Ο μακαρίτης ο πατέρας του Καστρινού σπέρνει σιτάρι πέρα στη «Σκαφίδα»
Τα χρόνια εκείνα τα δύσκολα και τα φτωχά της δεκαετίας του 60 που το ψωμί αποτελούσε τη βασική τροφή των ανθρώπων, όλοι στο χωριό έσπερναν τα χωράφια τους για να βάλουν στο σπίτι τους το σιτάρι και το ψωμί της χρονιάς.
Οι άνδρες μετά τις καλοκαιρινές αγροτικές δουλειές, τον καπνό, τα μποστάνια, τις ντομάτες κι όλα ότι απλόχερα χάριζε ο ποτιστικός ο κάμπος, ετοίμαζαν τέτοια εποχή, τα απαραίτητα σύνεργα για τα σπαρτά με κυριότερο το ζευγάρι (τ’ άλογα δηλαδή) - μιας και τα τρακτέρια τότε άρχισαν δειλά-δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους στο χωριό - και το αλέτρι.
Για το ζέψιμο του ζευγαριού, απαραίτητο ήταν ο Ζυγός που ήταν ένα ίσο χονδρό ξύλο στη μέση του οποίου ήταν προσαρμοσμένη ξύλινη χονδρή κουλούρα που συνδεόταν με το αλέτρι. Το ζυγό τον κρεμούσαν πίσω από τα μπροστινά πόδια στην κοιλιά των αλόγων, από τους χαλκάδες των «αλαιμαργιών» που ήταν τοποθετημένες στους σβέρκους των ζώων.
Το σιδερένιο Υνί (γενί) που η μια του άκρη ήταν μυτερή για να σκίζει εύκολα το χώμα το στέριωναν στο μπροστινό μέρος του αλετριού με βίδες και το κατασκεύαζε ο σιδεράς, ο μπαρμπαΝίκος ο Μπεσίνης η Χαλκιάς όπως τον έλεγαν λόγω του επαγγέλματος.
Είχε καμίνι με ειδικό φυσερό πού έκαιγε ειδικό κάρβουνο το λιγνίτη, πύρωνε το υνί και τα τσαπιά, που παίρνανε το κόκκινο χρώμα της φωτιάς, τα κτυπούσε πάνω στο ειδικό σιδερένιο αμόνι με ένα μεγάλο σφυρί, τους έδινε το κατάλληλο αιχμηρό σχήμα και αμέσως τα « έβαφε» βυθίζοντάς τα μέσα σε κρύο νερό για να ατσαλωθούν (εξ ου και η φράση : Στη βράση κολλάει το σίδερο).
Η σπορά γίνονταν τέτοια εποχή τον Οκτώβρη αν έπεφταν οι απαραίτητες βροχές και αφού πρώτα είχαν καθαρίσει το σπόρο από τα ζιζάνια όπως η ήρα κ.α (από εδώ και η φράση : να ξεκαθαρίσει η ήρα από το σιτάρι).
Πρωί- πρωί έκαναν το σταυρό τους να κάνει καλή μέρα, γιατί αν έβρεχε θα πήγαινε η μέρα στράφι και μόλις οι πρώτες αχτίνες του ήλιου μέσα από το μισοσυννεφιασμένο ουρανό ξεκάμπαγαν και χρύσωναν την κορφή του Παλιαλία έφταναν στο χωράφι.
Ξεφόρτωναν τα άλογα, κρεμάγαν τό σακούλι με το φαί στο πουρνάρι και ζέυανε το ζευγάρι με το ζυγό, και το αλέτρι. Τα μακριά σχοινιά από τις καπιστράνες των ζώων τις δένανε στο χερούλι του αλετριού και το ζευγάρι ήταν έτοιμο για το καματίκι (όργωμα). Ο ζευγολάτης άρχιζε να χωρίζει με αυλακιές το χωράφι σε «σποριές» δηλ. σε στενές λωρίδες.
Κι ως τέλειωνε ένα κομμάτι,πέρναγε το σακούλι με το σπόρο στον ώμο και αφού έσπερνε την πρώτη σποριά άρχισε πάλι να την οργώνει ώστε να σκεπασθεί ο σπόρος με το χώμα. Πάντοτε συντροφιά στο οργωμένο μέρος του χωραφιού του κάνανε οι καρακάξες και οι κολοσούσες (σουσουράδες), που έβρισκαν την ευκαιρία να γευθούν σπόρους σιταριού και κάνα σκουλήκι.
Το σούρουπο όταν ακούγονταν η καμπάνα της εκκλησίας και του Παντοκράτορα για τον εσπερινό, ξέζευαν το ζευγάρι, αφήνανε στην άκρη του χωραφιού τα σύνεργα και το αλέτρι για να τα χρησιμοποιήσουμε την άλλη μέρα, παίρνανε τα άδεια σακούλια του φαγητού και του σπόρου και ξεκινούσανε για το χωριό.
Στα καφενεία του απάνω δρόμου το βράδυ, μεταξύ ούζου και παστής σαρδέλας για μεζέ, ξηγιόντανε πόσες «ζυγιές» έσπειρε ο καθένας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου