Προκλητικός εμφανίστηκε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης νωρίτερα απόψε τοποθετούμενος για το έγκλημα στα Τέμπη, σε εκδήλωση με τον διευθυντή της «Καθημερινής», Αλέξη Παπαχελά και τον καθηγητή Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας του ΕΚΠΑ και διευθυντή του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης Κώστα Κωστή, στο πλαίσιο του συνεδρίου «Μεταπολίτευση: 50 χρόνια μετά».
Όπως δήλωσε, η Δικαιοσύνη θα δώσει τις τελικές απαντήσεις για την τραγωδία, ενώ ταυτόχρονα κατήγγειλε την «κομματική εργαλειοποίηση» της υπόθεση.
Την ίδια ώρα, η ίδια η κυβέρνηση έσπευσε να κλείσει άρον άρον την Εξεταστική Επιτροπή, ενώ οι γονείς των αδικοχαμένων παιδιών καταγγέλλουν τους απελπιστικά αργούς ρυθμούς της δικαστικής διερεύνησης ως άλλο ένα μέσο συγκάλυψης.
Εξίσου προκλητικός ήταν και ως προς και την ανάγνωση των αιτιών του εγκλήματος, αναφέροντας ότι «συγκρούστηκαν στα Τέμπη ανθρώπινα λάθη με χρόνιες παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης», σε μια προσπάθεια να προσωποποιηθούνοι ευθύνες στον σταθμάρχη, τον ελεγκτή, τον μηχανοδηγό, για να «βγει λάδι»η πολιτική όλων των κυβερνήσεων.
Κρύβοντας έτσι το γεγονός ότι χρόνια ολόκληρα πριν το έγκλημα στα Τέμπη, τα κόμματα του ευρωμονόδρομου έφερναν και ψήφιζαν νόμους επί νόμων στο όνομα της «εξυγίανσης» και της «αποδοτικότερης λειτουργίας» του ΟΣΕ, στο πλαίσιο της πολιτικής της «απελευθέρωσης» των Μεταφορών, με κατάτμηση του ΟΣΕ σε επιμέρους θυγατρικές εταιρείες (ΕΡΓΟΣΕ, ΓΑΙΟΣΕ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ) και συμβάσεις επί συμβάσεων για ζητήματα ασφαλείας οι οποίες δεν υλοποιούνταν ή έμεναν στη μέση, καθώς πέρα από τα παχιά τους λόγια την έβλεπαν ως κόστος, οδηγώντας στο έγκλημα.
Φέρνοντας, εξάλλου, το έγκλημα στα μέτρα τους βρήκε ευκαιρία να προπαγανδίσει τα συνήθη περί «οργάνωσης» της Δημόσιας Διοίκησης με «αξιολόγηση στο Δημόσιο» σε συνδυασμό με την ανάγκη περί «δημοσιονομικής συνέπειας», δηλώνοντας περήφανος που η κυβέρνηση είναι «αυστηρή απέναντι σε αιτήματα που έχουν οικονομικό αποτύπωμα».
Στο ίδιο μοτίβο ανέφερε ότι η χώρα απέτυχε στο παρελθόν να εκμεταλλευτεί «ευκαιρίες προόδου» όπως η ένταξη στην ΕΕ με αποτέλεσμα η «οικονομική πρόοδος» να μην ήταν «η επιθυμητή», ενώ στους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς για την αστική διαχείριση, απεύθυνε ψόγο στον Α. Παπανδρέου ότι «έδωσε περισσότερη βαρύτητα στα δικαιώματα από τις υποχρεώσεις» και «καλλιέργησε τον πρώιμο λαϊκισμό, από τον οποίο δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να αποκοπούμε».
Παραδέχτηκε, ωστόσο, ότι στο τέλος «επικράτησε ο ρεαλισμός», από την εξωτερική επιλογή μέχρι την οικονομία, αφού, πάνω και στη στρατηγική τους ταύτιση στα βασικά του εγχώριου κεφαλαίου, αναγνώρισε ότι οι βασικές επιλογές της ντόπιας αστικής τάξης τηρήθηκαν κατά γράμμα, με αποφάσεις που - όπως είπε -πάρθηκαν και από τον Α. Παπανδρέου και από τον Αλ. Τσίπρα, με άξονα τον «δυτικό προσανατολισμό της χώρας».
Σε κάθε περίπτωση διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να συνεχίσει «με τον ίδιο ρυθμό» τις «μεταρρυθμίσεις», βάζοντας ως «ανάγκη να κάνουμε μεταρρυθμιστικά άλματα» (ανάμεσα στα οποία έβαλε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια).
Σχολιάζοντας εξάλλου το εκλογικό ποσοστό της Ν.Δ. και την απόσταση από τα άλλα κόμματα, έστειλε μήνυμα σε ξένα και ντόπια κέντρα ότι «από τη στιγμή που θέλουμε μεταρρυθμίσεις η πολιτική μας ισχύ μας δίνει τη δύναμη να το κάνουμε» και «είναι ευκαιρία να το κάνουμε», βάζοντας μάλιστα απώτερο στόχο να καταστήσει αυτές «αλλαγές μη αναστρέψιμες», να αλλάξει «αντιλήψεις και νοοτροπίες» ενάντια στον «λαϊκισμό», αφήνοντας πίσω του «αλλαγές που να μην μπορούν να ξεριζωθούν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου