της Σοφίας Χουδαλάκη
Ο τοίχος των εκτελέσεων κοιτάζει την Ανατολή. Ένας τοίχος ξερός, δίχως τίποτα άλλο γύρω του. Πέτρες στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη, σε ένα μικρό κομμάτι γης που μοιάζει να πλέει στα γαλανά νερά, μόλις δυόμιση χιλιόμετρα από το λιμάνι της Κέρκυρας.
Είναι ό,τι έχει απομείνει από την εποχή που οι Ενετοί, ως κυρίαρχοι του νησιού, έχτιζαν στο Λαζαρέτο το Λοιμοκαθαρτήριο. Καθώς σηκώνεται ο φθινοπωρινός ήλιος, οι πέτρες χρυσώνονται από το φως του και ξεκινούν να φτιάχνονται οι πρώτες σκιές, τότε ξεκινούν να φαίνονται οι τρύπες επάνω τους.
Τους καταδικασμένους σε θάνατο τους έβαζαν να κοιτούν προς τον τοίχο και τους κρατούσαν δεμένους περνώντας τις χειροπέδες τους στα κερκέλια που κρεμόντουσαν εκεί γι’ αυτή τη δουλειά.
Οι χοντρές τρύπες που χάσκουν ακόμα είναι από εκείνους τους μεταλλικούς κρίκους. Οι πιο μικρές είναι από τις σφαίρες που δεν βρήκαν το στόχο.
Οι εκτελεστές ήταν νέοι, οπλίτες από τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας (ΣΕΑΚ). Οι εκτελεσμένοι, δεν είχε σημασία από πού ήταν, δεν είχε σημασία ούτε η ηλικία, ούτε το όνομα. Σημασία είχε ότι ήταν κομμουνιστές.
Είναι ό,τι έχει απομείνει από την εποχή που οι Ενετοί, ως κυρίαρχοι του νησιού, έχτιζαν στο Λαζαρέτο το Λοιμοκαθαρτήριο. Καθώς σηκώνεται ο φθινοπωρινός ήλιος, οι πέτρες χρυσώνονται από το φως του και ξεκινούν να φτιάχνονται οι πρώτες σκιές, τότε ξεκινούν να φαίνονται οι τρύπες επάνω τους.
Τους καταδικασμένους σε θάνατο τους έβαζαν να κοιτούν προς τον τοίχο και τους κρατούσαν δεμένους περνώντας τις χειροπέδες τους στα κερκέλια που κρεμόντουσαν εκεί γι’ αυτή τη δουλειά.
Οι χοντρές τρύπες που χάσκουν ακόμα είναι από εκείνους τους μεταλλικούς κρίκους. Οι πιο μικρές είναι από τις σφαίρες που δεν βρήκαν το στόχο.
Οι εκτελεστές ήταν νέοι, οπλίτες από τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας (ΣΕΑΚ). Οι εκτελεσμένοι, δεν είχε σημασία από πού ήταν, δεν είχε σημασία ούτε η ηλικία, ούτε το όνομα. Σημασία είχε ότι ήταν κομμουνιστές.
Το Λαζαρέτο, μια καταπράσινη κουκίδα γης, ποτισμένη με νεανικό αίμα στέκει πάντα λίγο πιο έξω από το λιμάνι για να μας θυμίζει εκείνους που έβαλαν την Πατρίδα τους πιο ψηλά από τα νιάτα τους.
Ήταν όλο φρεσκάδα εκείνα τα νιάτα, όλο όνειρα, όλο ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Περισσότεροι από τους μισούς, μεταξύ εκείνων που έχουν ταυτοποιηθεί ως εκτελεσθέντες, ήταν νεότεροι από τριάντα χρονών.
Ανάμεσά τους ήταν και επτά νέα παιδιά, δεκαεννέα και είκοσι χρονών, παιδιά που τα είχαν συλλάβει όταν ήταν ακόμα δεκατεσσάρων και δεκαπέντε.
Ανάμεσα στο 1947 και το 1952 στάθηκαν μπροστά από αυτόν τον τοίχο περισσότεροι από 118 άνθρωποι. Η ιστορία του καθενός ξεχωριστή, από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Άλλοι ήταν τεχνίτες, άλλοι αγρότες, άλλοι αθλητές, άλλοι καλλιτέχνες, άλλοι μαθητές.
Πολλοί είχαν προλάβει να κάνουν οικογένειες. Μέσα από τα τελευταία τους γράμματα νιώθουμε την αγωνία για τη σπορά που δεν πρόλαβαν να χαρούν. Όλοι άφησαν μανάδες, πατεράδες, αδέρφια…
Ήταν όλο φρεσκάδα εκείνα τα νιάτα, όλο όνειρα, όλο ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Περισσότεροι από τους μισούς, μεταξύ εκείνων που έχουν ταυτοποιηθεί ως εκτελεσθέντες, ήταν νεότεροι από τριάντα χρονών.
Ανάμεσά τους ήταν και επτά νέα παιδιά, δεκαεννέα και είκοσι χρονών, παιδιά που τα είχαν συλλάβει όταν ήταν ακόμα δεκατεσσάρων και δεκαπέντε.
Ανάμεσα στο 1947 και το 1952 στάθηκαν μπροστά από αυτόν τον τοίχο περισσότεροι από 118 άνθρωποι. Η ιστορία του καθενός ξεχωριστή, από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Άλλοι ήταν τεχνίτες, άλλοι αγρότες, άλλοι αθλητές, άλλοι καλλιτέχνες, άλλοι μαθητές.
Πολλοί είχαν προλάβει να κάνουν οικογένειες. Μέσα από τα τελευταία τους γράμματα νιώθουμε την αγωνία για τη σπορά που δεν πρόλαβαν να χαρούν. Όλοι άφησαν μανάδες, πατεράδες, αδέρφια…
«Λατρευτή μου γυναίκα γεια σου, γεια σου για πάντα, γιατί άλλο γράμμα απ’ αυτό δεν πρόκειται να ξαναλάβεις […] δεν θέλω να κλάψεις, ούτε και να πονέσεις, θέλω να είσαι υπερήφανη και να κρατάς πάντα το κεφάλι σου ψηλά. […] Τούλα, μια μέρα που θα μεγαλώσουν τα παιδιά μας και θα ρωτήσουν εάν είχανε πατέρα, θέλω να καθίσεις να τους πεις την ιστορία μου τόσο καλά που να μην την ξεχάσουν ποτέ στη ζωή τους. […] όταν μεγαλώσουν να τα διδάξεις να αγαπήσουν τον Λαό, να παλεύουν για τα συμφέροντά του, να αγαπάνε το δίκιο, ν’ αγωνίζονται γι’ αυτό, έστω κι αν χρειαστεί να δώσουν και τη ζωή τους. […] και ξεψυχώντας θα σ’ αγαπώ όπως σ’ αγαπούσα πάντοτε, φίλα μου τα παιδιά που εγώ δεν πρόλαβα να χαρώ».
(Ηλίας Λιάκουρας, Φυλακές Κέρκυρας, 3/4/1948)
(Ηλίας Λιάκουρας, Φυλακές Κέρκυρας, 3/4/1948)
Καθένας, ένας ξεχωριστός άνθρωπος, μα όλοι μαζί σύντροφοι στον κοινό αγώνα της Λευτερίας. Όλοι μαζί πατριώτες που σήκωσαν με περηφάνια την Ιστορία στους ώμους τους.
«…Τελευταία μου επιθυμία είναι να μην μαυροφορέσετε, εγώ παθαίνω περήφανος γιατί εκτελούμαι σαν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και όχι σαν εγκληματίας, γιατί ουδέποτε αναμίχτηκα σε μια τέτοια πράξη. […] μη λυπηθείτε αλλά γλεντάτε γιατί δίνετε και εσείς εμένα δια τον αγώνα για την Λευτεριά της πατρίδας».
(Αντώνης Μπέης ή Βέης, Φυλακές Κέρκυρας, 11/3/1948)
(Αντώνης Μπέης ή Βέης, Φυλακές Κέρκυρας, 11/3/1948)
Οι ιστορίες τους, οι ζωές τους συναντιόνται εκεί, στις φυλακές της Κέρκυρας, στην ακτίνα Θ΄, στα κελιά των θανατοποινιτών. Εκεί, στα έξι τετραγωνικά που ήταν το κάθε κελί, δύο μέτρα φάρδος επί τρία μήκος, ζούσαν τρεις – τέσσερεις κρατούμενοι.
Ήταν κλεισμένοι μέσα σ’ αυτά τα κελιά για 16 ώρες το 24ωρο και όσοι ήταν στην απομόνωση για 21 ώρες αντιστοίχως. Έτσι, με τις στιγμές, με τις ώρες, με τις μέρες, περνούσαν τα χρόνια και όσο ο πόλεμος αγρίευε τόσο οι φυλακές της Κέρκυρας ανοίγανε για να χωρέσουν κι άλλους πολιτικούς κρατούμενους.
Οι μοναδικοί που έφευγαν από κει ήταν αυτοί που πήγαιναν για εκτέλεση. Μια εξαίρεση μόνο έγινε, το 1948, όταν οργανώθηκε μια μαζική μεταγωγή από τις φυλακές Κέρκυρας με προορισμό τα Γιούρα. Σίγουρος ο θάνατος και εκεί και οι φυλακές είχαν γεμίσει πια ασφυκτικά.
Μετά το 1946 και μέχρι το 1949 πέρασαν από εκείνα τα κελιά από 450 έως 600 άνθρωποι. Οι πτέρυγες ήταν διώροφες, εννέα κελιά στο ισόγειο και δεκατέσσερα στον όροφο, όλα γεμάτα.
Ήταν κλεισμένοι μέσα σ’ αυτά τα κελιά για 16 ώρες το 24ωρο και όσοι ήταν στην απομόνωση για 21 ώρες αντιστοίχως. Έτσι, με τις στιγμές, με τις ώρες, με τις μέρες, περνούσαν τα χρόνια και όσο ο πόλεμος αγρίευε τόσο οι φυλακές της Κέρκυρας ανοίγανε για να χωρέσουν κι άλλους πολιτικούς κρατούμενους.
Οι μοναδικοί που έφευγαν από κει ήταν αυτοί που πήγαιναν για εκτέλεση. Μια εξαίρεση μόνο έγινε, το 1948, όταν οργανώθηκε μια μαζική μεταγωγή από τις φυλακές Κέρκυρας με προορισμό τα Γιούρα. Σίγουρος ο θάνατος και εκεί και οι φυλακές είχαν γεμίσει πια ασφυκτικά.
Μετά το 1946 και μέχρι το 1949 πέρασαν από εκείνα τα κελιά από 450 έως 600 άνθρωποι. Οι πτέρυγες ήταν διώροφες, εννέα κελιά στο ισόγειο και δεκατέσσερα στον όροφο, όλα γεμάτα.
Οι κρατούμενοι της πτέρυγας Θ’, μοιραζόντουσαν την ίδια μοίρα. Κάποια νύχτα, κάποια ώρα λίγο μετά τη βραδινή κατάκλιση οι φύλακες άνοιγαν την βαριά σιδερένια πόρτα της πτέρυγας. Περπατούσαν στον στενό διάδρομο, πιο στενός από ένα μέτρο. Κάθε τους βήμα ήταν σινιάλο για τους κρατούμενους… τα αυτιά τους τεντωμένα πίσω από τις πόρτες των κελιών… πού θα σταματούσε το βήμα του φύλακα; Μπροστά από ποιο κελί; Ποιόν θα έπαιρναν απόψε;
Οι φύλακες στεκόντουσαν μπροστά από το κελί. Άνοιγαν την πόρτα και τον έβγαζαν έξω. Ακολουθούσε η διαδρομή μέχρι τον Γολγοθά. Ο Γολγοθάς, μια τόσο μεγάλη λέξη για μια τόσο μικρή πόρτα που τους έβαζε στο πειθαρχείο, στην είσοδο των φυλακών. Ο Γολγοθάς ήταν το κελί της τελευταίας τους νύχτας. Εκεί ζούσαν τις ύστερες ώρες.
Κάποιες φορές ο μελλοθάνατος μπορούσε να καλέσει έναν συγκρατούμενο της επιλογής του στον Γολγοθά, να του δώσει τις τελευταίες παραγγελιές, ίσως το τελευταίο γράμμα για τη μάνα, για τη γυναίκα, για το παιδί.
Ο Κώστας Χριστοφίδης – ΕΠΟΝίτης από την Κοκκινιά – άφησε ακόμα και το πουλόβερ που φορούσε στους συναγωνιστές του «Να το πάρει κάποιος που δεν έχει», ορμήνεψε τον σύντροφό του «…να μη κρυώνει…». Μόνο το ρολόι του ζήτησε να το στείλουν στην αδερφή του, να έχει κάτι δικό του για να της κρατά συντροφιά.
Οι φύλακες στεκόντουσαν μπροστά από το κελί. Άνοιγαν την πόρτα και τον έβγαζαν έξω. Ακολουθούσε η διαδρομή μέχρι τον Γολγοθά. Ο Γολγοθάς, μια τόσο μεγάλη λέξη για μια τόσο μικρή πόρτα που τους έβαζε στο πειθαρχείο, στην είσοδο των φυλακών. Ο Γολγοθάς ήταν το κελί της τελευταίας τους νύχτας. Εκεί ζούσαν τις ύστερες ώρες.
Κάποιες φορές ο μελλοθάνατος μπορούσε να καλέσει έναν συγκρατούμενο της επιλογής του στον Γολγοθά, να του δώσει τις τελευταίες παραγγελιές, ίσως το τελευταίο γράμμα για τη μάνα, για τη γυναίκα, για το παιδί.
Ο Κώστας Χριστοφίδης – ΕΠΟΝίτης από την Κοκκινιά – άφησε ακόμα και το πουλόβερ που φορούσε στους συναγωνιστές του «Να το πάρει κάποιος που δεν έχει», ορμήνεψε τον σύντροφό του «…να μη κρυώνει…». Μόνο το ρολόι του ζήτησε να το στείλουν στην αδερφή του, να έχει κάτι δικό του για να της κρατά συντροφιά.
Ακόμα να χαράξει. Οι νύχτες του χειμώνα στην Κέρκυρα είναι πολύ υγρές και κρύες. Ο μουσκεμένος αέρας τρυπάει και τις πέτρες και κάνει τα ζωντανά να αλυχτάνε στους δρόμους. Τα κελιά είναι σκοτεινά, δίχως αέρα. Ο μικρός φεγγίτης είναι σχεδόν τρία μέτρα ψηλά και το φάρδος του δεν είναι μεγαλύτερο από είκοσι πόντους. Οι εσωτερικοί πέτρινοι τοίχοι στάζουν νερό και η μούχλα είναι παντού.
Όσο είναι ακόμα νύχτα οι φύλακες συγκεντρώνουν στο προαύλιο εκείνους που πάνε για εκτέλεση. Σε λίγο θα τους παραδώσουν στη Χωροφυλακή.
Την ώρα που φεύγουν, οι συγκρατούμενοί τους επιστρατεύουν τα αυτοσχέδια χωνιά που έχουν φτιάξει από χαρτόνι. Όλοι μαζί ξεκινούν να φωνάζουν όσο γίνεται πιο δυνατά. Είναι τότε που οι μικροί φεγγίτες των κελιών μεταμορφώνονται σε στόματα, στα στόματα όλων των θανατοποινιτών, και οι φωνές τους ακούγονται μέχρι την καρδιά της πόλης.
«Κερκυραίοι αυτή τη νύχτα πήρανε πάλι ανθρώπους για εκτέλεση», και φωνάζουν οι μελλοθάνατοι, με όσο πνευμόνι έχουν, τα ονόματα των συντρόφων τους.
Ακούει η πόλη τις κραυγές μέσα στη νύχτα, όσο και αν θέλουν οι Αρχές να κρύψουν τις εκτελέσεις. Ακούει τα ονόματα, ακούει τους χωροφύλακες που ρίχνονται στους κρατούμενους με όση βία υπάρχει για να τους σταματήσουν, για να σιγάσει η φυλακή να μη μάθουν οι απ’ έξω τι γίνεται πίσω από την ψηλή περίφραξη. Όμως οι Κερκυραίοι ξέρουν. Ξέρουν ότι μετά από λίγο μια ομοβροντία πυροβολισμών θα ακουστεί μέσα από τη θάλασσα, εκεί κατά τον Βορρά.
Όσο είναι ακόμα νύχτα οι φύλακες συγκεντρώνουν στο προαύλιο εκείνους που πάνε για εκτέλεση. Σε λίγο θα τους παραδώσουν στη Χωροφυλακή.
Την ώρα που φεύγουν, οι συγκρατούμενοί τους επιστρατεύουν τα αυτοσχέδια χωνιά που έχουν φτιάξει από χαρτόνι. Όλοι μαζί ξεκινούν να φωνάζουν όσο γίνεται πιο δυνατά. Είναι τότε που οι μικροί φεγγίτες των κελιών μεταμορφώνονται σε στόματα, στα στόματα όλων των θανατοποινιτών, και οι φωνές τους ακούγονται μέχρι την καρδιά της πόλης.
«Κερκυραίοι αυτή τη νύχτα πήρανε πάλι ανθρώπους για εκτέλεση», και φωνάζουν οι μελλοθάνατοι, με όσο πνευμόνι έχουν, τα ονόματα των συντρόφων τους.
Ακούει η πόλη τις κραυγές μέσα στη νύχτα, όσο και αν θέλουν οι Αρχές να κρύψουν τις εκτελέσεις. Ακούει τα ονόματα, ακούει τους χωροφύλακες που ρίχνονται στους κρατούμενους με όση βία υπάρχει για να τους σταματήσουν, για να σιγάσει η φυλακή να μη μάθουν οι απ’ έξω τι γίνεται πίσω από την ψηλή περίφραξη. Όμως οι Κερκυραίοι ξέρουν. Ξέρουν ότι μετά από λίγο μια ομοβροντία πυροβολισμών θα ακουστεί μέσα από τη θάλασσα, εκεί κατά τον Βορρά.
Λίγο αργότερα, πριν το χάραμα οι μελλοθάνατοι οδηγούνται στο λιμάνι. Εκεί τους περιμένει ο Αχιλλέας, το καραβάκι που θα τους πάει στο Λαζαρέτο. Ο Αχιλλέας, μετά τον Γολγοθά είναι η τελευταία τους στάση.
Φτάνοντας τους παραλαμβάνουν οι οπλίτες που συγκροτούν το στρατιωτικό απόσπασμα της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας (ΣΕΑΚ), ο Εισαγγελέας με τον Γραμματέα του, ο ιερέας που έχει επιλεχθεί από τον Μητροπολίτη και ο γιατρός.
Φτάνοντας τους παραλαμβάνουν οι οπλίτες που συγκροτούν το στρατιωτικό απόσπασμα της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας (ΣΕΑΚ), ο Εισαγγελέας με τον Γραμματέα του, ο ιερέας που έχει επιλεχθεί από τον Μητροπολίτη και ο γιατρός.
Έχει πια χαράξει. Ο ήλιος κοντεύει να σηκωθεί ψηλότερα από τις αγριελιές και τα κυπαρίσσια του μικρού τούτου τόπου. Με τις χειροπέδες να μη έχουν βγει από τα χέρια τους οδηγούνται στον μισογκρεμισμένο τοίχο του παλιού Λοιμοκαθαρτηρίου.
Αυτός ο τοίχος χάσκει ακόμα, τόσους αιώνες μετά την Ενετοκρατία, λες και έχει ψυχή και θέλει να μείνει όρθιος μόνο και μόνο για να τους στηρίξει την ώρα που τα κορμιά τους θα λυθούν πια από κάθε δύναμη.
Σ’ αυτές τις πέτρες κρέμονται χοντροί μεταλλικοί κρίκοι. Οι χωροφύλακες περνούν τις χειροπέδες μέσα στους κρίκους, και τα χέρια των μελλοθάνατων ανοίγουν όσο γίνεται, σαν αγκαλιά, ενώ τα πρόσωπά τους ακουμπάνε τον τοίχο. Το απόσπασμα το έχουν στην πλάτη τους, το ίδιο και την Ανατολή που τώρα ρίχνει το πρώτο της φώς στις πέτρες. Όπως είναι στη σειρά ο ένας βλέπει τον άλλον.
Γύρω τους μια φύση ζωντανή, μια θάλασσα μαυλίστρα, ένας τόπος που αν δεν ήταν τόσο ποτισμένος με το αίμα τους, θα μπορούσε να ήταν και όμορφος. Κάποιοι φωνάζουν δυνατά την τελευταία τους κουβέντα, αυτήν που πρέπει να πετάξει πολύ ψηλά για να την πάρει ο αέρας, να την ταξιδέψει στους τόπους, στους καιρούς, στους ανθρώπους.
Αυτός ο τοίχος χάσκει ακόμα, τόσους αιώνες μετά την Ενετοκρατία, λες και έχει ψυχή και θέλει να μείνει όρθιος μόνο και μόνο για να τους στηρίξει την ώρα που τα κορμιά τους θα λυθούν πια από κάθε δύναμη.
Σ’ αυτές τις πέτρες κρέμονται χοντροί μεταλλικοί κρίκοι. Οι χωροφύλακες περνούν τις χειροπέδες μέσα στους κρίκους, και τα χέρια των μελλοθάνατων ανοίγουν όσο γίνεται, σαν αγκαλιά, ενώ τα πρόσωπά τους ακουμπάνε τον τοίχο. Το απόσπασμα το έχουν στην πλάτη τους, το ίδιο και την Ανατολή που τώρα ρίχνει το πρώτο της φώς στις πέτρες. Όπως είναι στη σειρά ο ένας βλέπει τον άλλον.
Γύρω τους μια φύση ζωντανή, μια θάλασσα μαυλίστρα, ένας τόπος που αν δεν ήταν τόσο ποτισμένος με το αίμα τους, θα μπορούσε να ήταν και όμορφος. Κάποιοι φωνάζουν δυνατά την τελευταία τους κουβέντα, αυτήν που πρέπει να πετάξει πολύ ψηλά για να την πάρει ο αέρας, να την ταξιδέψει στους τόπους, στους καιρούς, στους ανθρώπους.
Κάποιες κραυγές τα καταφέρνουν, πετούν και ταξιδεύουν 70 χρόνια μετά, τόσο που τις ακούσαμε το πρωί της Κυριακής, εκεί, στον ίδιο τόπο.
«Νενικήκαμεν. Ζήτω οι Ολυμπιονίκες του Σοσιαλισμού!»
(Νίκος Γόδας, η τελευταία του κουβέντα πριν εκτελεστεί, στις 19/11/1948)
Ο κόσμος, που βρέθηκε στο Λαζαρέτο την Κυριακή, μάζεψε όλες τις μνήμες, όλες τις αφηγήσεις, όλες τις εικόνες που συνθέτουν την σύγχρονη Ιστορία μας.
Νωρίς το μεσημέρι, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς τη μικρή προβλήτα, έτοιμοι να αφήσουμε πίσω μας τον τόπο αλλά όχι τη γνώση, όχι τη μνήμη, όχι το χρέος. Ο ένας κοιτά τον άλλον για να σιγουρευτούμε ότι δεν έχει απομείνει κανένας πίσω.
Το καράβι βιάζεται να λύσει τους κάβους, όταν μια κυρία φωνάζει ότι δεν βλέπει πουθενά τον ηλικιωμένο κύριο που καθότανε πριν κοντά της. Ένας νεαρός τρέχει πίσω να τον βρει. Ανεβαίνει γρήγορα το μονοπάτι, περνά το νεκροταφείο, τον βρίσκει εκεί…
Νωρίς το μεσημέρι, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς τη μικρή προβλήτα, έτοιμοι να αφήσουμε πίσω μας τον τόπο αλλά όχι τη γνώση, όχι τη μνήμη, όχι το χρέος. Ο ένας κοιτά τον άλλον για να σιγουρευτούμε ότι δεν έχει απομείνει κανένας πίσω.
Το καράβι βιάζεται να λύσει τους κάβους, όταν μια κυρία φωνάζει ότι δεν βλέπει πουθενά τον ηλικιωμένο κύριο που καθότανε πριν κοντά της. Ένας νεαρός τρέχει πίσω να τον βρει. Ανεβαίνει γρήγορα το μονοπάτι, περνά το νεκροταφείο, τον βρίσκει εκεί…
Ένας γέροντας γονατισμένος μπροστά από τον τοίχο, με το ένα του χέρι απλωμένο σαν δεμένο σε αόρατο κερκέλι, με το μάγουλο ακουμπισμένο στις τραχιές πέτρες και με το άλλο του χέρι να χαϊδεύει το χώμα σαν να ήταν το κορμί το πεσμένο πλάι του…
Πηγές:
Κασσελούρης Λ., Της Λευτεριάς οι Αθάνατοι, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982
Μοσχόπουλος Δ., «Πολιτικοί κρατούμενοι στις Φυλακές της Κέρκυρας, 1947-1949», στο Φυλακές Κέρκυρας-Λαζαρέτο, Μαρτυρίες «Γειά σας αδέλφια…», Σωματείο Λαζαρέτο, Αθήνα 1996
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες από την εκδήλωση τιμής και μνήμης που πραγματοποιήθηκε στο Λαζαρέτο, την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου:
από ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου