Η χώρα γυρίζει σε επίπεδα... δραχμής. Μπορεί το Grexit να μη βρίσκεται πλέον στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας λόγω της πορείας που πήραν οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, ωστόσο, πολλά από τα βασικά οικονομικά μεγέθη έχουν ήδη επιστρέψει ή αναμένεται να επιστρέψουν το επόμενο διάστημα στο... 2001, τελευταίο έτος κατά το οποίο στη χώρα μας χρησιμοποιούσαμε το εθνικό μας νόμισμα.
Τα υπόλοιπα των τραπεζικών μας λογαριασμών έχουν βυθιστεί σε επίπεδα προ το 2002 ενώ -όπως προκύπτει από τους δείκτες της Τράπεζας της Ελλάδας- το ίδιο έχει συμβεί και με τις τιμές των ακινήτων. Η χρηματιστηριακή αξία της αγοράς, βρίσκεται πλέον σε χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι ήταν κατά τη χρονιά αλλαγής από τη δραχμή στο ευρώ παρά τον πακτωλό των δισεκατομμυρίων που εισέρρευσαν τα τελευταία χρόνια μέσω των αυξήσεων κεφαλαίου.
Το μεγαλύτερο... δυστύχημα είναι ότι σε επίπεδα προ του 2003 -και μάλιστα με προοπτική περαιτέρω πτώσης- έχουν επιστρέψει τα εισοδήματα, τουλάχιστον όπως αυτά αποτυπώνονται στις φορολογικές μας δηλώσεις (οι οποίες άλλωστε αποτελούν και τη μοναδική απογραφή εισοδημάτων που γίνεται στη χώρα). Τι δεν έχει γυρίσει στα επίπεδα της δραχμής; Τα χρέη μας προς το Δημόσιο και στις τράπεζες και φυσικά οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών.
Η στατιστική αποτυπώνει το μέγεθος της καταστροφής η οποία σε άλλες περιπτώσεις -π.χ. ακίνητα και μετοχές- είναι λογιστική και σε άλλες περιπτώσεις όμως (όπως στα εισοδήματα και στις καταθέσεις- είναι απολύτως πραγματική και μετρήσιμη.
• Τα δηλωθέντα εισοδήματα, όπως αποτυπώνονται στα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, δείχνουν και αυτά επιστροφή σε δραχμικά επίπεδα. Το 2013, έτος για τα οποία υπάρχουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τα δηλωθέντα εισοδήματα είχαν υποχωρήσει στα 71 δισ. ευρώ από το «υψηλό» των 100,3 δισεκατομμυρίων ευρώ που καταγράφηκε το 2009.
Το 2014 προβλέπεται ότι θα πέσουν αρκετά κάτω από τα 70 δισ. ευρώ, καθώς η πτώση ειδικά στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στους ελεύθερους επαγγελματίες συνεχίστηκε. Εχουμε ήδη γυρίσει στο... 2003 (τότε τα εισοδήματα ήταν περίπου 67 δισ. ευρώ) και υποχωρούμε ακόμη πιο πίσω στον χρόνο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η αντιπαραβολή με τα επίπεδα των τιμών. Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, διαμορφώθηκε τον Ιούλιο (σ.σ. ο μέσος δείκτης δωδεκαμήνου) στις 105,97 μονάδες. Τον Ιούλιο του 2001, ο δείκτης βρισκόταν στις 77 μονάδες. Δηλαδή, παρά την πτώση των εισοδημάτων στα επίπεδα προ του 2003, οι τιμές είναι κατά 37% υψηλότερες σε σχέση με αυτές του 2001 και του 2002.
• Οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων, διαμορφώθηκε στα 122 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου, μήνα επιβολής των capital controls. Στο διάστημα Ιουνίου 2001- Ιουνίου 2002, κυμαίνονταν σε αντίστοιχα επίπεδα (από 116 έως 121 δισ. ευρώ που σημαίνει ότι οι καταθέσεις έχουν ήδη επιστρέψει στην εποχή της δραχμής. Αν μάλιστα απομονωθούν οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, προκύπτει ότι τον Ιούνιο του 2015 ήταν 104 δισεκατομμύρια ευρώ και τον Δεκέμβριο του 2001 103,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν γίνει η ίδια σύγκριση για τα δάνεια, η διαφορά είναι χαώδης: το 2001 χρωστούσαμε στις τράπεζες (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) μόλις 67,7 δισεκατομμύρια ευρώ και τον Ιούνιο του 2015... 205 δισεκατομμύρια ευρώ.
• Η πορεία των τιμών των ακινήτων αποτυπώνεται στον δείκτη της Τράπεζας της Ελλάδας. Στο β΄ τρίμηνο του 2015, ο σχετικός δείκτης διαμορφώθηκε στις 154 μονάδες όταν το 2001 (εποχή δραχμής) ήταν 157,5 μονάδες. Με απλά λόγια: αγοράζουμε σήμερα ένα ακίνητο στις τιμές που το αγοράζαμε και το 2001. Ολη η «φούσκα» που κορυφώθηκε το 2007-2008 και προκλήθηκε κυρίως από τα χαμηλά επιτόκια του ευρώ, (ο σχετικός δείκτης είχε φτάσει μέχρι και τις 261 μονάδες) φαίνεται να έχει σπάσει πλέον πλήρως.
• Ακόμη και η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. ήταν το 2002 μεγαλύτερη από ό,τι ήταν στις αρχές Αυγούστου. Το 2002, η χρηματιστηριακή αξία είχε διαμορφωθεί στα 66 δισ. ευρώ. Την Παρασκευή 7 Αυγούστου, η συνολική κεφαλαιοποίηση όλων των εισηγμένων εταιρειών, είχε φτάσει στα 40 δισ...
Μεγάλες απώλειες για τα νοικοκυριά
Μπορεί η συρρίκνωση των χρηματιστηριακών αποτιμήσεων και της αξίας των ακινήτων να αποτελούν «λογιστικές» μεταβολές, οι οποίες γίνονται πραγματικές μόνο όταν κάποιος υποχρεωθεί να πουλήσει. Η μείωση των εισοδημάτων, όμως, είναι πέρα για πέρα πραγματική.
Στο σύνολό της, έρχεται στην επιφάνεια μέσα από τα συγκεντρωτικά στοιχεία για το δηλωθέν εισόδημα που εξασφάλισε η «Κ». Οπως προκύπτει, το ετήσιο δηλωθέν εισόδημα των φυσικών προσώπων περιορίστηκε το 2013 στα 71 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η φετινή διαδικασία υποβολής των φορολογικών δηλώσεων θα φέρει στο φως και νέα μείωση των δηλωθέντων εισοδημάτων καθώς από τα απολογιστικά στοιχεία του ΙΚΑ έχει προκύψει πτώση στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα κατά τουλάχιστον 3-4%.
Μειώσεις είχαν πέρυσι και οι συνταξιούχοι, κάτι που σημαίνει ότι το αθροιστικό δηλωθέν εισόδημα περίπου 8,6 εκατομμυρίων φυσικών προσώπων θα υποχωρήσει φέτος για πρώτη φορά αρκετά κάτω από τα 70 δισεκατομμύρια ευρώ.
Τα 30 και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν χαθεί από το ετήσιο εισόδημα των φορολογούμενων, εκτός από την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των άμεσα ενδιαφερομένων που υπέστησαν και τη μείωση, εξηγούν και την καθίζηση των φορολογικών εσόδων καθώς μόνο από τον φόρο εισοδήματος, τις ασφαλιστικές εισφορές και τον ΦΠΑ, που αντιστοιχεί σε αυτά τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ, οι απώλειες ξεπερνούν τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ.
Χάθηκαν 600 δισ. ευρώ σε μετοχές και ακίνητα
Οι αξίες είναι «λογιστικές» με την έννοια ότι ανεβοκατεβαίνουν με μεγάλη ταχύτητα ανάλογα με το κλίμα στην αγορά. Ωστόσο, οι απώλειες δεν παύουν να είναι εντυπωσιακές: Η «περιουσία» των Ελλήνων σε ακίνητα και μετοχές έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια κατά τουλάχιστον 600 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε περισσότερα από… τρία ελληνικά ΑΕΠ. Για αρκετές δεκάδες χιλιάδες πολίτες, η ζημία που έχει προκληθεί –και η οποία ανάλογα με το περιουσιακό στοιχείο κυμαίνεται από 50% έως και πάνω από 90% στα χρόνια της ύφεσης– από λογιστική μετατράπηκε σε πραγματική λόγω της επιλογής, συνήθως αναγκαστικής, για ρευστοποίηση.
Η πτώση στα ακίνητα
Η πιο συστηματική «απογραφή» της αξίας των ακινήτων έγινε πέρυσι για τις ανάγκες του ΕΝΦΙΑ. Προέκυψε ότι σε όρους αντικειμενικών αξιών, η αξία των ακινήτων όλων των Ελλήνων –φυσικών προσώπων αλλά και εταιρειών– ανέρχεται στα 650 δισεκατομμύρια ευρώ χωρίς στο ποσό αυτό να συμπεριλαμβάνεται η αξία των αγροτεμαχίων η οποία ουδέποτε «μετρήθηκε» –έστω και με βάση τις τιμές της εφορίας– καθώς ουδέποτε φορολογήθηκε. Ετσι, σε όρους αντικειμενικών αξιών, η συνολική ακίνητη περιουσία της χώρας μπορεί βάσιμα να εκτιμηθεί περίπου στα 700-750 δισεκατομμύρια ευρώ.
Εκτιμήσεις παραγόντων της κτηματαγοράς αναφέρουν ότι κατά τη «χρυσή εποχή» για τα ακίνητα (σ.σ. η άνοδος κορυφώθηκε το 2007-2008 λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση της Lehman Brothers) οι αποτιμήσεις είχαν φτάσει να ξεπερνούν τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων ακόμη και κατά 30-40% (σ.σ. τελευταία φορά που άλλαξαν οι αντικειμενικές αξίες μαζικά ήταν το 2007 και έκτοτε έγιναν μόνο μικροδιορθώσεις). Αυτό σημαίνει ότι στην κορύφωση της ανόδου, οι αξίες των ακινήτων είχαν προσεγγίσει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ.
Και ποια είναι σήμερα η αξία των ακινήτων; Ελλείψει στατιστικών στοιχείων, γίνονται μόνο εκτιμήσεις με βάση τα λιγοστά συμβόλαια που υπογράφονται το τελευταίο διάστημα.
Οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι η πραγματική αξία υπολείπεται πλέον των αντικειμενικών αξιών κατά τουλάχιστον 25-30%. Αυτό σημαίνει ότι σε σχέση με τα 700-750 δισεκατομμύρια ευρώ που είναι η αθροιστική αντικειμενική αξία περισσότερων των 22 εκατομμυρίων ακινήτων, πέφτουμε στα 500-550 δισεκατομμύρια ευρώ. Ετσι, οι απώλειες προσεγγίζουν τα 400-450 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα υψηλά του 2008..
Την πτώση των τιμών των ακινήτων περίπου κατά τουλάχιστον 40% επιβεβαιώνουν και οι δείκτες της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο δείκτης των τιμών κατοικιών στις αστικές περιοχές κατέγραψε υψηλό το 2008, στις 261,1 μονάδες. Στο τέλος του δευτέρου τριμήνου ο ίδιος δείκτης διαμορφώθηκε στις 154 μονάδες, με τις απώλειες να φτάνουν στο 41%. Πλέον οι τιμές των ακινήτων έχουν επιστρέψει σε επίπεδα… δραχμής, καθώς αντίστοιχη τιμή ο δείκτης των ακινήτων της ΤτΕ είχε να καταγράψει από το 2001.
Η κατάρρευση του Χ.Α.
Η χρηματιστηριακή αξία του συνόλου των εισηγμένων εταιρειών διαμορφωνόταν την περασμένη εβδομάδα –και με τον Γενικό Δείκτη στις 676 μονάδες– στα 40 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή, από τις αρχές του χρόνου έχουν χαθεί περίπου 13 δισ. ευρώ καθώς στο τέλος του 2014, η κεφαλαιοποίηση της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς διαμορφωνόταν στα 52,92 δισ. ευρώ.
Πλέον, η αξία της αγοράς ως προς το ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 22% –το 2011 και το 2012 είχε πέσει και σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, φτάνοντας ακόμη και στο 12,5% του ΑΕΠ– όταν ο αντίστοιχος δείκτης για τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια διαμορφωνόταν στο τέλος του 2014 στο 77,7%.
Για να υπολογιστεί το τι έχει χαθεί σε όρους χρηματιστηριακών αξιών από την αρχή αυτού του κύκλου της ύφεσης –ουσιαστικά από το 2009– θα πρέπει, εκτός από τη σύγκριση των αξιών στο «ταμπλό» τότε και τώρα, να ληφθεί υπόψη και το «φρέσκο χρήμα» που μπήκε στην αγορά μέσω των αυξήσεων κεφαλαίων. Με δεδομένο ότι χρειάστηκε το 2013 «γενναία» κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, τα ποσά είναι πολύ μεγάλα.
Τα λεφτά που μπήκαν
Συνολικά, από το 2009 έως και το 2014 εισέρρευσαν στην αγορά περίπου 58,5 δισεκατομμύρια ευρώ, με το μεγαλύτερο μέρος –περίπου 45 δισ. ευρώ– να έχει μπει στην αγορά το 2013 και το 2014 (κυρίως στις τράπεζες). Από το 2009 έως το 2015, σε καθαρούς όρους η χρηματιστηριακή αξία έχει μειωθεί κατά 43 δισεκατομμύρια ευρώ (σ.σ. ήταν 83,44 δισ. ευρώ το 2009 και έπεσε στα 40 δισ. ευρώ στις 07/08. Αν συνυπολογιστούν και τα 58,5 δισεκατομμύρια ευρώ των αυξήσεων κεφαλαίου, τότε οι συνολικές απώλειες έχουν φτάσει να ξεπερνούν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Τα υπόλοιπα των τραπεζικών μας λογαριασμών έχουν βυθιστεί σε επίπεδα προ το 2002 ενώ -όπως προκύπτει από τους δείκτες της Τράπεζας της Ελλάδας- το ίδιο έχει συμβεί και με τις τιμές των ακινήτων. Η χρηματιστηριακή αξία της αγοράς, βρίσκεται πλέον σε χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι ήταν κατά τη χρονιά αλλαγής από τη δραχμή στο ευρώ παρά τον πακτωλό των δισεκατομμυρίων που εισέρρευσαν τα τελευταία χρόνια μέσω των αυξήσεων κεφαλαίου.
Το μεγαλύτερο... δυστύχημα είναι ότι σε επίπεδα προ του 2003 -και μάλιστα με προοπτική περαιτέρω πτώσης- έχουν επιστρέψει τα εισοδήματα, τουλάχιστον όπως αυτά αποτυπώνονται στις φορολογικές μας δηλώσεις (οι οποίες άλλωστε αποτελούν και τη μοναδική απογραφή εισοδημάτων που γίνεται στη χώρα). Τι δεν έχει γυρίσει στα επίπεδα της δραχμής; Τα χρέη μας προς το Δημόσιο και στις τράπεζες και φυσικά οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών.
Η στατιστική αποτυπώνει το μέγεθος της καταστροφής η οποία σε άλλες περιπτώσεις -π.χ. ακίνητα και μετοχές- είναι λογιστική και σε άλλες περιπτώσεις όμως (όπως στα εισοδήματα και στις καταθέσεις- είναι απολύτως πραγματική και μετρήσιμη.
• Τα δηλωθέντα εισοδήματα, όπως αποτυπώνονται στα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, δείχνουν και αυτά επιστροφή σε δραχμικά επίπεδα. Το 2013, έτος για τα οποία υπάρχουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τα δηλωθέντα εισοδήματα είχαν υποχωρήσει στα 71 δισ. ευρώ από το «υψηλό» των 100,3 δισεκατομμυρίων ευρώ που καταγράφηκε το 2009.
Το 2014 προβλέπεται ότι θα πέσουν αρκετά κάτω από τα 70 δισ. ευρώ, καθώς η πτώση ειδικά στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στους ελεύθερους επαγγελματίες συνεχίστηκε. Εχουμε ήδη γυρίσει στο... 2003 (τότε τα εισοδήματα ήταν περίπου 67 δισ. ευρώ) και υποχωρούμε ακόμη πιο πίσω στον χρόνο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η αντιπαραβολή με τα επίπεδα των τιμών. Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, διαμορφώθηκε τον Ιούλιο (σ.σ. ο μέσος δείκτης δωδεκαμήνου) στις 105,97 μονάδες. Τον Ιούλιο του 2001, ο δείκτης βρισκόταν στις 77 μονάδες. Δηλαδή, παρά την πτώση των εισοδημάτων στα επίπεδα προ του 2003, οι τιμές είναι κατά 37% υψηλότερες σε σχέση με αυτές του 2001 και του 2002.
• Οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων, διαμορφώθηκε στα 122 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου, μήνα επιβολής των capital controls. Στο διάστημα Ιουνίου 2001- Ιουνίου 2002, κυμαίνονταν σε αντίστοιχα επίπεδα (από 116 έως 121 δισ. ευρώ που σημαίνει ότι οι καταθέσεις έχουν ήδη επιστρέψει στην εποχή της δραχμής. Αν μάλιστα απομονωθούν οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, προκύπτει ότι τον Ιούνιο του 2015 ήταν 104 δισεκατομμύρια ευρώ και τον Δεκέμβριο του 2001 103,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν γίνει η ίδια σύγκριση για τα δάνεια, η διαφορά είναι χαώδης: το 2001 χρωστούσαμε στις τράπεζες (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) μόλις 67,7 δισεκατομμύρια ευρώ και τον Ιούνιο του 2015... 205 δισεκατομμύρια ευρώ.
• Η πορεία των τιμών των ακινήτων αποτυπώνεται στον δείκτη της Τράπεζας της Ελλάδας. Στο β΄ τρίμηνο του 2015, ο σχετικός δείκτης διαμορφώθηκε στις 154 μονάδες όταν το 2001 (εποχή δραχμής) ήταν 157,5 μονάδες. Με απλά λόγια: αγοράζουμε σήμερα ένα ακίνητο στις τιμές που το αγοράζαμε και το 2001. Ολη η «φούσκα» που κορυφώθηκε το 2007-2008 και προκλήθηκε κυρίως από τα χαμηλά επιτόκια του ευρώ, (ο σχετικός δείκτης είχε φτάσει μέχρι και τις 261 μονάδες) φαίνεται να έχει σπάσει πλέον πλήρως.
• Ακόμη και η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. ήταν το 2002 μεγαλύτερη από ό,τι ήταν στις αρχές Αυγούστου. Το 2002, η χρηματιστηριακή αξία είχε διαμορφωθεί στα 66 δισ. ευρώ. Την Παρασκευή 7 Αυγούστου, η συνολική κεφαλαιοποίηση όλων των εισηγμένων εταιρειών, είχε φτάσει στα 40 δισ...
Μεγάλες απώλειες για τα νοικοκυριά
Μπορεί η συρρίκνωση των χρηματιστηριακών αποτιμήσεων και της αξίας των ακινήτων να αποτελούν «λογιστικές» μεταβολές, οι οποίες γίνονται πραγματικές μόνο όταν κάποιος υποχρεωθεί να πουλήσει. Η μείωση των εισοδημάτων, όμως, είναι πέρα για πέρα πραγματική.
Στο σύνολό της, έρχεται στην επιφάνεια μέσα από τα συγκεντρωτικά στοιχεία για το δηλωθέν εισόδημα που εξασφάλισε η «Κ». Οπως προκύπτει, το ετήσιο δηλωθέν εισόδημα των φυσικών προσώπων περιορίστηκε το 2013 στα 71 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η φετινή διαδικασία υποβολής των φορολογικών δηλώσεων θα φέρει στο φως και νέα μείωση των δηλωθέντων εισοδημάτων καθώς από τα απολογιστικά στοιχεία του ΙΚΑ έχει προκύψει πτώση στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα κατά τουλάχιστον 3-4%.
Μειώσεις είχαν πέρυσι και οι συνταξιούχοι, κάτι που σημαίνει ότι το αθροιστικό δηλωθέν εισόδημα περίπου 8,6 εκατομμυρίων φυσικών προσώπων θα υποχωρήσει φέτος για πρώτη φορά αρκετά κάτω από τα 70 δισεκατομμύρια ευρώ.
Τα 30 και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν χαθεί από το ετήσιο εισόδημα των φορολογούμενων, εκτός από την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των άμεσα ενδιαφερομένων που υπέστησαν και τη μείωση, εξηγούν και την καθίζηση των φορολογικών εσόδων καθώς μόνο από τον φόρο εισοδήματος, τις ασφαλιστικές εισφορές και τον ΦΠΑ, που αντιστοιχεί σε αυτά τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ, οι απώλειες ξεπερνούν τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ.
Χάθηκαν 600 δισ. ευρώ σε μετοχές και ακίνητα
Οι αξίες είναι «λογιστικές» με την έννοια ότι ανεβοκατεβαίνουν με μεγάλη ταχύτητα ανάλογα με το κλίμα στην αγορά. Ωστόσο, οι απώλειες δεν παύουν να είναι εντυπωσιακές: Η «περιουσία» των Ελλήνων σε ακίνητα και μετοχές έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια κατά τουλάχιστον 600 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε περισσότερα από… τρία ελληνικά ΑΕΠ. Για αρκετές δεκάδες χιλιάδες πολίτες, η ζημία που έχει προκληθεί –και η οποία ανάλογα με το περιουσιακό στοιχείο κυμαίνεται από 50% έως και πάνω από 90% στα χρόνια της ύφεσης– από λογιστική μετατράπηκε σε πραγματική λόγω της επιλογής, συνήθως αναγκαστικής, για ρευστοποίηση.
Η πτώση στα ακίνητα
Η πιο συστηματική «απογραφή» της αξίας των ακινήτων έγινε πέρυσι για τις ανάγκες του ΕΝΦΙΑ. Προέκυψε ότι σε όρους αντικειμενικών αξιών, η αξία των ακινήτων όλων των Ελλήνων –φυσικών προσώπων αλλά και εταιρειών– ανέρχεται στα 650 δισεκατομμύρια ευρώ χωρίς στο ποσό αυτό να συμπεριλαμβάνεται η αξία των αγροτεμαχίων η οποία ουδέποτε «μετρήθηκε» –έστω και με βάση τις τιμές της εφορίας– καθώς ουδέποτε φορολογήθηκε. Ετσι, σε όρους αντικειμενικών αξιών, η συνολική ακίνητη περιουσία της χώρας μπορεί βάσιμα να εκτιμηθεί περίπου στα 700-750 δισεκατομμύρια ευρώ.
Εκτιμήσεις παραγόντων της κτηματαγοράς αναφέρουν ότι κατά τη «χρυσή εποχή» για τα ακίνητα (σ.σ. η άνοδος κορυφώθηκε το 2007-2008 λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση της Lehman Brothers) οι αποτιμήσεις είχαν φτάσει να ξεπερνούν τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων ακόμη και κατά 30-40% (σ.σ. τελευταία φορά που άλλαξαν οι αντικειμενικές αξίες μαζικά ήταν το 2007 και έκτοτε έγιναν μόνο μικροδιορθώσεις). Αυτό σημαίνει ότι στην κορύφωση της ανόδου, οι αξίες των ακινήτων είχαν προσεγγίσει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ.
Και ποια είναι σήμερα η αξία των ακινήτων; Ελλείψει στατιστικών στοιχείων, γίνονται μόνο εκτιμήσεις με βάση τα λιγοστά συμβόλαια που υπογράφονται το τελευταίο διάστημα.
Οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι η πραγματική αξία υπολείπεται πλέον των αντικειμενικών αξιών κατά τουλάχιστον 25-30%. Αυτό σημαίνει ότι σε σχέση με τα 700-750 δισεκατομμύρια ευρώ που είναι η αθροιστική αντικειμενική αξία περισσότερων των 22 εκατομμυρίων ακινήτων, πέφτουμε στα 500-550 δισεκατομμύρια ευρώ. Ετσι, οι απώλειες προσεγγίζουν τα 400-450 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα υψηλά του 2008..
Την πτώση των τιμών των ακινήτων περίπου κατά τουλάχιστον 40% επιβεβαιώνουν και οι δείκτες της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο δείκτης των τιμών κατοικιών στις αστικές περιοχές κατέγραψε υψηλό το 2008, στις 261,1 μονάδες. Στο τέλος του δευτέρου τριμήνου ο ίδιος δείκτης διαμορφώθηκε στις 154 μονάδες, με τις απώλειες να φτάνουν στο 41%. Πλέον οι τιμές των ακινήτων έχουν επιστρέψει σε επίπεδα… δραχμής, καθώς αντίστοιχη τιμή ο δείκτης των ακινήτων της ΤτΕ είχε να καταγράψει από το 2001.
Η κατάρρευση του Χ.Α.
Η χρηματιστηριακή αξία του συνόλου των εισηγμένων εταιρειών διαμορφωνόταν την περασμένη εβδομάδα –και με τον Γενικό Δείκτη στις 676 μονάδες– στα 40 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή, από τις αρχές του χρόνου έχουν χαθεί περίπου 13 δισ. ευρώ καθώς στο τέλος του 2014, η κεφαλαιοποίηση της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς διαμορφωνόταν στα 52,92 δισ. ευρώ.
Πλέον, η αξία της αγοράς ως προς το ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 22% –το 2011 και το 2012 είχε πέσει και σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, φτάνοντας ακόμη και στο 12,5% του ΑΕΠ– όταν ο αντίστοιχος δείκτης για τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια διαμορφωνόταν στο τέλος του 2014 στο 77,7%.
Για να υπολογιστεί το τι έχει χαθεί σε όρους χρηματιστηριακών αξιών από την αρχή αυτού του κύκλου της ύφεσης –ουσιαστικά από το 2009– θα πρέπει, εκτός από τη σύγκριση των αξιών στο «ταμπλό» τότε και τώρα, να ληφθεί υπόψη και το «φρέσκο χρήμα» που μπήκε στην αγορά μέσω των αυξήσεων κεφαλαίων. Με δεδομένο ότι χρειάστηκε το 2013 «γενναία» κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, τα ποσά είναι πολύ μεγάλα.
Τα λεφτά που μπήκαν
Συνολικά, από το 2009 έως και το 2014 εισέρρευσαν στην αγορά περίπου 58,5 δισεκατομμύρια ευρώ, με το μεγαλύτερο μέρος –περίπου 45 δισ. ευρώ– να έχει μπει στην αγορά το 2013 και το 2014 (κυρίως στις τράπεζες). Από το 2009 έως το 2015, σε καθαρούς όρους η χρηματιστηριακή αξία έχει μειωθεί κατά 43 δισεκατομμύρια ευρώ (σ.σ. ήταν 83,44 δισ. ευρώ το 2009 και έπεσε στα 40 δισ. ευρώ στις 07/08. Αν συνυπολογιστούν και τα 58,5 δισεκατομμύρια ευρώ των αυξήσεων κεφαλαίου, τότε οι συνολικές απώλειες έχουν φτάσει να ξεπερνούν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου