Οι υπάλληλοι του Τελωνείου Καλαμάτας, μόλις την προηγούμενη Τρίτη, αποκάλυψαν υπόθεση παράνομης κατοχής και διάθεσης τσίπουρου από άτομο που δεν διέθετε νόμιμη άδεια ποτοποιού.
Συνολικά, 14.223,48 λίτρα άνυδρου τσίπουρου ήταν έτοιμα να εμφιαλωθούν και να πουληθούν στην αγορά χωρίς να έχει γίνει κανένας έλεγχος ποιότητας και σύστασης. Διαφυγόντα κέρδη από φορολογικές επιβαρύνσεις που δεν χρεώθηκαν: 248.823,80 ευρώ.
«Μικρό το κακό», λένε οι γνωρίζοντες. Τέτοιες υποθέσεις είναι πολύ συχνές ειδικά την εποχή της λειτουργίας των νόμιμων καζανιών απόσταξης τσίπουρου στα χωριά, από τις 15 Οκτωβρίου έως και τις 15 Νοεμβρίου κάθε χρόνο.
Εκτιμάται ότι πάνω από 15 εκατ. λίτρα χύμα τσίπουρου διακινούνται παράνομα κάθε χρόνο χωρίς κανέναν έλεγχο ποιότητας και ασφάλειας. Παράλληλα, εφόσον το χύμα τσίπουρο φορολογείται ελάχιστα σε σχέση με το εμφιαλωμένο, προσφέρεται μια μεγάλη ευκαιρία για φοροδιαφυγή ειδικά στην παρούσα οικονομική κατάσταση.
Τα νόμιμα «σπιτικά» καζάνια απόσταξης σε όλη την Ελλάδα είναι 5.000, ενώ άδεια απόσταξης έχουν 30.000 άτομα. Πρόκειται για τους λεγόμενους διήμερους που μπορούν να αποστάζουν ποσότητα ανάλογη του αμπελώνα που έχουν, προκαταβάλλοντας ΕΦΚ 0,59 ευρώ ανά λίτρο και οι οποίοι παράγουν ετησίως 5-7 εκατ. λίτρα κατά δήλωση των ίδιων χωρίς να γίνεται έλεγχος.
Παράλληλα, οι επίσημοι αποσταγματοποιοί παράγουν 3 εκατ. λίτρα εμφιαλωμένο επώνυμο τσίπουρο, φορολογούνται δεκαπλάσια (ΕΦΚ 5,10 ευρώ ανά λίτρο, δίχως δικαίωμα να διαθέτουν χύμα το προϊόν τους).
Επικίνδυνη «μόδα»
Ομως, η ετήσια παραγωγή τσίπουρου εκτιμάται ότι φθάνει τα 24 εκατ. λίτρα, (στοιχεία από το πόρισμα της ευκαιριακής επιτροπής του υπ.Οικονομικών το 2013), οπότε και προκύπτει ότι οι ποσότητες χύμα τσίπουρου που διακινούνται στην αγορά είναι σαφώς πολλαπλάσιες εκείνων που οι άδειες απόσταξης προβλέπουν.
Το «τσιπουράκι» από το τραπέζι του καφενείου στο χωριό τα τελευταία χρόνια έχει βρεθεί στην προθήκη των προτάσεων γευσιγνωστών, με αποτέλεσμα να έχει ξεπεράσει σε κατανάλωση το εθνικό μας ούζο.
Ομως, ταυτόχρονα μεγάλες ποσότητες αλκοολούχων αποσταγμάτων κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά ως «τσίπουρο» χωρίς κανένα έλεγχο όσον αφορά τόσο τις πιθανές συνέπειες στην υγεία όσο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Το 2016 εξετάστηκαν μόλις 332 δείγματα χύμα «τσίπουρου» από μικρούς αποσταγματοποιούς από το Γενικό Χημείο του Κράτους. Οπως τονίζουν οι υπάλληλοι του ΓΧΚ είναι αδύνατον να ελεγχθούν όλα τα καζάνια που βρίσκονται στα βουνά.
Ακόμα κι έτσι, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά, αφού μόνο τα 178 δείγματα βρέθηκαν κανονικά όσον αφορά τη σύσταση και τις υπόλοιπες προδιαγραφές. Παράλληλα, 19 δείγματα βρέθηκαν μη ασφαλή για την υγεία.
«Πολλές φορές υπάρχει αυξημένο ποσοστό μεθανόλης –κανονικά το ποσοστό πρέπει να είναι από ελάχιστο έως μηδενικό– η οποία είναι εξαιρετικά επιβλαβής για την υγεία», λέει στην «Κ» ο κ. Σέρκος Χαρουτουνιάν καθηγητής Χημείας, στο Εργαστήριο Φυσιολογίας, Θρέψεως & Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αλλες φορές πάλι εντοπίζονται αυξημένα ποσοστά χαλκού από τα καζάνια στα οποία γίνεται η απόσταξη και τα οποία δεν συντηρούνται σωστά.
«Συνήθως διακινούνται μέσα σε μπουκάλια νερού, τα οποία έχουν φθαλικές ενώσεις που δεν διαλύονται με το νερό. Ομως, το αλκοόλ τις επηρεάζει και έστω μια μικρή ποσότητα είναι πολύ επικίνδυνη για την υγεία. Κάθε φορά που βλέπω τα πλαστικά μπουκάλια με το τσίπουρο στις λαϊκές, αναλογίζομαι πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η τακτική», συμπληρώνει ο κ. Χαρουτουνιάν.
Οι διήμεροι
«Τα τελευταία χρόνια το θολό νομικό τοπίο και η απουσία ελέγχων έχουν οδηγήσει στην αγαπημένη παράδοση πολλών ελληνικών χωριών, την απόσταξη τσίπουρου, σε μια επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία επιχειρηματική δραστηριότητα» τονίζει στην «Κ» ο Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ).
Οι διήμεροι αμβυκούχοι (ονομάζονται έτσι γιατί οι άδειες απόσταξης δίνονται για συγκεκριμένα διήμερα) για χρόνια μπορούσαν να αποστάζουν και να διαθέτουν το προϊόν τους στην περιοχή τους χύμα. Ηταν ένα επιπλέον εισόδημα για τους αμπελουργούς που μπορούσαν με αυτό τον τρόπο να αξιοποιήσουν ό,τι δεν μπορούσε να οινοποιηθεί από την άποψη της ποιότητας της πρώτης ύλης.
Ομως, από το 1997 τους δόθηκε η δυνατότητα να πωλούν το τσίπουρο που παράγουν σε όλη την Ελλάδα. Το χύμα τσίπουρο, μάλιστα, τυπικά ονομάστηκε «προϊόν απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών», εφόσον η παραγωγή τσίπουρου πρέπει να ακολουθεί συγκεκριμένες προδιαγραφές που ορίζονται από τη νομοθεσία.
«Η τεράστια διαφορά φορολογικής επιβάρυνσης ανάμεσα στο χύμα και στο εμφιαλωμένο τσίπουρο έχει οδηγήσει ώστε να διακινούνται τεράστιες ποσότητες στην αγορά χύμα, οι οποίες βέβαια αντικειμενικά είναι αδύνατον να ελεγχθούν» λέει στην «Κ» η κ. Σούλα Παναγιώτου, οινολόγος του Αγροτικού Οινοποιητικού Συνεταιρισμού Τυρνάβου που παράγει εμφιαλωμένο Τσίπουρο Ονομασίας Προέλευσης.
http://www.kathimerini.gr/
Συνολικά, 14.223,48 λίτρα άνυδρου τσίπουρου ήταν έτοιμα να εμφιαλωθούν και να πουληθούν στην αγορά χωρίς να έχει γίνει κανένας έλεγχος ποιότητας και σύστασης. Διαφυγόντα κέρδη από φορολογικές επιβαρύνσεις που δεν χρεώθηκαν: 248.823,80 ευρώ.
«Μικρό το κακό», λένε οι γνωρίζοντες. Τέτοιες υποθέσεις είναι πολύ συχνές ειδικά την εποχή της λειτουργίας των νόμιμων καζανιών απόσταξης τσίπουρου στα χωριά, από τις 15 Οκτωβρίου έως και τις 15 Νοεμβρίου κάθε χρόνο.
Εκτιμάται ότι πάνω από 15 εκατ. λίτρα χύμα τσίπουρου διακινούνται παράνομα κάθε χρόνο χωρίς κανέναν έλεγχο ποιότητας και ασφάλειας. Παράλληλα, εφόσον το χύμα τσίπουρο φορολογείται ελάχιστα σε σχέση με το εμφιαλωμένο, προσφέρεται μια μεγάλη ευκαιρία για φοροδιαφυγή ειδικά στην παρούσα οικονομική κατάσταση.
Τα νόμιμα «σπιτικά» καζάνια απόσταξης σε όλη την Ελλάδα είναι 5.000, ενώ άδεια απόσταξης έχουν 30.000 άτομα. Πρόκειται για τους λεγόμενους διήμερους που μπορούν να αποστάζουν ποσότητα ανάλογη του αμπελώνα που έχουν, προκαταβάλλοντας ΕΦΚ 0,59 ευρώ ανά λίτρο και οι οποίοι παράγουν ετησίως 5-7 εκατ. λίτρα κατά δήλωση των ίδιων χωρίς να γίνεται έλεγχος.
Παράλληλα, οι επίσημοι αποσταγματοποιοί παράγουν 3 εκατ. λίτρα εμφιαλωμένο επώνυμο τσίπουρο, φορολογούνται δεκαπλάσια (ΕΦΚ 5,10 ευρώ ανά λίτρο, δίχως δικαίωμα να διαθέτουν χύμα το προϊόν τους).
Επικίνδυνη «μόδα»
Ομως, η ετήσια παραγωγή τσίπουρου εκτιμάται ότι φθάνει τα 24 εκατ. λίτρα, (στοιχεία από το πόρισμα της ευκαιριακής επιτροπής του υπ.Οικονομικών το 2013), οπότε και προκύπτει ότι οι ποσότητες χύμα τσίπουρου που διακινούνται στην αγορά είναι σαφώς πολλαπλάσιες εκείνων που οι άδειες απόσταξης προβλέπουν.
Το «τσιπουράκι» από το τραπέζι του καφενείου στο χωριό τα τελευταία χρόνια έχει βρεθεί στην προθήκη των προτάσεων γευσιγνωστών, με αποτέλεσμα να έχει ξεπεράσει σε κατανάλωση το εθνικό μας ούζο.
Ομως, ταυτόχρονα μεγάλες ποσότητες αλκοολούχων αποσταγμάτων κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά ως «τσίπουρο» χωρίς κανένα έλεγχο όσον αφορά τόσο τις πιθανές συνέπειες στην υγεία όσο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Το 2016 εξετάστηκαν μόλις 332 δείγματα χύμα «τσίπουρου» από μικρούς αποσταγματοποιούς από το Γενικό Χημείο του Κράτους. Οπως τονίζουν οι υπάλληλοι του ΓΧΚ είναι αδύνατον να ελεγχθούν όλα τα καζάνια που βρίσκονται στα βουνά.
Ακόμα κι έτσι, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά, αφού μόνο τα 178 δείγματα βρέθηκαν κανονικά όσον αφορά τη σύσταση και τις υπόλοιπες προδιαγραφές. Παράλληλα, 19 δείγματα βρέθηκαν μη ασφαλή για την υγεία.
«Πολλές φορές υπάρχει αυξημένο ποσοστό μεθανόλης –κανονικά το ποσοστό πρέπει να είναι από ελάχιστο έως μηδενικό– η οποία είναι εξαιρετικά επιβλαβής για την υγεία», λέει στην «Κ» ο κ. Σέρκος Χαρουτουνιάν καθηγητής Χημείας, στο Εργαστήριο Φυσιολογίας, Θρέψεως & Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αλλες φορές πάλι εντοπίζονται αυξημένα ποσοστά χαλκού από τα καζάνια στα οποία γίνεται η απόσταξη και τα οποία δεν συντηρούνται σωστά.
«Συνήθως διακινούνται μέσα σε μπουκάλια νερού, τα οποία έχουν φθαλικές ενώσεις που δεν διαλύονται με το νερό. Ομως, το αλκοόλ τις επηρεάζει και έστω μια μικρή ποσότητα είναι πολύ επικίνδυνη για την υγεία. Κάθε φορά που βλέπω τα πλαστικά μπουκάλια με το τσίπουρο στις λαϊκές, αναλογίζομαι πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η τακτική», συμπληρώνει ο κ. Χαρουτουνιάν.
Οι διήμεροι
«Τα τελευταία χρόνια το θολό νομικό τοπίο και η απουσία ελέγχων έχουν οδηγήσει στην αγαπημένη παράδοση πολλών ελληνικών χωριών, την απόσταξη τσίπουρου, σε μια επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία επιχειρηματική δραστηριότητα» τονίζει στην «Κ» ο Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ).
Οι διήμεροι αμβυκούχοι (ονομάζονται έτσι γιατί οι άδειες απόσταξης δίνονται για συγκεκριμένα διήμερα) για χρόνια μπορούσαν να αποστάζουν και να διαθέτουν το προϊόν τους στην περιοχή τους χύμα. Ηταν ένα επιπλέον εισόδημα για τους αμπελουργούς που μπορούσαν με αυτό τον τρόπο να αξιοποιήσουν ό,τι δεν μπορούσε να οινοποιηθεί από την άποψη της ποιότητας της πρώτης ύλης.
Ομως, από το 1997 τους δόθηκε η δυνατότητα να πωλούν το τσίπουρο που παράγουν σε όλη την Ελλάδα. Το χύμα τσίπουρο, μάλιστα, τυπικά ονομάστηκε «προϊόν απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών», εφόσον η παραγωγή τσίπουρου πρέπει να ακολουθεί συγκεκριμένες προδιαγραφές που ορίζονται από τη νομοθεσία.
«Η τεράστια διαφορά φορολογικής επιβάρυνσης ανάμεσα στο χύμα και στο εμφιαλωμένο τσίπουρο έχει οδηγήσει ώστε να διακινούνται τεράστιες ποσότητες στην αγορά χύμα, οι οποίες βέβαια αντικειμενικά είναι αδύνατον να ελεγχθούν» λέει στην «Κ» η κ. Σούλα Παναγιώτου, οινολόγος του Αγροτικού Οινοποιητικού Συνεταιρισμού Τυρνάβου που παράγει εμφιαλωμένο Τσίπουρο Ονομασίας Προέλευσης.
http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου