Έχει απ’ όλα, πληθωρική παρουσία, μεγάλο στόμα και ακόμη μεγαλύτερο παρελθόν - Την ίδια ώρα, η χαροκαμένη πόλη του μετράει τα κομμάτια της, κάνοντας έναν μακρύ και μακάβριο απολογισμό.
Ο Βόλος βούλιαξε σε μια δυστοπική λίμνη λάσπης μετά το φονικό πέρασμα της κακοκαιρίας «Daniel» που έσπειρε παντού χαλάσματα. Σπίτια, καταστήματα, σχολεία, αυτοκίνητα, δρόμοι, γέφυρες, πλατείες, όλα ρημάχτηκαν βάναυσα. Ρέματα ξεχείλισαν, τοίχοι γκρεμίστηκαν, άνθρωποι παγιδεύτηκαν, εκτοπίστηκαν από τις εστίες του και άλλοι πιο δύσμοιροι παρασύρθηκαν θανάσιμα από τα νερά της ασύλληπτης πλημμύρας.
Οι κάτοικοι της πόλης δοκιμάστηκαν σκληρά, και ακόμη ταλαιπωρούνται, καθώς τεράστιες περιοχές έμειναν χωρίς ρεύμα, πόσιμο νερό, επικοινωνίες. Σε αυτό το ολέθριο σκηνικό, ο επί οκταετία δήμαρχος της πόλης Αχιλλέας Μπέος ήρθε με ειρωνική τραγικότητα αντιμέτωπος με τις παλαιότερες μεγαλοστομίες του. Είχε υποσχεθεί πομπωδώς στους δημότες του ότι θα κάνει την πόλη τους σαν το πριγκιπάτο του Μονακό. Δεν την είδε καν σαν τη Βενετία. Δυστυχώς, την αντικρίζει πλέον καταστροφικά παραλυμένη και βαλτωμένη σαν την πλημμυρισμένη τριτοκοσμική Λαχόρη του Πακιστάν. Προφανώς δεν φταίει ο ίδιος για την πρωτοφανή θεομηνία που έπληξε ανελέητα και τη Μαγνησία. Οπως δεν του φταίνε τα «κοπρόσκυλα », οι «προβληματικοί» και «τεμπέληδες» εργαζόμενοι του δήμου, όπως τους αποκαλούσε, φορτώνοντας στον δημοτικό μηχανισμό, που πιάστηκε άλλοτε απροετοίμαστος στην επέλαση άγριων φυσικών φαινομένων, παρελθούσες φθορές και αποκλεισμούς της πόλης.
Τώρα όμως με τη διενέργεια έρευνας που ζήτησε με παρέμβασή της η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για τα αντιπλημμυρικά έργα -που είτε έγιναν στο πόδι, είτε δεν έγιναν ποτέ μένοντας στα χαρτιά- και στην πρωτεύουσα της Μαγνησίας, ο δήμαρχος μπαίνει στο κάδρο των υπευθύνων. Θα διερευνηθεί αν λειτουργούσε στην πόλη του Βόλου το αντλιοστάσιο του Παλιού Λιμεναρχείου. Και επίσης θα αναζητηθεί για ποιον λόγο δεν κατασκευάστηκε κάποιο ειδικό υδραυλικό έργο στη γέφυρα του ΟΣΕ στον χείμαρρο του Κραυσίδωνα που υπερχείλισε. Αναπόδραστα σε αυτά τα ερωτήματα θα κληθεί να δώσει απαντήσεις.
Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν έπεσε από τα σύννεφα που ο ίδιος συνεχίζει μετά το τραυματικό σοκ των συμπολιτών του από την καταιγίδα να συμπεριφέρεται δημοσίως με αντιφατικό τρόπο. Από τη μια αεικίνητος με τη συνοδεία καμερών διαβαίνει δρόμους με στοιχειώδη προσβασιμότητα, κάνει αυτοψίες, καταγράφει ζημιές, δίνει προσωρινές λύσεις και πλένει το λασπωμένο οδόστρωμα με μάνικα. Από την άλλη, σαν να μην έπεσε μια στάλα βροχής, κοροϊδεύει, σαρκάζει, περιγελά και βρίζει θρασύτατα όσους τον ενοχλούν. Βγαίνει στα κανάλια και σε έκρηξη γαλαντομίας υπόσχεται πρόθυμος να δώσει τον μισθό του για έναν χρόνο ώστε να βοηθήσει στην αποκατάσταση των έργων. Προτρέπει τους βουλευτές να κάνουν κάτι αντίστοιχο, ενώ ολοκληρώνοντας τη ζωντανή σύνδεση χωρίς να αντιληφθεί ότι είναι ακόμη στον αέρα λέει σε συνεργάτη του γελώντας αυτάρεσκα: «Τους γ@μ!σ@». Την ίδια ώρα η χαροκαμένη πόλη του μετράει τα κομμάτια της κάνοντας έναν μακρύ και μακάβριο απολογισμό. Αμφιλεγόμενη φιγούρα Αλλά έτσι είναι ο Αχιλλέας Μπέος. Με παράδοξη, σχεδόν αλληλοσυγκρουόμενη στάση μέσα στο ίδιο ταυτοτικό του πακέτο, που τον καταγράφει ως αμφιλεγόμενη φιγούρα. Το πιστοποιούν οι φανατικοί πιστοί και οι ορκισμένοι εχθροί του. Για τους πρώτους, είναι ένας αυθόρμητος και ευαίσθητος άνδρας με μεγάλη καρδιά και ψυχούλα μικρού παιδιού. Τον λατρεύουν ως πολύτεκνο οικογενειάρχη, σεβαστικό θεοσεβούμενο, γενναιόδωρο φιλάνθρωπο, που όσο εύκολα θυμώνει τόσο εύκολα ξεχνάει την οργή του και συγχωρεί. Τον θαυμάζουν ως ένα αιρετό δημόσιο πρόσωπο που νοιάζεται απροσποίητα για τον δημότη, βρίσκεται δίπλα του και τον κοιτάει κατάματα καθώς δεν έχει τίποτε να του κρύψει ή να ντραπεί για τα πεπραγμένα του. Πώς αλλιώς, ρωτούν ρητορικά, θα εκλεγόταν δύο συνεχόμενες τετραετίες δήμαρχος στην πέμπτη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας; Τη δεύτερη φορά, μάλιστα, τον Μάιο του 2019, με πολλαπλάσιες ψήφους από την πρώτη που του χάρισαν το τρανταχτό ποσοστό του 57,5% από τον πρώτο κιόλας γύρο. Πιθανότατα εκείνο το «θα πεθάνω για πάρτη σας» που εκστόμισε κατά την πρώτη νίκη του με το πάθος καψουριάρικου σουξέ σε μεγάλη πίστα -που γνωρίζει άριστα- να μέτρησε στην καρδιά των ψηφοφόρων. Πολύ παραπάνω από τον ψυχρό υπολογισμό των διαχειριστικών ικανοτήτων του για το δημαρχιακό πόστο. Εξάλλου είχε προϊδεάσει εξαρχής τον λαό του Βόλου για τις αυτοδιοικητικές του δεξιότητες. Οταν, τότε, ρωτήθηκε έξω από το εκλογικό του κέντρο για το δημοτικό του πρόγραμμα, απάντησε αφοπλιστικά: «Ποιο πρόγραμμα; Καρράς και Φουρέιρα ή Ρέμος και Βίσση;» υπενθυμίζοντας τη μακρόχρονη επαγγελματική του σύνδεση με τη νυχτερινή διασκέδαση. Προφανώς και είχε κάποιο, έστω ανεπεξέργαστο, πλάνο. Γιατί ο άνθρωπος που έλεγε για την ΕΠΟ ότι «όχι στο Τζιμπουτί, ούτε στον σύλλογο περιπτερούχων δεν σχεδιάζουν έτσι» θα φαινόταν ανακόλουθος αν πήγαινε ντουγρού στα τυφλά στην πόλη που τον προτίμησε για δήμαρχό της. Στην πραγματικότητα, λένε οι πολέμιοί του, η πρώτη εκλογή του ως δημοτικού άρχοντα οφείλεται στο ότι είχε χτίσει την αίγλη του ονόματός του στην πόλη με την απόκτηση το 2008 της ομάδας του Ολυμπιακού Βόλου. Μέσα σε δύο σεζόν κατάφερε να την ανεβάσει πανηγυρικά στη Super League ύστερα από απουσία δύο δεκαετιών. Ηταν ένα επίτευγμα που ενθουσιωδώς τού πιστώθηκε από την τοπική κοινωνία. Ανέκαθεν άλλωστε διέθετε εξ εμπειρίας στα γήπεδα ένα βαρέλι τίγκα με μπαλόσαλτσα, ιδανική για σος τόσο στο ψήσιμο όσο και στο σερβίρισμα μιας αξιόπιστης και ανταγωνιστικής ομάδας. Αλλά δεν τον έβγαλε δήμαρχο αυτή η ποδοσφαιρική προίκα. Κυρίως, λένε οι αντίπαλοί του, κατά τη χλιδάτη προεκλογική καμπάνια της υποψηφιότητάς του για τη δημαρχία, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2014 από το κατάμεστο πολυχώρο «Αχίλλειο», υιοθέτησε έναν ρητορικό αντιμνημονιακό αχταρμά. Παρόμοιο με εκείνο που εκπορευόταν από τους ακραίους δεξιούς και αριστερούς κύκλους και είχε πέραση στην αναστατωμένη κοινωνία την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Ενδεχομένως του ταίριαζε ιδιοσυγκρασιακά να το παίζει αντισυστημικός πατριώτης στα τσιπουράδικα της πόλης, να εμφανίζεται ως ο τρανός τιμωρός της «διαφθοράς και της λαμογιάς», απέναντι σε ό,τι εννοούσε ως παλιό και νοσηρά απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό. Τελικά, οι πρώτοι με τους οποίους συνεργάστηκε ήταν οι επίλεκτοι «γαλάζιοι» και «πράσινοι» κομματικοί εκπρόσωποι του «παλιού». Ωστόσο, διατυμπάνιζε πειστικά ότι «ο λόγος μου είναι η περιουσία μου», διανέμει αθόρυβα τρόφιμα και είδη ρουχισμού σε ΚΑΠΗ και ορφανοτροφεία, ενώ πλασαριζόταν ως ο νέος, άφθαρτος, απλός και αλληλέγγυος λαϊκός τύπος που υποσχόταν ότι «θα κάνω την Ελλάδα να παραμιλάει». Παράλληλα, παρουσιαζόταν ως θύμα σκευωρίας. Απέδιδε σε συστηματικό πολιτικό διωγμό με «σαθρό και προκατασκευασμένο» κατηγορητήριο που του στοίχισε σχεδόν έναν χρόνο προφυλάκισης από τον Μάρτιο του 2011. Τότε που έξω φρενών δήλωνε: «Είναι σαν να έγινε ένοπλη ληστεία και να συνέλαβαν τον τσιλιαδόρο». Επικαλέστηκε τότε προβλήματα με το σάκχαρό του, μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό» για να υποβληθεί σε κάποιες εξετάσεις, αλλά τελικά τον μπαγλάρωσαν. Οι φίλοι του Τον λατρεύουν ως πολύτεκνο οικογενειάρχη, σεβαστικό θεοσεβούμενο, γενναιόδωρο φιλάνθρωπο, που όσο εύκολα θυμώνει τόσο εύκολα ξεχνάει την οργή του και συγχωρεί. Τον θαυμάζουν ως ένα αιρετό δημόσιο πρόσωπο που νοιάζεται απροσποίητα για τον δημότη, βρίσκεται δίπλα του και τον κοιτάει κατάματα καθώς δεν έχει τίποτε να του κρύψει ή να ντραπεί για τα πεπραγμένα του. Οι αντίπαλοί του Τον περιγράφουν ως χυδαίο καλαμοκαβαλημένο, άξεστο, γραφικό, λούμπεν λαϊκιστή, παρακμιακό σεξιστή , παραληρηματικό θεατρίνο, απειλητικό νταή. Τον ψέγουν επειδή περιφρονεί τους δημότες και ενδιαφέρεται μόνο για λεζάντα, πόζα και βιτρίνα. Τον μέμφονται ως πανηγυριώτη βλαχοδήμαρχο που δαπανά ασυλλόγιστα για λουλουδάκια στα παρτέρια, κόκκινα χαλιά σε πεζόδρομους και φανταχτερά λαμπιόνια, αγνοώντας τις επιτακτικές ανάγκες κατασκευής απαραίτητων υποδομών. Καβγάς με μέλη της ΚΝΕ στον Βόλο μετά τις πλημμύρες Το σκάνδαλο και η φυλακή Εμεινε πίσω από τα κάγκελα των Φυλακών Ναυπλίου κατηγορούμενος για την εμπλοκή του σε σύσταση εγκληματικής οργάνωσης που με δωροδοκίες-δωροληψίες και παράνομο στοιχηματισμό αλλοίωνε τα αποτελέσματα σε ποδοσφαιρικούς αγώνες. Κοινώς, τους έστηνε. Αποφυλακίστηκε τον Ιούνιο του 2012 με περιοριστικούς όρους την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, την υποχρεωτική παρουσία κάθε 1η και 15η στο Αστυνομικό Τμήμα, καθώς και την καταβολή εγγύησης ύψους 300.000 ευρώ, ποσό που πλήρωσε ισχυριζόμενος ότι δανείστηκε από δύο άλλους εξέχοντες παράγοντες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Βρισκόταν ήδη στην πρώτη δημαρχιακή θητεία του το 2015 όταν τέθηκε σε παύση της άσκησης των καθηκόντων του εξαιτίας της παραπομπής του στη δίκη για το διαβόητο «Κασέτα-gate», επονομαζόμενο και «σκάνδαλο Koriopolis». Επανήλθε επίσημα στο αξίωμα τρία χρόνια αργότερα, το 2018, μετά την απαλλαγή του από τις κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα καθώς αυτές μετατράπηκαν σε πλημμελήμματα. Ετσι κι αλλιώς, δεν έλειψε όλη αυτή την περίοδο της αργίας του από το δημαρχείο. Επειτα από πρόταση του ίδιου, στη θέση του δημάρχου αναδείχθηκε από τη δημοτική παράταξη της πλειοψηφίας ο έως τότε αντιδήμαρχος Τουρισμού, που προέρχεται από οικογένεια ξενοδόχων της περιοχής και είχε διατελέσει γενικός αρχηγός της ΠΑΕ Ολυμπιακός Βόλου. Παρών στη συνεδρίαση ο παυθείς δήμαρχος, φίλησε σταυρωτά τον εκτελούντα πλέον χρέη δημάρχου και του εκχώρησε το δικαίωμα να υπογράφει επίσημα έγγραφα και τιμολόγια από τα δημοτικά κονδύλια και τις επιδοτήσεις του ΕΣΠΑ. Εκτοτε ο ίδιος κυκλοφορούσε με το δημαρχιακό αυτοκίνητο και παρίστατο σε δημοτικές εκδηλώσεις με το επιβλητικό του εκτόπισμα και την ατακαδόρικη χάρη ενός καφενόβιου σε ελιτίστικο γκαλά. Σταθερά σε κάθε περίσταση εμφανιζόταν με το φαρδύ παντελόνι, το φαρδύτερο ριχτό πουκάμισο και τη large διάθεση. Εξάλλου ο εύσωμος δημοτικός άρχων -κάποτε σφήνωσε σε μια στενή πόρτα των γραφείων της ΕΠΑΕ- έχει το χάρισμα να ελίσσεται επιδέξια. Με ταλέντο στις ντρίμπλες, τις ορμητικές αντεπιθέσεις και το πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα, ιδιαίτερα όταν νιώθει στενά μαρκαρισμένος. Η αλήθεια είναι ότι αθωώθηκε τόσο πρωτόδικα -με τον ίδιο ανελλιπώς παρόντα σε όλη την ακροαματική διαδικασία- όσο και σε δεύτερο βαθμό στο Εφετείο από τις κατηγορίες που άδικα τον βάραιναν. Από τα τέλη Ιουλίου του 2020 επέστρεψε επίσημα και στη μεγάλη καψούρα του, το ποδόσφαιρο. Ανέλαβε την προεδρία της ομάδας ΝΠΣ Βόλος, στην προσωρινή διοίκηση που ορίστηκε από το Πρωτοδικείο. Μετά από οκτώ χρόνια απαγόρευσης οποιασδήποτε ενασχόλησής του με το ποδόσφαιρο δεν ήταν πια ο «απλός φίλαθλος» Αχιλλέας, αλλά ο «κύριος Πρόεδρος». Είχε, άλλωστε, κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι του χρόνου από τότε που σύσσωμοι οι φίλαθλοι στην κερκίδα της θύρας 3 του γηπέδου του Πανιωνίου φώναζαν ρυθμικά «Εεεέ, οοοό, Αχιλλέα Μπέο, αυτό είναι το σωστό, διπλό ημίχρονο και άσος τελικό». Ηταν 1η Δεκεμβρίου του 2004 όταν σε παιχνίδι ανάμεσα σε Πανιώνιο και Ντιναμό Τιφλίδας για το Κύπελλο UEFA ο αγώνας έληξε με σκορ 5-2 υπέρ των γηπεδούχων, με τους «κυανέρυθρους» να πετυχαίνουν απρόσμενα πέντε γκολ στο δεύτερο ημίχρονο. Η UEFA το χαρακτήρισε δημοσίως τότε ως το υπ’ αριθμόν 1 διεφθαρμένο ματς στο οποίο παίχτηκαν 5 εκατ. δολάρια για το ακριβές σκορ και την ανατροπή στα δύο σκέλη του αγώνα. Αυτουργός του στησίματος αποδείχτηκε ένας Κροάτης ονόματι Αντε Σάπινα, μέλος του κυκλώματος του παράνομου στοιχηματισμού, ο οποίος αργότερα καταδικάστηκε σε 16 χρόνια φυλάκιση. Ωστόσο η ομίχλη της καχυποψίας κύκλωνε τον Αχιλλέα Μπέο, παρότι αυτός έσκιζε τα ιμάτιά του διαμηνύοντας προς πάσα κατεύθυνση ότι «οι ιδέες, όπως αυτή του ιστορικού Πανιωνίου, δεν πωλούνται». Και έκλεισε θυμωμένος τη θύρα των εξοργισμένων εναντίον του «Πανθήρων». Μετά μετάνιωσε και την ξανάνοιξε. Παρ’ όλα αυτά, στην πλατεία της Νέας Σμύρνης διακινούνταν εις βάρος του μεγαλοπαράγοντα της ομάδας δηλητηριώδη σχόλια υπό τη μορφή αιχμηρού καλαμπουριού. Σε στυλ αυτός είναι ικανός να στήσει αναμέτρηση στο σκάκι, άσε που αν ζούσε στην αρχαιότητα θα είχε παίξει πριν τη Μάχη των Θερμοπυλών άσο ημίχρονο τους Σπαρτιάτες, διπλό τελικό τους Πέρσες! Είχαν άλλωστε προηγηθεί και άλλες επεισοδιακές κόντρες μεταξύ των οπαδών και του άλλοτε ισχυρού άνδρα και κουμανταδόρου του ποδοσφαιρικού συλλόγου, ο οποίος είχε εμφανίσει ως πρόεδρο της ομάδας, αλλιώς «μπροστινό» του, τον Ελευθέριο Παγκοζίδη, γνωστότερο ως δημοφιλή τραγουδιστή με το όνομα Λευτέρης Πανταζής. Εκείνα τα φεγγάρια, μετά από ένα παράξενο αποτέλεσμα στο ματς με τον ΟΦΗ, τα αυτοκίνητα των ποδοσφαιριστών Μίλινκο Πάντιτς και του τότε αρχηγού της ομάδας Αντώνη Σαπουντζή καταστράφηκαν από εκρηκτικούς μηχανισμούς. Συμπτωματικά ο πρώτος με το παρατσούκλι «ο Μαραντόνα της Σερβίας » είχε αφήσει υπονοούμενα για απόπειρα ντοπαρίσματος των συμπαικτών του, ενώ ο δεύτερος αρνιόταν να φύγει από την ομάδα. Τέτοια εκρηκτικά μυστήρια είχαν ρίξει βαριές σκιές, προ εικοσαετίας και βάλε, στη νεοσμυρνιώτικη ομάδα. Ποτέ, όμως, δεν αναμείχθηκε το όνομα του τότε πραγματικού αφεντικού του Πανιωνίου με τη σκοτεινή αυτή υπόθεση. Απλώς επιτάχυναν την αποχώρηση από το πηδάλιο της ομάδας καθώς στην πλατεία δεν στεκόταν πια. Ολα αυτά πάντως είναι περίπου περασμένα ξεχασμένα, καθώς τα περιστατικά ξεθύμαναν στη μνήμη και τα γεγονότα, φθαρμένα στον χρόνο που διανύθηκε από τότε, ξεχάστηκαν. Μόνο που τα θυμούνται, τα επαναφέρουν και λογικά, καθώς δεν είναι ψέματα, τα εκμεταλλεύονται πολιτικά τα μέλη της δημοτικής αντιπολίτευσης στον Βόλο, που αποδίδουν στον δήμαρχο χαρακτηρισμούς που ραγίζουν την υποτιθέμενη τζαμένια επικοινωνιακή εικόνα του. Κομπάζει για την αμορφωσιά και κάνει σημαία την έλλειψη καλλιέργειας, δηλώνοντας ότι «από Κάλλας ξέρω μόνο το αλάτι» και αγνοεί επιδεικτικά τον γεννημένο στον Βόλο διεθνούς φήμης καλλιτέχνη Τζόρτζιο ντε Κίρικο λέγοντας ότι ο ίδιος ξέρει μόνο το «κικιρίκου»! Ζόρικος μαχαλόμαγκας Τον περιγράφουν ως χυδαίο καλαμοκαβαλημένο, άξεστο, γραφικό, λούμπεν λαϊκιστή, παρακμιακό σεξιστή, παραληρηματικό θεατρίνο, απειλητικό νταή. Τον κατακρίνουν ως ένα χοντροκομμένο και νταραβεριτζή δερβέναγα που εξαχρείωσε το δημοτικό συμβούλιο και το κατάντησε κακόγουστο βωμολοχικό τσίρκο. Τον ψέγουν επειδή περιφρονεί τους δημότες και ενδιαφέρεται μόνο για λεζάντα, πόζα και βιτρίνα. Τον μέμφονται ως πανηγυριώτη βλαχοδήμαρχο που δαπανά ασυλλόγιστα για λουλουδάκια στα παρτέρια, κόκκινα χαλιά στους εμπορικούς πεζόδρομους και φανταχτερά λαμπιόνια για εορταστικούς στολισμούς. Την ίδια στιγμή, ισχυρίζονται ότι αγνοεί τις επιτακτικές ανάγκες κατασκευής απαραίτητων υποδομών για τους δημότες. Του επιρρίπτουν επίσης νεποτικές προθέσεις σε ό,τι αφορά την εκχώρηση μελλοντικών δημοτικών έργων σε μεγαλοεργολάβους της περιοχής, ανάμεσά τους και στον πρώην ιδιοκτήτη του Ολυμπιακού Βόλου. Τον κατηγορούν για αβάντα σε εκδοτικό εγχείρημα του υπευθύνου του γραφείου Τύπου του δήμου. Τον καταγγέλλουν για ανάθεση χωρίς διαγωνισμό των εντύπων τουριστικής προβολής και πληροφόρησης του δήμου σε εταιρεία καταδικασμένου πρώην Χρυσαυγίτη βουλευτή. Του καταλογίζουν παράνομες περισυλλογές αδέσποτων ζώων, τα οποία μεταφέρονταν με το αζημίωτο σε ιδιωτικές εγκαταστάσεις που δεν πληρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές, και ανήκουν σε φίλο του τοπικό κτηνίατρο. Επιμένουν, τέλος, πως όταν τα βρίσκει σκούρα στην, αλά Γκριμάλντι του Μονακό, βολή του, τα ρίχνει στους «κοπρίτες» και τους «απατεώνες» των υπουργείων και της Περιφέρειας. Με Ρέμο και Καρρά Οπως, πάντως, κι αν έχει, οι αντικρουόμενες απεικονίσεις εκατέρωθεν από φίλους και εχθρούς του δεν αναπαριστούν έναν συνεκτικό μέσο όρο της προσωπικότητάς του. Για τους μεν είναι ένα σπλαχνικός και γενναίος άνθρωπος που, κατά δήλωσή του, φοβάται μόνο την αρρώστια και τη μοναξιά. Τον εγκωμιάζουν που «λιώνει» ρομαντικά συγκινημένος ακούγοντας τον Αντώνη Ρέμο, που τον εκτιμά σαν αδελφό και του συμπαραστάθηκε ενεργά με τα καντάρια μπάλα που ξέρει όταν ο τραγουδιστής απέκτησε την ομάδα του Ηρακλή Θεσσαλονίκης. Τον εκθειάζουν επειδή βουρκώνει με τα τραγούδια του αγαπημένου του λαϊκού τροβαδούρου και κουμπάρου του Βασίλη Καρρά, τον οποίο έκανε -χρέωσέ το σ’ εμένα- παραλίγο πρόεδρο του Ολυμπιακού Βόλου με το πραγματικό του όνομα Βασίλης Κεσογλίδης όταν ο Μπέος τού εκχώρησε τις μετοχές της ομάδας όντας προφυλακισμένος. Τον εξυμνούν που συγκλονίζεται από τον αδόκητο χαμό του φιλάθλου της ΑΕΚ Μιχάλη Κατσούρη από τους «αλητηράδες» Κροάτες χούλιγκαν και συντετριμμένος δηλώνει ότι μετανιώνει για διάφορες παλιές δηλώσεις του. Τον θαυμάζουν ως έναν στοργικό κηδεμόνα που έχει μεγαλώσει σαν μάνα και πατέρας μαζί τέσσερα παιδιά, όταν χώρισε από την πρώτη του γυναίκα. Τον επαινούν ως τον γλυκό πατέρα του μικρότερου γιου του Αχιλλέα, που απέκτησε με τη δεύτερη σύζυγό του Ευαγγελία Δαμιανάκη, με την οποία έχουν τραβήξει χωριστούς δρόμους από το 2019. Για όσους τον συμπαθούν είναι ακόμη ένας τρυφερός παππούς του εγγονού του Παναγιώτη, που του χάρισε η μεγαλύτερη κόρη του Αργυρώ και ένας ευαίσθητος γονιός -παιδί και ο ίδιος πολύτεκνης οικογένειας- που μελαγχολεί όταν οι άλλες δύο κόρες του, η Χριστίνα και η Ευτυχία, βρίσκονται μακριά του, στην Αμερική. Και βέβαια ως πάτερ φαμίλιας που αποσκοπεί στην προκοπή των παιδιών, από το νεόδμητο ιδιόκτητο, όπως λέγεται, εξοχικό του μετά πισίνας σε 8 στρέμματα οικόπεδο στη Σκιάθο, καθώς και με επιτόπιες επισκέψεις παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του γιου του, Νίκου. Ο νεαρός διαχειριζόταν στο καταπράσινο ακατοίκητο νησάκι Τσουγκριά, μια ανάσα από το νησί του Παπαδιαμάντη, το εξωτικό «La Isla Beach Bar» που φερόταν να ανήκει στον αδελφό του δημάρχου Βόλου, Αντώνη Μπέο εξ Αμερικής. Ωστόσο, το προαναγγελλόμενο ως το υπερπολυτελές «Nammos των Σποράδων» για μεγαλεία στην παραλία βρισκόταν χωρίς αποχέτευση, ρεύμα, ύδρευση και έχει καμπόσες αυθαίρετες κατασκευές εντός του αιγιαλού. Τις προβληματικές συνθήκες λειτουργίας που δεν άντεξε να τις υπομείνει ο γιος του δημάρχου Βόλου. Αποχώρησε από το μπαρ, προς σκεπτικισμό του πατέρα του, που υπήρξε φιλόξενος άρχοντας στις μπίζνες της νυχτερινής αθηναϊκής διασκέδασης. Από τότε, όμως, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά. Πάνε οι χαρισάμενες, προσοδοφόρες εποχές. Δεν υπάρχουν πια τα μπουζουκομάγαζά του με τις μεγάλες λαϊκές φίρμες, τα οποία δούλευαν τίγκα στην πελατεία ως τα χαράματα επί επτά μέρες την εβδομάδα. Εκεί που ως ιδιοκτήτης ή συνιδιοκτήτης υποδεχόταν, σέρβιρε, κερνούσε, χαριεντιζόταν με παράγοντες του δημόσιου βίου, μεγαλοεπιχειρηματίες, εφοπλιστές. Και φυσικά αποκτούσε μαζί τους επωφελείς επαφές και ακλόνητους φιλικούς δεσμούς που επικυρώνονταν σε παραλιακές ταβέρνες με μεσημεριανά γεύματα κοντά στο σπίτι του στη Γλυφάδα. Καμιά φορά συναντιούνταν και στη Μύκονο. Αλλο αν από το συγκρουσιακό του ταμπεραμέντο, σε δυσμενείς για τον ίδιο περιστάσεις, έγινε με τους περισσότερους μαλλιά κουβάρια. Επεισοδιακές κόντρες Και με ποιον δεν άνοιξε επεισοδιακές κόντρες στη μακρά περίοδο που εμφανιζόταν ως αδιάφθορος εξυγιαντής του ελληνικού ποδοσφαίρου. Τότε που παρά τη σωρεία καταδικών από την Αθλητική Δικαιοσύνη καθόταν στον πάγκο της ομάδας του και μπούκαρε με τσαμπουκά στα γραφεία των θεσμικών ποδοσφαιρικών οργάνων. Ηταν τα φεγγάρια που ο τότε υφυπουργός Αθλητισμού, Γιώργος Φλωρίδης, στην προσπάθειά του να ξεριζώσει την ποδοσφαιρική διαφθορά βρήκε στο πρόσωπο του Αχιλλέα Μπέου έναν απρόσμενο, έως τότε, σύμμαχο. Θεωρείται ότι ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών του η ομάδα του, ο Πανιώνιος, λάμβανε οικονομικές επιδοτήσεις από το κράτος για έργα στο γήπεδο της Νέας Σμύρνη εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Με την υποτιθέμενη υπουργική πλάτη ο Μπέος φαίνεται να ξεσάλωσε. Μνημειώδεις έμειναν οι σκηνές της αναμέτρησης των ανθρώπων της προστασίας του με σαματά, ακατονόμαστες εκφράσεις, κλωτσιές και καρεκλιές απέναντι στους αντίστοιχους σωματοφύλακες των αδελφών Μητρόπουλων από το Αιγάλεω. Διακύβευμα, ο έλεγχος του παρασκηνίου του ποδοσφαίρου μεταξύ του μαινόμενου Αχιλλέα και των πρώην άσπονδων φίλων του, τον «κοκαλιάρη» Θωμά Μητρόπουλο και τον αδελφό του, τότε πρόεδρο της ΕΠΟ, «ωραίο Βίτο» Βίκτωρα, που θεωρούνταν ότι επόπτευαν τη λεγόμενη «παράγκα». Οι αλληλομηνύσεις έπεφταν βροχή. Τα έβαλε ακόμη με τον επί σειρά ετών πρόεδρο της ΕΠΟ Βασίλη Γκαγκάτση και τον μακαρίτη πια, επαγγελματικά τότε συνάδελφό του Μάκη Ψωμιάδη, τον οποίο αποκάλεσε «δίμετρη αδερφή με μουστάκι». Χειροδίκησε αργότερα εναντίον του ποινικολόγου Αλέξη Κούγια κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του Δ.Σ. της ΕΠΑΕ, όπως μαρτύρησε ο τότε πρόεδρός της Αλέξανδρος Λυκουρέζος. Ακόμη, βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τον γνωστό δικηγόρο Πέτρο Καϊμακάμη, παράγοντα της Νίκης Βόλου. Ηρθε στα μαχαίρια με τον μεγαλομέτοχο της ίδια ομάδας, Βολιώτη, Νεοσμυρνιώτη και επαγγελματία επίσης της νυχτερινής διασκέδασης Στράτο Γιδόπουλο, με τον οποίο, κάποτε, μαζί εμφανίστηκαν ως σωτήρες του Πανιωνίου. Αναμετρήθηκε και με τον άλλοτε ιδιοκτήτη της ίδιας ΠΑΕ, τον εφοπλιστή Κώστα Τσακίρη, καθώς και με τον πρώην πρόεδρο της Λάρισας Κώστα Πηλαδάκη. Και βέβαια έφτασε στο σημείο να συγκρουστεί με τον άλλοτε στενό του φίλο, εφοπλιστή και πρώην πρόεδρο του Παναθηναϊκού, Νίκο Πατέρα μετά τις αποκαλύψεις του σκανδάλου «Koriopolis». Ολα αυτά σήμερα θα μπορούσαν να γεμίσουν το πλυντήριο με μια λερωμένη ποδοσφαιρική μπουγάδα ή τους τόμους ενός δοκιμίου, με ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στο καμάρι της Μαγνησίας προς αναστοχασμό. Από τη μια αεικίνητος με τη συνοδεία καμερών διαβαίνει δρόμους με στοιχειώδη προσβασιμότητα, κάνει αυτοψίες, καταγράφει ζημιές, δίνει προσωρινές λύσεις και πλένει το λασπωμένο οδόστρωμα με μάνικα. Από την άλλη, σαν να μην έπεσε μια στάλα βροχής, κοροϊδεύει, σαρκάζει, περιγελά και βρίζει θρασύτατα όσους τον ενοχλούν Υβρεολόγιο Από τη μεριά τους, διαφορετικού ύφους προβληματισμό εκδηλώνουν σήμερα όσοι αντιπολιτεύονται τον νυν δήμαρχο του Βόλου. Προφανώς και σέβονται χωρίς νύξεις την προσωπική του ζωή και την οικογενειακή του στάση. Ενοχλούνται, όμως, αφόρητα από την προκλητική μέχρι βλάσφημης αναίδειας, δημόσια απρεπή συμπεριφορά του. Οσο κι αν αυτοπροβάλλεται ως περπατημένο αλάνι και ζόρικος μαχαλόμαγκας με τσαγανό -υπό το εξαγνιστικό για τον ίδιο μότο «ο τσακωμός είναι υγεία και αλήθεια»-, κρίνεται πως έχει υπερβεί τα όρια της στοιχειώδους για το αξίωμά του κοσμιότητας. Τις προάλλες κιόλας, ενοχλημένος, αποκάλεσε δημοσίως τον τραγουδιστή Αλκίνοο Ιωαννίδη «νούμερο» και «φλώρο» -παλαιότερα τον είχε πει απλώς «μαλάκα»- ο οποίος τον κατηγόρησε σε μια ανάρτησή του ότι ανεβαίνει σε μπουλντόζες για να κάνει σόου στις τηλεοπτικές κάμερες μοιράζοντας νερά σε σημεία που δεν υπάρχει άνθρωπος. Σε προηγούμενη φάση είχε στολίσει με ιταμούς χαρακτηρισμούς ως «φιλιππινέζες» και «ευαισθητούληδες» της κονόμας και της αρπαχτής τον Γιώργο Νταλάρα, τον Γιώργο Κιμούλη, τη Λυδία Κονιόρδου και το «κομμούνι» τον Σταμάτη Φασουλή. Σύμφωνοι, επισημαίνουν όσοι τον αντιπαθούν, είναι δικαίωμά του τα αισθητικά-καλλιτεχνικά του γούστα να περιορίζονται μέχρι τους τραγουδιστές που έχουν δουλέψει στα νυχτερινά μαγαζιά του. Αλλά το να κομπάζει για την αμορφωσιά και να κάνει σημαία την έλλειψη καλλιέργειάς του συνιστά μια ανυπόφορη, γκροτέσκα παράσταση ακόμη και για σημαντική μερίδα των πολιτισμένων ψηφοφόρων του. Εκείνων που αφρίζουν περισσότερο κι από τα κύματα του φουρτουνιασμένου Παγασητικού όταν τον ακούν να δηλώνει ότι «από Κάλλας ξέρω μόνο το αλάτι» και όταν αγνοεί επιδεικτικά τον γεννημένο στον Βόλο διεθνούς φήμης καλλιτέχνη Τζόρτζιο ντε Κίρικο λέγοντας ότι ο ίδιος ξέρει μόνο το «κικιρίκου»! Το κακό είναι, σύμφωνα με τους αντιπάλους του, ότι πέρα από την πλάκα, το υβρεολόγιό του -το καταλαβαίνει ή όχι, αδιάφορο- εκτείνεται προς όλους όσους δεν γουστάρει ή για κάποιον λόγο αυτοί τον ενοχλούν. Χλεύασε τους επιστήμονες του τοπικού πανεπιστημίου ως «δασκάλους με τις ρόμπες», «πατσαβούρες του κ...λου», «μαμές που κάνουν τους γιατρούς». Δυσφήμησε με χυδαίες ύβρεις τους κατοίκους του χωριού Σταγιάτες στο Πήλιο, που αρνούνται την ιδιωτικοποίηση της πηγής από την οποία παίρνουν νερό, ως «ξεφτίλες, που έχουνε μάθει να κάνουνε τον πού... με ξένο κ...λο». Λοιδόρησε τις καθαρίστριες των δημοτικών σχολείων του Βόλου αποκαλώντας τες «κουφάλες» και αποκάλεσε «σκουπίδια» τους δημοσιογράφους που τις υπερασπίστηκαν. Επιτέθηκε φραστικά σε δημοτική σύμβουλο σε ανοιχτή συνεδρίαση λέγοντάς της «θα σε έλεγα καριόλα, αλλά και οι καριόλες έχουν αξιοπρέπεια». Διηγήθηκε σεξιστικά ανέκδοτα σε εκδήλωση για τον εορτασμό της Ημέρας της Γυναίκας και περιγέλασε απαξιωτικά ως «τόφαλο» μια δημόσιο υπάλληλο. Μπορεί να μην εξαναγκάζεται στους ασφυκτικούς εγκλεισμούς των κλισέ της πολιτικής ορθότητας. Παρορμητικός και φραστικά αχαλιναγώγητος, όμως, ανατινάζει ανερυθρίαστος το ταβάνι της λεκτικής συστολής στη στρατόσφαιρα ντροπής. Αλλά έτσι ήταν ανέκαθεν ο Μπέος. Και έτσι παραμένει. Πληθωρικός, οξύθυμος, καβγατζής, τετραπέρατος, αλαζονικός, αθυρόστομος. Γέννημα του Βόλου, θρέμμα της Νέας Σμύρνης, παιδί της πιάτσας, της ξενιτιάς, της νύχτας, της κερκίδας, της μάτσο αρσενικίλας. Με αυτά τα χαρακτηριστικά έχει υπογράψει τα έργα και τις μέχρι τώρα ημέρες του 64χρονου βίου του. Γεννημένος το 1959 στον Βόλο, μεγάλωσε από 3 χρόνων στη Νέα Σμύρνη, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του. Ο πατέρας του ήταν μαραγκός και μέλος, λέγεται, του KKE εσωτερικού. Τον νεαρό Αχιλλέα δεν τον συνεπήρε η πολιτική δράση της ανανεωτικής Αριστεράς, ούτε η πειθώ κάποιου άλλου κόμματος. Κοιτούσε την πάρτη του. Σύμφωνα με τις δικές του αφηγήσεις, ψήφισε κάποτε το ΠΑΣΟΚ, όπως και το μεγαλύτερο ανά περιόδους μέρος των Ελλήνων ψηφοφόρων, και θαύμαζε ως ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου. Σε τίποτε δεν τον εμπόδισε αυτό το προσωπικό του δέος απέναντι στον πολιτικό της «Αλλαγής» να χαρακτηρίσει, την εποχή που ήταν προφυλακισμένος, τον επίσης πρωθυπουργό γιο του, Γιώργο Παπανδρέου, ως «χασισοπότη». Στα 17 του χρόνια ήταν αθλητής του μπάσκετ Νέων στον Πανιώνιο. Είχε συνδεθεί από έφηβος με την ποδοσφαιρική ομάδα της γειτονιάς και ακολουθούσε τους «κυανέρυθρους» στα γήπεδα όλης της Ελλάδας. Κατά κάποιον τρόπο προηγήθηκε ως οργανωμένος οπαδός του συνδέσμου των «Πανθήρων» που δημιουργήθηκε το 1983. Από τον Βόλο στις ΗΠΑ Πριν κλείσει καλά-καλά τα 20 χρόνια του, πήρε των ομματιών του και μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Δούλεψε πρώτα στη Βοστόνη σε εργοστάσιο εξαρτημάτων της General Motors, στη συνέχεια ως μπογιατζής, βενζινοπώλης και λέγεται πως εργάστηκε προσωρινά λόγω σωματικού μεγέθους ως συνοδός προστασίας. Μικροπαντρεμένος με παιδιά, έψαχνε την ευκαιρία που πρόσφερε το αμερικάνικο όνειρο. Ανοιξε κατόπιν μια πιτσαρία στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, κατ’ άλλους στο Κονέκτικατ, μαζί με τον επίσης Νεοσμυρνιό, μετέπειτα τιμ μάνατζερ της Εθνικής που κατέκτησε το Euro 2004 Γιώργο Παπαλάνη. Σταδιακά αναμείχθηκε επαγγελματκά με ένα πρακτορείο που διοργάνωνε τις τουρνέ Ελλήνων τραγουδιστών στη βορειοαμερικάνικη Ομογένεια. Εξυπνος καθώς είναι, ανακάλυψε με ατζέντηδες μια ευκαιρία προσοδοφόρας καριέρας. Γιατί συναυλίες εκεί και όχι αυτοπροσώπως εδώ, ευλόγως αναρωτήθηκε. Τα μάζεψε και επέστρεψε για οριστική εγκατάσταση στην πατρίδα χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο εκκίνησης την επαγγελματική εμπειρία που αποκόμισε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Δεν ήρθε οικονομικά αποκαταστημένος, αλλά «φτιάχτηκε» εδώ. Στα πρώτα του βήματα στην εγχώρια εστίαση και διασκέδαση τα πήγε παραπάνω από καλά και έκανε την προκοπή που του επιτρέπει να φιγουράρει ως αυτοδημιούργητος. Με εξασφαλισμένο πλέον τον μεστωμένο επιούσιο γύρισε και στο πάθος του με τον Πανιώνιο. Η επίσημη πρώτη του στα της ομάδας ήταν -τι άλλο;- επεισοδιακή. Σε ένα ματς της σεζόν 1995-1996 Πανιώνιος - Παναθηναϊκός 0-1, με ανύπαρκτο πέναλτι του διαιτητή Γιώργο Σπανέα, ο ρέφερι αντίκρισε μετά το τελευταίο σφύριγμα στα αποδυτήρια έναν θηριώδη άνδρα με παλάμες, όπως το περιέγραψε, σαν φουρναρόξυλα με δάχτυλα. Η φήμη ότι μια τούφα από τα μαλλιά του Σπανέα έμεινε σαν ενθύμιο στα χέρια σαν κουπί του Μπέου ξεπερνά τα όρια του αστικού μύθου και γίνεται θρύλος από τους φιλάθλους στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Στα 35 του ο Μπέος είναι πλέον παράγοντας της ομάδας, στα 38 του γενικός αρχηγός και πανηγυρίζει το Κύπελλο Ελλάδας που κατέκτησαν οι «κυανέρυθροι», στα 40 του έχει το μάνατζμεντ της ΠΑΕ που ανήκει στον Δήμο Νέας Σμύρνης, ο οποίος βρίσκεται σε διοικητικό αδιέξοδο. Οι φήμες που οργιάζουν τότε αναφέρουν ότι πίσω από τον νέο μάνατζερ κρύβεται ο πανίσχυρος λόγω Χρηματιστηρίου «Μπάτμαν», κατά κόσμον επιχειρηματίας και πρόεδρος του ΠΑΟΚ Γιώργος Μπατατούδης, ο οποίος είχε κάνει ανάλογο «άνοιγμα» στις ομάδες Λάρισας και Καβάλας. Εν τέλει, στα μέσα του 2002, ο Μπέος δεν χρειάζεται αόρατα δεκανίκια για να προχωρήσει στο colpo grosso. Εκμεταλλευόμενος τις φωτογραφικές και χαριστικές νομοθετικές ρυθμίσεις της τότε κυβέρνησης, καταφέρνει να αποκτήσει το πακέτο των μετοχών της ΠΑΕ, που τη «βαφτίζει» Νέος Πανιώνιος. Είναι η περίοδος που τα μαγαζιά του γνωρίζουν ακόμη ασφυκτικό συνωστισμό και τρελές εισπρακτικές πιένες. Οταν πλέον αποχωρεί από την ομάδα της καρδιάς του εκχωρώντας το πλειοψηφικό πακέτο στον πρόεδρο του Ερασιτέχνη Κωνσταντίνο Τσακίρη, σε μια χρονιά απαξίωσης, παρά τρίχα υποβιβασμού και διάλυσης της ομάδας, ο Μπέος δεν φεύγει και από το ποδόσφαιρο. Είναι μια κερδοφόρα μπίζνα για όσους ξέρουν να τη χειρίζονται. Στρέφεται στην απόκτηση της Παναχαϊκής, αλλά τον έχει προλάβει ο Κούγιας. Αναγκαστικά κατευθύνεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Βόλο, και στοχεύει στη συγχώνευση των δύο ομάδων της πόλης. Δύο σωματεία που τα χωρίζει η άβυσσος: τη Νίκη των προσφύγων της Νέας Ιωνίας και τον Ολυμπιακό της συνοικίας του Αγίου Κωνσταντίνου στον Βόλο δεν έχει κατορθώσει να τις συγχωνεύσει ούτε η χούντα. Προσεγγίζει τον Ολυμπιακό που βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης και παίζει στη Β’ Εθνική με τον ΑΦΜ της Κασσάνδρας. Τον αποκτά βάζοντας ταυτόχρονα πλώρη και για τη δημαρχία της πόλης. Ολα τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία που ξεγυμνώνει την όποια μυθολογική αχίλλειο πτέρνα. Απομένει να κριθεί η υπηρεσία του Αχιλλέα Μπέου προς τους δημότες στις προσεχείς αυτοδιοικητικές εκλογές. Ο ίδιος διατείνεται πως «όταν οι Βολιώτες κρίνουν ότι δεν είμαι ικανός, άντε γεια. Η θέση μου δεν είναι ισόβια». Μια κατάθεση που μακράν απέχει από την επινίκια δήλωσή του το 2019 όταν ενθουσιασμένος για τη δεύτερη θητεία του προέβλεπε σχεδόν προφητικά πως «τώρα θα γίνει της πουτ@νας». Ηδη η γενέθλια πόλη του, που ποτέ δεν υπήρξε μπορντέλο, φαντάζει δυστυχώς πλέον ως αποσυναρμολογημένο μπάχαλο. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙA: EUROKINISSI Δημήτρης Παγαδάκης https://www.protothema.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου