Στο μεταίχμιο βρίσκεται για άλλη μία φορά ο χώρος παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) η εξέλιξη της οποίας στην Ελλάδα θυμίζει λίγο - πολύ το «γιοφύρι της Αρτας».
Εχει εξαγγελθεί από την πλειονότητα των υπουργών Υγείας των τελευταίων ετών, έχει νομοθετηθεί και έχει «οργανωθεί» σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις εν μέσω κρίσης και μνημονίων, για να «επανεξεταστεί» και να ξαναοργανωθεί από την κάθε... επόμενη κυβέρνηση.
Και η τελευταία –χρονικά– απόπειρα για οργάνωση ενός συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας με την εφαρμογή του θεσμού του οικογενειακού γιατρού και τις Τοπικές Μονάδες Υγείας έμεινε στη μέση και μάλλον μπέρδεψε τους πολίτες. Οι ελάχιστοι συμβεβλημένοι οικογενειακοί γιατροί είναι υπ’ ατμόν, εξετάζοντας ακόμα και το ενδεχόμενο να αποχωρήσουν από το σύστημα λόγω των χαμηλών αποζημιώσεων.
Οι Τοπικές Μονάδες Υγείας που αναπτύχθηκαν την τελευταία διετία παραμένουν υποστελεχωμένες και εν αναμονή της διαδικασίας «αξιολόγησης και μετεξέλιξής τους» την οποία έχει προαναγγείλει το υπουργείο. Οι δε κλινικοεργαστηριακοί γιατροί και τα διαγνωστικά κέντρα ετοιμάζονται για νέες κινητοποιήσεις εντός του Νοεμβρίου, λόγω της μη επαρκούς χρηματοδότησης του ΕΟΠΥΥ για εξετάσεις που διενεργούν σε ασφαλισμένους στα εργαστήριά τους.
Οπως αναφέρει στην «Κ» η πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών ΕΟΠΥΥ και αντιπρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αννα Μαστοράκου, «αυτή τη στιγμή επικρατεί αναβρασμός στο κομμάτι της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, καθώς υπάρχουν θέματα που έχουν “βαλτώσει”. Ενα από αυτά αφορά τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ οικογενειακούς γιατρούς (παθολόγοι, γενικοί γιατροί και παιδίατροι)».
Η χαλαρότητα που επέδειξε το υπουργείο σε ό,τι αφορά την εγγραφή του πληθυσμού σε οικογενειακό γιατρό, σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκούς αριθμού γιατρών που θα αναλάμβαναν αυτόν τον ρόλο, δεν έπεισε τους πολίτες που αντιμετώπισαν με αδιαφορία τον νέο θεσμό.
Σύμφωνα, μάλιστα, με την κ. Μαστοράκου, η πλειονότητα των ιδιωτών οικογενειακών γιατρών έχουν από 500 έως 700 εγγεγραμμένους ως πληθυσμό ευθύνης τους, έναντι 2.250 στους οποίους στόχευε το σύστημα. Αυτό πλέον επηρεάζει και τις αποδοχές τους.
Ειδικότερα, αν και η σύμβαση προβλέπει ότι ο κάθε οικογενειακός γιατρός θα πληρώνεται βάσει του αριθμού των εγγεγραμμένων σε αυτόν πολιτών, έως και πρόσφατα οι περίπου 700 ιδιώτες οικογενειακοί γιατροί λάμβαναν από τον ΕΟΠΥΥ πάγια αντιμισθία ύψους 1.800 ευρώ μηνιαίως. Επρόκειτο για μία «χαριστική» από το υπουργείο Υγείας αρχική περίοδος, έως ότου μεγάλο μέρος του πληθυσμού έκανε εγγραφή σε οικογενειακό γιατρό. Η περίοδος αυτή έληξε τέλος Αυγούστου για μία μερίδα γιατρών, και μόλις την περασμένη Πέμπτη για τους υπόλοιπους.
«Με δεδομένο ότι η αμοιβή για κάθε εγγεγραμμένο πολίτη υπολογίζεται σε περίπου ένα ευρώ, γίνεται σαφές ότι είναι ασύμφορο για τους γιατρούς να συνεχίσουν να παρέχουν υπηρεσίες με αυτούς τους όρους», σημειώνει η ίδια. Ηδη, οι γιατροί έχουν «παγώσει» τα αιτήματα πληρωμής προς τον ΕΟΠΥΥ, καθώς ζητούν να αλλάξει ο τρόπος αποζημίωσής τους. Οπως αναφέρει η κ. Μαστοράκου, «υπάρχει ο φόβος ότι θα αποχωρήσουν από το σύστημα εάν δεν διευθετηθεί το ζήτημα».
Προβληματισμός εκφράζεται και για το μέλλον των Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ), η λειτουργία των οποίων προς το παρόν χρηματοδοτείται και από ευρωπαϊκούς πόρους. Εως τώρα έχουν δημιουργηθεί 127 ΤΟΜΥ, αριθμός που αποτελεί το 53% των μονάδων που προβλεπόταν να αναπτυχθούν (239).
Στις Περιφέρειες Βορείου και Νοτίου Αιγαίου η ανάπτυξη των ΤΟΜΥ είναι μόλις στο 21% σε σχέση με τον αρχικό προγραμματισμό, και στην Περιφέρεια Πελοποννήσου στο 25%. Στον αντίποδα βρίσκονται η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και Κρήτης, όπου έχουν αναπτυχθεί το 69% και το 66% αντίστοιχα των ΤΟΜΥ που προβλέπονταν.
Ακόμα και με τη σημερινή ανάπτυξη του συστήματος, ο αριθμός των εξυπηρετούμενων πολιτών δεν είναι ο αναμενόμενος, αφού σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας από τις 127 ΤΟΜΥ θα έπρεπε να εξυπηρετούνται 703.500 πολίτες και τελικά εξυπηρετούνται περίπου 370.000.
Οπως επισημαίνει η κ. Μαστοράκου, «υπάρχουν ΤΟΜΥ που έχουν μόνο διοικητικό προσωπικό. Στην καλύτερη των περιπτώσεων οι μονάδες θα έχουν δύο γιατρούς και φυσικά δεν τίθεται καν θέμα λειτουργίας σε διπλή βάρδια ούτε λόγος για 2η βάρδια λειτουργίας.
Κάποιες ΤΟΜΥ κατάφεραν να αυτοοργανωθούν και να προσφέρουν καλές υπηρεσίες στους πολίτες αλλά αυτές είναι λίγες». Αν και η Ν.Δ. είχε εκφράσει στο παρελθόν την αντίθεσή της από τα έδρανα της αντιπολίτευσης στη δημιουργία τους, ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας έχει δηλώσει ότι οι ΤΟΜΥ θα λειτουργήσουν κανονικά και θα ενισχυθούν, μέσα όμως από διαδικασία «αξιολόγησης και μετεξέλιξης».
Κατεβάζουν ρολά
Την ίδια στιγμή, θέσεις μάχης λαμβάνουν για άλλη μία φορά οι ιδιώτες κλινικοεργαστηριακοί γιατροί και τα διαγνωστικά κέντρα που φέρονται αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε απεργίες τον Νοέμβριο. Και αξίζει να σημειωθεί ότι καλύπτουν το 90% των αναγκών των ασφαλισμένων για διαγνωστικές εξετάσεις. Οπως και τον περασμένο Ιούνιο, όταν τα εργαστήρια του ιδιωτικού τομέα «κατέβασαν ρολά» για τρεις ημέρες, το αίτημα αφορά την κατάργηση ή έστω περιορισμό του clawback (μηχανισμός επιστροφής της δαπάνης που υπερβαίνει τον κλειστό προϋπολογισμό για διαγνωστικές εξετάσεις) που τους επιβάλλει ο ΕΟΠΥΥ. Μόνο για το 2018 τα εργαστήρια καλούνται να επιστρέψουν στον ΕΟΠΥΥ 120 εκατ. ευρώ, ενώ για το πρώτο εξάμηνο του 2019 το clawback εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 58 εκατ. ευρώ.
ΠΕΝΝΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΖΑ
https://www.kathimerini.gr/
Εχει εξαγγελθεί από την πλειονότητα των υπουργών Υγείας των τελευταίων ετών, έχει νομοθετηθεί και έχει «οργανωθεί» σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις εν μέσω κρίσης και μνημονίων, για να «επανεξεταστεί» και να ξαναοργανωθεί από την κάθε... επόμενη κυβέρνηση.
Και η τελευταία –χρονικά– απόπειρα για οργάνωση ενός συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας με την εφαρμογή του θεσμού του οικογενειακού γιατρού και τις Τοπικές Μονάδες Υγείας έμεινε στη μέση και μάλλον μπέρδεψε τους πολίτες. Οι ελάχιστοι συμβεβλημένοι οικογενειακοί γιατροί είναι υπ’ ατμόν, εξετάζοντας ακόμα και το ενδεχόμενο να αποχωρήσουν από το σύστημα λόγω των χαμηλών αποζημιώσεων.
Οι Τοπικές Μονάδες Υγείας που αναπτύχθηκαν την τελευταία διετία παραμένουν υποστελεχωμένες και εν αναμονή της διαδικασίας «αξιολόγησης και μετεξέλιξής τους» την οποία έχει προαναγγείλει το υπουργείο. Οι δε κλινικοεργαστηριακοί γιατροί και τα διαγνωστικά κέντρα ετοιμάζονται για νέες κινητοποιήσεις εντός του Νοεμβρίου, λόγω της μη επαρκούς χρηματοδότησης του ΕΟΠΥΥ για εξετάσεις που διενεργούν σε ασφαλισμένους στα εργαστήριά τους.
Οπως αναφέρει στην «Κ» η πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών ΕΟΠΥΥ και αντιπρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αννα Μαστοράκου, «αυτή τη στιγμή επικρατεί αναβρασμός στο κομμάτι της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, καθώς υπάρχουν θέματα που έχουν “βαλτώσει”. Ενα από αυτά αφορά τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ οικογενειακούς γιατρούς (παθολόγοι, γενικοί γιατροί και παιδίατροι)».
Η χαλαρότητα που επέδειξε το υπουργείο σε ό,τι αφορά την εγγραφή του πληθυσμού σε οικογενειακό γιατρό, σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκούς αριθμού γιατρών που θα αναλάμβαναν αυτόν τον ρόλο, δεν έπεισε τους πολίτες που αντιμετώπισαν με αδιαφορία τον νέο θεσμό.
Σύμφωνα, μάλιστα, με την κ. Μαστοράκου, η πλειονότητα των ιδιωτών οικογενειακών γιατρών έχουν από 500 έως 700 εγγεγραμμένους ως πληθυσμό ευθύνης τους, έναντι 2.250 στους οποίους στόχευε το σύστημα. Αυτό πλέον επηρεάζει και τις αποδοχές τους.
Ειδικότερα, αν και η σύμβαση προβλέπει ότι ο κάθε οικογενειακός γιατρός θα πληρώνεται βάσει του αριθμού των εγγεγραμμένων σε αυτόν πολιτών, έως και πρόσφατα οι περίπου 700 ιδιώτες οικογενειακοί γιατροί λάμβαναν από τον ΕΟΠΥΥ πάγια αντιμισθία ύψους 1.800 ευρώ μηνιαίως. Επρόκειτο για μία «χαριστική» από το υπουργείο Υγείας αρχική περίοδος, έως ότου μεγάλο μέρος του πληθυσμού έκανε εγγραφή σε οικογενειακό γιατρό. Η περίοδος αυτή έληξε τέλος Αυγούστου για μία μερίδα γιατρών, και μόλις την περασμένη Πέμπτη για τους υπόλοιπους.
«Με δεδομένο ότι η αμοιβή για κάθε εγγεγραμμένο πολίτη υπολογίζεται σε περίπου ένα ευρώ, γίνεται σαφές ότι είναι ασύμφορο για τους γιατρούς να συνεχίσουν να παρέχουν υπηρεσίες με αυτούς τους όρους», σημειώνει η ίδια. Ηδη, οι γιατροί έχουν «παγώσει» τα αιτήματα πληρωμής προς τον ΕΟΠΥΥ, καθώς ζητούν να αλλάξει ο τρόπος αποζημίωσής τους. Οπως αναφέρει η κ. Μαστοράκου, «υπάρχει ο φόβος ότι θα αποχωρήσουν από το σύστημα εάν δεν διευθετηθεί το ζήτημα».
Προβληματισμός εκφράζεται και για το μέλλον των Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ), η λειτουργία των οποίων προς το παρόν χρηματοδοτείται και από ευρωπαϊκούς πόρους. Εως τώρα έχουν δημιουργηθεί 127 ΤΟΜΥ, αριθμός που αποτελεί το 53% των μονάδων που προβλεπόταν να αναπτυχθούν (239).
Στις Περιφέρειες Βορείου και Νοτίου Αιγαίου η ανάπτυξη των ΤΟΜΥ είναι μόλις στο 21% σε σχέση με τον αρχικό προγραμματισμό, και στην Περιφέρεια Πελοποννήσου στο 25%. Στον αντίποδα βρίσκονται η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και Κρήτης, όπου έχουν αναπτυχθεί το 69% και το 66% αντίστοιχα των ΤΟΜΥ που προβλέπονταν.
Ακόμα και με τη σημερινή ανάπτυξη του συστήματος, ο αριθμός των εξυπηρετούμενων πολιτών δεν είναι ο αναμενόμενος, αφού σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας από τις 127 ΤΟΜΥ θα έπρεπε να εξυπηρετούνται 703.500 πολίτες και τελικά εξυπηρετούνται περίπου 370.000.
Οπως επισημαίνει η κ. Μαστοράκου, «υπάρχουν ΤΟΜΥ που έχουν μόνο διοικητικό προσωπικό. Στην καλύτερη των περιπτώσεων οι μονάδες θα έχουν δύο γιατρούς και φυσικά δεν τίθεται καν θέμα λειτουργίας σε διπλή βάρδια ούτε λόγος για 2η βάρδια λειτουργίας.
Κάποιες ΤΟΜΥ κατάφεραν να αυτοοργανωθούν και να προσφέρουν καλές υπηρεσίες στους πολίτες αλλά αυτές είναι λίγες». Αν και η Ν.Δ. είχε εκφράσει στο παρελθόν την αντίθεσή της από τα έδρανα της αντιπολίτευσης στη δημιουργία τους, ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας έχει δηλώσει ότι οι ΤΟΜΥ θα λειτουργήσουν κανονικά και θα ενισχυθούν, μέσα όμως από διαδικασία «αξιολόγησης και μετεξέλιξης».
Κατεβάζουν ρολά
Την ίδια στιγμή, θέσεις μάχης λαμβάνουν για άλλη μία φορά οι ιδιώτες κλινικοεργαστηριακοί γιατροί και τα διαγνωστικά κέντρα που φέρονται αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε απεργίες τον Νοέμβριο. Και αξίζει να σημειωθεί ότι καλύπτουν το 90% των αναγκών των ασφαλισμένων για διαγνωστικές εξετάσεις. Οπως και τον περασμένο Ιούνιο, όταν τα εργαστήρια του ιδιωτικού τομέα «κατέβασαν ρολά» για τρεις ημέρες, το αίτημα αφορά την κατάργηση ή έστω περιορισμό του clawback (μηχανισμός επιστροφής της δαπάνης που υπερβαίνει τον κλειστό προϋπολογισμό για διαγνωστικές εξετάσεις) που τους επιβάλλει ο ΕΟΠΥΥ. Μόνο για το 2018 τα εργαστήρια καλούνται να επιστρέψουν στον ΕΟΠΥΥ 120 εκατ. ευρώ, ενώ για το πρώτο εξάμηνο του 2019 το clawback εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 58 εκατ. ευρώ.
ΠΕΝΝΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΖΑ
https://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου