Επετειακό αφήγημα του Καστρινού |
Σαν σήμερα 11 Ιουνίου 1821 έγινε η απελευθέρωση του Αγρινίου (Βραχώρι τότε) απ’ τους Τούρκους. Πάνω σ’ αυτό το μεγάλο γεγονός για τον τόπο μας (που περνάει κάθε χρόνο σχεδόν στο «ντούκου» και δεν γιορτάζεται με τη πρέπουσα λαμπρότητα) είναι γραμμένο και το παρακάτω αφήγημα.
Τα στάχυα είχανε κιτρινίσει πια μέσα στου κάμπου το λιοπύρι
και το ασκέρι του Νούρκα Σέρβανη του Τουρκαλβανού του Σερασκέρι του «Βραχωριού», περίμενε να διαβεί το «Ραμαζάνι» να ξεχυθεί στο «Βραχωρίτικο» το κάμπο, να διαγουμίσει πάλι τα σπαρτά.
και το ασκέρι του Νούρκα Σέρβανη του Τουρκαλβανού του Σερασκέρι του «Βραχωριού», περίμενε να διαβεί το «Ραμαζάνι» να ξεχυθεί στο «Βραχωρίτικο» το κάμπο, να διαγουμίσει πάλι τα σπαρτά.
Φωτιά και μαχαίρι του έγραφε το «μπουγιουρτί» του Αλάμπεη που ήταν το Τούρκικο κουμάντο σ’ ολόκληρο το «Σαντζάκιον του Κάρλελι» που εδώ και καιρό πρωτεύουσα είχε τώρα το «Βραχώρι» μιας και το Αγγελόκαστρο είχε καταστραφεί στο Βενετοτουρκικό τον πόλεμο κι ο Τούρκος «Μουσελλίμης» ο Αλήμπεης έστησε εδώ τώρα διοικητήριο και πλούσιο Οντά του.
Τούτη η χρονιά όμως δεν ήταν σαν τις άλλες. Είχε ανάψει απ’ το Μάρτη το φυτίλι της εξέγερσης, κι είχε εξαπλωθεί Μοριά και Ρούμελη. Το πήρανε λοιπόν απόφαση τέλη Μαΐου σε μάζωξη, ο Στάικος ο Γιαννάκης κι ο Αλεξάκης οΒλαχόπουλος, ο Κοτζαμάνης κι ο Μήτσος ο Μακρής, ο Φώτης ο Βαρνακιώτης κι ο Σαδήμας, κι ο Θοδωράκης ο Γρίβας με του Γουλιμαίους, να επιτεθούνε και να διώξουνε τον Τούρκο απ’ το «Βραχώρι».
Απ’ τα «βαρκά» κάτω απ’ τους βάλτους της Λίμνης του Αγγελόκαστρου, κάναν γιουρούσι χαράματα με διακόσια παλληκάρια, ο Θοδωράκης ο Γρίβας με το Γουλιμή. Κι αφού βάλανε φωτιά στα πρώτα σπίτια, κι αιφνιδιάσανε το Τουρκομαχαλά σπέρνοντας πανικό στο κάθε Οθωμανό που έψαχνε να γλυτώσει το τομάρι του, έφτασαν στο στρατώνα του Σερασκέρη του Τουρκαλβανού του Σέρβανη, όπου είχανε μαζευτοί όλοι του Βραχωριού οι Τούρκοι και αμύνονταν.
-«Κρίμα είναι ωρέ για να χαθήτε! Όλο το Κάρλελι έχει πιάσει τ’ άρματα». Έβαλε φωνή ο Θοδωράκης ο Γρίβας απ’ το πρόχειρο ταμπούρι του.
-«Στ’ πίστημ’ σας λέω παραδοθείτε και κανέναν δε θα πράξουμε».
Μια ομοβροντία ήτανε η απάντηση.
Τότε ένας γενναίος καμπίσος μουστακαλής,Σπύρος τ’ όνομά του όπως αργότερα μολόγαγε ο αγωνιστής ο Λάμπρος Κουτσονίκας χωρίς να αναφέρει επώνυμο, όρμησε πάνω στη μάντρα του στρατοπέδου κι έστησε το μπαϊράκι με το σταυρό και στη συνέχεια στάθηκε δίπλα του με το γιαταγάνι γυμνό στο χέρι του έτοιμος να το υπερασπιστεί. Μπαταριές ακούστηκαν απ’ τις εχθρικές θέσεις κι ο Σπύρος έπεσε νεκρός.
Σχεδόν ταυτόχρονα όμως ένα έξαλλο μπουλούκι αγωνιστών εφόρμησε κραδαίνοντας τα γιαταγάνια και σκαρφάλωσε στις μάντρες. Μέσα στο πανικό και στην αναστάτωση που επεκράτησε οι σύντροφοι του γενναίου αγωνιστή κατάφεραν πήραν το σώμα του για να το θάψουν κι από ότι λέγεται τούτος ήταν ο πρώτος νεκρός της απελευθέρωσης του Βραχωριού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου