Κείμενο Λευτέρης Τηλιγάδας
Η κυβέρνηση ντυμένη με το καλό κοστούμι της διαπραγμάτευσης, έχει καταφέρει, εκατό μέρες τώρα, να εδραιώσει στις ομάδες θεραπείας, στις οποίες συμμετέχει στις Βρυξέλες και στην Αθήνα, το μεταξωτό μαντηλάκι στο πέτο του πρωθυπουργού, αντί της λαιμητόμου γραβάτας που της ετοιμάζουν για να την «νεκροστολίσουν», οι «πάντες όλοι».
«Η κυβέρνηση και η εξουσία […] δεν είναι για εμάς αυτοσκοπός, είπε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, «αλλά εργαλείο και μέσο για να αλλάξουμε θετικά την κοινωνία.
Αν δεν μπορούμε να το πετύχουμε, το καλύτερο που θα έχουμε να κάνουμε είναι να αφήσουμε την κυβερνητική σκυτάλη.»
Πιο ξεκάθαρο μήνυμα από αυτό για μια εσωτερική κυβερνητική προπαγάνδα διαχείρισης του μέλλοντος κυβερνητικού χρόνου, θεωρώ ότι αποκλείεται να υπάρξει, ανεξάρτητα από το κατά πόσο θα υλοποιηθεί από την κυβερνητική ή κομματική τάση που εκπροσωπείτε ακόμα και από τον ίδιο.
Ήδη οι ίδιοι εκβιασμοί των προηγούμενων συγκυβερνήσεων (Παπανδρέου Σαμαρά, Καρατζαφέρη, Παπαδήμα, Βενιζέλου, Κουβέλη) άρχισαν σιγά-σιγά να χτίζονται και μάλιστα με την ίδια ρητορική και από το «πρώτη φορά κυβερνητικά» σχήμα των Τσίπρα – Καμμένου.
«Τι θέλετε να υπογράψουμε τη μείωση των μισθών και των συντάξεων ή τη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων; Τι μας προτείνετε; Μία επαίσχυντη συμφωνία ή μια ηρωική έξοδο;» Ορθώνουν κοντολογίς μπροστά στην «κοινή γνώμη», η οποία σε καμία στιγμή της μνημονιακής λαίλαπας που ζήσαμε και ζούμε δεν αποτέλεσε πραγματικό μέγεθος, αλλά δημιουργήθηκε «εργαστηριακά» από τα ίδια Προκρούστεια επικοινωνιακά διλήμματα των ευρωσκεπτικιστών τεχνικών της εξουσίας, τα θλιβερά πολιτικά και όχι οικονομικά αδιέξοδα της πολιτικής τους «ακινησίας»[1] μόνο και μόνο για να παραταθεί για άλλο λίγο ακόμα η ψευδαίσθηση της εξουσίας που επιθυμούν να διατυμπανίζουν ότι διαχειρίζονται, χωρίς να μπορούν να καταφέρουν ούτε καν αυτό «το ελάχιστο κάτι», για το οποίο αρκετοί άνθρωποι που γνωρίζω, και στην πόλη μας αλλά και αλλού, τους ψήφισαν.
Μπορώ να αντιληφθώ την αγωνία του Λαφαζάνη, όταν λέει αυτά που λέει παραπάνω. Μόνο που η αγωνία αυτή δεν συνάδει καθόλου, εξ όσων μπορώ να φανταστώ, με την αγωνία του Σαγιά[2] για την επιτυχία των διαπραγματεύσεων.
Εκείνο όμως που ξεπερνά τα στενά όρια της φαντασίας μου είναι ο τρόπος που η κυβέρνηση επιχειρεί να σκηνοθετήσει τη πραγματικότητα και μάλιστα ως έργο του ανεξάρτητου ευρωπαϊκού ρεπερτορίου παρέχοντας τη δυνατότητα επιλογής στο κοινό ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικά φινάλε.
Έλα όμως που το κοινό κάθεται και χάσκει το κενό, μια μεγάλη παύση της δράσης, το απόλυτο μαύρο δηλαδή, περιμένοντας τον σκηνοθέτη να αποφασίσει, αν η τελευταία πράξη θα ορίσει την τραγωδία ως δράμα (λογική πραγματικά αδιάλλακτη πάνω στις κόκκινες γραμμές και… ότι ήθελε προκύψει, όρα Λαφαζάνης) ή ως σατυρικό δράμα (προχωράμε σε «έντιμο» συμβιβασμό με το μικρότερο δυνατό κόστος και… ότι ήθελε προκύψει, όρα «Σαγιάς και Συνεργάτες»: Δραγασάκης, Χουλιαράκης, Τσακαλώτος).
Τώρα… γύρω από τους «πρώτη φορά κυβέρνηση» συνωστίζεται ο τεράστιος εσμός των «κάθε φορά κυβέρνηση», επιχειρώντας να διευρύνει κατά το μέτρο του δυνατού την δική του πλειοψηφική λογική με μια απαράδεκτη διλημματική εφαρμογή μιας θανάσιμης και προγραμματισμένης κολοτούμπας.
Όταν στο ιστορικό κάδρο της διαχείρισης του εφικτού μπαίνεις ως τυχοδιώκτης, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο, ότι και ο τρόπος της αποχώρησης σου απ΄ αυτό θα είναι εξίσου τυχοδιωκτικός.
Πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει τον διλημματικό τρόπο άσκησης της διαχείρισης της εξουσίας από μια νέα κυβέρνηση και δη της αριστεράς, η οποία πέντε μόλις μήνες μετά την άνοδο της στην εξουσία έρχεται να ρωτήσει και μάλιστα με την πιο επίσημη μορφή της σφυγμομέτρηση «τι είναι αυτό που θέλει ο λαός»;
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που θέλει ο λαός. Το μόνο που ξέρω είναι ότι το μόνο που ξέρει να κάνει σήμερα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι να μας κοροϊδεύει «στο εσωτερικό με κορώνες για κόκκινες γραμμές και επικοινωνιακά τερτίπια του τύπου “όλα πήγαιναν καλά, αλλά μας κορόιδεψαν”», όπως γράφει και ο Γιώργος Καραμπελίας σε ένα πρόσφατό άρθρο του «την ώρα που στο εξωτερικό, απέναντι στη Μερκελ και στις μυστικές συνομιλίες υποχωρείτε, με αποτέλεσμα ο λαός να βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση και σε ανημπόρια, μεγαλύτερη από πριν».
Γιατί τότε τουλάχιστον εμφανιζόσασταν εσείς σαν μια εναλλακτική λύση, ενώ σήμερα δεν υπάρχει καμία. Επομένως, είναι είτε αφελείς είτε ιδιοτελείς όλοι εκείνοι που λένε να σας δώσουμε ακόμη μία ευκαιρία και να στηρίξουμε την κυβέρνηση.
Αντιθέτως, μόνο η έντονη κριτική στις επιλογές σας, η οποία θα καταδείξει και σε σας ότι οι Έλληνες δεν τρώνε κουτόχορτο, μπορεί να σας σπρώξει να πάρετε μία οποιαδήποτε απόφαση. Και δεν μπορούμε να αφήσουμε την κριτική στα χέρια μιας υστερικής φυσιογνωμίας τύπου Άδωνι ή, ακόμα χειρότερα, στα χέρια της Χρυσής Αυγής».
Αυτά για σήμερα. Ελπίζω την επόμενη φορά καλύτερα.
==============
[1] Είναι χρήσιμο να δείτε στο σημείο αυτό ένα βιντεάκι στο youtube με τίτλο «Ο Δ. Χαριτόπουλος, για την κυβέρνηση» για να μπορέσετε να αντιληφθείτε επακριβώς τον όρο)
[2] Γενικός Γραμματέας της κυβέρνησης –υπεύθυνος για όλο το κυβερνητικό νομοθετικό έργο. Πολιτικός φίλος και συνεργάτης διακεκριμένων στελεχών του ΠΑΣΟΚ από την εποχή του Σημίτη. Δικηγόρος της αποκρατικοποίησης του ΟΣΕ, του Ελληνικού, του ΟΛΠ, αλλά και δικηγόρος της COSCO.
ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Διαβάστε σχετικά:
Λίγα λόγια για τον πρώτο διδάξαντα την "ακινησία",Αλμπέρτο Χοσέ Πολέτι
Η κυβέρνηση ντυμένη με το καλό κοστούμι της διαπραγμάτευσης, έχει καταφέρει, εκατό μέρες τώρα, να εδραιώσει στις ομάδες θεραπείας, στις οποίες συμμετέχει στις Βρυξέλες και στην Αθήνα, το μεταξωτό μαντηλάκι στο πέτο του πρωθυπουργού, αντί της λαιμητόμου γραβάτας που της ετοιμάζουν για να την «νεκροστολίσουν», οι «πάντες όλοι».
«Η κυβέρνηση και η εξουσία […] δεν είναι για εμάς αυτοσκοπός, είπε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, «αλλά εργαλείο και μέσο για να αλλάξουμε θετικά την κοινωνία.
Αν δεν μπορούμε να το πετύχουμε, το καλύτερο που θα έχουμε να κάνουμε είναι να αφήσουμε την κυβερνητική σκυτάλη.»
Πιο ξεκάθαρο μήνυμα από αυτό για μια εσωτερική κυβερνητική προπαγάνδα διαχείρισης του μέλλοντος κυβερνητικού χρόνου, θεωρώ ότι αποκλείεται να υπάρξει, ανεξάρτητα από το κατά πόσο θα υλοποιηθεί από την κυβερνητική ή κομματική τάση που εκπροσωπείτε ακόμα και από τον ίδιο.
Ήδη οι ίδιοι εκβιασμοί των προηγούμενων συγκυβερνήσεων (Παπανδρέου Σαμαρά, Καρατζαφέρη, Παπαδήμα, Βενιζέλου, Κουβέλη) άρχισαν σιγά-σιγά να χτίζονται και μάλιστα με την ίδια ρητορική και από το «πρώτη φορά κυβερνητικά» σχήμα των Τσίπρα – Καμμένου.
«Τι θέλετε να υπογράψουμε τη μείωση των μισθών και των συντάξεων ή τη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων; Τι μας προτείνετε; Μία επαίσχυντη συμφωνία ή μια ηρωική έξοδο;» Ορθώνουν κοντολογίς μπροστά στην «κοινή γνώμη», η οποία σε καμία στιγμή της μνημονιακής λαίλαπας που ζήσαμε και ζούμε δεν αποτέλεσε πραγματικό μέγεθος, αλλά δημιουργήθηκε «εργαστηριακά» από τα ίδια Προκρούστεια επικοινωνιακά διλήμματα των ευρωσκεπτικιστών τεχνικών της εξουσίας, τα θλιβερά πολιτικά και όχι οικονομικά αδιέξοδα της πολιτικής τους «ακινησίας»[1] μόνο και μόνο για να παραταθεί για άλλο λίγο ακόμα η ψευδαίσθηση της εξουσίας που επιθυμούν να διατυμπανίζουν ότι διαχειρίζονται, χωρίς να μπορούν να καταφέρουν ούτε καν αυτό «το ελάχιστο κάτι», για το οποίο αρκετοί άνθρωποι που γνωρίζω, και στην πόλη μας αλλά και αλλού, τους ψήφισαν.
Μπορώ να αντιληφθώ την αγωνία του Λαφαζάνη, όταν λέει αυτά που λέει παραπάνω. Μόνο που η αγωνία αυτή δεν συνάδει καθόλου, εξ όσων μπορώ να φανταστώ, με την αγωνία του Σαγιά[2] για την επιτυχία των διαπραγματεύσεων.
Εκείνο όμως που ξεπερνά τα στενά όρια της φαντασίας μου είναι ο τρόπος που η κυβέρνηση επιχειρεί να σκηνοθετήσει τη πραγματικότητα και μάλιστα ως έργο του ανεξάρτητου ευρωπαϊκού ρεπερτορίου παρέχοντας τη δυνατότητα επιλογής στο κοινό ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικά φινάλε.
Έλα όμως που το κοινό κάθεται και χάσκει το κενό, μια μεγάλη παύση της δράσης, το απόλυτο μαύρο δηλαδή, περιμένοντας τον σκηνοθέτη να αποφασίσει, αν η τελευταία πράξη θα ορίσει την τραγωδία ως δράμα (λογική πραγματικά αδιάλλακτη πάνω στις κόκκινες γραμμές και… ότι ήθελε προκύψει, όρα Λαφαζάνης) ή ως σατυρικό δράμα (προχωράμε σε «έντιμο» συμβιβασμό με το μικρότερο δυνατό κόστος και… ότι ήθελε προκύψει, όρα «Σαγιάς και Συνεργάτες»: Δραγασάκης, Χουλιαράκης, Τσακαλώτος).
Τώρα… γύρω από τους «πρώτη φορά κυβέρνηση» συνωστίζεται ο τεράστιος εσμός των «κάθε φορά κυβέρνηση», επιχειρώντας να διευρύνει κατά το μέτρο του δυνατού την δική του πλειοψηφική λογική με μια απαράδεκτη διλημματική εφαρμογή μιας θανάσιμης και προγραμματισμένης κολοτούμπας.
Όταν στο ιστορικό κάδρο της διαχείρισης του εφικτού μπαίνεις ως τυχοδιώκτης, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο, ότι και ο τρόπος της αποχώρησης σου απ΄ αυτό θα είναι εξίσου τυχοδιωκτικός.
Πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει τον διλημματικό τρόπο άσκησης της διαχείρισης της εξουσίας από μια νέα κυβέρνηση και δη της αριστεράς, η οποία πέντε μόλις μήνες μετά την άνοδο της στην εξουσία έρχεται να ρωτήσει και μάλιστα με την πιο επίσημη μορφή της σφυγμομέτρηση «τι είναι αυτό που θέλει ο λαός»;
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που θέλει ο λαός. Το μόνο που ξέρω είναι ότι το μόνο που ξέρει να κάνει σήμερα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι να μας κοροϊδεύει «στο εσωτερικό με κορώνες για κόκκινες γραμμές και επικοινωνιακά τερτίπια του τύπου “όλα πήγαιναν καλά, αλλά μας κορόιδεψαν”», όπως γράφει και ο Γιώργος Καραμπελίας σε ένα πρόσφατό άρθρο του «την ώρα που στο εξωτερικό, απέναντι στη Μερκελ και στις μυστικές συνομιλίες υποχωρείτε, με αποτέλεσμα ο λαός να βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση και σε ανημπόρια, μεγαλύτερη από πριν».
Γιατί τότε τουλάχιστον εμφανιζόσασταν εσείς σαν μια εναλλακτική λύση, ενώ σήμερα δεν υπάρχει καμία. Επομένως, είναι είτε αφελείς είτε ιδιοτελείς όλοι εκείνοι που λένε να σας δώσουμε ακόμη μία ευκαιρία και να στηρίξουμε την κυβέρνηση.
Αντιθέτως, μόνο η έντονη κριτική στις επιλογές σας, η οποία θα καταδείξει και σε σας ότι οι Έλληνες δεν τρώνε κουτόχορτο, μπορεί να σας σπρώξει να πάρετε μία οποιαδήποτε απόφαση. Και δεν μπορούμε να αφήσουμε την κριτική στα χέρια μιας υστερικής φυσιογνωμίας τύπου Άδωνι ή, ακόμα χειρότερα, στα χέρια της Χρυσής Αυγής».
Αυτά για σήμερα. Ελπίζω την επόμενη φορά καλύτερα.
==============
[1] Είναι χρήσιμο να δείτε στο σημείο αυτό ένα βιντεάκι στο youtube με τίτλο «Ο Δ. Χαριτόπουλος, για την κυβέρνηση» για να μπορέσετε να αντιληφθείτε επακριβώς τον όρο)
[2] Γενικός Γραμματέας της κυβέρνησης –υπεύθυνος για όλο το κυβερνητικό νομοθετικό έργο. Πολιτικός φίλος και συνεργάτης διακεκριμένων στελεχών του ΠΑΣΟΚ από την εποχή του Σημίτη. Δικηγόρος της αποκρατικοποίησης του ΟΣΕ, του Ελληνικού, του ΟΛΠ, αλλά και δικηγόρος της COSCO.
ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Διαβάστε σχετικά:
Λίγα λόγια για τον πρώτο διδάξαντα την "ακινησία",Αλμπέρτο Χοσέ Πολέτι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου