H εντολή για άνοιγμα των λογαριασμών του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, μελών της οικογενείας του, του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και άλλων, με πρωτοβουλία της Αρχής Νομιμοποίησης Εσόδων, προκάλεσε, όπως ήταν
φυσικό, θύελλα αντιδράσεων από τους άμεσα ενδιαφερόμενους –και όχι μόνον– που εξέδωσαν οργίλες ανακοινώσεις και επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις εκείνων που είχαν από νωρίς προβλέψει ότι η προεκλογική περίοδος θα κινηθεί σε υψηλούς τόνους και η Δικαιοσύνη εκούσα άκουσα θα κληθεί να διεκπεραιώσει μεγάλο μέρος της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Το άνοιγμα των λογαριασμών Σημίτη από την Αρχή έγινε με αφορμή μία κατάθεση που έχει δοθεί στις γαλλικές αρχές το 2006 από πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας Thales, η οποία είχε εμπλακεί στην προμήθεια αναβάθμισης φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού.
Ο Γάλλος υπήκοος Μισέλ Ζοσεράν, ο οποίος έχει αλλεπάλληλες καταδίκες στη Γαλλία και έχει πληρώσει πρόστιμο και στην ίδια του την εταιρεία –μεταξύ εκείνων που τον έχουν «καταδικάσει» είναι και ο Γιάννος Παπαντωνίου που είχε προσφύγει στη γαλλική δικαιοσύνη– είχε καταθέσει γενικόλογα ότι έχασε η εταιρεία του τη δουλειά για το σύστημα ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων, διότι αυτοί (οι Γάλλοι) προσέβλεπαν στον τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας, ενώ οι Αμερικανοί που πήραν τελικά τη δουλειά προσέβλεπαν στον τότε πρωθυπουργό και στον υπουργό Δημοσίας Τάξεως.
Η κατάθεση Ζοσεράν, που έχει δει κατ’ επανάληψη το φως της δημοσιότητας, υπάρχει από χρόνια στη δικογραφία για τις φρεγάτες, όμως δεν προκάλεσε για μακρύ χρονικό διάστημα κάποια δικαστική διερεύνηση, καθώς είχε κριθεί από τις δικαστικές αρχές που χειρίστηκαν κατά καιρούς τον σχετικό φάκελο ως γενικού περιεχομένου.
Πέραν, όμως, από την κατάθεση Ζοσεράν, η Αρχή για τη Νομιμοποίηση Εσόδων, σύμφωνα με πληροφορίες, έλαβε υπόψη της για να προχωρήσει στο άνοιγμα των λογαριασμών του πρώην πρωθυπουργού και των λοιπών προσώπων –ενέργεια υψηλού πολιτικού ρίσκου– και έρευνα που διενεργείται συστηματικά από την Εισαγγελία Διαφθοράς για έναν λογαριασμό του αδελφού του πρώην πρωθυπουργού, του καθηγητή Σπύρου Σημίτη με 800.000 ευρώ, για τα οποία ο ίδιος ο Σπύρος Σημίτης έχει δημόσια τοποθετηθεί υποστηρίζοντας τη νόμιμη προέλευσή τους.
Η κίνηση της Αρχής που κινήθηκε για το άνοιγμα λογαριασμών σε ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα αλλά και με υποβολή αιτημάτων δικαστικής συνδρομής σε Γαλλία αλλά και Γερμανία όπου ζει και εργάζεται ο Σπύρος Σημίτης, προκάλεσε πέραν των πολιτικών αντιδράσεων, που ήταν αναμενόμενες, και προβληματισμό στον χώρο της Δικαιοσύνης.
Δικαστικές πηγές σχολίαζαν στην «Κ» πως, ενώ είναι αναμφισβήτητο το δικαίωμα της Αρχής να προχωρεί σε ελέγχους για παράνομη διακίνηση χρημάτων, εντούτοις τόνιζαν ότι η Αρχή οφείλει να ασκεί την αρμοδιότητά της με φειδώ και περίσκεψη, όταν τα στοιχεία που προκαλούν την παρέμβασή της είναι γενικά και πάντως δεν μπορούν να αποτελέσουν ενδείξεις όποιας ποινικής εμπλοκής.
Οι παρενέργειες
Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση για άνοιγμα των λογαριασμών Σημίτη, ενός πολιτικού που εξελέγη δύο φορές και κυβέρνησε τη χώρα επί μία οκταετία, πυροδότησε το πολιτικό κλίμα αφού εξελήφθη ως κίνηση που εκτινάσσει την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής στα ύψη και θέτει τη Δικαιοσύνη στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αλλωστε, δεν είναι λίγοι εκείνοι που μίλησαν για εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης, έστω κι αν η Αρχή για τη Νομιμοποίηση Εσόδων δεν είναι αμιγώς δικαστικό όργανο, αλλά επικεφαλής της είναι αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, η Αννα Ζαΐρη, που επελέγη επί προεδρίας της Βασιλικής Θάνου στον Αρειο Πάγο από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
Αλλά και μέσα στη Δικαιοσύνη, όπου οι προβληματισμοί για τους χειρισμούς υποθέσεων ενόψει της προεκλογικής περιόδου υπάρχουν από καιρό, η ανησυχία δικαστικών παραγόντων για το πού θα φθάσει η αντιπαράθεση και ποια θα είναι η θέση του θεσμού σε ένα τεταμένο και ιδιαίτερα οξύ πολιτικό περιβάλλον, εντάθηκε μετά την εντολή για άνοιγμα των λογαριασμών Σημίτη και μελών της οικογενείας του.
Δικαστικοί παράγοντες με εμπειρία και κύρος δηλώνουν με κάθε ευκαιρία, ότι η Δικαιοσύνη οφείλει να διατηρήσει το στάτους του θεσμικού της ρόλου και να διασφαλίσει στην πραγματικότητα την ανεξαρτησία της. Από την άλλη, οι δικαστές διεκδικούν από τον χώρο της πολιτικής αυτοσυγκράτηση και ωριμότητα για να μην εμφανίζεται η Δικαιοσύνη ως εργαλείο πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Πάντως, το βαρύ κλίμα που επικρατεί στον ευαίσθητο χώρο της Δικαιοσύνης ενόψει της προεκλογικής περιόδου που έχει ήδη αρχίσει, επιβάρυνε περαιτέρω και το περιστατικό της τοποθέτησης βόμβας έξω από το σπίτι του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου, που δεν έσκασε από τύχη.
Η τοποθέτηση του εκρηκτικού μηχανισμού στο σπίτι ενός εισαγγελέα από τους πλέον γνωστούς, σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, καθώς ο κ. Ντογιάκος πέραν του χειρισμού σοβαρότατων υποθέσεων (παραπομπή Χρυσής Αυγής) τα τελευταία χρόνια μπήκε στο στόχαστρο με αλλεπάλληλες πειθαρχικές διώξεις, καθώς συγκρούστηκε σκληρά με την τέως πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, όταν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της εκλογής του στη νευραλγική θέση του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών.
Από τους πειθαρχικούς ελέγχους που διατάχθηκαν εις βάρος του δεν επιβεβαιώθηκαν ούτε οι καταγγελίες περί μη νομίμου εκλογής του, ούτε άλλες για χειρισμό υποθέσεων, όπως η περίπτωση Βγενόπουλου, με αποτέλεσμα τον περασμένο Ιούνιο ο Ισίδωρος Ντογιάκος να εκλεγεί με συντριπτική πλειοψηφία (έντεκα ψήφους στις δεκατρείς) από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου ως αντεισαγγελέας του Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία του Α.Π. τον καταψήφισε.
Βαρύ κλίμα
Και μέσα σε όλα αυτά, η υπόθεση με την πρώην εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένη Ράικου, που έχει προβεί σε δικαστικές κινήσεις εις βάρος της επικεφαλής των εισαγγελέων Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη, εξ αφορμής προσπάθειας σύνδεσης του συζύγου της γιατρού με το σκάνδαλο της Novartis, έχει προσδώσει στην υπόθεση στοιχεία ασυνήθιστα και το όλο θέμα είναι σε εξέλιξη.
Η Ελένη Ράικου, που διετέλεσε για χρόνια επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς, παραιτήθηκε πριν από ενάμιση χρόνο, καταγγέλλοντας παρεμβάσεις στο έργο της – καταγγελίες που δεν είχαν συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση, το κλίμα στη Δικαιοσύνη είναι βαρύ και η συντριπτική πλειονότητα των δικαστών και των εισαγγελέων δεν επιθυμεί την εμπλοκή του δικαστικού σώματος σε πολιτικές αντιπαραθέσεις ούτε θέλει την ανάμειξη σε κινήσεις και ενέργειες που μπορεί να εντάσσονται στην έξαρση της προεκλογικής περιόδου. Και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να υποτιμηθεί από κανέναν.
ΙΩΑΝΝΑ ΜΑΝΔΡΟΥ
http://www.kathimerini.gr/
φυσικό, θύελλα αντιδράσεων από τους άμεσα ενδιαφερόμενους –και όχι μόνον– που εξέδωσαν οργίλες ανακοινώσεις και επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις εκείνων που είχαν από νωρίς προβλέψει ότι η προεκλογική περίοδος θα κινηθεί σε υψηλούς τόνους και η Δικαιοσύνη εκούσα άκουσα θα κληθεί να διεκπεραιώσει μεγάλο μέρος της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Το άνοιγμα των λογαριασμών Σημίτη από την Αρχή έγινε με αφορμή μία κατάθεση που έχει δοθεί στις γαλλικές αρχές το 2006 από πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας Thales, η οποία είχε εμπλακεί στην προμήθεια αναβάθμισης φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού.
Ο Γάλλος υπήκοος Μισέλ Ζοσεράν, ο οποίος έχει αλλεπάλληλες καταδίκες στη Γαλλία και έχει πληρώσει πρόστιμο και στην ίδια του την εταιρεία –μεταξύ εκείνων που τον έχουν «καταδικάσει» είναι και ο Γιάννος Παπαντωνίου που είχε προσφύγει στη γαλλική δικαιοσύνη– είχε καταθέσει γενικόλογα ότι έχασε η εταιρεία του τη δουλειά για το σύστημα ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων, διότι αυτοί (οι Γάλλοι) προσέβλεπαν στον τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας, ενώ οι Αμερικανοί που πήραν τελικά τη δουλειά προσέβλεπαν στον τότε πρωθυπουργό και στον υπουργό Δημοσίας Τάξεως.
Η κατάθεση Ζοσεράν, που έχει δει κατ’ επανάληψη το φως της δημοσιότητας, υπάρχει από χρόνια στη δικογραφία για τις φρεγάτες, όμως δεν προκάλεσε για μακρύ χρονικό διάστημα κάποια δικαστική διερεύνηση, καθώς είχε κριθεί από τις δικαστικές αρχές που χειρίστηκαν κατά καιρούς τον σχετικό φάκελο ως γενικού περιεχομένου.
Πέραν, όμως, από την κατάθεση Ζοσεράν, η Αρχή για τη Νομιμοποίηση Εσόδων, σύμφωνα με πληροφορίες, έλαβε υπόψη της για να προχωρήσει στο άνοιγμα των λογαριασμών του πρώην πρωθυπουργού και των λοιπών προσώπων –ενέργεια υψηλού πολιτικού ρίσκου– και έρευνα που διενεργείται συστηματικά από την Εισαγγελία Διαφθοράς για έναν λογαριασμό του αδελφού του πρώην πρωθυπουργού, του καθηγητή Σπύρου Σημίτη με 800.000 ευρώ, για τα οποία ο ίδιος ο Σπύρος Σημίτης έχει δημόσια τοποθετηθεί υποστηρίζοντας τη νόμιμη προέλευσή τους.
Η κίνηση της Αρχής που κινήθηκε για το άνοιγμα λογαριασμών σε ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα αλλά και με υποβολή αιτημάτων δικαστικής συνδρομής σε Γαλλία αλλά και Γερμανία όπου ζει και εργάζεται ο Σπύρος Σημίτης, προκάλεσε πέραν των πολιτικών αντιδράσεων, που ήταν αναμενόμενες, και προβληματισμό στον χώρο της Δικαιοσύνης.
Δικαστικές πηγές σχολίαζαν στην «Κ» πως, ενώ είναι αναμφισβήτητο το δικαίωμα της Αρχής να προχωρεί σε ελέγχους για παράνομη διακίνηση χρημάτων, εντούτοις τόνιζαν ότι η Αρχή οφείλει να ασκεί την αρμοδιότητά της με φειδώ και περίσκεψη, όταν τα στοιχεία που προκαλούν την παρέμβασή της είναι γενικά και πάντως δεν μπορούν να αποτελέσουν ενδείξεις όποιας ποινικής εμπλοκής.
Οι παρενέργειες
Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση για άνοιγμα των λογαριασμών Σημίτη, ενός πολιτικού που εξελέγη δύο φορές και κυβέρνησε τη χώρα επί μία οκταετία, πυροδότησε το πολιτικό κλίμα αφού εξελήφθη ως κίνηση που εκτινάσσει την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής στα ύψη και θέτει τη Δικαιοσύνη στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αλλωστε, δεν είναι λίγοι εκείνοι που μίλησαν για εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης, έστω κι αν η Αρχή για τη Νομιμοποίηση Εσόδων δεν είναι αμιγώς δικαστικό όργανο, αλλά επικεφαλής της είναι αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, η Αννα Ζαΐρη, που επελέγη επί προεδρίας της Βασιλικής Θάνου στον Αρειο Πάγο από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
Αλλά και μέσα στη Δικαιοσύνη, όπου οι προβληματισμοί για τους χειρισμούς υποθέσεων ενόψει της προεκλογικής περιόδου υπάρχουν από καιρό, η ανησυχία δικαστικών παραγόντων για το πού θα φθάσει η αντιπαράθεση και ποια θα είναι η θέση του θεσμού σε ένα τεταμένο και ιδιαίτερα οξύ πολιτικό περιβάλλον, εντάθηκε μετά την εντολή για άνοιγμα των λογαριασμών Σημίτη και μελών της οικογενείας του.
Δικαστικοί παράγοντες με εμπειρία και κύρος δηλώνουν με κάθε ευκαιρία, ότι η Δικαιοσύνη οφείλει να διατηρήσει το στάτους του θεσμικού της ρόλου και να διασφαλίσει στην πραγματικότητα την ανεξαρτησία της. Από την άλλη, οι δικαστές διεκδικούν από τον χώρο της πολιτικής αυτοσυγκράτηση και ωριμότητα για να μην εμφανίζεται η Δικαιοσύνη ως εργαλείο πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Πάντως, το βαρύ κλίμα που επικρατεί στον ευαίσθητο χώρο της Δικαιοσύνης ενόψει της προεκλογικής περιόδου που έχει ήδη αρχίσει, επιβάρυνε περαιτέρω και το περιστατικό της τοποθέτησης βόμβας έξω από το σπίτι του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου, που δεν έσκασε από τύχη.
Η τοποθέτηση του εκρηκτικού μηχανισμού στο σπίτι ενός εισαγγελέα από τους πλέον γνωστούς, σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, καθώς ο κ. Ντογιάκος πέραν του χειρισμού σοβαρότατων υποθέσεων (παραπομπή Χρυσής Αυγής) τα τελευταία χρόνια μπήκε στο στόχαστρο με αλλεπάλληλες πειθαρχικές διώξεις, καθώς συγκρούστηκε σκληρά με την τέως πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, όταν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της εκλογής του στη νευραλγική θέση του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών.
Από τους πειθαρχικούς ελέγχους που διατάχθηκαν εις βάρος του δεν επιβεβαιώθηκαν ούτε οι καταγγελίες περί μη νομίμου εκλογής του, ούτε άλλες για χειρισμό υποθέσεων, όπως η περίπτωση Βγενόπουλου, με αποτέλεσμα τον περασμένο Ιούνιο ο Ισίδωρος Ντογιάκος να εκλεγεί με συντριπτική πλειοψηφία (έντεκα ψήφους στις δεκατρείς) από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου ως αντεισαγγελέας του Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία του Α.Π. τον καταψήφισε.
Βαρύ κλίμα
Και μέσα σε όλα αυτά, η υπόθεση με την πρώην εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένη Ράικου, που έχει προβεί σε δικαστικές κινήσεις εις βάρος της επικεφαλής των εισαγγελέων Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη, εξ αφορμής προσπάθειας σύνδεσης του συζύγου της γιατρού με το σκάνδαλο της Novartis, έχει προσδώσει στην υπόθεση στοιχεία ασυνήθιστα και το όλο θέμα είναι σε εξέλιξη.
Η Ελένη Ράικου, που διετέλεσε για χρόνια επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς, παραιτήθηκε πριν από ενάμιση χρόνο, καταγγέλλοντας παρεμβάσεις στο έργο της – καταγγελίες που δεν είχαν συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση, το κλίμα στη Δικαιοσύνη είναι βαρύ και η συντριπτική πλειονότητα των δικαστών και των εισαγγελέων δεν επιθυμεί την εμπλοκή του δικαστικού σώματος σε πολιτικές αντιπαραθέσεις ούτε θέλει την ανάμειξη σε κινήσεις και ενέργειες που μπορεί να εντάσσονται στην έξαρση της προεκλογικής περιόδου. Και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να υποτιμηθεί από κανέναν.
ΙΩΑΝΝΑ ΜΑΝΔΡΟΥ
http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου