"Ενώ το 10-12% του ελληνικού μαθητικού πληθυσμού χρειάζεται ειδική αγωγή η παρεχόμενη από το Υπουργείο Παιδείας Ειδική Αγωγή είναι ελλιπέστατη ποσοτικά και ποιοτικά και στην ουσία δεν αποτελεί κομμάτι του εκπαιδευτικού συστήματος".
της Βενέττας Λαμπροπούλου
Ο τρόπος που μία κοινωνία αντιμετωπίζει τα παιδιά και την εκπαίδευσή τους είναι συνήθως ενδεικτικός του επιπέδου ανάπτυξής της. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι σε αναπτυγμένες χώρες, η επένδυση στους νέους, στην εκπαίδευση και γενικότερα στη γνώση είναι υψηλή. Αυτό φαίνεται από την εκπαιδευτική πολιτική που εφαρμόζουν οι χώρες αυτές και τους πόρους που διαθέτουν για την εκπαίδευση, αλλά και από την επιστημονική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στον τομέα αυτό και που έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή νέας γνώσης καθώς και την ανάπτυξη της κοινωνίας τόσο σε οικονομικό όσο και πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Σ’ αυτές τις κοινωνίες, η εκπαίδευση των παιδιών και ενηλίκων με ειδικές ανάγκες είναι υψηλού επιπέδου, παρέχεται δωρεάν μέσα από ποικιλία πλαισίων και δομών καλύπτοντας όλες τις κατηγορίες και τις διαβαθμίσεις ειδικών αναγκών και όλες τις ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού αυτού (από τη βρεφική έως τη γεροντική).
Η Ειδική Αγωγή αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας και η πλειοψηφία των παιδιών εκπαιδεύεται κατάλληλα σε κοινές τάξεις μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά του γενικού σχολείου. Μέσα σ’ αυτές τις τάξεις παρέχονται όλες οι ειδικές υπηρεσίες και τα τεχνολογικά βοηθήματα (ειδικοί δάσκαλοι, διερμηνείς νοηματικής, λογοθεραπευτές, ειδικοί υπολογιστές και υλικά κτλ.) που είναι απαραίτητα για την εκπαίδευσή τους, το δε σχολείο και η τάξη είναι έτσι προσαρμοσμένα ώστε να μπορούν τα παιδιά να συμμετέχουν ισότιμα στο ακαδημαϊκό και κοινωνικό πρόγραμμα.
Η αναγνώριση και η εκτίμηση της διαφορετικότητας, η συμμετοχή και συνεισφορά των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες στην κοινωνία, η παροχή ειδικής και κατάλληλης εκπαίδευσης των μαθητών με ειδικές ανάγκες μέσα σε κοινές τάξεις μαζί με όλους τους μαθητές, η ανάπτυξη σύγχρονων και διαφορετικών δομών ειδικής αγωγής που να εξυπηρετούν όλον τον πληθυσμό και η άνετη πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες και αναπηρίες αποτελούν πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την υλοποίηση αυτών των πολιτικών έχουν διατεθεί τεράστια ευρωπαϊκά κονδύλια τα τελευταία 20 χρόνια στην Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, όπως και γενικότερα οι άνθρωποι με αναπηρίες στη χώρα μας αντιμετωπίζουν τεράστια εμπόδια στην εκπαίδευση, στη μετακίνηση και γενικά στη διαβίωση τους. Η δε Ευρωπαϊκή πολιτική ελάχιστα εφαρμόζεται στη χώρα μας. Τούτο γιατί ποτέ η επίσημη Πολιτεία δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για το κομμάτι αυτό του Ελληνικού πληθυσμού.Οι πόλεις μας, οι χώροι δουλειάς, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας, οι συγκοινωνίες, δεν είναι καθόλου προσβάσιμες για τα παιδιά και τους ανθρώπους με αναπηρίες. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν ειδικές υπηρεσίες εξυπηρέτησης των ανθρώπων με αναπηρίες. Δεν υπάρχουν ράμπες στους δρόμους, στα δημόσια κτίρια, στα σχολεία, στα Πανεπιστήμια, στα θέατρα κτλ. Μερικές πρόχειρα φτιαγμένες ράμπες -κυρίως στην Αθήνα- αποτέλεσαν βιτρίνα για τους ολυμπιακούς αγώνες και καταργήθηκαν αμέσως μετά. Σήμερα τα πεζοδρόμια και οι όποιες ράμπες έχουν απομείνει είναι αποκλεισμένες από παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Φαίνεται, όταν η Πολιτεία δεν έχει και δεν ενδιαφέρεται να θέσει σε εφαρμογή κανόνες και αρχές, οι πολίτες επηρεάζονται και λειτουργούν ανάλογα. Στην Ελλάδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ενίσχυση από τα ειδικά προγράμματα και κονδύλια δεν δημιουργήθηκαν και δεν λειτουργούν δομές σαν αυτές που λειτουργούν αιώνες τώρα σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως κέντρα αυτόνομης διαβίωσης και δια-βίου μάθησης, προστατευόμενα εργαστήρια , ειδικά γηροκομεία για ενήλικες με αναπηρίες, κέντρα έγκαιρης παρέμβασης για βρέφη και συμβουλευτική στήριξη των οικογενειών τους κ.α.
Η παρεχόμενη από το Υπουργείο Παιδείας Ειδική Αγωγή είναι ελλιπέστατη ποσοτικά και ποιοτικά και στην ουσία δεν αποτελεί κομμάτι του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας μας. Συνήθως οι διάφορες ρυθμίσεις, διακηρύξεις, νομοθετικές διατάξεις ή ο σχεδιασμός αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων που γίνονται από το Υπουργείο Παιδείας, αφορούν το γενικό πληθυσμό των παιδιών, χωρίς να υπολογίζονται σε αυτόν οι μαθητές με ειδικές ανάγκες. Τους μαθητές αυτούς τους θυμάται το Υπουργείο όταν έχουν ολοκληρωθεί οι διάφοροι σχεδιασμοί και έχουν υλοποιηθεί τα σχετικά έργα. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής, η οποία μοιάζει με φιλανθρωπική παροχή -δίνουν αυτό που περισσεύει, όχι αυτό που δικαιούνται τα παιδιά- είναι η μη παροχή κατάλληλης και ισότιμης ειδικής εκπαίδευσης στα παιδιά που την έχουν ανάγκη.
(To Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών (Π.Ε.Σ.Α.) κατα την διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά)
Γενικά λίγες ήταν οι φωτεινές στιγμές στην ιστορία της Ειδικής Αγωγής στη χώρα μας. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1980 το Υπουργείο Παιδείας ανέλαβε τελικά την υποχρέωση της εκπαίδευσης των παιδιών με ειδικές ανάγκες, την οποίαν ως τότε είχε σχεδόν αποκλειστικά το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας. Με τη ψήφιση του νόμου 1566/84 ο οποίος ενσωμάτωνε την Ειδική Αγωγή στη γενική εκπαίδευση δημιουργήθηκαν κάποιες προϋποθέσεις για την ένταξη της σ’ αυτή. Στη συνέχεια όμως δεν υλοποιήθηκαν οι διατάξεις του νόμου, όπως συμβαίνει συνήθως με τους νόμους στην Ελλάδα. Αργότερα το 2000, ο νόμος 2817/2000 ο οποίος συντάχτηκε από ειδικούς ήταν ο πλέον μεταρρυθμιστικός και προοδευτικός νόμος από όλους τους προηγούμενους. Ειδικά η περίοδος 2000-2004, ήταν και η μοναδική εποχή στη χώρα μας που έγιναν πολλά και σημαντικά έργα ανάπτυξης της Ειδικής Αγωγής, όπως η ίδρυση των πρωτοποριακών Κέντρων Διάγνωσης και Αξιολόγησης των Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες (τα σημερινά ΚΕΔΔΥ) σε κάθε νομό της χώρας, τα τμήματα ένταξης, επαγγελματικά εργαστήρια ειδικής αγωγής, αναλυτικά προγράμματα για όλες τις κατηγορίες παιδιών με ειδικές ανάγκες και άλλα πολλά. Η Ειδική Αγωγή άρχισε να οργανώνεται στα πρότυπα της Ευρωπαϊκής πρακτικής και πολιτικής.
Δυστυχώς όμως, η αναπτυξιακή πορεία της Ειδικής Αγωγής ανακόπηκε και όλα ανατράπηκαν με αποκορύφωμα τη ψήφιση ενός αναχρονιστικού και ιατρικοκεντρικού νόμου ( νόμος 3699/2008) ο οποίος γύρισε την Ειδική Αγωγή πολλά χρόνια πίσω. Τα δε ειδικά αναλυτικά προγράμματα δεν έφτασαν ποτέ στα σχολεία, ενώ ο όποιος προγραμματισμός για δημιουργία κέντρων ανεξάρτητης διαβίωσης, έγκαιρης παρέμβασης και πραγματικής συνεκπαίδευσης δεν υλοποιήθηκε ενώ τα ευρωπαϊκά κονδύλια διατέθηκαν και διατίθενται και σήμερα για σεμινάρια και έργα που δεν έχουν βιωσιμότητα και καμία προοπτική ανάπτυξης της εκπαίδευσης των παιδιών.
Έτσι η Ειδική Αγωγή παραμένει μετέωρη αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Έως τότε το Υπουργείο Παιδείας μάλλον θα συνεχίσει να παρέχει αμφιβόλου ποιότητας εκπαίδευση σε ένα πολύ μικρό ποσοστό παιδιών με ειδικές ανάγκες, όπως συμβαίνει σήμερα, που από τα περίπου 106.349 παιδιά που χρειάζονται ειδική αγωγή (το 10-12% του 1.063.50 μαθητικού πληθυσμού πηγή: ΕΥΡΥΔΙΚΗ σχολικό έτος 2009-2010) μόνο 29.755 παιδιά έχουν κάποιου είδους ειδική εκπαίδευση (πηγή: Διεύθυνση Ειδικής Αγωγής σχολικό έτος 2010-11). Τα υπόλοιπα 76.594 βρίσκονται στα σχολεία χωρίς καμία ειδική βοήθεια.
Αν εξετάσουμε όμως και την ποιότητα της «ειδικής εκπαίδευσης» στη χώρα μας, θα δούμε ότι καμία σχέση δεν έχει με την αντίστοιχη στις χώρες της Ευρώπης. Ειδικά αυτή που παρέχεται στην πλειοψηφία των παιδιών μέσα σε κοινές τάξεις μοιάζει περισσότερο με φύλαξη παρά με ισότιμη εκπαίδευση και στηρίζεται σε αναπληρωτές και ωρομίσθιους -κυρίως ανειδίκευτους- δασκάλους του ΕΣΠΑ! Τα Τμήματα Ένταξης είναι τελείως ανοργάνωτα. Οι δάσκαλοι και το προσωπικό των ειδικών σχολείων, οι σύμβουλοι και ειδικά το προσωπικό των ΚΕΔΔΥ κάνουν ό, τι μπορούν για να στηρίξουν ένα ετοιμόρροπο οικοδόμημα το οποίο ταράζεται κάθε φορά από τους ερασιτεχνισμούς των «περιστασιακών συμβούλων» του Υπουργείου οι οποίοι το μόνο που ξέρουν να κάνουν, ειδικά όταν πλησιάζουν οι εκλογές, είναι να ετοιμάζουν έναν καινούργιο νόμο για την Ειδική Αγωγή για να δείξουν το «λαμπρό έργο» που επιτέλεσαν για τα «παιδιά ενός κατώτερου Θεού».
* H Βενέττα Λαμπροπούλου είναι Καθηγήτρια Ειδικής Αγωγής, διευθύντρια της Μονάδας Ειδικής Αγωγής και μελετών για Κωφούς του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών. Είναι Πρόεδρος του Παγκόσμιου Συνεδρίου Εκπαίδευσης Κωφών Παιδιών το οποίο θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα από τις 5-9/6/2015. Πραγματοποίησε τις σπουδές της στην Νέα Υόρκη (B.A, City University, M.Α, Columbia University, Ph.D New York University) όπου εργάστηκε και διέμενε για 15 χρόνια. Έχει υπηρετήσει από διάφορες διοικητικές θέσεις το Πανεπιστήμιο Πατρών και το Υπουργείο Παιδείας και έχει συμβάλει καθοριστικά στις αλλαγές που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο της Ειδικής Αγωγής και της Αγωγής των κωφών (ίδρυση των Κέντρων Διάγνωσης Αξιολόγησης και Υποστήριξης, των Τμημάτων Ένταξης, των Εργαστήριων Ειδικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, υιοθέτηση από τους εκπαιδευτικούς και αναγνώριση από την Πολιτεία της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας το 2000). Το επιστημονικό της έργο είναι δημοσιευμένο σε διεθνή περιοδικά και είναι μέλος συντακτικών επιτροπών διεθνών περιοδικών και διεθνών επιστημονικών οργανισμών για την Ειδική Αγωγή και την εκπαίδευση των κωφών.
http://www.greeklish.info/gr/
της Βενέττας Λαμπροπούλου
Ο τρόπος που μία κοινωνία αντιμετωπίζει τα παιδιά και την εκπαίδευσή τους είναι συνήθως ενδεικτικός του επιπέδου ανάπτυξής της. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι σε αναπτυγμένες χώρες, η επένδυση στους νέους, στην εκπαίδευση και γενικότερα στη γνώση είναι υψηλή. Αυτό φαίνεται από την εκπαιδευτική πολιτική που εφαρμόζουν οι χώρες αυτές και τους πόρους που διαθέτουν για την εκπαίδευση, αλλά και από την επιστημονική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στον τομέα αυτό και που έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή νέας γνώσης καθώς και την ανάπτυξη της κοινωνίας τόσο σε οικονομικό όσο και πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Σ’ αυτές τις κοινωνίες, η εκπαίδευση των παιδιών και ενηλίκων με ειδικές ανάγκες είναι υψηλού επιπέδου, παρέχεται δωρεάν μέσα από ποικιλία πλαισίων και δομών καλύπτοντας όλες τις κατηγορίες και τις διαβαθμίσεις ειδικών αναγκών και όλες τις ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού αυτού (από τη βρεφική έως τη γεροντική).
Η Ειδική Αγωγή αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας και η πλειοψηφία των παιδιών εκπαιδεύεται κατάλληλα σε κοινές τάξεις μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά του γενικού σχολείου. Μέσα σ’ αυτές τις τάξεις παρέχονται όλες οι ειδικές υπηρεσίες και τα τεχνολογικά βοηθήματα (ειδικοί δάσκαλοι, διερμηνείς νοηματικής, λογοθεραπευτές, ειδικοί υπολογιστές και υλικά κτλ.) που είναι απαραίτητα για την εκπαίδευσή τους, το δε σχολείο και η τάξη είναι έτσι προσαρμοσμένα ώστε να μπορούν τα παιδιά να συμμετέχουν ισότιμα στο ακαδημαϊκό και κοινωνικό πρόγραμμα.
Η αναγνώριση και η εκτίμηση της διαφορετικότητας, η συμμετοχή και συνεισφορά των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες στην κοινωνία, η παροχή ειδικής και κατάλληλης εκπαίδευσης των μαθητών με ειδικές ανάγκες μέσα σε κοινές τάξεις μαζί με όλους τους μαθητές, η ανάπτυξη σύγχρονων και διαφορετικών δομών ειδικής αγωγής που να εξυπηρετούν όλον τον πληθυσμό και η άνετη πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες και αναπηρίες αποτελούν πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την υλοποίηση αυτών των πολιτικών έχουν διατεθεί τεράστια ευρωπαϊκά κονδύλια τα τελευταία 20 χρόνια στην Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, όπως και γενικότερα οι άνθρωποι με αναπηρίες στη χώρα μας αντιμετωπίζουν τεράστια εμπόδια στην εκπαίδευση, στη μετακίνηση και γενικά στη διαβίωση τους. Η δε Ευρωπαϊκή πολιτική ελάχιστα εφαρμόζεται στη χώρα μας. Τούτο γιατί ποτέ η επίσημη Πολιτεία δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για το κομμάτι αυτό του Ελληνικού πληθυσμού.Οι πόλεις μας, οι χώροι δουλειάς, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας, οι συγκοινωνίες, δεν είναι καθόλου προσβάσιμες για τα παιδιά και τους ανθρώπους με αναπηρίες. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν ειδικές υπηρεσίες εξυπηρέτησης των ανθρώπων με αναπηρίες. Δεν υπάρχουν ράμπες στους δρόμους, στα δημόσια κτίρια, στα σχολεία, στα Πανεπιστήμια, στα θέατρα κτλ. Μερικές πρόχειρα φτιαγμένες ράμπες -κυρίως στην Αθήνα- αποτέλεσαν βιτρίνα για τους ολυμπιακούς αγώνες και καταργήθηκαν αμέσως μετά. Σήμερα τα πεζοδρόμια και οι όποιες ράμπες έχουν απομείνει είναι αποκλεισμένες από παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Φαίνεται, όταν η Πολιτεία δεν έχει και δεν ενδιαφέρεται να θέσει σε εφαρμογή κανόνες και αρχές, οι πολίτες επηρεάζονται και λειτουργούν ανάλογα. Στην Ελλάδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ενίσχυση από τα ειδικά προγράμματα και κονδύλια δεν δημιουργήθηκαν και δεν λειτουργούν δομές σαν αυτές που λειτουργούν αιώνες τώρα σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως κέντρα αυτόνομης διαβίωσης και δια-βίου μάθησης, προστατευόμενα εργαστήρια , ειδικά γηροκομεία για ενήλικες με αναπηρίες, κέντρα έγκαιρης παρέμβασης για βρέφη και συμβουλευτική στήριξη των οικογενειών τους κ.α.
Η παρεχόμενη από το Υπουργείο Παιδείας Ειδική Αγωγή είναι ελλιπέστατη ποσοτικά και ποιοτικά και στην ουσία δεν αποτελεί κομμάτι του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας μας. Συνήθως οι διάφορες ρυθμίσεις, διακηρύξεις, νομοθετικές διατάξεις ή ο σχεδιασμός αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων που γίνονται από το Υπουργείο Παιδείας, αφορούν το γενικό πληθυσμό των παιδιών, χωρίς να υπολογίζονται σε αυτόν οι μαθητές με ειδικές ανάγκες. Τους μαθητές αυτούς τους θυμάται το Υπουργείο όταν έχουν ολοκληρωθεί οι διάφοροι σχεδιασμοί και έχουν υλοποιηθεί τα σχετικά έργα. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής, η οποία μοιάζει με φιλανθρωπική παροχή -δίνουν αυτό που περισσεύει, όχι αυτό που δικαιούνται τα παιδιά- είναι η μη παροχή κατάλληλης και ισότιμης ειδικής εκπαίδευσης στα παιδιά που την έχουν ανάγκη.
(To Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών (Π.Ε.Σ.Α.) κατα την διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά)
Γενικά λίγες ήταν οι φωτεινές στιγμές στην ιστορία της Ειδικής Αγωγής στη χώρα μας. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1980 το Υπουργείο Παιδείας ανέλαβε τελικά την υποχρέωση της εκπαίδευσης των παιδιών με ειδικές ανάγκες, την οποίαν ως τότε είχε σχεδόν αποκλειστικά το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας. Με τη ψήφιση του νόμου 1566/84 ο οποίος ενσωμάτωνε την Ειδική Αγωγή στη γενική εκπαίδευση δημιουργήθηκαν κάποιες προϋποθέσεις για την ένταξη της σ’ αυτή. Στη συνέχεια όμως δεν υλοποιήθηκαν οι διατάξεις του νόμου, όπως συμβαίνει συνήθως με τους νόμους στην Ελλάδα. Αργότερα το 2000, ο νόμος 2817/2000 ο οποίος συντάχτηκε από ειδικούς ήταν ο πλέον μεταρρυθμιστικός και προοδευτικός νόμος από όλους τους προηγούμενους. Ειδικά η περίοδος 2000-2004, ήταν και η μοναδική εποχή στη χώρα μας που έγιναν πολλά και σημαντικά έργα ανάπτυξης της Ειδικής Αγωγής, όπως η ίδρυση των πρωτοποριακών Κέντρων Διάγνωσης και Αξιολόγησης των Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες (τα σημερινά ΚΕΔΔΥ) σε κάθε νομό της χώρας, τα τμήματα ένταξης, επαγγελματικά εργαστήρια ειδικής αγωγής, αναλυτικά προγράμματα για όλες τις κατηγορίες παιδιών με ειδικές ανάγκες και άλλα πολλά. Η Ειδική Αγωγή άρχισε να οργανώνεται στα πρότυπα της Ευρωπαϊκής πρακτικής και πολιτικής.
Δυστυχώς όμως, η αναπτυξιακή πορεία της Ειδικής Αγωγής ανακόπηκε και όλα ανατράπηκαν με αποκορύφωμα τη ψήφιση ενός αναχρονιστικού και ιατρικοκεντρικού νόμου ( νόμος 3699/2008) ο οποίος γύρισε την Ειδική Αγωγή πολλά χρόνια πίσω. Τα δε ειδικά αναλυτικά προγράμματα δεν έφτασαν ποτέ στα σχολεία, ενώ ο όποιος προγραμματισμός για δημιουργία κέντρων ανεξάρτητης διαβίωσης, έγκαιρης παρέμβασης και πραγματικής συνεκπαίδευσης δεν υλοποιήθηκε ενώ τα ευρωπαϊκά κονδύλια διατέθηκαν και διατίθενται και σήμερα για σεμινάρια και έργα που δεν έχουν βιωσιμότητα και καμία προοπτική ανάπτυξης της εκπαίδευσης των παιδιών.
Έτσι η Ειδική Αγωγή παραμένει μετέωρη αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Έως τότε το Υπουργείο Παιδείας μάλλον θα συνεχίσει να παρέχει αμφιβόλου ποιότητας εκπαίδευση σε ένα πολύ μικρό ποσοστό παιδιών με ειδικές ανάγκες, όπως συμβαίνει σήμερα, που από τα περίπου 106.349 παιδιά που χρειάζονται ειδική αγωγή (το 10-12% του 1.063.50 μαθητικού πληθυσμού πηγή: ΕΥΡΥΔΙΚΗ σχολικό έτος 2009-2010) μόνο 29.755 παιδιά έχουν κάποιου είδους ειδική εκπαίδευση (πηγή: Διεύθυνση Ειδικής Αγωγής σχολικό έτος 2010-11). Τα υπόλοιπα 76.594 βρίσκονται στα σχολεία χωρίς καμία ειδική βοήθεια.
Αν εξετάσουμε όμως και την ποιότητα της «ειδικής εκπαίδευσης» στη χώρα μας, θα δούμε ότι καμία σχέση δεν έχει με την αντίστοιχη στις χώρες της Ευρώπης. Ειδικά αυτή που παρέχεται στην πλειοψηφία των παιδιών μέσα σε κοινές τάξεις μοιάζει περισσότερο με φύλαξη παρά με ισότιμη εκπαίδευση και στηρίζεται σε αναπληρωτές και ωρομίσθιους -κυρίως ανειδίκευτους- δασκάλους του ΕΣΠΑ! Τα Τμήματα Ένταξης είναι τελείως ανοργάνωτα. Οι δάσκαλοι και το προσωπικό των ειδικών σχολείων, οι σύμβουλοι και ειδικά το προσωπικό των ΚΕΔΔΥ κάνουν ό, τι μπορούν για να στηρίξουν ένα ετοιμόρροπο οικοδόμημα το οποίο ταράζεται κάθε φορά από τους ερασιτεχνισμούς των «περιστασιακών συμβούλων» του Υπουργείου οι οποίοι το μόνο που ξέρουν να κάνουν, ειδικά όταν πλησιάζουν οι εκλογές, είναι να ετοιμάζουν έναν καινούργιο νόμο για την Ειδική Αγωγή για να δείξουν το «λαμπρό έργο» που επιτέλεσαν για τα «παιδιά ενός κατώτερου Θεού».
* H Βενέττα Λαμπροπούλου είναι Καθηγήτρια Ειδικής Αγωγής, διευθύντρια της Μονάδας Ειδικής Αγωγής και μελετών για Κωφούς του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών. Είναι Πρόεδρος του Παγκόσμιου Συνεδρίου Εκπαίδευσης Κωφών Παιδιών το οποίο θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα από τις 5-9/6/2015. Πραγματοποίησε τις σπουδές της στην Νέα Υόρκη (B.A, City University, M.Α, Columbia University, Ph.D New York University) όπου εργάστηκε και διέμενε για 15 χρόνια. Έχει υπηρετήσει από διάφορες διοικητικές θέσεις το Πανεπιστήμιο Πατρών και το Υπουργείο Παιδείας και έχει συμβάλει καθοριστικά στις αλλαγές που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο της Ειδικής Αγωγής και της Αγωγής των κωφών (ίδρυση των Κέντρων Διάγνωσης Αξιολόγησης και Υποστήριξης, των Τμημάτων Ένταξης, των Εργαστήριων Ειδικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, υιοθέτηση από τους εκπαιδευτικούς και αναγνώριση από την Πολιτεία της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας το 2000). Το επιστημονικό της έργο είναι δημοσιευμένο σε διεθνή περιοδικά και είναι μέλος συντακτικών επιτροπών διεθνών περιοδικών και διεθνών επιστημονικών οργανισμών για την Ειδική Αγωγή και την εκπαίδευση των κωφών.
http://www.greeklish.info/gr/
1 σχόλιο:
Τι κι αν υπάρχουν άνθρωποι ,όπως Εσύ, που θυμούνται ότι υπάρχει,και αναφέρονται στο 10% του Ελληνικού πληθυσμού που έχει ανάγκη τον σεβασμό, την μέριμνα αλλά και την ευθύνη της Ελληνικής Πολιτείας;
Η κατάσταση πάει από το κακό στο χειρότερο και η θλιψη, η απογοήτευση και η μοναξιά προστίθεται απελπιστικά στα προβλήματα της καθημερινότητας των ΑμεΑ και των οικογενειών τους.
Δημοσίευση σχολίου