Γράφει ο Γεράσιμος Χολέβας
Μάζευαν κι άρπαζαν, μα δε χόρταιναν ποτέ. Διαρκώς ζητούσαν κι άλλο. Στο τραπέζι χιλιάδες πιάτα με τα πιο νόστιμα φαγητά, κι όμως, μόνο που τα κοίταζες, σ’ έπιανε το στομάχι σου. Κρέατα, ψάρια, σάλτσες, ζυμαρικά, λίπη, όσπρια, λαχανικά, μπαχαρικά, παγωτά, όλα ανακατεμένα. Κάθε λίγο και λιγάκι, έκαναν τις πιο απίθανες παραγγελίες. Τελείωνε το ένα γεύμα και καλούσαν το γκαρσόνι, για να τους φέρει το επόμενο.
Το υπηρετικό προσωπικό, κάθε βράδυ, έβαζε τ’ αποφάγια και τα κόκαλα σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Το πρωί τις άδειαζαν και μοίραζαν τα «προϊόντα» σε ειδικές συσκευασίες, με διαφορετικές ετικέτες. Ηταν έτοιμα να πουληθούν. Είχαν στήσει, μάλιστα, κι έναν ολόκληρο μηχανισμό διαφήμισης για τ’ αποφάγια τους!
Ενίοτε, διοργάνωναν φανταχτερές εκδηλώσεις, με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση και τα απαραίτητα χαμόγελα. Οι κυρίες των κυρίων «χάριζαν» μικρές ποσότητες στους πολύ ταλαιπωρημένους. «Δάκρυζαν» για τον άδικο τούτο κόσμο. Αργότερα, γυρνούσαν στο τραπέζι, αφιέρωναν (για… ποικιλία) λίγα λεπτά στις «περιπέτειες των δυστυχισμένων» κι άρχιζαν το επόμενο φαγοπότι.
Οι συμμετέχοντες στο τραπέζι δεν είχαν σταθερό αριθμό. Τρωγοπίναν, αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις και μαχαιριές, το ίδιο μαχαίρι για το φαγητό, το ίδιο για τις μαχαιριές. Δεν είχαν κανένα, απολύτως, πρόβλημα να το χρησιμοποιούν και για τις δυο «δουλειές». Τα τραύματα, για ορισμένους, ήταν ανεπανόρθωτα κι έχαναν τη θέση τους.
Έναν ξεχωριστό ρόλο, σ’ αυτή την ιστορία, είχαν τα «χρυσά γκαρσόνια». Η διαδρομή απ’ την κουζίνα μέχρι το τραπέζι ήταν πολύ προσοδοφόρα. Μια μικρή «κλεψιά» δεν άφηνε κανένα σημάδι. Τα πιο «ξύπνια», δε, έκαναν και συμφωνίες με τους συμμετέχοντες του τραπεζιού. Έτσι, πού και πού, έδιναν και καμιά μαχαιριά, φυσικά με την απαραίτητη αμοιβή.
Η πείνα των μελών του μεγάλου τραπεζιού ήταν ανεξέλεγκτη. Ορισμένες φορές αδυνατούσαν να δουν ο ένας τον άλλον! Τα ψυγεία γεμάτα, οι αποθήκες γεμάτες και το τραπέζι έμοιαζε μ’ ένα βουνό από πιάτα και φαγητά! Ήθελε προσπάθεια για να διακρίνεις ανθρώπινο πρόσωπο ή σώμα. Οι μαχαιριές – ανάμεσα στ’ αποφάγια, τις καρέκλες και τις κοιλιές τους – πολλαπλασιάζονταν. Οι συμμετέχοντες λιγόστευαν. Οι χαμένοι κατηγορούσαν τα «χρυσά γκαρσόνια» για την …απληστία τους!
Τότε, η αγορά με τ’ αποφάγια περνούσε κρίση. Οι κερδισμένοι τρώγανε όλο και πιο πολύ, συνεπώς τ’ αποφάγια και τα κόκαλα ήταν περισσότερα. Έλα, όμως, που ελάχιστοι, πια, μπορούσαν να τ’ αγοράσουν! Είχαν αρπάξει από παντού! Δεν ήταν, όμως, διατεθειμένοι να χάσουν. Σ’ αυτές τις συνθήκες οι διορισμένοι «ρυθμιστές» αναλάμβαναν δράση. Αγόραζαν, σε πολύ υψηλή τιμή, τις αποθήκες που είχαν κηρύξει πτώχευση. Πού έβρισκαν τα χρήματα; Μα, «φυσικά» απ’ τους φόρους των πολλών!
Έκαναν τα απαραίτητα μερεμέτια και τις πουλούσαν, μετά από λίγο διάστημα, στην ελάχιστη τιμή, στους συμμετέχοντες στο μεγάλο τραπέζι. Οι «ρυθμιστές» έταζαν, στους πολλούς, καλύτερης ποιότητας αποφάγια και μερικά κόκαλα δωρεάν. Τελικά, ούτε το ένα δέκατο δεν έφτανε στα χέρια τους. Η «ρύθμιση» είχε έναν και μοναδικό σκοπό: Να εξασφαλιστεί η καλή λειτουργία του τραπεζιού.
Χρόνια και χρόνια, η ίδια ιστορία έκανε «κύκλους». Τίποτα, όμως, δε μπορούσε να σταματήσει την αθεράπευτη βουλιμία τους. Η δικαιολογία με τα …άπληστα «χρυσά γκαρσόνια», με τον καιρό, μόνο ως ανέκδοτο μπορούσε να εκληφθεί. Οι μάσκες των «ρυθμιστών» όλο και ξεθώριαζαν. Πολλοί άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η ευθύνη βρίσκεται στο …τραπέζι. Η «κοινωνική συνοχή» διαταράχθηκε. Τότε να δεις τι πάθανε…
Ριζοσπάστης 14-10-2008
Μάζευαν κι άρπαζαν, μα δε χόρταιναν ποτέ. Διαρκώς ζητούσαν κι άλλο. Στο τραπέζι χιλιάδες πιάτα με τα πιο νόστιμα φαγητά, κι όμως, μόνο που τα κοίταζες, σ’ έπιανε το στομάχι σου. Κρέατα, ψάρια, σάλτσες, ζυμαρικά, λίπη, όσπρια, λαχανικά, μπαχαρικά, παγωτά, όλα ανακατεμένα. Κάθε λίγο και λιγάκι, έκαναν τις πιο απίθανες παραγγελίες. Τελείωνε το ένα γεύμα και καλούσαν το γκαρσόνι, για να τους φέρει το επόμενο.
Το υπηρετικό προσωπικό, κάθε βράδυ, έβαζε τ’ αποφάγια και τα κόκαλα σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Το πρωί τις άδειαζαν και μοίραζαν τα «προϊόντα» σε ειδικές συσκευασίες, με διαφορετικές ετικέτες. Ηταν έτοιμα να πουληθούν. Είχαν στήσει, μάλιστα, κι έναν ολόκληρο μηχανισμό διαφήμισης για τ’ αποφάγια τους!
Ενίοτε, διοργάνωναν φανταχτερές εκδηλώσεις, με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση και τα απαραίτητα χαμόγελα. Οι κυρίες των κυρίων «χάριζαν» μικρές ποσότητες στους πολύ ταλαιπωρημένους. «Δάκρυζαν» για τον άδικο τούτο κόσμο. Αργότερα, γυρνούσαν στο τραπέζι, αφιέρωναν (για… ποικιλία) λίγα λεπτά στις «περιπέτειες των δυστυχισμένων» κι άρχιζαν το επόμενο φαγοπότι.
Οι συμμετέχοντες στο τραπέζι δεν είχαν σταθερό αριθμό. Τρωγοπίναν, αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις και μαχαιριές, το ίδιο μαχαίρι για το φαγητό, το ίδιο για τις μαχαιριές. Δεν είχαν κανένα, απολύτως, πρόβλημα να το χρησιμοποιούν και για τις δυο «δουλειές». Τα τραύματα, για ορισμένους, ήταν ανεπανόρθωτα κι έχαναν τη θέση τους.
Έναν ξεχωριστό ρόλο, σ’ αυτή την ιστορία, είχαν τα «χρυσά γκαρσόνια». Η διαδρομή απ’ την κουζίνα μέχρι το τραπέζι ήταν πολύ προσοδοφόρα. Μια μικρή «κλεψιά» δεν άφηνε κανένα σημάδι. Τα πιο «ξύπνια», δε, έκαναν και συμφωνίες με τους συμμετέχοντες του τραπεζιού. Έτσι, πού και πού, έδιναν και καμιά μαχαιριά, φυσικά με την απαραίτητη αμοιβή.
Η πείνα των μελών του μεγάλου τραπεζιού ήταν ανεξέλεγκτη. Ορισμένες φορές αδυνατούσαν να δουν ο ένας τον άλλον! Τα ψυγεία γεμάτα, οι αποθήκες γεμάτες και το τραπέζι έμοιαζε μ’ ένα βουνό από πιάτα και φαγητά! Ήθελε προσπάθεια για να διακρίνεις ανθρώπινο πρόσωπο ή σώμα. Οι μαχαιριές – ανάμεσα στ’ αποφάγια, τις καρέκλες και τις κοιλιές τους – πολλαπλασιάζονταν. Οι συμμετέχοντες λιγόστευαν. Οι χαμένοι κατηγορούσαν τα «χρυσά γκαρσόνια» για την …απληστία τους!
Τότε, η αγορά με τ’ αποφάγια περνούσε κρίση. Οι κερδισμένοι τρώγανε όλο και πιο πολύ, συνεπώς τ’ αποφάγια και τα κόκαλα ήταν περισσότερα. Έλα, όμως, που ελάχιστοι, πια, μπορούσαν να τ’ αγοράσουν! Είχαν αρπάξει από παντού! Δεν ήταν, όμως, διατεθειμένοι να χάσουν. Σ’ αυτές τις συνθήκες οι διορισμένοι «ρυθμιστές» αναλάμβαναν δράση. Αγόραζαν, σε πολύ υψηλή τιμή, τις αποθήκες που είχαν κηρύξει πτώχευση. Πού έβρισκαν τα χρήματα; Μα, «φυσικά» απ’ τους φόρους των πολλών!
Έκαναν τα απαραίτητα μερεμέτια και τις πουλούσαν, μετά από λίγο διάστημα, στην ελάχιστη τιμή, στους συμμετέχοντες στο μεγάλο τραπέζι. Οι «ρυθμιστές» έταζαν, στους πολλούς, καλύτερης ποιότητας αποφάγια και μερικά κόκαλα δωρεάν. Τελικά, ούτε το ένα δέκατο δεν έφτανε στα χέρια τους. Η «ρύθμιση» είχε έναν και μοναδικό σκοπό: Να εξασφαλιστεί η καλή λειτουργία του τραπεζιού.
Χρόνια και χρόνια, η ίδια ιστορία έκανε «κύκλους». Τίποτα, όμως, δε μπορούσε να σταματήσει την αθεράπευτη βουλιμία τους. Η δικαιολογία με τα …άπληστα «χρυσά γκαρσόνια», με τον καιρό, μόνο ως ανέκδοτο μπορούσε να εκληφθεί. Οι μάσκες των «ρυθμιστών» όλο και ξεθώριαζαν. Πολλοί άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η ευθύνη βρίσκεται στο …τραπέζι. Η «κοινωνική συνοχή» διαταράχθηκε. Τότε να δεις τι πάθανε…
Ριζοσπάστης 14-10-2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου