Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΓΟΡΓΟΠΟΤΑ ΜΟΥ


Tη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου 1942, έλαβε χώρα το κορυφαίο γεγονός της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης του Ελληνικού λαού στην νεότερη ιστορία του. Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, από τις ενωμένες αντιστασιακές οργανώσεις του Ε.Α.Μ και του Ε.Δ.Ε.Σ . Έκανα ζάπινγκ στις ειδήσεις σ' όλα τα κανάλια. Καμιά αναφορά για τούτη την ιστορική στιγμή. Σαν φόρο τιμής γι' αυτό το γεγονός δημοσιεύω για πρώτη φορά το παρακάτω αφήγημα .

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΓΟΡΓΟΠΟΤΑ ΜΟΥ
Τα τρένα σφύριζαν πάνω από την Γέφυρα σαν διέσχιζαν την χαράδρα του Γοργοπόταμου. Οι φαντάροι με ενθουσιασμό, ξέγνοιαστοι και όλο χαρά, λες και πήγαιναν εκδρομή, γελούσαν πειράζονταν και χαιρετούσαν την μικρούλα που είχε πιάσει την πλαγιά δίπλα στην γέφυρα και χαίρονταν αυτό το πράμα που ήταν σαν πανηγύρι. Έβλεπε στα στοιβαγμένα με φαντάρους βαγόνια των τρένων την ταμπέλα « 10 άλογα & 50 Άντρες», της έρχονταν περίεργο και γελούσε.
Έπειτα ήρθε ο βομβαρδισμός. Ήταν δίπλα στην Σιδηροδρομική Γέφυρα του Γοργοπόταμου. Θα την βομβάρδιζαν! Αλλά τελικά τους ήταν πιο χρήσιμο να μείνει άθικτη η γραμμή.

Και ήρθαν έπειτα οι Ιταλοί στο χωριό και φύλαγαν την Γέφυρα. Ένα βράδυ όμως είδα δύο ξένους που μιλούσαν με νοήματα με τον πατέρα μου. Οι ξένοι στην περιοχή ποτέ δεν μου τραβούσαν την προσοχή εξάλλου το σπίτι μας εκεί στα ριζά της γέφυρας ήταν και χάνι. Όλο ξένοι περνούσαν. Τώρα μάλιστα είχε πολλούς Ιταλούς.
Που να φανταστώ τι συζητούσαν. Που να ξέρω ότι σχεδίαζαν να ρίξουν την Γέφυρα του Γοργοποτάμου. Που να ξέρα ότι ο πατέρας μου γνώριζε τον Ζέρβα προσωπικά.
Την νύχτα της 25ης Νοεμβρίου δεν κοιμόμουνα. Κανένας δεν κοιμόταν τούτη τη βραδιά. Σε μια στιγμή ακούω μια φωνή μέσα στην νύχτα να λέει. «Ρίξ' τη φωτοβολίδα να προχωρήσει ο στρατός».
Πρέπει να ήτανε το συνθηματικό. Όλη η χαράδρα έλαμψε. Σε λίγο μια τεράστια έκρηξη ακούστηκε τραντάζοντας το σπίτι απ' τα θεμέλια. Τα πιάτα έπεφταν από τα ράφια, και οι σοφάδες γέμισαν το πάτωμα. Κανείς δεν μίλαγε. Τι να έγινε! Έριξαν την γέφυρα! Τώρα τι κάνουμε ;
Την άλλη μέρα σαν ξημέρωσε .. Οι πιο πολλοί οι χωριανοί φοβήθηκαν και έφυγαν. Πήγαν σ' άλλα χωριά σε συγγενείς τους. Μα εμείς τελικά μείναμε εκεί.
Πρωτοπαλίκαρα του Ζέρβα έσφαξαν επτά Ιταλούς που φυλούσαν το δεξί φυλάκιο της Γέφυρας. Άλλοι επτά Ιταλοί κρύφτηκαν στα πηγάδια να σωθούν ήταν τα πρώτα νέα που ήρθαν το πρωί.
Μετά από λίγο ακούστηκαν βήματα. Ήρθαν και πήραν την μάνα μου και την φυλάκισαν στον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Εγώ έμεινα σπίτι με τα αδέρφια μου, μιας κι ο πατέρας μου είχε κρυφτεί. Φοβόταν τα αντίποινα. Τους άντρες τους σκότωναν τότε και άφηναν μόνο τις γυναίκες και τα παιδιά. Οπλίστηκα με θάρρος και πήγα στον Σταθμό. Άρχισα να κλαίω και να παρακαλάω τους φύλακες να ελευθερώσουνε την μάνα μου. Οι φύλακες με λυπήθηκαν, δεν είχαν κι εντολή να την κρατήσουν κι έτσι την άφησαν ελεύθερη .
Έφτασε το μεσημέρι, και σε λίγο ακούσθηκαν τα άρβυλα από τους φαντάρους στην γέφυρα. Έτρεξα στη λότζα και σε λίγο φάνηκαν οι Ιταλοί στρατιώτες. Τους ακολουθούσαν οι δεκατρείς μελλοθάνατοι. Μπροστά ο παπάς με τα Άγιο δισκοπότηρο, πίσω ένας Έλληνας καθηγητής, δεν φορούσε χειροπέδες, και στην συνέχεια άλλοι δώδεκα Έλληνες πατριώτες. «Που τους πάνε μάνα;» Η μάνα δεν απαντούσε! Χάθηκαν περπατώντας μέσα στην χαράδρα του Γοργοπόταμου!
Πέρα μακριά απ' την γέφυρα άκουσα τους πυροβολισμούς. Πολυβόλο ήταν είπε η μάνα. Τον ήξερα αυτόν τον θόρυβο. Το άκουγα όλο το προηγούμενο βράδυ. Σε λίγο άκουσα πάλι ...; μπαμ, μπαμ.. μπαμ.. δεκατρείς πιστολιές. Ήταν η χαριστική βολή.
Σε λίγο να' σου πάλι οι Ιταλοί στο σπίτι. Ήθελαν να μεταφέρουν τους νεκρούς και έψαχναν μεταφορικό μέσο. Ήτανε τώρα η σειρά του αδελφού μου.
Πήραν τον αδελφό μου με το κάρο και τον οδήγησαν στην γέφυρα. Εκεί με κάτι χωριανούς φόρτωσαν τους νεκρούς και τους μετέφερε στο νεκροταφείο στην Λαμία κι όλους τους έριξαν σε έναν λάκκο!
Ο αδελφός μου γύρισε το βράδυ κι ήταν το κάρο πλημμυρισμένο απ' τα αίματα.
Σαν βρήκε πάλι τον ρυθμό της η ζωή οι Ιταλοί έφυγαν, και την περιοχή πλέον την κατάκλυσαν Γερμανοί που άρχισαν να χτίζουν ξανά την γέφυρα. Στην πέτρινη γέφυρα είχαν μεγάλο μπλόκο.
Η γέφυρα σε σαράντα ημέρες χτίσθηκε και μπήκε ξανά σε λειτουργία.
Έβλεπα τα εμπορικά τα τρένα να περνούν και μέσα απ' τις χαραμάδες των βαγονιών «λυσσασμένους» Γερμανούς φαντάρους να αφρίζουν, λόγω της ζέστης της Αφρικής που πολεμούσαν , όπως μας έλεγε ο πατέρας μας.
Σαν έφυγαν οι Γερμανοί με την απελευθέρωση, κανείς δεν έλειπε από την οικογένειά μας , παρόλο που βρέθηκε στο κέντρο του πολέμου. Το χάνι λειτουργούσε, πάλι όπως παλιά κι ήταν συνέχεια ανοιχτό στους ξένους. Μια μέρα είδε κάποιον με μούσι στην ταβέρνα. Η μάνα μου τον φίλεψε και του έβαλε να φάει. Ήταν μεγάλη παρέα. Σαν να φυλάγονταν από κάτι! Δεν ανέβηκε στον πάνω όροφο που του είπαν να τον φιλοξενήσουν. Φυλάγονταν! Περίεργος μου Φάνηκε. «Ποιος είναι αυτός μάνα;» «Ο Άρης είναι μην μιλάς μου είπε εκείνη». Είχε ξεκινήσει πια ο φονικός εμφύλιος ...;
Οι σπιούνοι βρήκανε την ευκαιρία να βγάλουνε τα απωθημένα τους και ο Φόβος ήτανε πολύ μεγάλος. Τα δύο αδέλφια μου χάθηκαν και τα θεωρούσαν νεκρά. Κατέβηκαν όμως κάτω στην Αθήνα για να γλυτώσουν το κακό. Οι αντάρτες που στρατολογούσαν τα μεγάλα αγόρια νόμιζαν ότι τους έκρυβα εγώ.
Μια μέρα έπιασαν την μάνα μου κάτι χωριανοί και της είπαν: «Οι αντάρτες θα το φάνε το παιδί .. δίωξτο απ' το σπίτι για να το γλιτώσεις». Να κάπως έτσι βρέθηκα εδώ σε τούτο το χωριό, που ήτανε τότε παντρεμένη μια αδερφή της μάνας μου. Παντρεύτηκα Ιούλιο του 47 κι έμεινα εδώ με τον Αντώνη μου για πάντα. Μην σώσει γιέ μου και ξανάρθουν τέτοιες εποχές.

Τούτα μου διηγούτανε μια Χειμωνιάτικη βραδιά δίπλα στη σόμπα η θειαΣτρατούλα, η γυναίκα του μοναδικού καφετζή του μπαρπαΑντώνη σ' ένα χωριό του Μπράλου κείνα τα χρόνια της στρατιωτικής θητείας μου στο φυλάκιο της γέφυρας της Παπαδιάς, μικρή απόσταση απ' το Γοργοπόταμο, σαν ανεβαίναμε τα βράδια με τα πόδια στο χωριό, κάπου μια ώρα δρόμο απ' το φυλάκιο της γέφυρας, να πάρουμε τηλέφωνο στα σπίτια μας και ν' απολαύσουμε λιγο απ' το υπέροχο κρασί του.
Κώστας Καστρινός

1 σχόλιο:

gitsanas είπε...

Φοβερή αφήγηση...
Μπράβο Δημήτρη και σε σένα και στον φίλο μας τον Καστρινό.

Read more: Go to TOP and Bottom