του Δημήτρη Μηλάκα
Η ουσία της ύπαρξης και τα αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα πιθανότατα θα παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα «βασανίζοντας» τον σημερινό άνθρωπο, όπως ίσως τυραννούσαν τους αρχαίους προγόνους του.
Ο «κόσμος» ωστόσο αλλάζει και μαζί του αλλάζουν όλα τα σπουδαία από τα ασήμαντα που τον συνθέτουν.
Το ποδόσφαιρο – όπως μπορούν να αποδείξουν οι τηλεθεάσεις και οι τζίροι δισεκατομμυρίων που εξασφαλίζει – δικαίως διεκδικεί τον τίτλο του «σημαντικότερου από τα ασήμαντα» αυτά πράγματα που διεγείρουν εδώ και έναν αιώνα με πολλούς και διάφορους τρόπους την ανθρώπινη ύπαρξη. Ίσως επειδή έχει βρει τον τρόπο να αλλάζει ακολουθώντας κατά πόδας έναν κόσμο που αλλάζει με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα.
Η περιοδική, από το 1930, ανά τετραετία διοργάνωση του ποδοσφαιρικού Παγκοσμίου Κυπέλλου προσφέρει προνομιούχες γωνίες παρατήρησης για όποιον ενδιαφέρεται και θέλει να δει έναν κόσμο που αλλάζει, μαζί και το ποδόσφαιρο.
Παρακολουθώντας τα παιχνίδια του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ρωσίας και φέρνοντας στο μυαλό του άλλες διοργανώσεις του παρελθόντος, το πρώτο που συνειδητοποιεί κάποιος είναι η ομοιομορφία στο στυλ του παιχνιδιού που έχουν υιοθετήσει ομάδες χωρών από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Μια δεύτερη διαπίστωση είναι ότι η απόσταση που χωρίζει την ποιότητα του παιχνιδιού (φυσική κατάσταση, τεχνική κατάρτιση, αγωνιστική τακτική) μεταξύ των ομάδων (από κάθε γωνία του πλανήτη, και αυτό έχει τη σημασία του) τείνει να ελαχιστοποιηθεί.
Το καταγεγραμμένο οπτικό υλικό από Παγκόσμια Κύπελλα ή άλλους ποδοσφαιρικούς αγώνες του παρελθόντος εύκολα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όσο πιο πίσω μπορούμε να κοιτάξουμε, τόσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά ποιότητας (φυσική κατάσταση, τεχνική κατάρτιση, αγωνιστική τακτική) υπέρ του ποδοσφαιρικού παιχνιδιού όπως αυτό διεξάγεται (ή διαδραματίζετε αν προτιμάτε) στους αγωνιστικούς χώρους του παρόντος.
Η γέννηση
Για να συνειδητοποιήσουμε ωστόσο το ποδοσφαιρικό παιχνίδι που βλέπουμε σήμερα, στον 21ο πρώτο αιώνα, είναι απαραίτητο να πάμε έναν αιώνα πίσω, στην εποχή όπου άρχισε να θεμελιώνεται. Τότε, τέλη του 18ου αιώνα, ορίστηκαν οι κανόνες του παιχνιδιού (το μέγεθος του αγωνιστικού χώρου, των γκολπόστ, ο αριθμός των παικτών, ο διαιτητής και οι επόπτες, τι είναι φάουλ και οφσάιντ κ.λπ.) σε μια συμφωνία νεαρών κυρίων, φοιτητών βρετανικών κολεγίων.
Τότε, στον κολοφώνα της ισχύος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, οι νεαροί αριστοκράτες υιοθέτησαν το ποδόσφαιρο, ένα παιχνίδι της πλέμπας, το οποίο ένα – δυο αιώνες νωρίτερα, στη βικτωριανή εποχή, αν και απαγορευόταν με βασιλικά διατάγματα, παιζόταν με άλλους κανόνες (ή χωρίς κανόνες) στα απέραντα λιβάδια (χωρίς, δηλαδή, το συγκεκριμένο αγωνιστικό πλαίσιο που ορίζουν οι γραμμές του γηπέδου) ανάμεσα σε ομάδες με ακαθόριστο αριθμό παικτών, οι οποίοι, χτυπώντας με κάθε τρόπο κάτι που έμοιαζε με μπάλα και όποιον αντίπαλο τους πλησίαζε, διεκδικούσαν να κερδίσουν χώρο.
Έκτοτε, από τη στιγμή που οι γόνοι της αριστοκρατίας της βρετανικής αυτοκρατορίας έβαλαν τους κανόνες και υιοθέτησαν το ποδόσφαιρο ως παιχνίδι τους, η λέξη «ποδοσφαιριστής» έπαψε να είναι μια κοινή βρισιά, όπως την έχει αποτυπώσει σε έργα του ο Σαίξπηρ.
Οι υπερόπτες κληρονόμοι
Οι νεαροί αριστοκράτες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή αποτύπωναν στο ποδοσφαιρικό τους παιχνίδι αυτό που ήταν: «κύριοι» ενός κατακτημένου (απ’ αυτούς) κόσμου. Έχοντας μια αίσθηση του σνομπισμού και της τυπολατρίας τους, ας προσπαθήσουμε να τους φανταστούμε να παίζουν.
Ο τρόπος του παιχνιδιού τους και η τακτική τους χαρακτηρίζονταν από την υπεροψία και την επίδειξη της υπεροχής των ανεπτυγμένων (καλοζωισμένοι γαρ) σωματικών προσόντων τους και της συντριπτικής αυτοκρατορικής δύναμής τους, η οποία είχε επιβληθεί όπου γης.
Έτσι, για τους αριστοκράτες σπόρτσμεν η μπάλα δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από «όπλο», μια μπάλα κανονιού η οποία εκτοξεύεται προς τον αντίπαλο. Η τεχνική ήταν απλή: μπάλα ψηλά και γεμίσματα από κάθε γωνιά του γηπέδου στην αντίπαλη περιοχή μέχρι, με κάποια κεφαλιά ή οποιονδήποτε άλλο τρόπο, να παραβιαστεί η εστία των εχθρών. Η άμυνα, όταν ο αντίπαλος είχε την μπάλα, λυσσαλέα, με δολοφονικά τάκλιν πριν αυτός προλάβει να χρησιμοποιήσει το όπλο – μπάλα, δηλαδή να σεντράρει…
Με αυτόν τον «αυτοκρατορικό» τρόπο διδάχτηκαν και έπαιζαν ποδόσφαιρο και τα βλαστάρια της βρετανικής εργατικής (πλην όμως αυτοκρατορικής στην παγκόσμια κλίμακα) τάξης. Αυτοί, στα λιμάνια του κόσμου της αυτοκρατορίας, μετάγγισαν τους κανόνες του παιχνιδιού στους αυτόχθονες.
Καθ’ ότι λάτρεις των παραδόσεων, με αυτόν τον τρόπο συνέχιζαν να παίζουν επί έναν αιώνα – μέχρι και πριν μερικά Μουντιάλ – οι Βρετανοί, αδυνατώντας να «επηρεαστούν» από τις γοητευτικές προσθήκες τις οποίες οι υποτελείς τους έκαναν στο παιχνίδι που αυτοί είχαν επινοήσει…
Ύστερα ήλθαν οι καλλιτέχνες
Έναν, πάνω – κάτω, αιώνα πριν, η φτωχολογιά και τα χαμίνια των λιμανιών της Λατινικής Αμερικής ήρθαν σε επαφή με το παιχνίδι της βρετανικής αποικιοκρατικής αριστοκρατίας. Και το τροποποίησαν. Όπως γράφει ο Εδουάρδο Γκαλεάνο στο απίθανα διεισδυτικό βιβλίο του «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», στα γήπεδα του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβίδεο γεννιόταν ένας νέος τρόπος ποδοσφαιρικού παιχνιδιού. Εκείνα τα χρόνια, σε εκείνα τα γοητευτικά αλλά και πονεμένα μέρη της Λατινικής Αμερικής, στις αυλές των φτωχόσπιτων, καθιερωνόταν η μιλόνγκα, ένας ιδιαίτερος χορός, πρόδρομος του τάνγκο.
«Οι χορευτές», γράφει ο Γκαλεάνο, «ζωγράφιζαν κυριολεκτικά, λικνιζόμενοι πάνω σε ένα μόνο πλακάκι, και οι ποδοσφαιριστές ανακάλυπταν τη δική τους γλώσσα στον ελάχιστο χώρο στον οποίο η μπάλα δεν κλοτσιόταν, αλλά αγκαλιαζόταν και κατακτιόταν, σαν να ήταν τα πόδια χέρια και αγκάλιαζαν το δέρμα. Και στα πόδια των πρώτων μιγάδων βιρτουόζων γεννήθηκε το παίξιμο: την μπάλα την παίζουν σαν να ήταν κιθάρα, μουσικό όργανο.
Ταυτόχρονα, το ποδόσφαιρο εγκλιματιζόταν στους τροπικούς, στο Ρίο ντε Τζανέιρο και στο Σάο Πάολο. Ήταν οι φτωχοί αυτοί που, ενώ το απαλλοτρίωναν, το εμπλούτιζαν. Το ξένο αυτό άθλημα γινόταν βραζιλιάνικο, στον βαθμό που έπαυε να είναι προνόμιο κάποιων λίγων εύπορων νέων, οι οποίοι το έπαιζαν αντιγράφοντας, και γονιμοποιούνταν από τη δημιουργική ενέργεια του λαού, ο οποίος το ανακάλυπτε.
Γεννιόταν έτσι το πιο όμορφο ποδόσφαιρο του κόσμου, αποτελούμενο από σπασίματα της μέσης, κυματισμούς του σώματος και άλματα των ποδιών, που προέρχονταν από την καποέιρα, τον πολεμικό χορό των μαύρων σκλάβων».
Από τα χαμίνια…
Από τη στιγμή που η φτωχολογιά συνάντησε το ποδόσφαιρο, η μπάλα έπαψε να κακοποιείται και να χρησιμοποιείται σαν οβίδα που εκτοξεύεται κατά στόχου. Έγινε ερωμένη πρόθυμη να απολαύσει το χάδι και να κάνει τα χατίρια των βιρτουόζων προσφέροντας ανεπανάληπτες στιγμές σε όσους έβλεπαν το παιχνίδι.
Προφανώς δεν είναι – δεν μπορεί να είναι – τυχαία αυτή η εξέλιξη ούτε σύμπτωση το ότι αυτοί οι πρώτοι μάγοι και εραστές της στρογγυλής θεάς υπήρξαν χαμίνια και αληταρία στις φτωχογειτονιές και τα λιμάνια, πιτσιρικάδες για όλες τις δουλειές, πεινασμένοι και έγχρωμοι νομάδες.
Αυτοί, για να επιβιώσουν στο παιχνίδι (και στη ζωή), ήταν υποχρεωμένοι να αναπτύξουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα για να «ξεφύγουν»: ταχύτητα, ευστροφία, πονηριά, αντοχή στον πόνο των χτυπημάτων, επιμονή μέχρι να φτάσουν κοντά ή μέσα στο «ξέφωτο», τη μεγάλη περιοχή, εκεί όπου βρισκόταν εντός της εμβέλειάς τους ο στόχος…
Όπως γράφει ο Γκαλεάνο στο βιβλίο του, «όπως προκύπτει μέσα στον χρόνο, οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές στην ιστορία της Βραζιλίας, από τον Φρίντενραϊχ μέχρι τον Ρομάριο, περνώντας από τον Ντομίνγκος ντα Γκία, τον Λεόνιντας, τον Ζιζίνιο, τον Γκαρίντσα, τον Ντιντί και τον Πελέ, ήταν είτε μαύροι είτε μιγάδες».
…στα χέρια της αγοράς
Από τότε έχουν μεσολαβήσει πολλά και το σημαντικότερο σε ό,τι αφορά το ποδόσφαιρο είναι η απόλυτη, τελικά, κατάκτησή του και η υποταγή του στους νόμους της αγοράς.
Η συλλογική ψύχωση που μπορούσαν να δημιουργήσουν το παιχνίδι και οι μάγοι του άνοιγε την πόρτα για την εκμετάλλευσή του από την αγορά, όπου ισχύει – εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού – ότι το χρήμα δεν έχει οσμή. Έτσι τα πραγματικά αφεντικά του ποδοσφαίρου, μπροστά στην προοπτική του κέρδους, άφησαν κατά μέρος τις προκαταλήψεις τους και αποδέχτηκαν στην αρχή τους μαύρους και μιγάδες θεούς της μπάλας και σιγά – σιγά τις πολλά υποσχόμενες αγορές της Ασίας και της Αφρικής.
Εν τω μεταξύ, ο ευρωπαϊκός ορθολογισμός είχε προσθέσει κι αυτός το λιθαράκι του στην τακτική του παιχνιδιού. Καταρχάς, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη φαντασία και επινοητικότητα των δεξιοτεχνών, εφηύρε το κατενάτσιο, το αμυντικό καταστροφικό παιχνίδι, το οποίο, ωστόσο, δεν αγαπούσαν ούτε αυτοί που κέρδιζαν…
«Υποχρεωτική ομοιομορφία»
Η βασική προσφορά και προσθήκη στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, αυτό που βλέπουμε να επικρατεί στην εποχή μας, προήλθε από την Ολλανδία του Ρίνους Μίχελς και ονομάστηκε ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο.
Είναι το ποδόσφαιρο με το οποίο μια ομάδα αποκτά τη δυνατότητα να αυξομειώνει τον αγωνιστικό χώρο: να τον μεγαλώνει όταν έχει την μπάλα, προκειμένου να δημιουργεί και να εκμεταλλεύεται κενούς χώρους, ή να τον μικραίνει όταν αμύνεται, ασκώντας ασφυκτικό πρέσινγκ όταν ο αντίπαλος κρατά την μπάλα. Για να γίνει κάτι τέτοιο επί 90 λεπτά της ώρας που διαρκεί ένας αγώνας, απαιτούνται ασταμάτητο τρέξιμο, καλλιέργεια εξωπραγματικών δυνάμεων και απόλυτη προσήλωση στην τακτική.
Αν φέρουμε στο μυαλό μας τις πετυχημένες ομάδες των τελευταίων χρόνων, θα διαπιστώσουμε ότι παίζουν – ή προσπαθούν να παίξουν – αυτό ακριβώς το ποδόσφαιρο. Αυτό ακριβώς το ποδόσφαιρο παίζουν και οι εθνικές ομάδες που βρίσκονται στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας και, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα, σχεδόν όλες στάθηκαν ικανές να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης αγωνιστικής τακτικής.
Παρά την παρουσία κάποιων ξεχωριστών ποδοσφαιριστών στον αγωνιστικό χώρο, οι οποίοι κάποιες στιγμές, μόνο, μπορούν να κάνουν τη διαφορά ζωγραφίζοντας την αναπάντεχη πινελιά τέχνης στο χόρτο, η αίσθηση που δημιουργείται είναι ότι (και) το ποδόσφαιρο μοιάζει να εξαντλεί τα περιθώρια βελτίωσής του, αφού εξακολουθεί να παίζεται από ανθρώπους στο μάξιμουμ των φυσικών ανθρώπινων δυνατοτήτων και σε έναν δεδομένο σε διαστάσεις αγωνιστικό χώρο.
Όπως το έθεσε ο Γκαλεάνο στα «Χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», «ζούμε σε μια εποχή υποχρεωτικής ομοιομορφίας του ποδοσφαίρου, όπως και όλων των υπολοίπων. Ποτέ έως τώρα ο κόσμος δεν ήταν τόσο άνισος ως προς τις ευκαιρίες που προσφέρει και τόσο εξισωτικός στις συνήθειες που επιβάλλει: στην εποχή μας, στο τέλος αυτού του αιώνα (ή στην αρχή του επόμενου που ήδη βρισκόμαστε), όποιος δεν πεθαίνει από την πείνα πεθαίνει από πλήξη».
Αυτός ίσως είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει το ποδόσφαιρο ως εμπορικό προϊόν. Αυτό, ωστόσο, είναι πρόβλημα και αφορά, κατά κύριο λόγο, τα αφεντικά της επιχείρησης (FIFA, UEFA, διαφημιστικές κ.λπ.). Δεν αφορά καθόλου το παιχνίδι και όσους το αγαπούν κρατώντας ζωντανή τη σύνδεση που τους προσφέρει με την εποχή που υπήρξαν παιδιά…
http://www.topontiki.gr
Η ουσία της ύπαρξης και τα αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα πιθανότατα θα παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα «βασανίζοντας» τον σημερινό άνθρωπο, όπως ίσως τυραννούσαν τους αρχαίους προγόνους του.
Ο «κόσμος» ωστόσο αλλάζει και μαζί του αλλάζουν όλα τα σπουδαία από τα ασήμαντα που τον συνθέτουν.
Το ποδόσφαιρο – όπως μπορούν να αποδείξουν οι τηλεθεάσεις και οι τζίροι δισεκατομμυρίων που εξασφαλίζει – δικαίως διεκδικεί τον τίτλο του «σημαντικότερου από τα ασήμαντα» αυτά πράγματα που διεγείρουν εδώ και έναν αιώνα με πολλούς και διάφορους τρόπους την ανθρώπινη ύπαρξη. Ίσως επειδή έχει βρει τον τρόπο να αλλάζει ακολουθώντας κατά πόδας έναν κόσμο που αλλάζει με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα.
Η περιοδική, από το 1930, ανά τετραετία διοργάνωση του ποδοσφαιρικού Παγκοσμίου Κυπέλλου προσφέρει προνομιούχες γωνίες παρατήρησης για όποιον ενδιαφέρεται και θέλει να δει έναν κόσμο που αλλάζει, μαζί και το ποδόσφαιρο.
Παρακολουθώντας τα παιχνίδια του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ρωσίας και φέρνοντας στο μυαλό του άλλες διοργανώσεις του παρελθόντος, το πρώτο που συνειδητοποιεί κάποιος είναι η ομοιομορφία στο στυλ του παιχνιδιού που έχουν υιοθετήσει ομάδες χωρών από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Μια δεύτερη διαπίστωση είναι ότι η απόσταση που χωρίζει την ποιότητα του παιχνιδιού (φυσική κατάσταση, τεχνική κατάρτιση, αγωνιστική τακτική) μεταξύ των ομάδων (από κάθε γωνία του πλανήτη, και αυτό έχει τη σημασία του) τείνει να ελαχιστοποιηθεί.
Το καταγεγραμμένο οπτικό υλικό από Παγκόσμια Κύπελλα ή άλλους ποδοσφαιρικούς αγώνες του παρελθόντος εύκολα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όσο πιο πίσω μπορούμε να κοιτάξουμε, τόσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά ποιότητας (φυσική κατάσταση, τεχνική κατάρτιση, αγωνιστική τακτική) υπέρ του ποδοσφαιρικού παιχνιδιού όπως αυτό διεξάγεται (ή διαδραματίζετε αν προτιμάτε) στους αγωνιστικούς χώρους του παρόντος.
Η γέννηση
Για να συνειδητοποιήσουμε ωστόσο το ποδοσφαιρικό παιχνίδι που βλέπουμε σήμερα, στον 21ο πρώτο αιώνα, είναι απαραίτητο να πάμε έναν αιώνα πίσω, στην εποχή όπου άρχισε να θεμελιώνεται. Τότε, τέλη του 18ου αιώνα, ορίστηκαν οι κανόνες του παιχνιδιού (το μέγεθος του αγωνιστικού χώρου, των γκολπόστ, ο αριθμός των παικτών, ο διαιτητής και οι επόπτες, τι είναι φάουλ και οφσάιντ κ.λπ.) σε μια συμφωνία νεαρών κυρίων, φοιτητών βρετανικών κολεγίων.
Τότε, στον κολοφώνα της ισχύος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, οι νεαροί αριστοκράτες υιοθέτησαν το ποδόσφαιρο, ένα παιχνίδι της πλέμπας, το οποίο ένα – δυο αιώνες νωρίτερα, στη βικτωριανή εποχή, αν και απαγορευόταν με βασιλικά διατάγματα, παιζόταν με άλλους κανόνες (ή χωρίς κανόνες) στα απέραντα λιβάδια (χωρίς, δηλαδή, το συγκεκριμένο αγωνιστικό πλαίσιο που ορίζουν οι γραμμές του γηπέδου) ανάμεσα σε ομάδες με ακαθόριστο αριθμό παικτών, οι οποίοι, χτυπώντας με κάθε τρόπο κάτι που έμοιαζε με μπάλα και όποιον αντίπαλο τους πλησίαζε, διεκδικούσαν να κερδίσουν χώρο.
Έκτοτε, από τη στιγμή που οι γόνοι της αριστοκρατίας της βρετανικής αυτοκρατορίας έβαλαν τους κανόνες και υιοθέτησαν το ποδόσφαιρο ως παιχνίδι τους, η λέξη «ποδοσφαιριστής» έπαψε να είναι μια κοινή βρισιά, όπως την έχει αποτυπώσει σε έργα του ο Σαίξπηρ.
Οι υπερόπτες κληρονόμοι
Οι νεαροί αριστοκράτες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή αποτύπωναν στο ποδοσφαιρικό τους παιχνίδι αυτό που ήταν: «κύριοι» ενός κατακτημένου (απ’ αυτούς) κόσμου. Έχοντας μια αίσθηση του σνομπισμού και της τυπολατρίας τους, ας προσπαθήσουμε να τους φανταστούμε να παίζουν.
Ο τρόπος του παιχνιδιού τους και η τακτική τους χαρακτηρίζονταν από την υπεροψία και την επίδειξη της υπεροχής των ανεπτυγμένων (καλοζωισμένοι γαρ) σωματικών προσόντων τους και της συντριπτικής αυτοκρατορικής δύναμής τους, η οποία είχε επιβληθεί όπου γης.
Έτσι, για τους αριστοκράτες σπόρτσμεν η μπάλα δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από «όπλο», μια μπάλα κανονιού η οποία εκτοξεύεται προς τον αντίπαλο. Η τεχνική ήταν απλή: μπάλα ψηλά και γεμίσματα από κάθε γωνιά του γηπέδου στην αντίπαλη περιοχή μέχρι, με κάποια κεφαλιά ή οποιονδήποτε άλλο τρόπο, να παραβιαστεί η εστία των εχθρών. Η άμυνα, όταν ο αντίπαλος είχε την μπάλα, λυσσαλέα, με δολοφονικά τάκλιν πριν αυτός προλάβει να χρησιμοποιήσει το όπλο – μπάλα, δηλαδή να σεντράρει…
Με αυτόν τον «αυτοκρατορικό» τρόπο διδάχτηκαν και έπαιζαν ποδόσφαιρο και τα βλαστάρια της βρετανικής εργατικής (πλην όμως αυτοκρατορικής στην παγκόσμια κλίμακα) τάξης. Αυτοί, στα λιμάνια του κόσμου της αυτοκρατορίας, μετάγγισαν τους κανόνες του παιχνιδιού στους αυτόχθονες.
Καθ’ ότι λάτρεις των παραδόσεων, με αυτόν τον τρόπο συνέχιζαν να παίζουν επί έναν αιώνα – μέχρι και πριν μερικά Μουντιάλ – οι Βρετανοί, αδυνατώντας να «επηρεαστούν» από τις γοητευτικές προσθήκες τις οποίες οι υποτελείς τους έκαναν στο παιχνίδι που αυτοί είχαν επινοήσει…
Ύστερα ήλθαν οι καλλιτέχνες
Έναν, πάνω – κάτω, αιώνα πριν, η φτωχολογιά και τα χαμίνια των λιμανιών της Λατινικής Αμερικής ήρθαν σε επαφή με το παιχνίδι της βρετανικής αποικιοκρατικής αριστοκρατίας. Και το τροποποίησαν. Όπως γράφει ο Εδουάρδο Γκαλεάνο στο απίθανα διεισδυτικό βιβλίο του «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», στα γήπεδα του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβίδεο γεννιόταν ένας νέος τρόπος ποδοσφαιρικού παιχνιδιού. Εκείνα τα χρόνια, σε εκείνα τα γοητευτικά αλλά και πονεμένα μέρη της Λατινικής Αμερικής, στις αυλές των φτωχόσπιτων, καθιερωνόταν η μιλόνγκα, ένας ιδιαίτερος χορός, πρόδρομος του τάνγκο.
«Οι χορευτές», γράφει ο Γκαλεάνο, «ζωγράφιζαν κυριολεκτικά, λικνιζόμενοι πάνω σε ένα μόνο πλακάκι, και οι ποδοσφαιριστές ανακάλυπταν τη δική τους γλώσσα στον ελάχιστο χώρο στον οποίο η μπάλα δεν κλοτσιόταν, αλλά αγκαλιαζόταν και κατακτιόταν, σαν να ήταν τα πόδια χέρια και αγκάλιαζαν το δέρμα. Και στα πόδια των πρώτων μιγάδων βιρτουόζων γεννήθηκε το παίξιμο: την μπάλα την παίζουν σαν να ήταν κιθάρα, μουσικό όργανο.
Ταυτόχρονα, το ποδόσφαιρο εγκλιματιζόταν στους τροπικούς, στο Ρίο ντε Τζανέιρο και στο Σάο Πάολο. Ήταν οι φτωχοί αυτοί που, ενώ το απαλλοτρίωναν, το εμπλούτιζαν. Το ξένο αυτό άθλημα γινόταν βραζιλιάνικο, στον βαθμό που έπαυε να είναι προνόμιο κάποιων λίγων εύπορων νέων, οι οποίοι το έπαιζαν αντιγράφοντας, και γονιμοποιούνταν από τη δημιουργική ενέργεια του λαού, ο οποίος το ανακάλυπτε.
Γεννιόταν έτσι το πιο όμορφο ποδόσφαιρο του κόσμου, αποτελούμενο από σπασίματα της μέσης, κυματισμούς του σώματος και άλματα των ποδιών, που προέρχονταν από την καποέιρα, τον πολεμικό χορό των μαύρων σκλάβων».
Από τα χαμίνια…
Από τη στιγμή που η φτωχολογιά συνάντησε το ποδόσφαιρο, η μπάλα έπαψε να κακοποιείται και να χρησιμοποιείται σαν οβίδα που εκτοξεύεται κατά στόχου. Έγινε ερωμένη πρόθυμη να απολαύσει το χάδι και να κάνει τα χατίρια των βιρτουόζων προσφέροντας ανεπανάληπτες στιγμές σε όσους έβλεπαν το παιχνίδι.
Προφανώς δεν είναι – δεν μπορεί να είναι – τυχαία αυτή η εξέλιξη ούτε σύμπτωση το ότι αυτοί οι πρώτοι μάγοι και εραστές της στρογγυλής θεάς υπήρξαν χαμίνια και αληταρία στις φτωχογειτονιές και τα λιμάνια, πιτσιρικάδες για όλες τις δουλειές, πεινασμένοι και έγχρωμοι νομάδες.
Αυτοί, για να επιβιώσουν στο παιχνίδι (και στη ζωή), ήταν υποχρεωμένοι να αναπτύξουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα για να «ξεφύγουν»: ταχύτητα, ευστροφία, πονηριά, αντοχή στον πόνο των χτυπημάτων, επιμονή μέχρι να φτάσουν κοντά ή μέσα στο «ξέφωτο», τη μεγάλη περιοχή, εκεί όπου βρισκόταν εντός της εμβέλειάς τους ο στόχος…
Όπως γράφει ο Γκαλεάνο στο βιβλίο του, «όπως προκύπτει μέσα στον χρόνο, οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές στην ιστορία της Βραζιλίας, από τον Φρίντενραϊχ μέχρι τον Ρομάριο, περνώντας από τον Ντομίνγκος ντα Γκία, τον Λεόνιντας, τον Ζιζίνιο, τον Γκαρίντσα, τον Ντιντί και τον Πελέ, ήταν είτε μαύροι είτε μιγάδες».
…στα χέρια της αγοράς
Από τότε έχουν μεσολαβήσει πολλά και το σημαντικότερο σε ό,τι αφορά το ποδόσφαιρο είναι η απόλυτη, τελικά, κατάκτησή του και η υποταγή του στους νόμους της αγοράς.
Η συλλογική ψύχωση που μπορούσαν να δημιουργήσουν το παιχνίδι και οι μάγοι του άνοιγε την πόρτα για την εκμετάλλευσή του από την αγορά, όπου ισχύει – εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού – ότι το χρήμα δεν έχει οσμή. Έτσι τα πραγματικά αφεντικά του ποδοσφαίρου, μπροστά στην προοπτική του κέρδους, άφησαν κατά μέρος τις προκαταλήψεις τους και αποδέχτηκαν στην αρχή τους μαύρους και μιγάδες θεούς της μπάλας και σιγά – σιγά τις πολλά υποσχόμενες αγορές της Ασίας και της Αφρικής.
Εν τω μεταξύ, ο ευρωπαϊκός ορθολογισμός είχε προσθέσει κι αυτός το λιθαράκι του στην τακτική του παιχνιδιού. Καταρχάς, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη φαντασία και επινοητικότητα των δεξιοτεχνών, εφηύρε το κατενάτσιο, το αμυντικό καταστροφικό παιχνίδι, το οποίο, ωστόσο, δεν αγαπούσαν ούτε αυτοί που κέρδιζαν…
«Υποχρεωτική ομοιομορφία»
Η βασική προσφορά και προσθήκη στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, αυτό που βλέπουμε να επικρατεί στην εποχή μας, προήλθε από την Ολλανδία του Ρίνους Μίχελς και ονομάστηκε ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο.
Είναι το ποδόσφαιρο με το οποίο μια ομάδα αποκτά τη δυνατότητα να αυξομειώνει τον αγωνιστικό χώρο: να τον μεγαλώνει όταν έχει την μπάλα, προκειμένου να δημιουργεί και να εκμεταλλεύεται κενούς χώρους, ή να τον μικραίνει όταν αμύνεται, ασκώντας ασφυκτικό πρέσινγκ όταν ο αντίπαλος κρατά την μπάλα. Για να γίνει κάτι τέτοιο επί 90 λεπτά της ώρας που διαρκεί ένας αγώνας, απαιτούνται ασταμάτητο τρέξιμο, καλλιέργεια εξωπραγματικών δυνάμεων και απόλυτη προσήλωση στην τακτική.
Αν φέρουμε στο μυαλό μας τις πετυχημένες ομάδες των τελευταίων χρόνων, θα διαπιστώσουμε ότι παίζουν – ή προσπαθούν να παίξουν – αυτό ακριβώς το ποδόσφαιρο. Αυτό ακριβώς το ποδόσφαιρο παίζουν και οι εθνικές ομάδες που βρίσκονται στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας και, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα, σχεδόν όλες στάθηκαν ικανές να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης αγωνιστικής τακτικής.
Παρά την παρουσία κάποιων ξεχωριστών ποδοσφαιριστών στον αγωνιστικό χώρο, οι οποίοι κάποιες στιγμές, μόνο, μπορούν να κάνουν τη διαφορά ζωγραφίζοντας την αναπάντεχη πινελιά τέχνης στο χόρτο, η αίσθηση που δημιουργείται είναι ότι (και) το ποδόσφαιρο μοιάζει να εξαντλεί τα περιθώρια βελτίωσής του, αφού εξακολουθεί να παίζεται από ανθρώπους στο μάξιμουμ των φυσικών ανθρώπινων δυνατοτήτων και σε έναν δεδομένο σε διαστάσεις αγωνιστικό χώρο.
Όπως το έθεσε ο Γκαλεάνο στα «Χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», «ζούμε σε μια εποχή υποχρεωτικής ομοιομορφίας του ποδοσφαίρου, όπως και όλων των υπολοίπων. Ποτέ έως τώρα ο κόσμος δεν ήταν τόσο άνισος ως προς τις ευκαιρίες που προσφέρει και τόσο εξισωτικός στις συνήθειες που επιβάλλει: στην εποχή μας, στο τέλος αυτού του αιώνα (ή στην αρχή του επόμενου που ήδη βρισκόμαστε), όποιος δεν πεθαίνει από την πείνα πεθαίνει από πλήξη».
Αυτός ίσως είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει το ποδόσφαιρο ως εμπορικό προϊόν. Αυτό, ωστόσο, είναι πρόβλημα και αφορά, κατά κύριο λόγο, τα αφεντικά της επιχείρησης (FIFA, UEFA, διαφημιστικές κ.λπ.). Δεν αφορά καθόλου το παιχνίδι και όσους το αγαπούν κρατώντας ζωντανή τη σύνδεση που τους προσφέρει με την εποχή που υπήρξαν παιδιά…
http://www.topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου