Την αναβολή της συμφωνημένης για το 2019 μείωσης των συντάξεων επιδιώκει η κυβέρνηση, εκτιμώντας ότι το πολιτικό κόστος του μέτρου είναι δυσβάστακτο ενόψει των βουλευτικών εκλογών τον επόμενο χρόνο.
Προκειμένου να αγοράσει χρόνο, αναβάλλοντας έστω κατά ένα έτος τις περικοπές στις συντάξεις και φέρνοντας νωρίτερα τη μείωση του αφορολόγητου ορίου (που έχει συμφωνηθεί με το μνημόνιο να εφαρμοστεί από το 2020) η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να κάνει αρκετούς συμβιβασμούς στο πεδίο των δεσμεύσεων και του πλαισίου εποπτείας για τη μεταμνημονιακή περίοδο. Εξάλλου, αυτό ήταν βασικό κίνητρο για την ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης.
Παράλληλα, έχει αρχίσει εδώ και καιρό να βολιδοσκοπεί κορυφαίους Ευρωπαίους αξιωματούχους και να προετοιμάζει σε τεχνικό επίπεδο την επιχειρηματολογία της έναντι των θεσμών και κυρίως του ΔΝΤ.
Υπενθυμίζεται πως η προληπτική νομοθέτηση της μείωσης των συντάξεων το 2019 και του αφορολόγητου ορίου το 2020 έγινε ύστερα από απαίτηση του Ταμείου, το οποίο σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αμφισβητούσε την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ χωρίς πρόσθετα μέτρα.
Για αργότερα
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, το θέμα έχει τεθεί στην Κομισιόν, στον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και στην καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, με την επισήμανση πως ένα τέτοιο μέτρο, η αναγκαιότητα του οποίου υποστηρίζεται μόνο από το ΔΝΤ, πολιτικά «δεν περνάει».
Ωστόσο, δεδομένου ότι ακόμη δεν έχει σχηματιστεί κυβέρνηση στη Γερμανία και κατά συνέπεια δεν μπορεί να ληφθεί κάποια απόφαση ως προς το τι θα γίνει τελικά με το ΔΝΤ, οι Ευρωπαίοι –ακόμη κι όσοι έδειξαν κατανόηση στο αίτημα της κυβέρνησης– συνέστησαν στους Ελληνες συνομιλητές τους να επικεντρωθούν στην υλοποίηση των προαπαιτουμένων και να αφήσουν αυτό το θέμα για αργότερα.
Το Ταμείο από την πλευρά του προς το παρόν δεν έχει μεταβάλει ουσιαστικά τις εκτιμήσεις και τη θέση του. Κατά την πρόσφατη συνάντηση του κ. Τσίπρα με την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, στο περιθώριο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, κατέστη σαφές πως το Ταμείο επιμένει ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν θα επιτευχθούν.
Προς το παρόν, εκτιμά ότι φέτος το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,8% του ΑΕΠ και το 2019 στο 1,4%, έναντι στόχου 3,5%. Εάν δεν μεταβάλει την πρόβλεψή του και αποφασιστεί να παραμείνει στο πρόγραμμα, τον Μάιο θα ζητήσει να ισχύσουν από το 2019 και η περικοπή στις συντάξεις και η μείωση του αφορολόγητου ορίου.
Δεν είναι τυχαίο ότι η σχετική ρήτρα περιελήφθη στο επικαιροποιημένο μνημόνιο της τρίτης αξιολόγησης και θα υπάρχει και στην επιστολή προθέσεων (Letter of Intent) που θα στείλει η κυβέρνηση στο Ταμείο προκειμένου να συμμετάσχει στο πρόγραμμα.
Mάλιστα, όπως παρατηρούν προβληματισμένα αρμόδια στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου, «εάν περάσει του Ταμείου, ακόμη κι αυτά τα δύο μέτρα δεν θα είναι αρκετά. Για να έχεις καθαρό δημοσιονομικό όφελος 2% του ΑΕΠ (σ.σ. όσο εκτιμάται ότι θα αποδώσει η μείωση συντάξεων και αφορολογήτου), πρέπει να πάρεις μέτρα 2,5%».
Στη συνάντηση με τα στελέχη του Ταμείου, η ελληνική αντιπροσωπεία αντέτεινε πως:
1. Οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ έχουν κατ’ επανάληψη αποδειχθεί λανθασμένες.
2. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων σχεδόν 4% επί τρία χρόνια δείχνει ότι δεν είναι προσωρινή, αλλά μόνιμη.
3. Η στάση του Ταμείου είναι αντιφατική. Από τη μία υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλη λιτότητα αλλά ελάφρυνση χρέους και από την άλλη απαιτεί υφεσιακά μέτρα, όπως η περαιτέρω περικοπή των συντάξεων.
Δεδομένων και των μετριοπαθέστερων προβλέψεων του Ταμείου για τον ρυθμό ανάπτυξης όπως όλα δείχνουν, το ΔΝΤ και ο ESM θα καταλήγουν, για μία ακόμη φορά, σε διαφορετικές εκτιμήσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Bad bank
Αλλη εστία ανησυχίας της κυβέρνησης είναι τι θα αναφέρει το ΔΝΤ για τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Το Ταμείο δεν φαίνεται να έχει αναθεωρήσει επί της αρχής την εκτίμηση πως θα χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια (σε προηγούμενες εκθέσεις του αναφερόταν σε 10 δισ. ευρώ).
Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν βασίζεται σε στρες τεστ τύπου ΕΚΤ (τα οποία εξάλλου δεν έχει τη δυνατότητα να διεξάγει), αλλά σε μια πιο απλή προσέγγιση: αφού υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια από το πρόγραμμα για τις τράπεζες, πάρτε τα για την περίπτωση που τα πράγματα στο μέλλον εξελιχθούν άσχημα.
Σε αυτό το σημείο, η κυβέρνηση έχει προτείνει στο Ταμείο μια εναλλακτική: να υποστηρίξουν από κοινού τη χρήση αυτών των κεφαλαίων για τη δημιουργία μιας «κακής τράπεζας» (bad bank), στην οποία θα μεταβιβασθούν κόκκινα δάνεια των τραπεζών. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη των Ευρωπαίων και της ΕΚΤ, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν απορρίψει σχετική πρόταση της Αθήνας.
Ολα αυτά, όπως και το μεταμνημονιακό πλαίσιο επιτήρησης, θα συζητηθούν την επόμενη εβδομάδα, οπότε θα έρθουν στην Αθήνα για το συνέδριο του Economist ο επίτροπος Μοσκοβισί και ο επικεφαλής του κλιμακίου της Κομισιόν, Ντέκλαν Κοστέλο.
Προκειμένου να αγοράσει χρόνο, αναβάλλοντας έστω κατά ένα έτος τις περικοπές στις συντάξεις και φέρνοντας νωρίτερα τη μείωση του αφορολόγητου ορίου (που έχει συμφωνηθεί με το μνημόνιο να εφαρμοστεί από το 2020) η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να κάνει αρκετούς συμβιβασμούς στο πεδίο των δεσμεύσεων και του πλαισίου εποπτείας για τη μεταμνημονιακή περίοδο. Εξάλλου, αυτό ήταν βασικό κίνητρο για την ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης.
Παράλληλα, έχει αρχίσει εδώ και καιρό να βολιδοσκοπεί κορυφαίους Ευρωπαίους αξιωματούχους και να προετοιμάζει σε τεχνικό επίπεδο την επιχειρηματολογία της έναντι των θεσμών και κυρίως του ΔΝΤ.
Υπενθυμίζεται πως η προληπτική νομοθέτηση της μείωσης των συντάξεων το 2019 και του αφορολόγητου ορίου το 2020 έγινε ύστερα από απαίτηση του Ταμείου, το οποίο σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αμφισβητούσε την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ χωρίς πρόσθετα μέτρα.
Για αργότερα
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, το θέμα έχει τεθεί στην Κομισιόν, στον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και στην καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, με την επισήμανση πως ένα τέτοιο μέτρο, η αναγκαιότητα του οποίου υποστηρίζεται μόνο από το ΔΝΤ, πολιτικά «δεν περνάει».
Ωστόσο, δεδομένου ότι ακόμη δεν έχει σχηματιστεί κυβέρνηση στη Γερμανία και κατά συνέπεια δεν μπορεί να ληφθεί κάποια απόφαση ως προς το τι θα γίνει τελικά με το ΔΝΤ, οι Ευρωπαίοι –ακόμη κι όσοι έδειξαν κατανόηση στο αίτημα της κυβέρνησης– συνέστησαν στους Ελληνες συνομιλητές τους να επικεντρωθούν στην υλοποίηση των προαπαιτουμένων και να αφήσουν αυτό το θέμα για αργότερα.
Το Ταμείο από την πλευρά του προς το παρόν δεν έχει μεταβάλει ουσιαστικά τις εκτιμήσεις και τη θέση του. Κατά την πρόσφατη συνάντηση του κ. Τσίπρα με την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, στο περιθώριο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, κατέστη σαφές πως το Ταμείο επιμένει ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν θα επιτευχθούν.
Προς το παρόν, εκτιμά ότι φέτος το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,8% του ΑΕΠ και το 2019 στο 1,4%, έναντι στόχου 3,5%. Εάν δεν μεταβάλει την πρόβλεψή του και αποφασιστεί να παραμείνει στο πρόγραμμα, τον Μάιο θα ζητήσει να ισχύσουν από το 2019 και η περικοπή στις συντάξεις και η μείωση του αφορολόγητου ορίου.
Δεν είναι τυχαίο ότι η σχετική ρήτρα περιελήφθη στο επικαιροποιημένο μνημόνιο της τρίτης αξιολόγησης και θα υπάρχει και στην επιστολή προθέσεων (Letter of Intent) που θα στείλει η κυβέρνηση στο Ταμείο προκειμένου να συμμετάσχει στο πρόγραμμα.
Mάλιστα, όπως παρατηρούν προβληματισμένα αρμόδια στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου, «εάν περάσει του Ταμείου, ακόμη κι αυτά τα δύο μέτρα δεν θα είναι αρκετά. Για να έχεις καθαρό δημοσιονομικό όφελος 2% του ΑΕΠ (σ.σ. όσο εκτιμάται ότι θα αποδώσει η μείωση συντάξεων και αφορολογήτου), πρέπει να πάρεις μέτρα 2,5%».
Στη συνάντηση με τα στελέχη του Ταμείου, η ελληνική αντιπροσωπεία αντέτεινε πως:
1. Οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ έχουν κατ’ επανάληψη αποδειχθεί λανθασμένες.
2. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων σχεδόν 4% επί τρία χρόνια δείχνει ότι δεν είναι προσωρινή, αλλά μόνιμη.
3. Η στάση του Ταμείου είναι αντιφατική. Από τη μία υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλη λιτότητα αλλά ελάφρυνση χρέους και από την άλλη απαιτεί υφεσιακά μέτρα, όπως η περαιτέρω περικοπή των συντάξεων.
Δεδομένων και των μετριοπαθέστερων προβλέψεων του Ταμείου για τον ρυθμό ανάπτυξης όπως όλα δείχνουν, το ΔΝΤ και ο ESM θα καταλήγουν, για μία ακόμη φορά, σε διαφορετικές εκτιμήσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Bad bank
Αλλη εστία ανησυχίας της κυβέρνησης είναι τι θα αναφέρει το ΔΝΤ για τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Το Ταμείο δεν φαίνεται να έχει αναθεωρήσει επί της αρχής την εκτίμηση πως θα χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια (σε προηγούμενες εκθέσεις του αναφερόταν σε 10 δισ. ευρώ).
Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν βασίζεται σε στρες τεστ τύπου ΕΚΤ (τα οποία εξάλλου δεν έχει τη δυνατότητα να διεξάγει), αλλά σε μια πιο απλή προσέγγιση: αφού υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια από το πρόγραμμα για τις τράπεζες, πάρτε τα για την περίπτωση που τα πράγματα στο μέλλον εξελιχθούν άσχημα.
Σε αυτό το σημείο, η κυβέρνηση έχει προτείνει στο Ταμείο μια εναλλακτική: να υποστηρίξουν από κοινού τη χρήση αυτών των κεφαλαίων για τη δημιουργία μιας «κακής τράπεζας» (bad bank), στην οποία θα μεταβιβασθούν κόκκινα δάνεια των τραπεζών. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη των Ευρωπαίων και της ΕΚΤ, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν απορρίψει σχετική πρόταση της Αθήνας.
Ολα αυτά, όπως και το μεταμνημονιακό πλαίσιο επιτήρησης, θα συζητηθούν την επόμενη εβδομάδα, οπότε θα έρθουν στην Αθήνα για το συνέδριο του Economist ο επίτροπος Μοσκοβισί και ο επικεφαλής του κλιμακίου της Κομισιόν, Ντέκλαν Κοστέλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου