούν πρόσβαση στις καταθέσεις τους.
Αυτό συμβαίνει είτε επειδή το κατασχετήριο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη, πράγμα που κρίθηκε ως συνταγματικά ανεκτό από το ΣτΕ, είτε γιατί η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση συσχετίζει τις οφειλές των εκλιπόντων φυσικών προσώπων ή των λυθέντων νομικών προσώπων με τους ήδη μη υφιστάμενους ΑΦΜ τους, και όταν, εν συνεχεία, προβεί σε λήψη καταδιωκτικών μέτρων, τότε τα στρέφει κατά των κληρονόμων και των αλληλλεγγύως ευθυνόμενων φυσικών προσώπων, τα οποία ωστόσο ουδέποτε είχε ενημερώσει για τις οφειλές αυτές.
Μάλιστα, παρατηρούνται περιπτώσεις υπερείσπραξης απαιτήσεων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της αναγκαστικής είσπραξης στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, επειδή κατά την ακολουθούμενη ηλεκτρονική διαδικασία κοινοποίησης των κατασχετηρίων από το ΚΕΑΟ προς τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν έχει προβλεφθεί τρόπος ελέγχου, σχετικά με το αν το ποσό που δεσμεύεται σε μία τράπεζα όπου τηρεί λογαριασμό ο οφειλέτης έχει ήδη δεσμευθεί και αποδοθεί στο ΚΕΑΟ από άλλη τράπεζα.
Τα σφάλματα τα οποία εμφιλοχωρούν στη διαδικασία είτε με τη μορφή αριθμητικού λάθους είτε με τη μορφή καθυστέρησης ευθυγράμμισης με τροποποιήσεις της νομοθεσίας, συχνά δεν διορθώνονται παρά μόνο με προσφυγή στη Δικαιοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον φορολογούμενο.
Ακόμη και εάν υπάρξει παραδοχή ενός σφάλματος, η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση δεν επιστρέφει στους πολίτες τα παρακρατηθέντα ποσά, αλλά τα συμψηφίζει με υπάρχουσες οφειλές.
Τα προνομιακά επιδόματα και ασφαλιστικά βοηθήματα δεν τυγχάνουν συνολικής και ενιαίας προστασίας, αλλά κατατρύχονται από αποσπασματική πολυνομοθεσία, που συχνά οδηγεί στην κατάσχεσή τους, με μεγάλη δυσκολία στην επιστροφή των χρημάτων στις ευάλωτες ομάδες προς τις οποίες απευθύνονται.
Οι αγροτικές επιδοτήσεις, παρά την κατηγορηματική διαβεβαίωση του ενωσιακού δικαίου ότι καταβάλλονται στο ακέραιο στους δικαιούχους, καταλήγουν σε πλείστες περιπτώσεις να μην φθάνουν στα χέρια των αγροτών οφειλετών του Δημοσίου λόγω μη θέσπισης ρητής διάταξης περί ακατάσχετου στην ελληνική νομοθεσία, και διχογνωμίας και μετάθεσης ευθύνης μεταξύ των φορέων, ως προς την διαβεβαίωση περί του ακατάσχετου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου