Πώς να χτίσετε ένα απατηλό success story, αποσιωπώντας ποιοι ωφελούνται και ποιοι βλάπτονται από την κυβερνητική πολιτική, με λογικοφανή ολισθήματα στην επιλογή των μεταβλητών που θα εκτεθούν, προκειμένου να καταστεί φανερή η «επιτυχία» της κυβερνητικής πολιτικής, με αυθαίρετη επιλογή των χρονικών περιόδων που αναλύονται, των μονάδων μέτρησης που βολεύουν κ.ο.κ.
Μαζί με τα στοιχεία της ακραίας (ανα)διανομής των εισοδημάτων σε βάρος του κόσμου της μισθωτής εργασίας, το success story αποσιωτά επίσης και άλλα στοιχεία που το διαψεύδουν, κατατάσσοντάς τα, με επίδειξη μετριοφροσύνης, στην κατηγορία «βεβαίως υπάρχουν πολλά ακόμη που πρέπει να γίνουν». Μετά από αυτό η τύχη τους αγνοείται, κανείς δεν θα ξανακούσει να γίνεται λόγος γι’ αυτά.
Τι απομένει μετά από αυτήν την αποσιώπηση; Ολα εκείνα τα στατιστικά στοιχεία που μπορούν να ωραιοποιήσουν την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Ομως ακόμη και αυτή η επιχείρηση δεν είναι εύκολη, διότι τα στατιστικά στοιχεία δεν προσφέρονται με άνεση στο παιχνίδι του εξωραϊσμού.
Αναπόφευκτα λοιπόν επιστρατεύονται λογικοφανή ολισθήματα στην επιλογή των μεταβλητών που θα εκτεθούν προκειμένου να καταστεί φανερή η επιτυχία της κυβερνητικής πολιτικής, επιλέγονται με αυθαίρετο τρόπο οι χρονικές περίοδοι που αναλύονται, οι μονάδες μέτρησης που βολεύουν κ.ο.κ.
Η άλλη ανάγνωση
Για να γίνουν κατανοητά αυτά τα γενικά, ας θεωρήσουμε ως case study, ως μελέτη περίπτωσης, ένα πρόσφατο δημοσίευμα στο twitter και στο facebook του μέχρι προ ημερών επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, που ακολουθεί τη μεθοδολογία του success story παρουσιάζοντας μια δέσμη δέκα γραφημάτων με τις υποτιθέμενες επιτυχίες της κυβερνητικής πολιτικής.
Καταρχάς η Ελλάδα εμφανίζεται ως η δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης των 27 χωρών, επιστρατεύοντας τα στατιστικά στοιχεία των ετών 2020-2023. Ωστόσο η Ν.Δ. δεν κυβερνά από το 2020 αλλά από το 2019 και εάν λάβουμε υπόψη στους υπολογισμούς μας και το έτος αυτό, ως οφείλουμε, θα διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα δεν βρισκόταν στη δεύτερη αλλά στην ένατη θέση της σχετικής κατάταξης.
Πόσο σημαντικό ήταν αυτό το επίτευγμα; Το 2019 και το 2020 η Ελλάδα βρισκόταν στην 26η θέση της κατάταξης των «27» με κριτήριο το ΑΕΠ ανά κάτοικο (υπολογισμένο σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης) και το 2023 βρισκόταν στην 25η θέση. Αυτή λοιπόν η ελάχιστη βελτίωση της θέσης της ελληνικής οικονομίας που επιτεύχθηκε στη διάρκεια της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη, βελτίωση που είναι ορατή μόνο με το μικροσκόπιο, παρουσιάζεται από το success story σαν μεγάλο, αν όχι σπουδαίο, επίτευγμα.
Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα πώς μπορεί κάποιος να φτάσει στο συμπέρασμα που θέλει επιλέγοντας αυθαίρετα τη χρονική περίοδο για την οποία αναλύει τα στατιστικά στοιχεία.
Σε ένα άλλο γράφημα εμφανίζεται ως βελτίωση ένα στοιχείο που υποκρύπτει επιδείνωση: η ανεργία των γυναικών κατά τα έτη 2019-2023 μειώθηκε στην Ελλάδα εντυπωσιακά, τόσο πολύ ώστε στην κατάταξη των «27» με αυτό το κριτήριο καταλαμβάνει τη θέση της πρωταθλήτριας. Ωστόσο η είσοδος των γυναικών στον κόσμο της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα της Ν.Δ. επιτυγχάνεται επειδή τα εισοδήματα των νοικοκυριών των μισθωτών εξαντλούνται στις περισσότερες περιπτώσεις δέκα μέρες πριν από το τέλος του μήνα. Είναι οι χαμηλοί μισθοί, οι οποίοι υποβάλλουν τα νοικοκυριά σε διάφορες μορφές υλικής στέρησης, ο παράγοντας που τα εξωθεί να προσφέρουν περισσότερες ώρες εργασίας προκειμένου να αποκτήσουν το εισόδημα που είναι αναγκαίο για μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση.
Η κυβέρνηση είναι ικανοποιημένη, όπως φαίνεται, και από τη μείωση της φτώχειας όπως αυτή εμφανίζεται σε ένα άλλο γράφημα, όπου η Ελλάδα παρουσιάζει την τρίτη καλύτερη επίδοση μεταξύ των «27». Εδώ το success story βασίζεται σε έναν δείκτη που μετράει τον κίνδυνο να είναι κάποιος φτωχός με βάση ένα ορισμένο όριο, ένα ορισμένο «κατώφλι» κάτω από το οποίο κάποιος πρέπει να θεωρείται φτωχός. Αυτό το κατώφλι όμως είναι τα 2/3 του μέσου εισοδήματος ανά κάτοικο.
Οταν μια χώρα έχει απολέσει ένα μέρος του εισοδήματος ανά κάτοικο μετά από μια μεγάλη κρίση, όπως η Ελλάδα, αντίστοιχα έχει μειωθεί και το κατώφλι φτώχειας. Με απλά λόγια, με βάση τον δείκτη που «μετράει» τη φτώχεια σε μια χώρα, μια αγοραστική δύναμη που σε έκανε φτωχό το 2019 δεν σε κάνει φτωχό σήμερα.
Η Eurostat, στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχει γνώση αυτού του παραλογισμού και γι’ αυτόν τον λόγο υπολογίζει και δημοσιεύει έναν διορθωμένο δείκτη φτώχειας με κριτήριο το κατώφλι του 2019 αντί του τρέχοντος έτους. Βρίσκει λοιπόν ότι η επίδοση της Ελλάδας στην αντιμετώπιση της φτώχειας με βάση τον διορθωμένο δείκτη βρίσκεται κάπου στη μέση της κατάταξης των «27».
Σε άλλο γράφημα η ελληνική οικονομία εμφανίζεται σαν πρωταθλήτρια εξαγωγικών επιδόσεων (βλ. γράφημα 1), αφού ο όγκος των εξαγωγών της αυξήθηκε θεαματικά.
Η εξαγωγική επίδοση όμως πρέπει να κρίνεται με βάση έναν άλλο δείκτη που δημοσιεύουν οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του πόσο μεγάλη ήταν η μεγέθυνση της ζήτησης για εξαγωγές που απευθύνεται σε μια χώρα. Εάν δεν λάβουμε υπόψη αυτόν τον παράγοντα, θα αποδώσουμε στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας βελτίωση που οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες. Οταν λάβουμε υπόψη μας, ως οφείλουμε, αυτόν τον «από μηχανής θεό» που είναι η εκρηκτική αύξηση της εξωτερικής ζήτησης για τουριστικές υπηρεσίες που απευθύνεται στην Ελλάδα, ο διορθωμένος δείκτης εξαγωγικών επιδόσεων που δημοσιεύουν οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνει ότι η ελληνική οικονομία καταλαμβάνει την τελευταία θέση στην κατάταξη των 27 χωρών της Ε.Ε.!
Το γράφημα όμως με το οποίο η πραγματικότητα αντιστρέφεται πλήρως είναι αυτό που αφορά τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (βλ. γράφημα 2). Εδώ η Ελλάδα και πάλι εμφανίζεται σαν πρωταθλήτρια, αφού οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατά τα έτη 2019-2023 παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των «27».
Πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα, αλλά αυτό που έχει σημασία εν προκειμένω δεν είναι οι ακαθάριστες αλλά οι καθαρές επενδύσεις, οι οποίες μας δείχνουν εάν το παραγωγικό σύστημα μιας χώρας (το κεφαλαιακό απόθεμα παγίου κεφαλαίου) μεγεθύνεται και με τι ρυθμό.
Στην περίπτωση της Ελλάδας λοιπόν κατά τα έτη 2019-2023 υπήρξε συρρίκνωση του παραγωγικού συστήματος διότι οι επενδύσεις που έγιναν ήταν μικρότερες από το πάγιο κεφάλαιο που αποσύρθηκε επειδή απαξιώθηκε ως άχρηστο λόγω ηλικίας ή λόγω τεχνολογικής παλαίωσης. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα διεθνώς στην οποία υπήρξε συνεχής συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της από το 2009 έως το 2022. Πράγματι η ελληνική οικονομία είναι πρωταθλήτρια, όχι όμως στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, αλλά στην καταστροφή της παραγωγικής βάσης της.
Οικονομικός αναλυτής
Ηλίας Ιωακειμόγλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου