Τον άκουγα τον θόρυβο έξω στο μπαλκόνι στην μεταλλική ντουλάπα, κι έλεγα καμιά γάτα θα ’ναι. Όμως τις τελευταίες μέρες όλο και δυνάμωνε. Κάποια στιγμή λοιπόν βγήκα να πάω να δω τι γίνεται. Τότε ακούστηκε από μέσα αγανακτισμένη η φωνή.
-Εεεεε!!! βγάλτε μας από δω. Ήρθαν Χριστούγεννα. Ακούστηκαν κάποια χασμουρητά κι έπειτα κάτι ψηλές φωνούλες.
- Ήρθαν Χριστούγεννα….. Ήρθαν Χριστούγεννα.
-Με ξυπνήσατε ρε χαϊβάνια, τι σας έπιασε και φωνάζετε έτσι ξαφνικά; Είπε κάποια βραχνή φωνή νευριασμένη.
-Ήρθαν Χριστούγεννα Αϊ Βασίλη κι ετούτοι εδώ οι νοικοκυραίοι δεν χαμπαριάζουνε πια τίποτα.
-Και εσύ που το ξέρεις; Μέσα σε τούτο το κουτί που είμαστε κλεισμένοι, έχεις ημερολόγιο. Που ξέρεις τι εποχή είναι, αν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα; Κι αν είναι έτσι όπως τα λες, κάποιος δεν θα είχε ανοίξει το καπάκι από το κουτί, για να μας βάλει πάνω εκεί στο πλαστικό δέντρο.
-Κι όμως εγώ το ξέρω, μυρίζομαι πως έρχονται Χριστούγεννα!
-Τι ξέρεις εσύ ρε κουτάβι! Σαν τι μυρίζεις δηλαδή;
-Μυρίζω στον αέρα που έχει γίνει υγρός και βαρύς, και τη κάπνα απ’ τα ξύλα στα τζάκια. Και την κανέλα και το μέλι απ΄ τα γλυκά και τα μελομακάρονα που φτιάχνει ο φούρνος στην γωνία. Ήρθαν Χριστούγεννα σου λέωωω!
-Εγώ το μόνο που μυρίζω εδώ μέσα είναι κλεισούρα, σκόνη και υγρασία. Κοιμήσου και παράτα μας. Έχουμε καιρό ακόμα μέχρι τα Χριστούγεννα είπε ο γέρο Αϊ Βασίλης και ξάπλωσε φαρδιά πλατιά επάνω σε μια κόκκινη γιρλάντα.
Όμως το μικρό γυάλινο αγγελάκι είχε δίκιο.
Είχανε φτάσει τα Χριστούγεννα εν μέσω κρίσεως κι ανέχειας, με γρήγορους ρυθμούς, και κάποια στιγμή το καπάκι του κουτιού που κρατούσε κλειστά τα παιχνίδια του δέντρου, άνοιξε σε μια γωνιά του σαλονιού.
Το φως και η ζεστασιά ξεχύθηκαν μεσ’ το κουτί και ξύπνησαν πια όλα τα στολίδια που χαρούμενα φώναζαν όλα μαζί πια:
-Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Ήρθαν τα Χριστούγεννα!
Οι γυάλινες μπάλες τσούλησαν στο πάτωμα, και οι βελούδινοι φιόγκοι τεντώθηκαν ξενυσταγμένοι. Άρχισαν να χτυπάν οι καμπανούλες, και τα’ αγγελάκια με βιολιά και με κιθάρες, όλα μαζί άρχισαν να λεν τα κάλαντα.
Και στη γλώσσα των παιχνιδιών που κανείς δεν γνωρίζει και δεν ακούει, άρχισαν όλα τα στολίδια να πανηγυρίζουν, να γελάνε και να τραγουδάνε χαρούμενα που μετά από μεγάλη αναμονή οι γιορτές έφτασαν και το φως της μέρας ανέδειξε τα όμορφα χρώματα τους.
Μα ο κόκκινος γέρο Αϊ Βασίλης ήταν «σακί φαρμάκι». Γιατί αυτός ήξερε ότι τα φετινά Χριστούγεννα ήτανε δύσκολα πολύ και για τούτη την Ελληνική οικογένεια που τη μάστιζε η κρίση και τα μνημόνια. Δεν ήθελε με τίποτα να συμμετέχει σ΄ αυτό το άχαρο παιχνίδι της τάχα ευδαιμονίας
Τα λεπτά χέρια της κυράς μπήκαν μέσα στο κουτί με κρύα καρδιά για να πιάσει με τρυφερότητα τον Αϊ Βασίλη και να τον κρεμάσει πάνω στα κλαδιά, για να μην χαλάσει το χατίρι στα παιδιά που ήθελαν κι εφέτος να στολιστεί το δέντρο. Μα εκείνος στύλωσε τα πόδια και δεν ήθελε να βγει απ’ το κουτί με τίποτα. Και καθώς έδινε τη μάχη για να μην βγει απ’ το κουτί κρααααατς! Το ένα του πόδι πιάστηκε στο καπάκι από το κουτί που δεν είχε ανοίξει καλά και κόπηκε απ΄τη ρίζα του.
Τι μυστήριος Αϊ Βασίλης είναι φέτος τούτος, να μη θέλει να βγει απ’ το κουτί με τίποτα είπε η κυρά και τον πέταξε με φόρα στην γωνία του κουτιού. Τότε μια βουβαμάρα έπεσε. Τα στολίδια έπαψαν να γελάνε και να φωνάζουνε στη γλώσσα των παιχνιδιών. Το φως που τα έλουζε χλόμιασε και η παγωνιά σκέπασε τον Αϊ Βασίλη με το κομμένο πόδι που έμεινε ξαπλωμένος στον πάτο του κουτιού.
Ζύγωσα να δω τι ακριβώς έγινε κι αντίκρισα ένα ζευγάρι λυπημένα μάτια. Κατάλαβα ότι με κοίταζαν με τρυφερότητα και συμπόνια. Πήρα τότε τον κουτσό Άγιο Βασίλη και ανεβαίνοντας σε μια καρέκλα τον έβαλα στο δέντρο πιο ψηλά απ’ τ’ άλλα στολίδια, πιο ψηλά ακόμα και από την γιρλάντα των αστεριών, στην κορυφή σχεδόν του δέντρου, κρύβοντας επιμελημένα πίσω απ’ τα κλαδιά το άτυχο σακάτεμά του.
Τον βλέπω τώρα επάνω εκεί στην κορυφή να με κοιτάει με πίκρα και να μου λέει με τη βραχνή του τη φωνή. Κουράγιο Έλληνα λεβέντη, θα γυρίσει ο τροχός, υγεία πάνω απ’ όλα και χρόνια σου πολλά.
Καλά Χριστούγεννα σ΄όλους Πατριώτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου