Θλιβερή έφθασε η Ελληνική Αντιπροσωπεία στη Ρώμη. Ελληνες απ’ τη Συρία. Μπήκαν στην Πόλη χαράματα, χωρίς πολλές φανφάρες και φασαρίες, σεμνοπρεπώς ντυμένοι (τι δα; για να ζητιανέψουν είχαν έρθει) και γρήγορα-γρήγορα έσπευσαν στα καταλύματα των πατρώνων τους. Ανάμεσά τους κι ένας-δυο Σελευκίδες, να ’χει και κάποιαν βαρύτητα η αντιπροσωπεία - ο ένας απ’ αυτούς, ο Δημήτριος, είχε κάνει χρόνια όμηρος στη Ρώμη, ήξερε πολλούς (τι κουμάσια ήταν) και τον ήξεραν όλοι (τι κούφιος, γλείφτης και ρεμπεσκές ήταν).
Επρεπε οι Γραικοί να κάνουν γρήγορα. Η Ρώμη ξυπνούσε, με τους πυροσβέστες να μαζεύουν τα πτώματα των νυχτερινών καβγάδων απ’ τη Συβούρα και τις άλλες κακόφημες συνοικίες, τους Συγκλητικούς και τους άλλους άρχοντες των Γενών να υποδέχονται εξ όρθρου στους Οίκους τους τούς πελάτες τους (άλλοι να τους υποβάλλουν σεβάσματα κι άλλοι αιτήματα) ενώ ταυτοχρόνως φορούσαν κοκέτικα τις τόγες τους κι οργάνωναν τις συναντήσεις για τις διαβουλεύσεις (και τις συνωμοσίες) της ημέρας. Την τελευταία στιγμή. Ολα στη Ρώμη γίνονταν την τελευταία στιγμή - ήταν, αν όχι πάντα, πάντως συχνά, ρευστοί οι συσχετισμοί, αλλιώς ξημέρωναν οι μέρες κι αλλιώς νύχτωναν.
Σε λίγο, οι δρόμοι προς τη Σύγκλητο θα ήταν αδιάβατοι. Κάρα με προμηθευτές, βαστάζοι και κούληδες, πληβείοι που χλαπάκιαζαν στα καπηλειά τα πρωινά τους λουκάνικα πνιγμένα σε αψύ κρασί, έμποροι που άνοιγαν τα μαγαζιά τους, κλέφτες που έβγαιναν για «να αρπάξουν την ημέρα», ιερείς που έσπευδαν για τις πρωινές θυσίες, πολιτικές συμμορίες ροπαλοφόρων και μαχαιροβγαλτών που έψαχναν να μισθώσουν τις υπηρεσίες τους, ξένες κι εξωτικές πρεσβείες, γαβριάδες και γυναίκες ελευθερίων ηθών, κουστωδίες σωματοφυλάκων που προστάτευαν τους πατρικίους ώσπου να φθάσουν σώοι στους προορισμούς τους -απόκοντα και οι Ελληνες ικέτες, όλοι και όλα συνέθεταν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, απ’ το λιμάνι της Οστιας έως τον Καπιτωλίνο λόφο.
Στα σκαλιά της Συγκλήτου, απαλλαγμένοι από τα πλήθη οι Εγγεγραμμένοι Πατέρες σχημάτιζαν τα πρώτα πηγαδάκια, μιλούσαν για αυτά που«έπρεπε» να ομιλούν -πώς πάνε φέτος τα κρεμμυδάκια- κι εννοούσαν ό,τι θα έπρεπε ο συνομιλητής τους να καταλάβει - αν πάρεις εσύ φέτος τα σιτάρια απ’ την Αίγυπτο, δικαιούμαι εγώ την ξυλεία απ’ την Ιβηρική, αν πνίξεις εσύ με ελληνικό κρασί τη Γαλατία, θα έχω εγώ προτεραιότητα στα μπαχαρικά απ’ τις Ινδίες - όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν πια στη Ρώμη και όλοι στη Ρώμη μπορούσαν εν τέλει να συνεννοηθούν (στα ζόρια γίνονταν και κάποιοι φόνοι), αλλά στο τέλος η μοιρασιά άφηνε ευχαριστημένους τους νόμους (εξ ου και... ρωμαϊκό δίκαιο), τους οίκους και τους θεούς, ανοίγοντας σε όλους την όρεξη για τα επόμενα.
Τα λάφυρα απ’ την Ελλάδα ήταν πολύ της μόδας εκείνη την εποχή - δεν είχαν ξεκάνει ακόμα όλους τους Ελληνες, ήταν όμως θέμα χρόνου να ξεκάνουν οι Ελληνες ο ένας τον άλλον και στο τέλος όλους μαζί οι Ρωμαίοι. «Συντρίμμια η μάνα τους η Μακεδονία», όπως έγραψε κι ο ποιητής, ανίκανες να σηκώσουν πλέον το βάρος των λαών τους οι δυναστείες στη Συρία και την Αίγυπτο, ψυχορραγούσαν οι Αχαιοί - δεν έφθαναν πια μόνον λάφυρα απ’ την Ελλάδα στη Ρώμη, αλλά κατέφθαναν λάφυρα οι ίδιοι οι Ελληνες. Με πρόσφορο στην κοσμοκράτειρα την ίδια την Ελλάδα. Πάρ’ την, αγά μου, να αγιάσω (και να πλουτίσω). Μην το κουράζεις άλλο, πάρε τη Συρία κι άσε μου την Αίγυπτο, ή πάρε την Αίγυπτο (αρκεί να φάει και η Ρόδος) και άσε τη Συρία, την τρως αργότερα, πάρε κληρονομιά την Πέργαμο, αλάλιασε την Κόρινθο και κάψε την Αθήνα.
Εκείνο το πρωί η Σύγκλητος δεν άνοιξε τις πόρτες της - πάνω απ’ τον ναό του Διός στην Ακρόπολη πέταξε ζερβά ένας αητός, δεν ήταν καλός ο οιωνός, σχόλασε η Σύγκλητος κι απόμεινε στα σκαλιά η Ελληνική Αντιπροσωπεία να ρωτά τους πάτρωνές της με αγωνία: με μας τι θα γίνει; Roma locuta, causa finita, η Ρώμη αποφάσισε, η υπόθεση έκλεισε! Τι αποφάσισε, ρε παιδιά; -με όλον τον σεβασμό- τι αποφάσισε; ούτε τα αιτήματά μας άκουσε, ούτε τίποτα! τι αποφάσισε;
Δεν χρειάζονται ακροάσεις. Συνήθως οι αποφάσεις λαμβάνονται πριν από τις ακροάσεις. Οι αποφάσεις που σας αφορούν έχουν ληφθεί από καιρό. Απ’ όταν πάψατε να αποφασίζετε εσείς, αποφασίζουμε εμείς. Πηγαίνετε εν ειρήνη, ρωμαϊκή ειρήνη, είπαν οι πάτρωνες, ευχαρίστησαν οι Ελληνες και συνέχισαν οι Ρωμαίοι την αγαπημένη τους συζήτηση για τα κρεμμυδάκια φέτος.
Ζαρωμένοι οι Ελληνες αντιπρόσωποι απ’ τη Συρία βγήκαν απ’ την Πόλη πριν καν νυχτώσει - ψιλόβρεχε, πήραν την Αππία οδό, θα διανυκτέρευαν σε κάποιο καθ’ οδόν πανδοχείο. Να ανασυγκροτηθούν. Να γράψουν τους λόγους τους - μη λένε κουταμάρες όταν γυρίσουν στην Αντιόχεια.
Βάρβαροι αυτοί οι Λατίνοι, μουρμούριζε αργότερα στο πανδοχείο ο Δημήτριος, τρώγοντας δείπνο βασιλικό (ήξεραν τη δουλειά τους οι μάγειροί του), πολυτελώς εκ νέου ενδεδυμένος, καθώς αρμόζει σ’ έναν Σελευκίδη - βάρβαροι, άρχισε να υψώνει τον τόνο της φωνής του. Βάρβαροι, συγκατένευσαν κι όλοι οι άλλοι
παρατρεχάμενοι, λούζοντας πλέον τους Ρωμαίους με σκώμματα και βρισιές.
Διαπραγματευθήκαμε σκληρά! Σκληρότερα δεν γινόταν! Και προτείνω, όταν γυρίσουμε στην Αντιόχεια να στήσουμε έναν λέοντα στην Αγορά, παρόμοιο με αυτόν της Χαιρώνειας ή της Αμφίπολης· και στο βάθρο του να χαράξουμε ψήφισμα λαμπρό σε ωραία ελληνικά:
«σαξές στόρυ με εντολή Σαμαρά». Τέλειο. Με μέτρο και δωρικό.
ΥΓ.: Πέντε κόκκινες γραμμές στον Αδη πέσανε σε ένα πηγάδι / Βρήκαν Ελληνες στον πάτο κι άλλους τόσους παρακάτω / Κουράγιο παλληκάρια μου κι Αννα-Μισέλ σας κλαίει / (Ρεφραίν): Εδώ σπιτάκια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν / Πήγε ο Αδωνις στον Αδη κι έπεσε σε ένα πηγάδι/ Και το πηγάδι τρόμαξε και το πηγάδι ερώτα: Μην είδες τον Χαρδούβελη, μην άκουσες τι λέει; / (Ρεφραίν): Πάνε οι κόκκινες γραμμούλες, θα μας κλάψουνε μανούλες, αγαπούλες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου