Γράφει ο Οικοδόμος
Στο φεστιβάλ της ΚΝΕ ο κόσμος ήταν πολύς. Σεπτέμβρης μήνας, 17, Παρασκευή. Δεύτερη μέρα των εκδηλώσεων. Τότε κρατούσε τέσσερεις μέρες. Δροσερό βράδυ, ανάμεσα στους ψηλούς ευκάλυπτους του άλσους Νέας Φιλαδέλφειας και κάτω από τα πολύχρωμα πλακάτ, περπατούσαμε με την παρέα συμμαθητών και φίλων και κλωτσούσαμε τα ψιλά χαλίκια που είχαν στρώσει οι εθελοντές για να μη σηκώνεται η σκόνη. Πιο πέρα μια υδροφόρα του Δήμου έβρεχε και ξανάβρεχε το χώμα. Η σκόνη δύσκολος αντίπαλος.Οι καρέκλες των εξεδρών γεμάτες. Πίσω από τις καρέκλες, τα ξέφωτα γεμάτα από αγόρια και κορίτσια που ανέμιζαν τις κόκκινες σημαίες τους στο ρυθμό της μουσικής. Ουρές σχηματίζονταν στους πάγκους των υπαίθριων βιβλιοπωλείων, των ειδών λαϊκής τέχνης και των θεματικών περιπτέρων. Επίσης και των ψησταριών. Τα νιάτα σφύζουν από ζωή όταν έχουν γεμάτο το στομάχι.
Πηγαίναμε σε ένα από τα βιβλιοπωλεία. Νομίζω για Βάρναλη ψάχναμε ή Ρίτσο. Στο μάθημα των Ελληνικών θα τον είχαμε σε λίγο καιρό και χρειαζόμασταν μια… προετοιμασία. Περάσαμε μπροστά από μια εξέδρα. Από τα μεγάφωνα ακουγόταν δυνατά η μουσική μιας μπάντας. Λίγο πιο πέρα, οι μουσικές και οι ήχοι μπερδεύονταν ενοχλητικά μεταξύ τους. Εκεί τέλειωναν τα «όρια» της μιας κι άρχιζαν μιας άλλης εξέδρας.
Μια ξαφική παύση… ένας συριστικός μικροφωνισμός πρώτα (έχω προσέξει πως σε όλες τις δυσάρεστες καταστάσεις που έχω ζήσει, πάντα κάτι συνέβαινε τρομερά ενοχλητικό, λίγο πριν το κακό, σαν προάγγελός του…) και μια φωνή μετά, βγήκαν από τα μεγάφωνα όλων των εξεδρών. Είχε γίνει σύνδεση με την κεντρική εξέδρα του φεστιβάλ.
Η "φωνή" μας είπε πως «ο αγαπημένος συνθέτης, ο σύντροφος Μάνος Λοΐζος» είχε αποχαιρετήσει τη ζωή μόλις πριν λίγο, σ’ ένα νοσοκομείο της Μόσχας. Σαστίσαμε, έβλεπες μια σαστιμάρα στον κόσμο, ξέραμε τι του συνέβαινε, μα πιστεύαμε πως θα τα κατάφερνε. Ελπίζαμε.
Η βαθιά σαστιμάρα έγινε αμέσως ένα πυκνό, γλυκό και τρυφερό χειροκρότημα που απλώθηκε, όπως απλώνεται η βροχή, σ’όλα τα μήκη και πλάτη του φεστιβάλ, πέρασε έξω από τις μάντρες, βγήκε στους δρόμους και είμαι σίγουρος πως έφτασε μέχρι εκεί, τη Μόσχα, σαν αποχαιρετισμός.
Κάποιοι φώναξαν ένα σύνθημα, δε θυμάμαι τα λόγια. Τα μάτια όλων βουρκωμένα, άλλοι έκλαιγαν κανονικά. Σα να΄ χαμε χάσει ένα αγαπημένο πρόσωπο, ένα μέλος της οικογένειάς μας. Είχαμε χάσει έναν δικό μας άνθρωπο.
Στην ηλικία των δεκαπέντε, το συναίσθημα παλεύει με τον εγωισμό, με τη «σκληράδα». Από τη μια είσαι παιδί και σαν παιδί, γεμάτος ευαισθησία. Από την άλλη, στο μεταβατικό στάδιο της εφηβείας, θέλεις να δείχνεις και λίγο σκληρός, πως δεν σ’ αγγίζουν αυτά, ειδικά τ’ αγόρια. Ήμασταν αγκαλιασμένοι ένα γύρω και κλαίγαμε. Αγόρια και κορίτσια. Αυτή τη στιγμή ήμασταν όλοι παιδιά.
Στα λίγα ως τότε χρόνια της ζωής μας είχαμε τραγουδήσει το «δρόμο» και το «ακορντεόν» τόσο, που νομίζαμε πως αυτά τα τραγούδια δεν είχαν δημιουργούς, ήταν κάτι σαν το δημοτικό τραγούδι που ταξίδευε από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά. Αυτό κατάφερε ο Λοΐζος. Το έργο του να γίνει κτήμα του λαού, να φωτίσει τα οράματά μας, τα όνειρά μας. Να ντύσει μουσικά τις ελπίδες και τους αγώνες μας, πότε με επαναστατικούς ρυθμούς και πότε με τρυφερές μελωδίες.
Ο Λοΐζος ήταν ένα από τα μουσικά «είδωλά» μου εκείνης της εποχής. Μές στην καρδιά μου τότε υπήρχε χώρος γι’ αυτόν, το Θεοδωράκη, τον Καζαντζίδη, τους Dire Straits και λίγους ακόμα. Αργότερα ο χώρος μεγάλωσε κατά πολύ, τόσο που να χωράει πολλά «είδωλα». Ο Μάνος όμως πάντα εκεί. Σε δεσπόζουσα θέση.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, εικοσιεννιά. Μεγάλωσα. Σε όσα φεστιβάλ κι αν πήγα πάντα θυμόμουν τη φωνή από τα μεγάφωνα και τη θλιβερή αναγγελία. Και σε όλα, ξαναγίνομαι εκείνο το παιδί με τα υγρά μάτια. Απόψε στο πάρκο Τρίτση ξέρω πως θα συμβεί το ίδιο. Πάλι όλα θα τον θυμίζουν. Και η απουσία του θα γίνεται όλο και μεγαλύτερη, όσο ο καιρός σκληραίνει και η ζωή δυσκολεύει.
Μα όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους, με όλους αυτούς που ξέφυγαν από τη μετριότητά μας και πέρασαν στο μύθο, η απουσία είναι ταυτόχρονα και παρουσία, ίσως πιο έντονη από τη ζωντανή. Το έργο του θα είναι το αποκούμπι μας στα δύσκολα που βιώνουμε καθημερινά. Και οι μουσικές του θα συνεχίσουν να ακούγονται στις συναθροίσεις μας, τα τραγούδια του θα βγαίνουν από τα χείλη όσων αγωνίζονται σ’ αυτόν τον αγώνα που δε λέει να δικαιωθεί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου