Με συναλλακτικές συνήθειες που θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό την προ κρίσης εποχή εξακολουθούν να δουλεύουν οι ελληνικές επιχειρήσεις.
Οι περισσότερες συναλλαγές εξακολουθούν να γίνονται επί πιστώσει, τα τιμολόγια εξοφλούνται σχεδόν τρεις μήνες μετά την έκδοσή τους, ενώ στην Ελλάδα καταγράφεται το μεγαλύτερο ποσοστό –μεταξύ 13 ευρωπαϊκών χωρών που εξετάζει η εταιρεία ασφάλισης πιστώσεων Atradius– ανείσπρακτων οφειλών, με το 3% της αξίας των τιμολογίων να μην εισπράττεται ποτέ και τελικώς να διαγράφεται.
Στην Ελλάδα επίσης καταγράφεται το μεγαλύτερο ποσοστό ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων. Ο λόγος, που φαίνεται σαν το πάθημα να μην έγινε μάθημα; Η αγωνία των επιχειρήσεων να μη χάσουν τους υφιστάμενους πελάτες τους και να αποκτήσουν νέους, καθώς και να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό που δέχονται από επιχειρήσεις του εξωτερικού.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το τελευταίο βαρόμετρο συναλλακτικής συμπεριφοράς που διενήργησε η Atradius, το 68,1% της αξίας των πωλήσεων που κάνουν επιχειρήσεις προς άλλες επιχειρήσεις έγινε μέσω πίστωσης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2018 ήταν 64,1%.
Το ποσοστό αυτό είναι το μεγαλύτερο που καταγράφεται τα πέντε τελευταία χρόνια και συνδέεται αφενός με την αύξηση των συναλλαγών και αφετέρου με τη σταδιακή αποκατάσταση της ομαλότητας στην αγορά. Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στη Δυτική Ευρώπη είναι 60,4%. Στην Ελλάδα επίσης καταγράφεται η μεγαλύτερη περίοδος εξόφλησης των τιμολογίων στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων.
Η συμβατική περίοδος εξόφλησης –αυτή δηλαδή που έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στα δύο μέρη– είναι κατά μέσον όρο 66 ημέρες έναντι 62 ημερών το 2018. Σε αυτές θα πρέπει να προστεθούν και 17 ημέρες κατά μέσον όρο που είναι ο συνήθης χρόνος καθυστέρησης.
Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα η εξόφληση των τιμολογίων γίνεται περίπου τρεις μήνες μετά την έκδοσή τους (83 ημέρες, έναντι 92 πέρυσι), ενώ ο αντίστοιχος μέσος χρόνος στη Δυτική Ευρώπη είναι περίπου ένας μήνας (34 ημέρες).
Σύμφωνα, εξάλλου, με την έρευνα της Atradius το 34,8% της αξίας των τιμολογίων στην Ελλάδα κατέστη το 2018 ληξιπρόθεσμο. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφεται στις 13 χώρες και απέχει σημαντικά από το αντίστοιχο μέσο ποσοστό, 28,9%, στην Ευρώπη. Το 3% της αξίας των τιμολογίων παραμένει ανείσπρακτο και στην ουσία διαγράφεται, έναντι 2,8% το 2018. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη είναι 2%.
Παρά τη βελτίωση που ομολογουμένως υπάρχει στην αγορά, παρατηρείται μείωση του ποσοστού εκείνων που πληρώνουν εγκαίρως, γεγονός που προκαλεί προβληματισμό γενικά για τη λεγόμενη «κουλτούρα πληρωμών».
Το βαρόμετρο της Atradius δείχνει ότι το 40% έναντι 62% πέρυσι των πελατών των μεγάλων επιχειρήσεων τις πληρώνουν στην ώρα τους. Αυτό, ωστόσο, που έχει βελτιωθεί είναι ο χρόνος είσπραξης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, καθώς μειώθηκε στις 70 από τις 96 ημέρες πέρυσι.
Αν και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα τείνουν σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό έναντι των επιχειρήσεων στην υπόλοιπη Ευρώπη (45% έναντι 36% στη Δυτική Ευρώπη και 39% στην Ανατολική Ευρώπη) να ελέγχουν από πριν την πιστοληπτική ικανότητα των πελατών τους, δεν προσφεύγουν στην πρακτική της ασφάλισης πιστώσεων. Το ποσοστό των επιχειρήσεων στην Ελλάδα που αξιοποιεί αυτό το εργαλείο είναι μόλις 8%, έναντι 18% στη Δυτική Ευρώπη.
Οι περισσότερες συναλλαγές εξακολουθούν να γίνονται επί πιστώσει, τα τιμολόγια εξοφλούνται σχεδόν τρεις μήνες μετά την έκδοσή τους, ενώ στην Ελλάδα καταγράφεται το μεγαλύτερο ποσοστό –μεταξύ 13 ευρωπαϊκών χωρών που εξετάζει η εταιρεία ασφάλισης πιστώσεων Atradius– ανείσπρακτων οφειλών, με το 3% της αξίας των τιμολογίων να μην εισπράττεται ποτέ και τελικώς να διαγράφεται.
Στην Ελλάδα επίσης καταγράφεται το μεγαλύτερο ποσοστό ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων. Ο λόγος, που φαίνεται σαν το πάθημα να μην έγινε μάθημα; Η αγωνία των επιχειρήσεων να μη χάσουν τους υφιστάμενους πελάτες τους και να αποκτήσουν νέους, καθώς και να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό που δέχονται από επιχειρήσεις του εξωτερικού.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το τελευταίο βαρόμετρο συναλλακτικής συμπεριφοράς που διενήργησε η Atradius, το 68,1% της αξίας των πωλήσεων που κάνουν επιχειρήσεις προς άλλες επιχειρήσεις έγινε μέσω πίστωσης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2018 ήταν 64,1%.
Το ποσοστό αυτό είναι το μεγαλύτερο που καταγράφεται τα πέντε τελευταία χρόνια και συνδέεται αφενός με την αύξηση των συναλλαγών και αφετέρου με τη σταδιακή αποκατάσταση της ομαλότητας στην αγορά. Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στη Δυτική Ευρώπη είναι 60,4%. Στην Ελλάδα επίσης καταγράφεται η μεγαλύτερη περίοδος εξόφλησης των τιμολογίων στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων.
Η συμβατική περίοδος εξόφλησης –αυτή δηλαδή που έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στα δύο μέρη– είναι κατά μέσον όρο 66 ημέρες έναντι 62 ημερών το 2018. Σε αυτές θα πρέπει να προστεθούν και 17 ημέρες κατά μέσον όρο που είναι ο συνήθης χρόνος καθυστέρησης.
Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα η εξόφληση των τιμολογίων γίνεται περίπου τρεις μήνες μετά την έκδοσή τους (83 ημέρες, έναντι 92 πέρυσι), ενώ ο αντίστοιχος μέσος χρόνος στη Δυτική Ευρώπη είναι περίπου ένας μήνας (34 ημέρες).
Σύμφωνα, εξάλλου, με την έρευνα της Atradius το 34,8% της αξίας των τιμολογίων στην Ελλάδα κατέστη το 2018 ληξιπρόθεσμο. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφεται στις 13 χώρες και απέχει σημαντικά από το αντίστοιχο μέσο ποσοστό, 28,9%, στην Ευρώπη. Το 3% της αξίας των τιμολογίων παραμένει ανείσπρακτο και στην ουσία διαγράφεται, έναντι 2,8% το 2018. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη είναι 2%.
Παρά τη βελτίωση που ομολογουμένως υπάρχει στην αγορά, παρατηρείται μείωση του ποσοστού εκείνων που πληρώνουν εγκαίρως, γεγονός που προκαλεί προβληματισμό γενικά για τη λεγόμενη «κουλτούρα πληρωμών».
Το βαρόμετρο της Atradius δείχνει ότι το 40% έναντι 62% πέρυσι των πελατών των μεγάλων επιχειρήσεων τις πληρώνουν στην ώρα τους. Αυτό, ωστόσο, που έχει βελτιωθεί είναι ο χρόνος είσπραξης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, καθώς μειώθηκε στις 70 από τις 96 ημέρες πέρυσι.
Αν και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα τείνουν σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό έναντι των επιχειρήσεων στην υπόλοιπη Ευρώπη (45% έναντι 36% στη Δυτική Ευρώπη και 39% στην Ανατολική Ευρώπη) να ελέγχουν από πριν την πιστοληπτική ικανότητα των πελατών τους, δεν προσφεύγουν στην πρακτική της ασφάλισης πιστώσεων. Το ποσοστό των επιχειρήσεων στην Ελλάδα που αξιοποιεί αυτό το εργαλείο είναι μόλις 8%, έναντι 18% στη Δυτική Ευρώπη.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ
https://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου