* Ένα εξαιρετικό φυσιολατρικό άρθρο από τον συμπατριώτη μας Δημήτρη Α. Γκορόγια για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
«Σήκω ρε και κάνε το σταυρό σου, δεν ακούς, ο παπα-Στέφανος ξεκίνησε τον όρθρο, αντίχριστος είσαι;» είπε ο Πέτρος στον απέναντί του ομοτράπεζο τον Γιάννη, μα εκείνος ήταν πολύ απασχολημένος να ισιώνει επιμελώς και να ποστιάζει τα χαρτονομίσματα, το αποψινό νυχτοκάματο του τρόμου. Ούτε που αποκρίθηκε μια λέξη.
«Πες του και συ μωρέ δάσκαλε μια οδηγία, δάσκαλος είσαι, τι στον κόρακα, μετράει καλύτερα ο λόγος σου», γύρισε τώρα προς τον τρίτο της παρέας
«Για κάντε και οι δυο ησυχία, γιατί θα σας πετάξω έξω από την εκκλησία» αντέτεινε ο Λευτέρης ο δάσκαλος, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την ιεροτελεστία του διπλανού του. Μιας και διαρκούσης της νυχτός εκείνης, κάμποσα δικά του πεντοχίλιαρα είχαν μεταναστεύσει στη μπασμπακούτα του Γιάννη. Ύστερα ένας-ένας πήραμε να αναδευόμαστε απρόθυμα για το επικείμενο ξεπόρτι.
«Πάρε διαολάκι χοροσπερίδα, πάρε και χαρτοπαίγνιο, πάρε και τσιπροκραιπάλη, να και τα ξετσιαουλιασμένα κονσερβοκούτια, ολόκληρη τρακάδα στο νεροχύτη. Ρε σεις λεβεντόπαιδα, όλη ετούτη τη στρωματιά με τα αποτσίγαρα εμείς την κάναμε, όλα αυτά, εμείς τα φουμάραμε; Πω-πω, πέτσα είναι το πάτωμα, ακρίς-ακρίς!
«Αυτά που βλέπεις μελετάς, εκείνα που πάστρευε ως τα μεσάνυχτα η Στεφανέσια τα ξέχασες;» είπα κι εγώ για να μη με ονοματίσουν μούτο, αλλά απόκριση δεν πήρα από πουθενά και σταμάτησα.
«Χαρούλες που θα κάνει κι η Δημητρούλα μου άμα ξεσηκωθεί κι αντικρύσει το τερπνόν θέαμα… Προγκάτε να λακίσουμε όσο είναι καιρός, άιντε Γιάννη, τα μετράς και στο κονάκι σου τα μπικικίνια. Εγώ λέω να πάω για κανένα κοτσύφι άμα ξεφέξει. Δεν θέλω να πέσω σε καμία πρωινή τόκα με την κυρά και γίνει της κακομοίρας… Εσείς ορέ παλιοξαδέρφια θα ρθείτε να θηρεύσουμε τα φτερωτά, όπως είχαμε πει αποβραδίς ή θα πάτε να ζεστάνετε τα τραγότσιολά σας, μην πάρουν πούντα;»
Μισόπνοος και μούρτζουφλος τα ξεφούρνισε σαν σε παραμιλητό, όλα ετούτα ο καψερός ο Στέφανος. Ούτε που άκουσε την «προς Ιωάννην 1η επιστολή» του Πέτρου ούτε την λακωνική παρατήρηση του δάσκαλου οσαύτως. Ήταν ήδη όρθιος, οριακά αυτοστήρικτος σαν μαραγκιασμένο σύκο τσαπέλα της Κύμης. Βαροξενύχτης, μπαρουτοκαπνισμένος απ΄ τα λαθροτσίγαρα, ζαβλακωμένος απ΄το ατελώνιστο πιοτί.
Κρατούσε στα χέρια του την αγία τράπουλα κι ένα τασάκι- τσιγαροπνίχτη, κατακάθαρο όμως, ιδίως από τη μέσα του μεριά. Σα να το πήρε εκείνη την ώρα από το ράφι. Ούτε ένας θεριακλής, ολόκληρη νύχτα, δεν έσβησε ένα τσιγάρο μες το τασάκι του μαγαζιού. Βιγλίζει ο Στέφανος κάθε τόσο ανήσυχος προς την εσωτερική πορτούλα, εκείνη που οδηγεί στην κάμαρα της Δημητρούλας, τρεμάμενος στην ιδέα μη και ξεμπουκάρει αιφνιδίως από κει και γίνει το μεγάλο πατατράκ.
Ξανακοιτάει λοξά το μαύρο χάλι του τσιμεντένιου πατώματος, τα σκόρπια ρακοπότηρα πάνω στα σαρακοφαγωμένα τραπεζάκια του καφενέ, τις φερνάδες της ξεχαρβαλωμένης εισόδου απ΄ όπου ξεγλιστράει έξω, σε μακριές παλλόμενες σταχτογάλαζες λουρίδες το τσιγαροντουμάνι.
Πόσες φορές δεν είχε παρακαλέσει το αφεντικό να του αλλάξει την πόρτα αλλά εκείνος πέρα βρέχει:
«Εγώ Στέφανε δεν έχω ξύγκι ούτε στο μάτι μου κι εσύ μου ζητάς ξωρέξια και περδικοστήματα…»
Μπροστά στο φορητό καπνοβαμένο ραδιοκασετόφωνο κείτεται μια ξεκοιλιασμένη κασέτα, δυο τρία μέτρα από τα άντερα της κρέμονται έξω από το σώμα της, σα να τα έφτυσε. Φυσική και αναμενόμενη απώλεια από τις ώρες του γλεντιού, πριν στρωθούμε σαν τις μπεκάτσες στο πράσινο λιβαδάκι της τσόχας.
Τρία τέσσερα πιατάκια του μεζέ αφημένα εδώ και κει, όπου μέσα τους αχνογυαλίζουν στο φως του θολερού γλόμπου τα πηρούνια, πενιχρά υπόλοιπα ψαρολαδιάς, μικρούτσικες καυτερές πιπεριές από τις πικάντικες κονσέρβες της σαρδέλας και μπόλικα τρίματα ψωμιού.
Καμιά δεκαριά άδεια πακέτα τσιγάρων, κείτονται χάμω, τα πιο πολλά ποδοπατημένα, κάτω απ’ το τραπέζι της χαρτοπαιξίας. Δώδεκα ώρες αντρονυχτέρι κι ασωτία μέσα σε τριάντα τετραγωνικά χιλιοχρονίτικου παραγκομάγαζου, τι περιμένεις να δεις, αγγέλους εξαπτέρυγα και μετατάρσια?
Με αργά, κάπως λικνιστά και αρκούντως αμφίβολα βήματα φτάνει ο καφετζής στο μπεζαχτά. Ακουμπάει δεξί χέρι και τασάκι στον πάγκο και στη συνέχεια με το ζερβί τοποθετεί νευρικά τη βασίλισσα της νύχτας την δραχμοκλέφτρα στην ιδιαίτερη θέση της: Στενό ραφάκι, ζερβή γωνία κάτω, με τη στενή της πλευρά προς το βάθος του ραφιού. «Άει στον αγύριστο και συ γρουσούζα κακομούτσουνη, νοικοκύρη μ΄ έφτιαξες κι απόψε. Αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σε μαλάζω στα χέρια μου….»
Όπως στρίβει για την επιστροφή προς τη συνάθροιση, που στο μεταξύ σενιάρεται νωχελικά για την απόλυση, η ματιά του πέφτει στο ματσάκι με το μόσχο. Η Δημητρούλα τον είχε κρεμασμένο με ασημένια κλωστούλα στη γωνία του μαγαζιού. Ψηλά στο ταβάνι και πάνω από την κορνίζα με το μεθυσμένο. Εκείνο τον αναμαλλιασμένο μπεκρούλιακα που γραπώνεται από το φανοστάτη με το ένα χέρι και με το άλλο κρατάει σφιχτά το σβέρκο του κρασομπούκαλου, τρέμοντας μη και του φύγει.
Συγκρατεί για λίγο το βλέμμα του στο σημείο αυτό και ύστερα σκάει ένα παρατεταμένο σαρδόνιο, χαμόγελο: «Ήθελα να ΄ξερα αυτός ο μαϊντανός που τον κουβάλησε ως εδώ η συμβία απ΄το Μοναστηράκι Αγράφων, τι σόι μυρωδιά να έχει τώρα, ένα εξάμηνο κρεμασμένος εκεί που είναι κι εμείς από κάτω να λιτανεύουμε ολονυχτίς, ανελλιπώς και καθ΄ εκάστην. Τις οίδε σαν τι μπαχαριά να πήρε η μοσχοβολιά του!».
«Άμα είσαι παιδί μου απόφοιτος του σχολαρχείου, φαίνεται από μακριά, γκαρίζει το πράμα» σχολίασε πάλι ο Πέτρος για το λεξιλογικό πλούτο, και την εκφραστική δεινότητα του Στέφανου. Άσχετα που ο Στέφανος μόλις και μετά βίας είχε αποφοιτήσει από το Δημοτικό, τυγχάνων του γενικού βαθμού «Σχεδόν καλώς 6». Αυτό το ήξερε καλύτερα απ΄όλους ο Πέτρος γιατί τον είχε συμμαθητή.
«Αναμέρα ωρέ φυλλερούδι να περάσω, σταλίκωσες μπροστά στην πόρτα και θες να βγάλεις και κήρυγμα, κερασονουρά. Απόλυσε η εκκλησία, δεν το πήρες χαμπάρι;» μάλωσε ο Γιάννης τον Πέτρο. Λιγοστούλης και διάολος με τσαρουχάκια ήταν αλήθεια ο Πέτρος, σαν λουρίδα από σχισμένη μαντανία, αλλά κι ο «Στραβόξυλος» διέθετε σε ικανοποιητική επάρκεια όλες τις αποχρώσεις της κακιούλας.
Φύγαμε τα «παλιοξάδερφα» του Στέφανου για το σπίτι μας, την ώρα που έφεγγε για τα καλά, με βαρύ κεφάλι κι ελαφριές τσέπες. Μιας κι η βραδιά ήταν ορκισμένη να κάνει χαρούμενο μόνο το Γιάννη της. Στούπα στο μεθύσι, τράβαγε ο αλάδωτος χαρτί από τα 19 κι έβρισκε διπλό! Μας ξεψίλιασε κυριολεκτικά, ούτε φράγκο για κερί δεν μας άφησε. «Είμαι διατεθειμένος να σας πάρω και τα σώβρακα! Αποκεκομβιοθείτε αμέσως κατά δυο κομβία και μια κόπτσα. Έως σωβράκου είπαμε… Ποιός έχει σειρά χορού ρεεε… έλα, βάλε τώρα που γυρίζει… εις υγείαν και με το μπαρδόν δηλαδή…».
Στουπί-στουπί ο Γιαννάρας αλλά τα παραγγέλματα απ΄τον καιρό που διατέλεσε λοχίας του εθνικού στρατού στο Γράμμο, τα κομπόδιαζε φαρσί. «Α ρε και να 'πιανα στα χέρια μου εκείνη την άτιμη την αντάρτισσα, την κατάξανθη που μας έκραζε με το χωνί απ΄ την απέναντι κορφή και μας έλεγε χέστες… αλλά δεν μπόρεσα το φελέκι μου… τέλος πάντων»..Ούτε περασμένα, ούτε ξεχασμένα ήταν αυτά τα ψιλά γράμματα της ιστορίας για το Γιάννη τον «Στραβόξυλο».
Το καταλάβαινες πως θα έπαιρνε πολύ καιρό ακόμα ώσπου να αδρανήσει μέσα του το δηλητήριο με το οποίο ήταν ποτισμένος. Κι αν θα καταλάγιαζε ποτέ η επίδρασή του στην ψυχή και το μυαλό του.
Ήπιαμε στα μουλωχτά ένα σκέτο καφέ στο απάνω κουζινάκι μη μας πάρουν χαμπάρι οι κοιμώμενες ακόμα φαμελιές και θέσουν σε λειτουργία, πρωινό ανακριτικό τμήμα. Ο πατέρας και η μάνα μου ήταν από μιας ώρας νύχτα χωμένοι μέσα στα μαντριά για το συγύρισμα των ζωντανών.
Ζωστήκαμε τα άρματα, αναλάβαμε ικανοποιητική ποσότητα πυρομαχικών, ξηρά τροφή για τις επόμενες ώρες δεν αναλάβαμε. Τσιγάρα δεν είχαν απομείνει προς ανάληψη, αλλά θα αγοράζαμε φρέσκα στο μαγαζάκι του Στέφανου. Ανεβήκαμε ξανά στα κάρα μας και τραβήξαμε για τη γέφυρα στο Κρυονέρι, τέσσερα χιλιόμετρα παραποτάμιος δρόμος, δίπλα στον πανέμορφο και βουερό Αγραφιώτη.
Ο ξάδερφος μας άκουσε άνευ χρήσης κορναρίσματος και πετάχτηκε αμέσως στο δρόμο. Ήταν ήδη ντυμένος την φόρμα παραλλαγής των ειδικών δυνάμεων, μια εντελώς γελοία και παταγωδώς αποτυχημένη απόπειρα για την αντιγραφή μιας ακόμα αμερικανιάς που κυκλοφορούσε ευρέως «καθ άπασαν την επικράτεια».
Ήταν ο ντελικανής ο ξάδερφος στην πένα, γαμπρός απ΄ τα Τοπόλιανα,, φρεσκοχτενισμένος και βαστάζων ανά χείρας τον απαστράπτοντα οπλισμό του μια δίκανη «Μπαϊκαλιά». Εάν έλειπε από πάνω του κι κείνη η «παρδαλή απρέπεια» πόσο καλύτερος θα ήταν... Χαριεντίσθηκε μεθ΄ημών καθότι τηρήσαμε το λόγο μας.
«Μπράβο ρε ασλάνια, κρατάτε κορμί», σκυλόβρισε ένα κομμάτι μπαλόσυρμα που τον περδίκλωσε μπροστά στην πόρτα του αμαξιού του και που τον ανάγκασε να κουτρουβαλήσει χτυπώντας το δεξί του γόνατο στην καρότσα. Αυτός ο ίδιος το είχε εκσφενδονίσει προς τα εκεί που βρέθηκε χθες την ώρα που έλυνε ένα δεμάτι για τα ζωντανά.
Το σύρμα όμως και μόνον αυτό έφταιξε κατά την αδιαμφισβήτητη θεωρία του Στέφανου: «δεν μπορούσε να πέσει λίγο παραπέρα, εκεί ακριβώς βρήκε να σκαλοπιάσει;».
«Που τα πετάς ρε φλέκαρο τα παλιοσύρματα, μέσα στο δρόμο κι ύστερα τα παίρνεις σβάρνα με τα τσαρούχια σου; Θες να πάρεις στο λαιμό σου και κανένα αθώο;». Αυτά είπε ο γαμπρός μου ο Λευτεράκης, ο σπουδαγμένος δάσκαλος, χασκογελώντας, για να εισπράξει από την πλευρά του παθόντος κάτι ακαθόριστους μυκηθμούς, μακρόσυρτους ήχους σε επιτακτική φωνή, δωρικούς φθόγγους, κάτι σαν «άντε τώρα» «μη», «ρε», «σου». Και να ήξερα για λόγους ευπρέπειας και μόνο δεν θα μπορούσα να σας πω τι εννοούσε ο Στέφανος, όμως εμπιστεύομαι εν αυτώ την πλούσια φαντασία σας!
Παρελθόντος του θυμού, ο Στέφανος ετέθη δικαιωματικά επικεφαλής του κλιμακίου ως ο απόλυτος γνώστης και έμπειρος ιχνηλάτης της περιοχής. Οπότε και βρεθήκαμε σε πέντε μόλις λεπτά στη μπούκα μιας δασωμένης ρεματιάς. Αυτό το ψευτολάγκαδο ανηφόριζε με ήπια κλίση από τη δημοσία του Λογγιτσίου νοτιοδυτικά προς τη ξακουσμένη Τσούκα Παλαιοκατούνας, γενέτειρα της αείμνηστης μάνας μου, κόρης του αγιανθρώπου παππού μου με το παρατσούκλι «Πριοβολάκης».
Όλα περιστρεφόταν ατάκτως μέσα στο στομάχι μου μόλις ξεκινήσαμε πορεία στο μονοπατάκι, παράλληλα με την κοίτη του ρέματος. Αφού σε μια νύχτα πέρασα από τον καταπιόνα μου εκατό τσιγάρα, δυο ντουζίνες ρακοπότηρα τσίπουρο από γρέντζελα και κάμποσες καυτές σαρδέλες που τώρα κολυμπούσαν κι αυτές καραμεθυσμένες μέσα στο πιοτί μου, τώρα ήμουν σε κατάσταση «να μη με δει βάσκανο μάτι».
Έβλεπα, σαν σε θολή ταινία του σινεμά, τις ψηλές μονόλοβες αριές, αλμάκια τις έλεγε ο πατέρας μου, που υψωνόταν πεισματικά από την κοίτη του ξερολάγκαδου προς τον ουρανό. Η γαλάζια γλίνα της Τσούκας μοσχόθρεφε τα δέντρα, είναι ένα παράξενο χαλικόχωμα που δεν το πιάνεις για γιορτή, όμως κάνει θαύματα με την άγρια βλάστηση, ιδίως με τα απαλοκλάρια.
Έβλεπα, με κάπως αμφίβολη οπτική εστίαση, τα κοτσύφια που στρατοκοπούσαν πέρα δώθε τις δυο όχθες και κατέβαιναν να ποτισθούν στις γουρνούλες του αναιμικού ρυακιού. Φλεβάρης μήνας του 1995, παρατεταμένο για μέρες πολλές το ξεροβόρι, κρύο πολύ και βαριά νέφωση. Αυτήν ο αείμνηστος πατέρας μου την έλεγε θελοκουρκούτα. Τα πουλιά είχαν πέσει ξελιγωμένα από την πείνα στα κούμαρα, ένα γύρω από τις όχθες, κι ύστερα σπρωγμένα από τη στιφάδα της τροφής τροχοδρομούσαν κατευθείαν στον ποτιστή.
«Δεν κάθεσαι εδώ χαμηλά εσύ, έτσι χλαπατσιασμένος που είσαι, εμείς θα τραβήξουμε για ψηλότερα, να πιάσουμε καλύτερα περάσματα. Δεν βαριέσαι, ότι κάνεις εδώ κάτω, τι λες;».
Δεν είπα τίποτα στο γαμπρό μου, μα και να του έλεγα, πέστε πως είπα οπωσδήποτε, πάλι θα ήταν αδύνατο να σας γράψω τι ήταν αυτό που του είπα. Είναι οικογενειακά πράματα αυτά, πέρασε και τόσος καιρός από τότε που να θυμάμαι… Θεωρητικά και για την ομαλή συνέχιση της αφήγησης, θεωρήστε ότι κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι μου κι έπιασα σιωπηλά την ακρούλα του μονοπατιού.
Οι δυο έτεροι, φερόμενοι αφ΄ εαυτών ως δεινοί θηρευτές της ομάδας, προχώρησαν σε ανοδική πορεία. Συναγελάζοντες περί την κατάστασή μου αρχικώς και ύστερα καθυβρίζοντες αρκούντως, έριξα την πρώτη μου ντουφεκιά. Που τους χάλασε λέει άσκοπα τη βαλέζα, το πέρασμα των πουλιών.
Βέβαια ο κερομύτης που κείτονταν μπρούμητα σε μια ξαθρούλα έξω από το νεράκι θα είχε τελείως διαφορετική άποψη περί του ασκόπου πυροβολισμού μου, αλλά αυτό τι σημασία έχει… μήπως και τον ρώτησε κανείς; Στη συνέχεια και για τις επόμενες δυο ώρες έριξα 50 κατ΄ελάχιστον ακόμα «άσκοπες» βολές, προπηλακίσθηκα ισάριθμες φορές με το ίδιο περίπου ρεπερτόριο λέξεων «ρε τον κακορίζικο επίτηδες βροντοκοπάει…», «τι ζημιά μας έχει κάνει σήμερα με τις μπαταριές του, χάσαμε ένα σωρό πουλιά», «σταμάτα ωρέ γκιουλέκα το βρόντο, κειτάσου σε καμιά πουρναρότουφα και λάρωσε».
Τα «χαμένα» τους πουλιά έρχονταν σε μένα σωρηδόν, τα ντουφέκιζα όπως ήξερα και τα μάζευα πάνω στο μονοπάτι απ' όπου θα επέστρεφαν τα μέλη του «προωθημένου φυλακίου», ο ξάδερφός μου κι ο γαμπρός μου δηλαδή.
Πάντως λιγότερα από σαράντα δεν ήταν τα κοτσύφια μου, ίσως να έφταναν και κοντά στα σαρανταπέντε. Δεν μαρτυράω πόσα βάρεσαν οι άλλοι γιατί, καθώς γνωρίζω, αυτοί φοβούνται το λόγιασμα και βασκανίζονται εύκολα. Πάντως δεν ξέμειναν ολότελα, χωρίς την τηγανιά τους, ούτε εκείνοι.
Η ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΗ ΥΒΡΙΣ ΜΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ Η ΜΑΝΑ
Είμαι κατεβασμένος από το αμάξι, στην έξω αυλή του σπιτιού μου, και έχω ανοιχτό το πορτ μπαγκάζ. Καθώς κοιτάζω τον τεράστιο σωρό των πανέμορφων, πάλαι ποτέ, λαλητάδων, που κείτονται ακίνητοι πάνω στη μοκέτα, κάτι αόριστο αρχίζει να με στραβώνει. Κάνω να πιάσω τα πουλιά σε αρμαθιές για να τα σηκώσω, μα ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα με αποσβολώνει. Εκείνη την ώρα η μάνα μου κυφωμένη από τα χρόνια και τις ταλαιπώριες ανεβαίνει το μονοπατάκι που τη φέρνει ακριβώς καταπάνω μου.
Είναι ένας στενός δρομάκος που ενώνει την έξω αυλή μας με το γιδομάντρι, φιδωτός, ανηφορικός και σκέτος στουρναριάς. Όσες φορές κουτρουβαλίσαμε εκεί, εγώ και η αδερφή μου, κάναμε τα γόνατα «πατσιά». Ο παππούλης έξυνε τη ζώνη του με ένα σπασμένο γυαλάκι που φύλαγε στο σελιάχι του και έβαζε το τρίμα πάνω στην ανοιχτή πληγή για να «πιάσει» το αίμα… Και το έπιανε πάντα!
«Πήγατε μωρέ ασύχαστα για πουλιά με τέτοιο ψοφόκρυο; Ας είναι, και με τα ταίρια τους τα κυνήγια σας». Άμα σκότωνες και το ταίρι έκλεινε ο κύκλος, τελείωνε ο πόνος της απώλειας, κοίτα να δείς αίσθημα και μόρφωση από αγράμματους ανθρώπους του λόγγου… Κι όπως πλησίαζε λίγο-λίγο η μανούλα μου, καλή της ώρα εκεί που βρίσκεται, είδε ένα μασγάλι μονάχα από τον αρμακά που είχα φτιάξει πάνω στο χαλί της καρότσας.
Κόσεψε το γεροντικό βηματισμό, βάζοντας μια απρόσμενη από μεριά της ένταση, έβλεπα να απλώνεται μια αδημονία και μια βαθύχρωμη κοκκινάδα στο πρόσωπό της που δεν την είχα ματαδεί στο παρελθόν. Άχ τι όμορφη γυναίκα που ήταν η μανούλα μου στα νιάτα της και τι γλυκιά στα γέρα της… Με τρεις-τέσσερεις δρασκελιές είχε φτάσει στο τοιχάκι της αυλής. Ακούμπησε το χέρι της και κοίταξε, από κοντά πια, το κατόρθωμα του λεβέντη της.
Έμεινε παγωμένη, ασάλευτη για κάμποσα δευτερόλεπτα. Τα μάτια της είχαν γίνει τεράστια, γέμισαν βουβή βροχούλα που αργοκύλησε στα χρονοχαραγμένα μαγουλά της. Γύρισε και με κοίταξε, για πρώτη και τελευταία φορά τόσο απαξιωτικά, που παρακάλεσα το Θεό ν΄ανοίξει εκείνη τη στιγμή μια τρύπα στη γη και να με ρουφήξει στα κατάβαθά της.
«Τι έγινε μωρέ μάνα, τι έπαθες τώρα» ψέλλισα μουδιασμένα κι ήταν αυτή μου η ερώτηση η πιό χαζή που έχω κάνει ποτέ, η πιο αχρείαστη. Τα ήξερα όλα, εκείνο το βλέμμα της μάνας μου είχε μία και μοναδική ερμηνεία. «Πόσα είναι τα πουλιά που θανάτωσες σήμερα Δημητρό μου, 30, 40, 50, 80; Άφησες άλλα εκεί που πήγες;».
«Ε μωρέ μάνα, ερχόταν συνέχεια και΄γω τα πυροβολούσα στον αέρα, δεν τα μέτραγα, παρασύρθηκα... », είπα ξέπνοα και με ζώσαν τα μαύρα φίδια. «Δεν μου λες ωρέ χαμένο πρόβατο, ο Θεός να με σχωρέσει, την άνοιξη εσύ θα κλαρώσεις στα κεδράκια το βραδάκι για να γλυκολαλήσεις τον ερχομό της; Άκου, μην τολμήσεις να βάλεις μέσα στο σπιτάκι μου αυτή τη βαριά αμαρτία, εξαφάνισέ τα από μπροστά μου και κανόνισε την πορεία σου κακόμοιρε, αν θέλεις να γίνεις άνθρωπος…».
Κανένας δεν έφαγε εκείνα τα δύσμοιρα, τα δια χειρός μου φονευθέντα στολίδια της μάνας φύσης. Κανένας! Τα έθαψα κιόλας να μη τα πάρουν οι γάτες και τα σβαρνάνε από δώ κι από κει. Κανένας κότσυφας δεν πέθανε με δική μου πρόθεση από εκείνη την αξέχαστη για μένα ημέρα. Ακούω τη «σφεντόνα» του Βασίλη Παπακωσταντίνου και με κόβει ρίγος συγκίνησης…
……………………….
Παλιέ μου φίλε γνώριμε
συμμαθητή θαμώνα
μαζί μου απόψε έφερα
εκείνη τη σφεντόνα.
Μην πάει ο νους σου στο κακό
πουλιά δε θα χτυπήσω
με κότσυφες και πέρδικες
τι έχω να χωρίσω
……………………………….
Το αρκουδοπούρνι της αυλής μου στέκει ορθό κι αγέρωχο στους χειμώνες περιμένοντας να φιλοξενήσει με τους ολοκόκκινους καρπούς του τα πεινασμένα φτερωτά του ουρανού.
Αχ και να ξαναγύριζες μάνα, ας ήταν μονάχα για ένα βράδυ, ίσα να προφτάσω να σε δω μια στιγμή κι άλλη μια για να σου πω ότι από τότε κι ως τα σήμερα κανένα άκακο και ειρηνικό πλάσμα της μάνας γης δεν χάθηκε από τα χέρια μου. Πως δεν ξεκρέμασα ποτέ πια το όπλο μου από το καρφί του πλατύσκαλου. Πως δεν θα σε ξεχάσω και πως θα σου φωνάζω «ευχαριστώ για όλα» κάθε μέρα, ως τη στερνή μου αναπνοή!
Καλή αντάμωση ΜΑΝΑ!
Η μάνα μου η Αργύραινα (Γεωργία) έφυγε την 1η του Γενάρη, του έτους 2017 για το τελευταίο της δρομολόγιο, τη μεγάλη επιστροφή, εκεί που θα επιστρέψουμε κάποτε όλοι: τη γη της αναπαύσεως.
* Δημήτρης Αργυρίου Γκορόγιας
Γενάρης 2024
(άρθρο στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου