Μου λέει ο Θανάσης κι εγώ (κατα)γράφω: Με τη μείωση του μισθού μου ανακεφαλαιοποιήθηκαν οι Τράπεζες. Με την αύξηση της φορολογίας μου ανακεφαλαιοποιήθηκαν οι Τράπεζες. Την ίδια στιγμή οι Τράπεζες δεν μου μείωσαν τα επιτόκια των δανείων που έλαβα. Τώρα με τα λεφτά που τους έδωσα για να ανακεφαλαιοποιηθούν προσπαθούν να μου πάρουν το σπίτι.
Προσέτι, με θεωρούν ηλίθιο και αναλόγως μου φέρονται, διότι σε κάθε πρόταση ρύθμισης των χρεών μου που τους προτείνω, μου αντιπροτείνουν ζυγούς ειδεχθέστερους. Ως τώρα τους έχω πληρώσει τρεις φορές όσα μου έδωσαν και θέλουν να τους τα πληρώσω άλλες έξι. Αποφάσισα λοιπόν, κυρ Στάθη, να πάψω να πληρώνω τις Τράπεζες. Οχι μόνον
εδώ και καιρό με έχουν βάλει στον Τειρεσία, λες και είμαι ο λήσταρχος Γιαγκούλας, αλλά για να μη με χαρακτηρίσουν τώρα «δύστροπο», πρέπει κάθε φορά που με παίρνουν τηλέφωνο για να με πιέζουν και για να με προσβάλλουν, λες κι είμαι ραγιάς ή γελάδι, να κάνω μόκο.
Για αυτό κι εγώ αποφάσισα να πάψω να πληρώνω τα δάνεια. Τι θα μου πάρουν; μόνον χρέη έχω. Τα οποία πλήρωνα κι αυτά μεγάλωναν. Θα μου πάρουν το σπίτι; ας το πάρουν! Ακτήμων πάλι και ελεύθερος. Κάνω την προσωπική μου σεισάχθεια, κυρ Στάθη, και παίρνω ανάσα. Ομως να τα γράψεις αυτά που σου λέω.
Θα πληρώνω μόνον τους φόρους μου, αν και αρχίζω ούτε κι αυτούς να μπορώ. Ας με βάλουν φυλακή. Θα ’χω στέγη και φαΐ, χρόνο για διάβασμα και γυμναστική. Αν και, πριν να με χώσουν μέσα, θα τους φύγω, θα πάω στο Αγιον Ορος, να ησυχάσω. Ή σε κάποιο άλλο μοναστήρι, κάπου θα με δεχθούν, θα καλλιεργώ τη γη, θα γίνω χρήσιμος ξανά. Εδώ μόνο λογαριασμούς μετράω, όμως γράφ’ τα, κυρ Στάθη, όπως σου τα λέω, έρχεται 15 ο μήνας και δεν έχω μία, πάω από ρύθμιση σε ρύθμιση. Μόνο που έχουν μαζευτεί πολλές ρυθμίσεις, δεν με βλέπω καλά. Ούτε κανέναν άλλον.
Ολοι μετράνε δαπάνες, κάνουν περικοπές, σιγά τον κόφτη του Τσακαλώτου, ο κόφτης του Θανάση να δεις! Μόνον τ’ απαυτά μου δεν έχω κόψει ακόμα. Θλίψη, αγαπητέ μου. Εγινε η ζωή μας πουτάνα - δεν έχω τίποτα με τα κορίτσια, αυτά βγάζουν το ψωμί τους και το βγάζουν πιο τίμια απ’ τις Τράπεζες. Μετράω και τον καφέ - που φθάσαμε;!
Εσύ περίμενες απ’ τον Τσίπρα, εγώ δεν περίμενα. Αλλά τέτοια ξεφτίλα, αδερφέ;! Πού θα πάει να κρυφτεί αυτός ο άνθρωπος; - και δεν θα έχω και σπίτι να τον φιλοξενήσω. Ακου «δύστροπος» οι μπαγάσηδες! Τους ανακεφαλαιοποίησα δύο φορές και δεν μου μείωσαν έναν πόντο τα επιτόκια. Στα 400 ευρώ η δόση, τα 130 κεφάλαιο και τα 270 τόκοι.
Πίσω, ρουφήχτρες, τοκογλύφοι, δεν σας πληρώνω άλλο και να με πάτε κατηγορούμενο στη Χάγη, να μάθει όλος ο κόσμος τι βδέλλες είσθε και πόσο απάνθρωποι. Στα παλιά σας τα παπούτσια θα μου πείτε, οκέυ, ούτε κι εγώ σας πληρώνω. Διότι τα δικά μου παπούτσια είναι που πάλιωσαν και τρύπησαν, τα δικά σας λουστρίνια είναι και πατάνε κάτω τον κοσμάκη σαν να ’μαστε μυρμηγκάκια. Γράφ’ τα, κυρ Στάθη, αλλά και που τα γράφεις, γραμμένον σε έχουν και σένα.
Ομως κι εσείς στον Τύπο σκατά τα κάνατε. Γράφατε τον κοσμάκη εκεί που δεν πιάνει μελάνι, τώρα ζοριζόσαστε κι εσείς, στην πείνα το μισό σινάφι σου, αλλά καλοπερνάει το άλλο μισό. Ομως θέλω να μου εξηγήσεις κάτι. Γιατί αυτοί που έβριζαν όσα έκανε ο Σαμαράς, υποστηρίζουν τώρα τον Τσίπρα που κάνει τα ίδια; Χαμουρίτσες κι αυτοί, ε; Μας έχετε για χαζούς, κυρ Στάθη. Κρίμα. Δεν πειράζει. Σπολλάτη.
Εκτός κι αν αγριέψουν τα πράγματα. Εγώ, να ξέρεις, θα είμαι με τους αγριεμένους. Τι θα μου πάρουν; τα χρέη; Θα πάψουν να μου ζαλίζουν τον έρωτα και οι Τράπεζες με τα τηλέφωνα. Δεν σου είπα - έχουν αρχίσει! Ντριν - παρακαλώ - ο κύριος Θανάσης Τάδε; - όχι, με διόρισε ο Τσίπρας πεθαμένο. Κόκαλο η κυρία! Αλλά δεν θα τα γράψεις αυτά που σου λέω, άλλωστε δεν είναι και σπουδαία.
Ομως, αδελφέ μου, οι παρόντες εξαιρούνται και μηδέν η παρεξήγηση, αλλά πολύ ύπουλοι αποδειχθήκατε εσείς οι αριστεροί. Για κάθε παλιανθρωπιά που κάνετε, έχετε πάντα μια εξήγηση. Θα μου πεις και οι άλλοι τα ίδια ήτανε, αλλά τους άλλους τους ξέραμε. Τα ίδια μπουμπούκια κι εσείς - με το συμπάθιο. Κι όσοι ξεχωρίζετε, απλώς επιβεβαιώνετε τον κανόνα.
Σε στεναχωρώ τώρα, αλλά ο δικός σου δεν μας στεναχώρησε απλώς, μας έκαψε. Ομως μη σου φορτώνω τα βάσανά μου, θα έχεις κι εσύ τα δικά σου. Και μην αρχίσεις να μου λες αυτά τα αγωνιστικά, όλοι μαζί και τα λοιπά, χόρτασα κι απ’ αυτά.
Ανεβοκατέβηκα τη Σταδίου σαν τρόλεϊ, αλλά φως δεν είδα. Ούτε εσύ ούτε εγώ σταματήσαμε τίποτα απ’ όσα μας βρήκαν. Γράφ’ τα, κυρ Στάθη, κι όποιος σου πει ότι κινδυνολογώ να του δώσεις το τηλέφωνό μου να του σπηκάρω δυο λογάκια.
Τα έγραψα, αγαπητέ Θανάση, κι αμαρτίαν ουκ έχεις...
Α, πού ’σαι! Ξέχασα να σου πω! Αυτά τα παλικάρια που σταματάνε πλειστηριασμούς σπιτιών, αυτοί είναι λεβέντες. Τα άλλα μην τα γράφεις, αυτό να το γράψεις.
Το ’γραψα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου