Στις εξετάσεις στη νέα ελληνική γλώσσα (κάποτε «έκθεση ιδεών») ετέθη στους νεαρούς βλαστούς του έθνους το θέμα της «Προστασίας κι αξιοποίησης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς», και ετέθη από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που έχει θέσει εκτός πεδιάς και παιγνιώδους διδασκαλίας ακόμα και τον «Επιτάφιο» τουΠερικλή, έτσι όπως τον κατέγραψε ο Θουκυδίδης, ως την πρώτη και τέλεια δήλωση (διακήρυξη, αν προτιμάτε) της Δημοκρατίας για τον εαυτόν της.
Ετέθη από ένα σύστημα (όχι μόνον το εκπαιδευτικό) προς πραγμάτευσιν στους παίδες, κορίτσια κι αγόρια, ένα θέμα που αυτό το σύστημα δολοφονεί καθημερινώς, όταν στο κρατούν γλωσσάρι η λέξη «μουσείο» δηλώνει τόπον αραχνώδη κι αποστεωμένον, όταν στην κρατούσα πρακτική η επίσκεψη σε έναν αρχαιολογικό χώρο (συνήθως εκπάγλου ομορφιάς) θεωρείται μπανάλ τε και πασέ.
Αλήθεια, τι ζητείται απ’ τους εξεταζόμενους να γράψουν, άμουσοι οι ίδιοι από ανάλογα βιώματα και ξένοι απ’ τη χάρη της ευχάριστης διδασκαλίας (η οποία αφήνεται στο φιλότιμο των καλών εκπαιδευτικών), ενώ υπονομεύεται απ’ το ίδιο το πρόγραμμα σπουδών.
Αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, τα ανθρωπιστικά γράμματα, η γλώσσα, η ιστορία, η λογοτεχνία, η κοινωνιολογία κι άλλα μαθήματα διδάσκονται έτσι ώστε πολλοί έφηβοι κι αμέσως μετά νεαροί πολίτες να μένουν άνευ επαφής με έναν φιλοσοφημένο τρόπο ζωής (κενό που αργότερα μόνον ένα μικρό μέρος καλύπτει μέσω της τριβής του με την κοινωνία ή τη δική του αεί εκπαίδευση στα γράμματα και τις τέχνες).
Σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι απ’ όσους ελέγχουν (αυτό είναι το ρήμα) την εκπαίδευση και την δι’ αυτής παιδεία κανοναρχούν στον λαό την ασυνέχεια του έθνους του και βγάζουν εθνικιστές τον Ελύτη ή τον Ρίτσο, είναι λογικό επακόλουθο να έχει χαθεί η μπάλα. Κι όχι
μόνον, αλλά να τροφοδοτεί την «αντίδραση» των άξεστων και των αγροίκων που (θύματα και αυτοί του ίδιου εκπαιδευτικού συστήματος) ευαγγελίζονται την προγονοπληξία, μετέρχονται την παραϊστόρια και «εξιδανικεύουν» την αρχαιότητα με τον πιο βάρβαρο κι ακροδεξιό τρόπο που της στερεί την περίλαμπρη οικουμενική της αξία.
Σ’ αυτήν την κοινωνία που ελάχιστοι αποκτούν μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος γνώση για την αρχαιότητα και ακόμα λιγότεροι για το Βυζάντιο (ή για την Επανάσταση του 1821 και τον νεότερο ιστορικό μας βίο), η μεγάλη μας προίκα δεν τροφοδοτεί μεγάλες ελπίδες και μεγάλες προσπάθειες, αλλά εκπίπτει στη μιζέρια των καβγάδων (συχνά χουλιγκανικού επιπέδου) ανάμεσα σε ’κείνους που «πάνε τους αρχαίους» αλλά όχι τους Βυζαντινούς ή εκείνους που πάνε τον Διαφωτισμό αλλά όχι τους χριστιανούς, όλους εκείνους δηλαδή που μπερδεύουν τη φύση και την αξία κάθε πράγματος με τον τρόπο που αυτό χρησιμοποιείται από την εξουσία.
Για τις περισσότερες κόρες και τους περισσότερους παίδες, η ξηρότης, ο σχολαστικισμός, αλλά και η «προοδευτική» προπαγάνδα (που επέβαλε και συνεχίζει ο «εκσυγχρονισμός») συνιστούν αιτίες αποξένωσης και συχνά αποστροφής για τα ανθρωπιστικά γράμματα. Συμβαίνει
όμως και κάτι ακόμα χειρότερο! Τα παιδιά διαισθάνονται (κι επειδή είναι ακόμα παιδιά διαισθάνονται με οξύτητα) ότι όλη αυτή η πλάκα (της ξηρότητας ή της μπουρδολογίας) είναι στημένη. Από ένα σύστημα που δεν θέλει να προετοιμάσει πολίτες, αλλά ραγιάδες. Υπηκόους μνημονίων. Ομως οι έφηβοι δεν μπορούν
να αντιδράσουν μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μπορούν μόνον να το απορρίψουν, να αδιαφορήσουν ή να το υπερκεράσουν. Αντιδρούν αργότερα, όταν βγαίνουν στην παραγωγή ή πάνε στο Πανεπιστήμιο, και συναπαρτίζουν (αριστεροί και δεξιοί) εκείνο το 10% που αποτελεί πάντα το αλάτι της κοινωνίας, αλλά δεν είναι πάντα (είναι ενίοτε) το «αναγκαίο και ικανό» μέγεθος που θα την κινήσει προς τα εμπρός.
Σε μια κοινωνία που η προσπάθεια για την αποβλάκωσή της σημειολογείται στην κατ’ επανάληψιν χρήση των λέξεων κλισέ (που κάθε φορά η μόδα τους κρατάει καμμιά εικοσαετία) όπως οι τρέχουσες «αφήγημα», «δράσεις», «διακύβευμα» και άλλες, σε μια κοινωνία που κουμάντο στο εκπαιδευτικό σύστημα κάνουν εντολοδόχοι της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, που καλλιεργείται η ήσσων προσπάθεια για τα μείζονα και η υπερφόρτωση ύλης για τα δευτερεύοντα, δεν υπάρχουν ελπίδες (διότι δεν πρέπει να υπάρχουν).
Η χώρα πάει για προτεκτοράτο, δεν χρειάζεται τα 360.000 παιδιά της που έχουν μεταναστεύσει, επιστήμονες κι εργάτες, χρειάζεται τους μπουνταλάδες καθηγητές των ΑΕΙ που δεν βγάζουν λέξη για κάτι τέτοια, αλλά είναι λαλίστατοι προκειμένου να καθηλώνουν τους Ελληνες στην ταυτότητα του κομπλεξικού, του διεφθαρμένου, του λαϊκιστή.
Το ερώτημα λοιπόν που ετέθη στους εξεταζόμενους παίδες είναι απλώς ειρωνικό. Πρώτον, διότι πρέπει να απαντηθεί «κατά τας γραφάς» του τυφλοσούρτη. Δεύτερον, διότι στην κοινωνία των πρωινάδικων και της διαρκούς εξίσωσης προς τα κάτω, η βόλτα στον Κεραμεικό ή την Αγια-Σοφιά ή τη Νικόποληουδέν αποδίδει σε ψάρια, όπως έλεγε και ο Βέγγος όταν προσπαθούσε να ψαρέψει στο σιντριβάνι της Ομόνοιας. Τρίτον, αν ένας παις ή κόρη απαντούσαν στο εν λόγω ερώτημα ότι για αυτούς πολιτιστική κληρονομιά είναι, φέρ’ ειπείν, να χορεύει ηΑντιγόνη πάνω στα δάκρυα της Μπέλλου όταν άκουσε πρώτη φορά την ωδή στον (ή μάλλον στα γουρνοτσάρουχα τού) Καραϊσκάκη, θα «κοβόταν» μετά πολλών επαίνων! Ακόμα κι αν έκλαιγε με ενθουσιασμό ο καθηγητής-βαθμολογητής, θα ήταν υποχρεωμένος να τους κόψει.
Η Ελλάδα δεν θα πέσει από κανένα μνημόνιο. Το χαιρέκακο Finis Graeciaτων Λατίνων δεν θα το γράψει βέβηλο μνημονιακό χέρι. Αν η Ελλάδα πέσει, θα πέσει εξαιτίας εκείνων που έβγαλαν τον «Επιτάφιο» απ’ τη διδακτέα ύλη, του σώματος των καθηγητών που δεν κατέβηκε σε απεργία για κάτι τέτοιο κι όλων ημών που δεν φτύνουμε στη μούρη βαλτούς και δολοφόνους, ούτε μουτζώνουμε επαρκώς τη μάπα μας για την ανοχή μας, την αδιαφορία μας ή τις φρούδες μας ελπίδες για έναν από μηχανής θεό, που δεν μας έχει βαρεθεί ακόμα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου