Ήταν ίσως ο μοναδικός συγγραφέας που συνομίλησε και «έπαιξε» τόσο πολύ και τόσο διαφορετικά με την Ιστορία. Γιατί ο Θανάσης Βαλτινός, ο κορυφαίος Έλληνας πεζογράφος που έφυγε χθες από τη ζωή στα 92 του χρόνια, είχε έναν μοναδικό τρόπο να χρησιμοποιεί τα ιστορικά γεγονότα ως ιδανικό φόντο ή ως πρόσχημα για να εξιστορήσει καθημερινές ανθρώπινες ιστορίες, αυτοβιογραφικές ενίοτε, και βαθιά, έντονα συναισθήματα.
Με μια λογοτεχνική γλώσσα ρεαλιστική, τραχιά και λιτή ζωντάνευε εικόνες από τον Εμφύλιο, την Κατοχή και την Δικτατορία ενώ την ίδια στιγμή έμπλεκε, με αριστοτεχνικό τρόπο, τα γεγονότα με τις αναμνήσεις του και τη μυθοπλασία σε ένα γοητευτικό «παιχνίδι» που κρατούσε σε διαρκή εγρήγορση το μυαλό, τόσο το δικό του όσο και του αναγνώστη του.
«Προσπάθησα να βάλω μια καινούργια ματιά σε ότι αφορά στην ιστορία. Πέταξα διάφορα βάρη που κουβαλούσαν πολλά και ίσως καλά παλιότερα μυθιστορήματα. Με ενδιέφερε μια λιτότητα στην αντιμετώπιση ιστορικών γεγονότων και όχι η εξάρτηση από την ιστορία , είτε ιδεολογική είτε μιας παγιωμένης ερμηνείας, δήθεν αυθεντικής. Πήγα λίγο παραπέρα τις χοντρές γραμμές της ιστορίας, τα πάθη που πέρασε ο ελληνικός λαός, στις δικές μου μέρες, γεγονότα που τα έχω ζήσει, ο εμφύλιος, η μετανάστευση» εξηγούσε ο ίδιος.Ο κορυφαίος Έλληνας πεζογράφος έφυγε από τη ζωή στα 92 του χρόνια
«Προσπάθησα να βάλω μια καινούργια ματιά σε ότι αφορά στην ιστορία. Πέταξα διάφορα βάρη που κουβαλούσαν πολλά και ίσως καλά παλιότερα μυθιστορήματα. Με ενδιέφερε μια λιτότητα στην αντιμετώπιση ιστορικών γεγονότων και όχι η εξάρτηση από την ιστορία , είτε ιδεολογική είτε μιας παγιωμένης ερμηνείας, δήθεν αυθεντικής. Πήγα λίγο παραπέρα τις χοντρές γραμμές της ιστορίας, τα πάθη που πέρασε ο ελληνικός λαός, στις δικές μου μέρες, γεγονότα που τα έχω ζήσει, ο εμφύλιος, η μετανάστευση» εξηγούσε ο ίδιος.Ο κορυφαίος Έλληνας πεζογράφος έφυγε από τη ζωή στα 92 του χρόνια
Κι αυτή η ιδιαίτερα προσωπική, υπαρξιακή ανάγνωση της ιστορίας, ήταν που έκανε την ιδεολογική στάση του απέναντι στα γεγονότα να μοιάζει, κάποιες φορές, ακραία αντιφατική, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις άλλοτε από τα Δεξιά πολιτικά ρεύματα κι άλλο από τα Αριστερά: «Για έναν συγγραφέα το ¨από τα Δεξιά¨ ή ΅από τ αριστερά¨ δεν υπάρχει. Η θέση του είναι αυτή του ανένταχτου παρατηρητή, ενός ευαίσθητου υποκειμένου που αντιδρά αμερόληπτα» υπογράμμιζε ο ίδιος δηλώνοντας, ωστόσο, μέχρι το τέλος της ζωής του «προκλητικά αριστερός, ελεύθερος πέρα από δεσμεύσεις –ιδεολογικές, ηθικές, θρησκευτικές– που τον περιορίζουν, τον αλλοτριώνουν».
Η πολιτική αυτή αντιπαλότητα, πάντως, εκφράστηκε, κατά κύριο λόγο, μέσα από δύο έργα του. Το πρώτο ήταν «Η Κάθοδος των Εννιά», που αποτελεί κορυφαία στιγμή για την ελληνική πεζογραφία, και διηγείται την ιστορία εννέα ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, στα τέλη του Εμφυλίου, που προσπαθούν να γλιτώσουν από τους διώκτες τους και περιπλανιούνται, ως το προδιαγεγραμμένο τέλος τους, στα ορεινά της Πελοποννήσου. Πρωτοδημοσιεύθηκε το 1963, στο περιοδικό «Εποχές», ως αφήγημα, και αρκετά χρόνια αργότερα, το 1978, εκδόθηκε αυτοτελώς σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος ενώ το 1984 έγινε και ταινία σε σκηνοθεσία Χρίστου Σιοπάχα. Το βιβλίο αυτό είχε ευρεία αποδοχή στην αριστερή διανόηση της μεταδικτατορικής Ελλάδας καθώς μεταφράστηκε όχι ως ήττα αλλά ως μια ηρωική έξοδος από τον αγώνα.«Δεν έχουμε ξεκολλήσει από τις κατάρες του Εμφυλίου» δήλωνε με έμφαση πριν λίγα χρόνια
Η πολιτική αυτή αντιπαλότητα, πάντως, εκφράστηκε, κατά κύριο λόγο, μέσα από δύο έργα του. Το πρώτο ήταν «Η Κάθοδος των Εννιά», που αποτελεί κορυφαία στιγμή για την ελληνική πεζογραφία, και διηγείται την ιστορία εννέα ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, στα τέλη του Εμφυλίου, που προσπαθούν να γλιτώσουν από τους διώκτες τους και περιπλανιούνται, ως το προδιαγεγραμμένο τέλος τους, στα ορεινά της Πελοποννήσου. Πρωτοδημοσιεύθηκε το 1963, στο περιοδικό «Εποχές», ως αφήγημα, και αρκετά χρόνια αργότερα, το 1978, εκδόθηκε αυτοτελώς σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος ενώ το 1984 έγινε και ταινία σε σκηνοθεσία Χρίστου Σιοπάχα. Το βιβλίο αυτό είχε ευρεία αποδοχή στην αριστερή διανόηση της μεταδικτατορικής Ελλάδας καθώς μεταφράστηκε όχι ως ήττα αλλά ως μια ηρωική έξοδος από τον αγώνα.«Δεν έχουμε ξεκολλήσει από τις κατάρες του Εμφυλίου» δήλωνε με έμφαση πριν λίγα χρόνια
Στην αντίπερα όχθη, πολιτικά τουλάχιστον, θεωρήθηκε πως μεταπήδησε ο συγγραφέας με την «Ορθοκωστά» (1994, Εκδόσεις Άγρα) που καταπιάνεται με την τρομοκρατία που, όπως περιγράφεται στις σελίδες του, άσκησε το ΕΑΜ στην Πελοπόννησο το 1943 και το 1944. Χρησιμοποιώντας μια λογοτεχνική τεχνική που ακροβατεί ανάμεσα στις αληθινές και τις μυθοπλαστικές μαρτυρίες, την οποία έχει χρησιμοποιήσει και σε προηγούμενα έργα του όπως το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη» (1972, Κέδρος), ο Βαλτινός διεισδύει στα άδυτα ιστορίας του Εμφυλίου και φέρνει στην επιφάνεια σκοτεινές πτυχές της μέσα από σκληρές σκηνές που διαδραματίζονται σε ένα μοναστήρι στην Αρκαδία που στον καιρό του ΕΑΜ χρησιμοποιείται ως στρατόπεδο συγκέντρωσης των αντιδραστικών της γύρω περιοχής.
Το βιβλίο αυτό ξεσήκωσε θύελλα συζητήσεων, σχολίων αλλά και έντονων επιθέσεων από εκπροσώπους της Αριστεράς, οι οποίοι έκριναν πως «αναθεωρεί την ιστορία» και «δικαιώνει τους Ταγματασφαλίτες».
Ο ίδιος, πάντως, δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί το δικαίωμά του να προσεγγίζει την ιστορία μέσα από το δικό του πρίσμα αλλά και να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον διχασμό, το φάντασμα του οποίου να πλανιέται διαχρονικά απειλητικό πάνω από την Ελλάδα.
Ο ίδιος, πάντως, δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί το δικαίωμά του να προσεγγίζει την ιστορία μέσα από το δικό του πρίσμα αλλά και να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον διχασμό, το φάντασμα του οποίου να πλανιέται διαχρονικά απειλητικό πάνω από την Ελλάδα.
«Δεν έχουμε ξεκολλήσει από τις κατάρες του Εμφυλίου. Είναι ανόητο να ψάχνουμε να βρούμε ποιος έφταιγε και ποιος δεν έφταιγε. Όταν ξεσπάει ένας εμφύλιος πόλεμος, δεν είναι η μια πλευρά μόνο που τον προκαλεί. Αν δεν έχουμε την ψυχραιμία να δούμε ότι τα καρβέλια έγιναν στραβά και από τις δυο πλευρές, θα πηγαίνουμε συνέχεια έτσι» δήλωνε με έμφαση πριν λίγα χρόνια.
Και η επισήμανση αυτή είναι ίσως η πιο πολύτιμη παρακαταθήκη που αφήνει πίσω του φεύγοντας ο πολυβραβευμένος πεζογράφος και ακαδημαϊκός, με την κοφτερή σκέψη, που δεν έπαψε ποτέ να τοποθετεί στο επίκεντρο τον άνθρωπο.
Και η επισήμανση αυτή είναι ίσως η πιο πολύτιμη παρακαταθήκη που αφήνει πίσω του φεύγοντας ο πολυβραβευμένος πεζογράφος και ακαδημαϊκός, με την κοφτερή σκέψη, που δεν έπαψε ποτέ να τοποθετεί στο επίκεντρο τον άνθρωπο.
Αναστασία Κουκά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου