Κυτταρικά προϊόντα από αναρρώσαντες δότες με κορονοϊό μπορούν να θεραπεύσουν καινούργιους νοσούντες από Covid-19 σύμφωνα με προκλινική μελέτη του Παπανικολάου που ολοκληρώθηκε πριν λίγες μέρες- Άλλη μία αντίστοιχη έρευνα ξεκίνησε να «τρέχει» διεθνώς στο Χιούστον των ΗΠΑ.
«Σε αυτήν τη φάση έχει ολοκληρωθεί το προ-κλινικό κομμάτι της έρευνας η οποία ξεκίνησε τον Μάιο και δεν έχουν χορηγηθεί αυτά τα προϊόντα σε πάσχοντες ασθενείς.
Η δράση τους, ωστόσο, όπως έχουμε ελέγξει στο εργαστήριο, δείχνουν ότι αυτά τα Τ-λεμφοκύτταρα είναι ισχυρά κυτταροτοξικά και προβλέπουμε όταν χορηγηθούν στον ασθενή που νόσησαν από τον νέο κορονοϊό ότι θα αναγνωρίσουν τον ιό και θα μπορούν να τον εξαλείψουν. Η έρευνα μας έδειξε πραγματικά ότι αυτό είναι εφικτό.
Δυστυχώς, όμως, είμαστε σε αναμονή γιατί δεν υπάρχει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε την κλινική μελέτη. Ήδη τα Τ-λεμφοκύτταρα που παράγονται για να αναγνωρίσουν άλλους ιούς όπως έναντι του μεγαλοκυτταροϊού, του Epstein Barr και του ΒΚ είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά και ξεπερνούν σε ποσοστό επιτυχίας το 90%.
«Αυτό μας κάνει να πιστεύουμε λοιπόν ότι με τον ίδιο τρόπο θα μπορέσουν και οι ασθενείς που πάσχουν από κορονοϊό να καταπολεμήσουν την λοίμωξη όταν αυτά τα λεμφοκύταρρα χορηγηθούν και σε αυτούς».
Πώς λειτουργεί η θεραπεία
Η θεραπεία αφορά κυτταρικά προϊόντα το οποίο δρα ως φάρμακο. Το φάρμακο θα χορηγείται ενδοφλέβεια και η όλη διαδικασία δεν θα διαρκεί περισσότερο από 3-4 λεπτά. «Από την στιγμή που βρεθεί η χρηματοδότηση και ολοκληρωθεί η διαδικασία με τον ΕΟΦ και την Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας θα μπορούμε μέσα σε περίπου δύο μήνες να ξεκινήσουμε με τον πρώτο ασθενή» πρόσθεσε η κ. Γιαννάκη.
Η έρευνα στοχεύει στο να προσφέρει στους πάσχοντες από κορονοϊό μια έτοιμη ανοσία. Τα Τ-λεμφοκύτταρα πολλαπλασιάζονται στο εργαστήριο από μικρή ποσότητα αίματος από αναρρώσαντες δότες λειτουργούν ως μια έτοιμη άμυνα στους πάσχοντες ασθενείς. Όλο το σκεπτικό βασίζεται στο ότι έτσι λειτουργεί στην ουσία η φυσική μας άμυνα. Όταν ερχόμαστε σε επαφή με κάποιον ιό τα Τ – λεμφοκύτταρα τον αναγνωρίζουν ως εισβολέα, ως ξένο. Ξεκινούν να πολλαπλασιάζονται, τον εξαλείφουν και στη συνέχεια παραμένουν ως κύτταρα μνήμης. Αυτό εξασφαλίζει ότι σε μελλοντική επανέκθεση του ατόμου στον ίδιο ιό υπάρχουν αυτά τα κύτταρα μνήμης που θα αναγνωρίσουν τον ιό, θα πολλαπλασιαστούν και θα τον καταπολεμήσουν.
Η αντισωματική ανοσία είναι διαφορετική από την κυτταρική ανοσία η οποία έχει το πλεονέκτημα να είναι πιο μακροχρόνια. «Και μάλιστα γνωρίζουμε στην περίπτωση του κορονοϊού ότι τα αντισώματα πέφτουν πολύ γρήγορα. Και αυτός είναι ένας πολύ βασικό λόγος επίσης που η θεραπεία με πλάσμα από τους αναρρώσαντες δότες τελικά όπως δημοσιεύτηκε πολύ πρόσφατα στο περιοδικό «England journal of medicine» έδειξε ότι δεν έχει καμία διαφορά σε σχέση με τους ασθενείς που δεν πήραν πλάσμα.
Όπως εξήγησε η κ. Γιαννάκη στην περίπτωση του κορονοϊού ο δότης που έχει αναρρώσει με τον λήπτη θα είναι διαφορετικοί, ξένοι μεταξύ τους και δεν θα έχουν μια πλήρη συμβατότητα.
«Αυτό δεν μας εμποδίζει να προχωρήσουμε τη διαδικασία. Θα έχουμε έτοιμα κυτταρικά προϊόντα τα οποία θα ελέγχουμε τη συμβατότητά τους σε σχέση με τον λήπτη. Εδώ δεν χρειάζεται μια πλήρη συμβατότητα. Δηλαδή μπορούμε και με μερική συμβατότητα μεταξύ δότη και λήπτη να χορηγηθούν αυτά τα κύτταρα αλλά σε αυτήν την περίπτωση η παραμονή τους μέσα στην κυκλοφορία του αίματος δεν θα είναι μακρόχρνη- όπως στην άλλη περίπτωση.
Παρόλα αυτά ξέρουμε ότι μπορούν να παραμείνουν 4 μήνες στον οργανισμό που σημαίνει ότι έχουμε ένα επαρκές διάστημα για να αντιμετωπιστεί ο ιός. Θα καταπολεμούν τον ίο και μετά θα χαθούν θα απορριφθούν γιατί δεν υπάρχει πλήρη συμβατότητα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου