Στους δύσκολους καιρούς μας και μέσα σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης, ανάμεσα στα άλλα που έχουμε χάσει ή χάνουμε, κινδυνεύουμε να χάσουμε και τον ανθρωπισμό μας. Προσπαθούμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στα
μεγάλα και οξυμένα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζουμε και τα φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού που φυτρώνουν γύρω μας, μέσα στις αυλές μας.
Γράφει ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΕΝΕΖΑΚΗΣ
Είναι καθήκον μας να μην αφήσουμε τις ντροπές των γουρουνοκεφαλών της Βέροιας, των ρατσιστικών μπάρμπεκιου των Διαβατών και των διάφορων εθνικιστικών συγκεντρώσεων ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, να λεκιάσουν τις ψυχές μας.
Ο τόπος στον οποίο ζούμε μαρτυρά συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών, μεταναστεύσεις και προσφυγικά ρεύματα.
Από τον 12ο αιώνα π.Χ., όπου μπορεί να φτάσει με σχετική σιγουριά η ιστορική μας γνώση, μέχρι σήμερα, μεγάλες ομάδες πληθυσμών πότε έρχονται και εγκαθίστανται στη Νότια Βαλκανική, και πότε φεύγουν από εδώ σε άλλους τόπους σε Ανατολή και Δύση, σε Βορρά και Νότο.
Τον 19ο αιώνα, αμέσως κιόλας μετά την Ελληνική Επανάσταση και τη δημιουργία του σύγχρονου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το 1830, σημειώνονται μεταναστευτικά ρεύματα κύρια προς τις επαρχίες της …Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου χιλιάδες Έλληνες προσπαθούν να ξεφύγουν από την άθλια οικονομική κατάσταση και τις συνέπειες της πρώτης πτώχευσης του 1827 και να βρουν καλύτερες συνθήκες ζωής στην Κωνσταντινούπολη και τις μικρασιατικές ακτές.
Ακολούθησαν η δεύτερη πτώχευση του 1843, η τρίτη πτώχευση, του Τρικούπη, το 1893, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 – 1913 που συνοδεύτηκαν από τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα προς την Ευρώπη και την Αμερική.
Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 οδήγησε πάνω από 1.500.000 Ελληνες πρόσφυγες στη χώρα μας, από την Τουρκία, οι οποίοι αντιμετώπισαν άθλιες συνθήκες επιβίωσης και την αντιπροσφυγική, ξενοφοβική συμπεριφορά αρκετών Ελλήνων της «παλαιάς Ελλάδας».
«Για πάνω από έναν αιώνα, σχεδόν μέχρι χθες, η ίδια διαδρομή: από τον γενέθλιο τόπο στο λιμάνι, ένα μεγάλο λιμάνι, τον Πειραιά ή την Πάτρα. Παραμονή εκεί λίγες μέρες, για τις τελευταίες διατυπώσεις ως τη μέρα του απόπλου, τη στιγμή της αναχώρησης. Το ταξίδι, ένα πλήθος στα καταστρώματα των καραβιών να διασχίζει τον Ατλαντικό, για μέρες, για βδομάδες, με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Αλλοι πάλι διάλεγαν άλλο δρόμο: Η έλλειψη νόμιμων εγγράφων τους ανάγκαζε σε πιο ευρηματικούς τρόπους εισόδου στη γη της επαγγελίας. Κούβα, Μεξικό, Καναδά, πέρασμα από τα κομμένα συνοριακά συρματοπλέγματα ή σαν ναύτες στο πλήρωμα του καραβιού για όσο διαρκούσε το ταξίδι ως τα αμερικάνικα λιμάνια.
…
Αποβίβαση στο λιμάνι και ιατρικές εξετάσεις για τους νόμιμους, στο Ellis Island το όνειρο σφραγίζεται με τη σφραγίδα της έγκρισης ή της απόρριψης και του επαναπατρισμού, κρυφή είσοδος οι λαθραίοι κι έπειτα με χαρτιά ή χωρίς χαρτιά αγώνας για την επιβίωση στον νέο, άγνωστο τόπο, στήριγμα ο ένας για τον άλλο, κι ο νόστος καθημερινός σύντροφος στο ανθρακωρυχείο, στους σιδηροδρόμους, στα εστιατόρια, στις δουλειές του ποδαριού, στο κυνήγι της πείνας και του ‘‘εμιγκρέισιον’’»[1].
Οι Ελληνες μετανάστες, αντιμετώπισαν εχθρότητα, ρατσισμό, υποτίμηση. Αισθάνθηκαν ανεπιθύμητοι, πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Αυτές οι συμπεριφορές έφτασαν ακόμα και σε επίπεδα πογκρόμ απέναντι στους Ελληνες μετανάστες. Χαρακτηριστικά ήταν τα γεγονότα στις ΗΠΑ το 1909, στον Καναδά το 1918 και στην Αυστραλία το 1934.
ΗΠΑ, Νότια Ομάχα 1909
Χιλιάδες συμπατριώτες μας, διωγμένοι από τη φτώχεια, επιλέξανε τις ΗΠΑ, τη «Γη της Επαγγελίας». Μετά από ένα ταξίδι κάτω από άθλιες συνθήκες, στα καταστρώματα και στα αμπάρια των πλοίων, αντιμετώπιζαν την Καραντίνα, τα Κέντρα Διαλογής, τα Hot Spot της εποχής, το περίφημο Ελλις Άϊλαντ, όπου ακόμα κι ένα κρύωμα, από το ταξίδι, ήταν αρκετό να σε γυρίσει πίσω. Ανεπιθύμητοι κρίνονταν όσοι δεν φαινόντουσαν αρκετά γεροί για βαριές δουλειές ή δεν είχαν έναν συγγενή ή φίλο να εγγυηθεί ότι θα έβρισκαν ένα κομμάτι ψωμί και ένα κρεβάτι.
Οσοι κατάφερναν, με νόμιμους ή παράνομους τρόπους, να περάσουν τις πύλες εισόδου, βρέθηκαν αντιμέτωποι και με Ελληνες μετανάστες προηγούμενων γενιών, τους Πατρόνους, οι οποίοι τους εκμεταλλεύτηκαν άγρια. Μαζί με άλλες εθνότητες, Ιταλούς, Σλάβους, Ισπανούς, αφρικανούς και ασιάτες, αντιμετώπισαν έναν ξέφρενο ρατσισμό ακόμα και την Κου Κλουξ Κλαν. Ειδικότερα οι Ελληνες ήταν: οι βρόμικοι, υπάνθρωποι, απολίτιστοι, άγριοι, βιαστές, επιρρεπείς στο έγκλημα, τεμπέληδες, χαρτοπαίχτες, παιδεραστές, απεργοσπάστες, απατεώνες, τσαντάκηδες, αλκοολικοί, αντικοινωνικά στοιχεία. Σχεδόν όλα αυτά που ακούμε γύρω μας να χρεώνονται στους πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, τη Συρία, το Ιράκ, το Πακιστάν ή παλιότερα τους Αλβανούς, τους Νιγηριανούς, τους Βούλγαρους, τους Πολωνούς και πάει λέγοντας.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, στη Νότια Ομάχα της Νεμπράσκα σε μια πόλη 35.000 κατοίκων καταγράφεται μια ελληνική κοινότητα 2 – 3 χιλιάδων κατοίκων, εργάτες στα τοπικά σφαγεία και τους σιδηροδρόμους οι περισσότεροι, και κάποιοι μικρέμποροι.
Ενας νεαρός μετανάστης, ο Γιάννης Μασουρίδης, που είχε φύγει από ένα χωριό της Καλαμάτας το 1906, συλλαμβάνεται, έπειτα από καταγγελία, κατηγορούμενος ότι «είχε σχέσεις» με μια ανήλικη κοπέλα, 17 χρόνων, η οποία του έκανε μαθήματα αγγλικών. Ηταν Σάββατο 19 Φεβρουαρίου του 1909. Τη στιγμή της σύλληψης ανταλλάχτηκαν πυροβολισμοί με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Μασουρίδη και το θάνατο του αστυνομικού Εντ Λόουρι. Ο Μασουρίδης κινδυνεύει με λιντσάρισμα από μερικές εκατοντάδες που συγκεντρώθηκαν αμέσως με αυτό τον σκοπό. Η αστυνομία με δυσκολία καταφέρνει να τον φυγαδεύσει με ασθενοφόρο, άσχημα χτυπημένο και αναίσθητο.
Την επόμενη μέρα αρχίζει εκστρατεία κατά των «βρωμερών Ελλήνων», το αίτημα είναι να φύγουν οι μετανάστες από την περιοχή. Οι εφημερίδες αμέσως γράφουν για τον «Ελληνα δολοφόνο» και δημοσίευσαν την εμπρηστική ανθελληνική προκήρυξη όπου γινόταν λόγος για τους «βρομερούς Ελληνες που επιτίθενται στις γυναίκες μας και χτυπούν τους περαστικούς στο δρόμο, που διατηρούν χαρτοπαιχτικές λέσχες και κάθε λογής παρανομίες». Στο κλείσιμο της προκήρυξης γινόταν έκκληση για συνάντηση στο Δημαρχείο «όπου θα πάρουμε μέτρα για να διώξουμε τους Ελληνες από την πόλη μας.» (εφημερίδες World Herald και Daily News, 20.2.1909).
Την επομένη το κύριο άρθρο της Herald αναφερόταν στον Μασουρίδη με τα ακόλουθα λόγια: «Ενας Ελληνας που στη γενέτειρά του δεν είχε ποτέ το προνόμιο να υψώσει το κεφάλι του προς τα πάνω (…) η μόνη του σκέψη ήταν να σκοτώσει, να σκοτώσει.»
Την Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 1909 οργανώνεται συγκέντρωση χιλίων κατοίκων που γρήγορα μετατρέπεται σε συλλαλητήριο το οποίο κατέληξε σε ανεξέλεγκτη βία. Με κραυγές «θάνατος στους Ελληνες», «θυμηθείτε τον καημένο τον Λόουρι» το πλήθος επιτέθηκε στην ελληνική συνοικία, το «Γκρικ-τάουν». Είχε αρχίσει το πογκρόμ κατά των Ελλήνων και όλων όσων έμοιαζαν με Ελληνες. Οσοι από τους ανύποπτους κάτοικους της συνοικίας δε κατάφεραν να ξεφύγουν έπεσαν στα χέρια των φανατισμένων Αμερικάνων και δάρθηκαν χωρίς έλεος.
Στην απελπισία του κάποιος προσπάθησε να αμυνθεί με όπλο και τραυμάτισε ελαφρά δυο παιδιά. Τότε πλέον το πλήθος των επιτιθέμενων χωρίστηκε στα δυο και άρχισε τις λεηλασίες και τα σπασίματα σ’ όλα τα μαγαζιά και τα σπίτια των Ελλήνων. Οι ταραχές συνεχίστηκαν όλη τη μέρα κάτω από τη σιωπηλή επιδοκιμασία κάποιων αστυνομικών και την αδυναμία των τοπικών αρχών.
Επί έξι ώρες το πλήθος «με ρεβόλβερ, με κλομπ και με δαυλούς γύριζε στην πόλη, έπινε τα κλεμμένα ποτά, έκλεβε εμπορεύματα, χτυπούσε όποιον μπορούσε, μέχρι να τρέξει το αίμα από τις πληγές.»
Περίπου 1.300 Ελληνες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη και μαζί τους και άλλοι Βαλκάνιοι.
Μια βδομάδα μετά, απεσταλμένος της ελληνικής πρεσβείας στις ΗΠΑ, που φτάνει στην πόλη για να καταγράψει τις καταστροφές, συστήνει στους εναπομείναντες Ελληνες να είναι «κόσμιοι» και «να μη ομιλώσιν εις τας γυναίκας» όταν τις συναντούν στο δρόμο!
Τον Ιούνιο του 1909 ο Μασουρίδης καταδικάζεται σε θάνατο με απαγχονισμό. Σύμφωνα με την κατηγορία πυροβόλησε και σκότωσε τον αστυνομικό επιχειρώντας να διαφύγει. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι επιχείρησε να πετάξει το όπλο του, όταν τον έπιασαν για να μην πληρώσει το βαρύτατο πρόστιμο. Ο αστυνομικός τον πυροβόλησε τότε και τον τραυμάτισε. Αμυνόμενος πυροβόλησε και η σφαίρα βρήκε τον αστυνομικό στην καρδιά.
Τον Μάιο του 1910 λόγω ανεπάρκειας στοιχείων και παραλείψεων στη διαδικασία, το Ανώτατο Δικαστήριο της Νεμπράσκα ακύρωσε τη θανατική ποινή και επέβαλε στον Μασουρίδη συνολική ποινή 14 ετών. Αυτός έμεινε στις φυλακές πεντέμισι χρόνια και μετά επέστρεψε στο χωριό του στην Ελλάδα.
Μετά το τέλος όμως των ταραχών η κοινότητα των Ελλήνων της περιοχής σκόρπισε σ’ ολόκληρη την Αμερική. Από τις δύο – τρεις χιλιάδες μεταναστών που ζούσαν στη Νότια Ομάχα μέχρι εκείνο το μοιραίο Σάββατο του Φλεβάρη του 1909, σε λίγους μήνες η απογραφή του 1910 κατέγραφε μόλις 59 άτομα.
Την ίδια βδομάδα με τα επεισόδια αυτά ξέσπασαν παρόμοιες βίαιες ταραχές σε δύο τουλάχιστον πόλεις, στο Κάνσας Σίτι της πολιτείας Κάνσας και στο Ντέιτον του Οχάιο.
Η ιστορία της Ομάχα δεν ήταν η μοναδική. Οι μετανάστες ένιωσαν στο πετσί τους εκατοντάδες διωγμούς, διακρίσεις, ρατσισμό και ξενοφοβία. Ηταν όμως το μαζικότερο πογκρόμ και ξεπερνούσε σε βία και παροξυσμό όσα είχαν προηγηθεί και όσα ήλθαν μετά.
Καναδάς, Τορόντο 1918. Ο Βίαιος Αύγουστος
Τον Αύγουστο του 1918, 10.000 Καναδοί βετεράνοι του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου μαζί με ένα πλήθος 40.000 «πατριωτών» Καναδών, εξαπέλυσαν πογκρόμ σε βάρος των Ελλήνων μεταναστών του Τορόντο.
Οι Ελληνες, τους οποίους οι Καναδοί αποκαλούσαν Slackers (τεμπέληδες – φυγόστρατοι), ήταν κυρίως ιδιοκτήτες εστιατορίων ή δούλευαν σαν μάγειροι, ψήστες, σερβιτόροι ή υπάλληλοι εμπορικών καταστημάτων. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα παρέμεινε ουδέτερη, με αποτέλεσμα οι Ελληνες του Καναδά να μην κατατάσσονται στον ελληνικό στρατό, ο δε Καναδάς να μην προσλαμβάνει στο δημόσιο τους Ελληνες από φόβο μήπως τελικά η Ελλάδα μπει στον πόλεμο με τη πλευρά της Γερμανίας.
Στις 2 Αυγούστου χιλιάδες βετεράνοι του πολέμου είχαν προγραμματίσει το συνέδριο του Μεγάλου Συνδέσμου Βετεράνων Πολέμου στο Τορόντο για την αντιμετώπιση των οξυμένων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν γυρνώντας από το μέτωπο, ανάπηροι, ταλαιπωρημένοι και σε άθλια κατάσταση. Για αυτή τους τη κατάσταση πολύ εύκολα θεώρησαν υπεύθυνους τους Slackers Ελληνες.
Η αφορμή δόθηκε την προηγούμενη μέρα, όταν ένας ανάπηρος βετεράνος, ο Κλόντ Κλιντερνάι (Claude Cludernay) μεθυσμένος μπήκε στο ελληνικής ιδιοκτησίας White City Café, στην Yonge Street, προκάλεσε καυγά και χτύπησε έναν σερβιτόρο, ο οποίος τον πέταξε έξω από το μαγαζί και κάλεσε την αστυνομία.
Ο Κλιντερνάι συνελήφθη και πέρασε το βράδυ του στο αστυνομικό τμήμα. Την άλλη μέρα επέστρεψε στο Καφέ για να ζητήσει συγγνώμη.
Το επεισόδιο όμως δεν έληξε εκεί. Η αφορμή είχε βρεθεί. Ο «Βίαιος Αύγουστος» είχε ήδη ξεκινήσει. Για τις επόμενες 4 μέρες (2 – 5 Αυγούστου 1918) 50.000 πολίτες του Τορόντο εξαπέλυσαν πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων και των επιχειρήσεών τους. Η περιοχή που περικλείεται από τις οδούς Jarvis, Yonge, Carleton και Dundas παραδόθηκε στους βάνδαλους που κατέστρεφαν ότι έβρισκαν μπροστά τους.
Το ανθρωποκυνηγητό και ο ξυλοδαρμός των Ελλήνων ξεκινούσε το πρωί και σταματούσε στις 3 τα ξημερώματα. Το White City Café καταστράφηκε τελείως, δεκάδες άλλες επιχειρήσεις λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν.
Η περιφερειακή εθνοφυλακή και η αστυνομία όλο αυτό το διάστημα παρακολουθούσε χωρίς να επεμβαίνει.
Το ανθελληνικό πογκρόμ, ο «Βίαιος Αύγουστος» τέλειωσε στις 6 Αυγούστου, αφήνοντας πίσω του αδιευκρίνιστο αριθμό νεκρών, εκατοντάδες τραυματίες και ζημιές σε ελληνικές περιουσίες και σπίτια ύψους 1.250.000 δολαρίων. Κανένας Ελληνας δεν αποζημιώθηκε ποτέ για τις ζημιές με πρόσχημα διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στην ελληνική την καναδική και την βρετανική κυβέρνηση.
Οι μνήμες του ρατσιστικού πογκρόμ της πόλης του Τορόντο έχουν μετατραπεί σήμερα σε φιέστα όπου αντιρατσιστές συγκεντρώνονται στις συνοικίες των ελληνόφωνων και τρώνε μαζικά greek souvlaki, tzatziki, mousaka και άλλα μεσογειακά εδέσματα.
Βίαιος Αύγουστος: Ένα ντοκιμαντέρ για τα πογκρόμ
εναντίον των Ελλήνων μεταναστών στο Τορόντο το 1918
εναντίον των Ελλήνων μεταναστών στο Τορόντο το 1918
Αυστραλία, Κάλκουρλι 1934
Παρόμοια αντιμετώπισαν οι μετανάστες μας και στην Αυστραλία. Οι Ελληνες θεωρήθηκαν μετανάστες δεύτερης κατηγορίας και τους είχαν κατατάξει στους white aliens (λευκοί αλλοδαποί) μαζί με τους Ιταλούς, τους Γιουγκοσλάβους, τους Αλβανούς και τους σλαβικής καταγωγής ανατολικοευρωπαίους. Αυτοί ήταν οι dagoes (μελαμψοί βρομιάρηδες). Οι Ελληνες και στην Αυστραλία, κατηγορήθηκαν για άγνοια της αγγλικής γλώσσας, φτώχεια που οδηγεί στην αλητεία, σεξουαλική παρενόχληση, παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας. «Αγράμματοι και ανειδίκευτοι, δουλεύουν με χαμηλούς μισθούς και παίρνουν τις δουλειές των Αυστραλών βρετανικής καταγωγής».
Από το 1924 και μετά αρχίζει μια άλλου τύπου κινδυνολογία: Οι Έλληνες και λοιποί μελαχρινοί αγρεργάτες «έχουν αρχίσει να αγοράζουν τα καλύτερα κτήματα», στερώντας από τους «κατάλευκους» Αγγλοσάξονες το αποκλειστικό προνόμιο της γαιοκτησίας, καταγγέλλει το Εμπορικό Επιμελητήριο της Τάουνσβιλ.
Κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Ελληνες της Αυστραλίας αντιμετωπίζουν την έξαρση των ανθελληνικών αισθημάτων και αντίστοιχο ρατσισμό με εκείνον του Καναδά.
Τον Ιούλη του 1915, 200 άτομα, ανάμεσά τους 60 στρατιώτες, καταστρέφουν ένα ελληνικό καφενείο στο Μπρίσμπεϊν. Τον Νοέμβρη, στο Σίδνεϊ κυκλοφορεί μια ψεύτικη φήμη ότι Ελληνας υπάλληλος ιταλικού μανάβικου δολοφόνησε αδειούχο φαντάρο. Το μανάβικο γίνεται βίδες από τον εξαγριωμένο όχλο. Ακολουθεί λιθοβολισμός της Διεθνούς Λέσχης από 300 στρατιώτες, με συνδρομή κάπου 1000 πολιτών. Λίγες μέρες μετά, στις 13 Δεκέμβρη, 300 στρατιώτες αρχίζουν να καταστρέφουν συστηματικά τα ελληνικά μαγαζιά στο κέντρο του Σύδνεϊ. Σύντομα τους στρατιώτες τους πλαισιώνουν εκατοντάδες νεαροί και σε λίγο ένας όχλος 4.000 παίρνει μέρος στις βιαιοπραγίες. Οι αρχές χαρακτηρίζουν τις επιθέσεις «άνομη ηλιθιότητα» με το σκεπτικό ότι τα σπασμένα θα τα πληρώσουν οι αυστραλέζικες ασφαλιστικές εταιρείες και όχι οι Ελληνες.
Τον Οκτώβρη του επόμενου χρόνου εκατοντάδες πολίτες λεηλατούν τα ελληνικά μαγαζιά στο Πέρθ.
Στις 9 Δεκέμβρη 1916, ένα πλήθος με επικεφαλής στρατιωτικούς, λεηλατούν και πυρπολούν ελληνικά καταστήματα στο Κάλγκουρλι και το γειτονικό Μπάουλντερ.
Τα ρατσιστικά ξεσπάσματα συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του πολέμου με αποκορύφωμα τις ταραχές και την βία του Γενάρη του 1934 στο Κάλγκουρλι και στο Μπάουλντερ, κέντρα της εξορυκτικής βιομηχανίας χρυσού της Δυτικής Αυστραλίας που έχουν μετατραπεί σε μια μόνιμη εστία ρατσισμού εναντίον των dagoes.
Στις 28 Γενάρη του 1934, ένας δημοφιλής ποδοσφαιριστής της περιοχής, σε κατάσταση μέθης, ο ανθρακωρύχος Τζόρτζ Εντουαρντ Τζόρνταν (George Edward Jordan) στήνει καυγά στο ιταλικό ξενοδοχείο Home From Home Family Hotel, με τον Ιταλό μπάρμαν Κλαούντιο Ματαμπόνι (Claudio Mattaboni). Ο Ιταλός τον έσπρωξε έξω από το ξενοδοχείο, ο Τζόρνταν έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο. Λίγο αργότερα, από το κάταγμα στο κρανίο, πέθανε. Οι φήμες ότι οι Ιταλοί είχαν δολοφονήσει τον ποδοσφαιριστή προκάλεσαν εκτεταμένη βία.
Επί δύο μέρες εκατοντάδες ένοπλοι «γηγενείς» χρυσωρύχοι θα λεηλατούν και θα καίνε τα ελληνικά, γιουγκοσλάβικα και ιταλικά μαγαζιά της περιοχής, καθώς και αρκετά σπίτια νοτιοευρωπαίων μεταναστών. Εκατοντάδες τραυματίες ο απολογισμός. Συνολικά, 92 σπίτια και 37 μαγαζιά θα γίνουν παρανάλωμα του πυρός.
Τρομοκρατημένοι, οι Ελληνες του Κάλγκουρλι «εγκατέλειψαν εν ώρα νυκτός τα πάντα», σύμφωνα με τη διατύπωση του τότε γενικού προξένου Λ. Χρυσανθόπουλου, «μεταβάντες δι’ αυτοκινήτων και άλλων μεταφορικών μέσων εις άλλα χωρία, οπόθεν μετέβησαν της εις Πέρθην μεταβαινούσης αμαξοστοιχίας, φθάσαντες εκεί μετά των οικογενειών των εν οικτρά καταστάσει, ως πρόσφυγες» (Τάμης 1997, σ.85).
Στο γειτονικό Μπάουλντερ, Ιταλοί και Γιουγκοσλάβοι μετανάστες θα αντιτάξουν ένοπλη άμυνα στα στίφη των επιδρομέων, με αποτέλεσμα δυο νεκρούς και δεκάδες τραυματίες.
Κοντά σε αυτό το ρατσιστικό κυνήγι που βίωσαν οι μετανάστες μας στη Δύση και την Ανατολή πρέπει να συνυπολογίσουμε και το δράμα που έζησαν οι δικοί μας πρόσφυγες μετά την Μικρασιατική καταστροφή, αυτή τη φορά εδώ στα χώματα της μάνας πατρίδας.
Οι «τουρκόσποροι», οι «κουρελήδες» με τις «παστρικιές» τους, δεν έφτανε το ξερίζωμα και η εξαθλίωσή τους, θλιβερό αποτέλεσμα των παιχνιδιών των μεγάλων δυνάμεων, που πάνω στη πλάτη τους και με το αίμα των λαών της περιοχής, μοίρασαν τη λεία τους πάνω στο πτώμα της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έζησαν και το ρατσισμό, την ξενοφοβία και την εκμετάλλευση από τους «γηγενείς αδελφούς» τους.
Σήμερα, το πιο πιθανό είναι να ενισχυθεί η ρατσιστική και φασιστική βία σε μετανάστες και πρόσφυγες τόσο από το κράτος, όσο και από το παρακράτος στην Ευρώπη και τη χώρα μας.
Ο λαός μας έχει υποστεί την τύχη του ξεριζωμένου πρόσφυγα, του απελπισμένου και εξαθλιωμένου μετανάστη, έχει ζήσει το ρατσισμό, το κυνήγι, την απαξίωση, την βία των πογκρόμ και τα ολοκαυτώματα του φασισμού. Είναι υποχρέωσή μας να κρατήσουμε τις μνήμες μας ζωντανές.
Μαζί με τον αγώνα και την απαίτηση να σταματήσουν οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και την απεμπλοκή της χώρας μας από αυτούς τους σχεδιασμούς, πρέπει να ενισχυθούν τα χαρακτηριστικά της αλληλεγγύης μας προς τους κολασμένους αυτής της γης. Είτε πρόκειται για Ελληνες θύματα της οικονομικής κρίσης, είτε για μετανάστες και πρόσφυγες θύματα των οικονομικών ή πολεμικών παρεμβάσεων των ιμπεριαλιστών.
Οι γουρουνοκεφαλές της Βέροιας, τα ρατσιστικά μπάρμπεκιου των Διαβατών και τα διάφορα εθνικιστικά συλλαλητήρια ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες δεν μπορεί και δεν πρέπει να χαρακτηρίσουν το λαό μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Από το πρόγραμμα της θεατρικής παράστασης «Δρόμοι και Πατρίδες», από το Θέατρο Τέττιγες, με κείμενα βασισμένα σε μαρτυρίες μεταναστών.
ΠΗΓΕΣ:
Ελευθεροτυπία 14.6.1998 και 1.10.2000, Εθνος 20.2.2010.
Λεύκωμα «Οπου γη Ελλάδα — το έπος της μετανάστευσης σε εικόνες», Φώντα Λάδη, εκδόσεις ΜΝΗΜΕΣ, Αθήνα 2004
John G. Bitzes, “The Anti–Greek Riot of 1909—South Omaha,” περιοδικό Nebraska History 51 (1970)
The Canadian Encyclopedia – free Toronto in Time app
Αναστάσιος Μ. Τάμης «Ιστορία των Ελλήνων της Αυστραλίας» (τ.A΄ [1830-1958], εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997).
από ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου