Ο Ρόκκος Χοϊδάς έζησε δύο αιώνες πριν,αλλά η ζωή και η δράση του σε χαλεπούς καιρούς θα έπρεπε να αποτελεί φωτεινό παράδειγμα για τα στελέχη των εξουσιών στην Ελλάδα των μνημονίων.
Ηταν δικαστικός,βουλευτής και αρθρογράφος κι έγινε γνωστός κυρίως για τους αγώνες του ενάντια στη μοναρχία.Υπήρξε από τους πρώτους σοσιαλιστές διανοούμενους της Ελλάδας. Κεφαλλονίτης ως προς την καταγωγή, από αριστοκρατική οικογένεια.
Ο πατέρας του είχε πολεμήσει στο Δραγατσάνι μαζί με τους άλλους Ιερολοχίτες, γλύτωσε από τη σφαγή και κατόρθωσε να φτάσει στην επαναστατημένη Ελλάδα, συνεχίζοντας να προσφέρει στον αγώνα για την Εθνική ανεξαρτησία.
Οι πληροφορίες και τα στοιχεία γύρω από τη ζωή και τη δράση του Ρόκκου Χοϊδά δεν είναι επαρκή για να έχουμε μια λεπτομερή και ασφαλή εικόνα αυτού του επίγονου των Ριζοσπαστών της Ιονίου Πολιτείας.
Ο Ρόκκος ήταν το πρώτο αγόρι της οικογένειας και γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1830. Η γέννησή του μακριά από το νησί της Κεφαλλονιάς, από το οποίο καταγόταν, θα έδινε την αφορμή στους μετέπειτα πολιτικούς αντιπάλους του να τον χαρακτηρίσουν ως «ξένο» και όχι ατόφιο Κεφαλλονίτη, που δεν δικαιούται να πολιτεύεται στην Κεφαλληνία. Ωστόσο, ο πατέρας του τον ενέγραψε στο δημοτολόγιο της Κεφαλλονιάς και όχι του δήμου της περιοχής όπου γεννήθηκε, πράγμα που ήταν συνηθέστατη τακτική εκείνα τα χρόνια, μια και η οργάνωση του κράτους ήταν ανύπαρκτη.
Σύμφωνα με το κεφαλλονίτικο αρχοντολόγιο, η οικογένεια του Χοϊδά καταγόταν από την Κρήτη και κάποιος Ιωάννης Χοϊδάς μετανάστευσε στην Κεφαλλονιά γύρω στο 1500. Η ευγενική καταγωγή της οικογένειας, μάλιστα, καταγράφεται στο χρυσόβιβλο, το περίφημο LIBRO D’ORO. Σε ηλικία 18 ετών, ο Χοϊδάς θα πάει στην Ιταλία, όπου και θα σπουδάσει νομικά.
Οι πρώτες δημόσιες ενέργειες
Στις αρχές του δεύτερου ημίσεως του 19ου αιώνα, τα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης επηρέαζαν βαθύτατα τις συνειδήσεις όλων εκείνων των μορφωμένων ανθρώπων που είχαν τη δυνατότητα της πληροφόρησης γύρω από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έρχονταν σε επαφή με το εξωτερικό.
Εκείνη την περίοδο, τα αντιβασιλικά αισθήματα έναντι της μοναρχίας του Όθωνα και των κακών του συμβούλων αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος των προοδευτικών αντιλήψεων. Ο αντιμοναρχισμός και η πεποίθηση ότι μαζί με τον Όθωνα θα εξέπιπτε και ο θεσμός της βασιλείας υπέρ των δημοκρατικών και φιλελευθέρων αρχών ήταν έντονος σε κάθε προοδευτική συνείδηση. Έτσι, ο Ρόκκος ως προοδευτικός νέος έλαβε μέρος στην επανάσταση του Ναυπλίου το 1862.
Η ναυπλιακή επανάσταση, όπως καταγράφηκε στην Ιστορία, είναι η στάση της στρατιωτικής φρουράς του Ναυπλίου και η εξέγερση των κατοίκων της ιστορικής πόλης εναντίον του «υπουργείου του αίματος» του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και της βασιλικής καμαρίλας, που καταδυνάστευαν τον λαό...
Αν και η επανάσταση κατεστάλη, μετά την πάροδο οκτώ μηνών συντελέστηκε η εκθρόνιση του Όθωνα. Στο μεταξύ, ο Ρόκκος Χοϊδάς, λόγω της ενεργού ανάμιξής του, αυτοεξορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα, 19 πρωτεργάτες – ανάμεσά τους και ο φίλος του, στρατηγός Γρίβας – είχαν διαφύγει στην Ιταλία. Τον Μάιο του 1962, ο Χοϊδάς συνάντησε τον Γρίβα στη Νεάπολη. Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα, ο Χοϊδάς επιστρέφει στην Ελλάδα, την εποχή που η Αγγλία προσφέρει στα Επτάνησα την ένωση με την Ελλάδα με αντάλλαγμα την ενθρόνιση ενός βασιλιά της αρεσκείας της.
Στις 12 Απριλίου 1869, ο Χοϊδάς θα κληθεί να ασκήσει καθήκοντα εισαγγελέα. Παρά το γεγονός ότι σε αυτή τη θέση έμεινε ελάχιστα, ώς τον Ιούλιο του ιδίου έτους, θα καταφέρει να δείξει τις δικαστικές και ρητορικές του ικανότητες, που θα τον καταστήσουν γνωστό. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την ένωση των Ιονίων με την Ελλάδα γεννήθηκαν μια σειρά ευγενείς προσδοκίες και ελπίδες για «κοινωνική ανάπλαση», ελπίδες που έσβησαν αμέσως μπροστά στην άθλια πραγματικότητα του πιο αποτρόπαιου κομματισμού...
Το 1875 σε μία συγκέντρωση διαμαρτυρίας του λαού στην πλατεία Συντάγματος για τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης Βούλγαρη, ο Μεσολογγίτης βουλευτής Στάικος εξύβρισε το συγκεντρωμένο λαό με αποτέλεσμα την επέμβαση υπέρ του λαού του Χοϊδά, ο οποίος από την θέση του εισαγγελέα εφετών προέβαλε τις φιλελεύθερες ιδέες του. Τελικά η φιλονικία κατέληξε σε μονομαχία, στην οποία ο Στάικος τον πυροβόλησε στον πνεύμονα. Επί ένα μήνα χαροπάλευε ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο καθημερινά έξω από την οικία του. Η βασιλική αυλή για να προλάβει τις αναταραχές του πρότεινε να σταλεί με υποτροφία από το παλάτι η κόρη του, Πηνελόπη, για σπουδές στην Ελβετία και στη συνέχεια να διοριστεί κυρία επί των τιμών της βασίλισσας. Ο Χοϊδάς όμως αρνήθηκε, κερδίζοντας την εκτίμηση των ομοϊδεατών του και παράλληλα το μένος των φιλομοναρχικών.
Βουλευτής Κρανέας
Από τη θέση του δικαστή, ο Χοϊδάς είχε έλθει σε επαφή με τη δυσοίωνη νεοελληνική πραγματικότητα, με όλες εκείνες τις διαστρεβλώσεις του πολιτικού - πελατειακού κράτους, το όποιο τρώει τις σάρκες της χώρας μέχρι σήμερα, καθώς και με τις τερατώδεις προκαταλήψεις και δομικές αναπηρίες που εμποδίζουν την Ελλάδα να καταστεί επιτέλους ένα σύγχρονο κράτος.
Ο Ρόκκος Χοϊδάς δεν ήταν κολλημένος στο βουλευτικό έδρανο και στην ασυλία που του προσέφερε. Ως μέλος του Κοινοβουλίου όταν τον εξέλεγαν, αλλά και όταν δεν τον εξέλεγαν, επεξέτεινε ποικιλοτρόπως την πολιτική του δράση στην κοινωνία. Με άρθρα στις εφημερίδες και με λόγους στους δημοκρατικούς συλλόγους (τους πρώτους που άρχισαν τότε να εμφανίζονται) έθιξε θέματα και προβλήματα πρωτοποριακά για την εποχή και συνέχισε τον αντιμοναρχικό αγώνα.
Το 1875, ο Χοϊδάς θέτει υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές στην περιφέρεια της Κεφαλλονιάς, η οποία ήταν χωρισμένη στην επαρχία της Κραναίας, που εξέλεγε τέσσερις βουλευτές, της Πάλλης, που εξέλεγε τρεις, και της Σάμης, που εξέλεγε άλλους τρεις.
Ο Χοϊδάς πολιτεύτηκε στην επαρχία της Κραναίας και μέσα στο κατακαλόκαιρο άρχισε τις περιοδείες του. Ταυτόχρονα, στο Αργοστόλι οργανώνει τους νέους σε έναν δημοκρατικό σύλλογο και καταρτίζει ένα νέο σύστημα προεκλογικής εκστρατείας, το οποίο δεν περιλαμβάνει τους γνωστούς μπράβους και τους κομματάρχες, αλλά ο ίδιος επιλέγει να περιφέρεται από πόρτα σε πόρτα ώστε να ακούει από πρώτο χέρι τα ζητήματα που του θέτουν οι ψηφοφόροι ως προτεραιότητές τους.
Καταργώντας τις χειραψίες και τους υποσχετικούς λόγους, ο Χοϊδάς γίνεται κοινωνός του λαϊκού αισθήματος με σκοπό να καταφέρει να γίνει συνήγορος και υπερασπιστής των λαϊκών αιτημάτων ως βουλευτής. Στην επαρχία της Κραναίας των 40.000 κατοίκων κατεβαίνουν 24 υποψήφιοι, από τους οποίους εκλέγονται τέσσερις. Ο συνδυασμός που κατέρχεται ο Χοϊδάς είναι ανεξάρτητος και δεν συνδέεται με το πολιτικό σύστημα της εποχής.
Με τη δημοσιογραφική βοήθεια του παλαίμαχου ριζοσπάστη Παναγιώτη Πανά στον «Εργάτη», η υποψηφιότητα του Χοϊδά γίνεται από ασήμαντη υπολογίσιμη. Ο Πανάς ξέρει να επηρεάζει τις δημοκρατικές μάζες και προβάλλει την ιδεολογία του ριζοσπάστη υποψήφιου: «Ο υποψήφιος ούτος αντιπροσωπεύει τας δημοκρατικάς ιδέας ας και ημείς πρεσβεύομεν και υπέρ του θριάμβου των οποίων δεν δύναται να μην πάλλη ημών η καρδία»…
Χαρακτηριστικός είναι και ο λόγος του Χοϊδά για τα πολιτικά ήθη της εποχής. «Αν με εκλέξητε, μην περιμένετε παρ’ εμού θέσεις και χάριτας εναντίον του νόμου...».
Η επιτυχία του Χοϊδά στις εκλογές θα πανηγυριστεί σαν λαϊκός θρίαμβος, ύστερα μάλιστα από τόσα χρόνια παλαιοκομματικής μονοπώλησης του αποτελέσματος. Η νίκη του θα χαρακτηριστεί ως «θρίαμβος των δημοκρατικών ιδεών». Μετά τη νίκη του, ο Χοϊδάς ξεκινά εκ νέου μια περιοδεία στην εκλογική του περιφέρεια προκειμένου να «εξηγήσει εις τους κατοίκους την πορεία ην προτίθεται βαδίση εν τη Βουλή».
Αυτή η πρακτική της μετεκλογικής επαφής του Χοϊδά με τον λαό, που έρχεται σε αντίθεση με τη συνηθισμένη εξαφάνιση των βουλευτών μετά την εκλογή τους, δημιουργεί στον κόσμο αισθήματα ενθουσιασμού. Μάλιστα, σε αυτή την περιοδεία ο Χοϊδάς υπήρξε αντικείμενο τόσο ενθουσιωδών εκδηλώσεων, ώστε κάποιοι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν δίστασαν να του στήσουν ενέδρα σε περιοχή απότομη καθώς μετέβαινε με άμαξα από χωριό σε χωριό. Ωστόσο, ο Χοϊδάς και οι συνοδοί του ξεγλίστρησαν την τελευταία στιγμή από τους βράχους που τους έριξαν σε στενωπή διάβαση.
Έπειτα από λίγο και με το πέρας των πανηγυρικών εκδηλώσεων για την εκλογή του Χοϊδά, έρχεται η μέρα όπου ετοιμάζει τις αποσκευές του προκειμένου να μεταβεί στην Αθήνα και να καταλάβει τη βουλευτική του έδρα. Στο πολιτικό του αυτό ταξίδι τον ακολουθεί και ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Πανάς, θεωρώντας ότι στην πρωτεύουσα θα έχει την ανάγκη δημοσιογραφικής υποστήριξης. Έτσι, αναστέλλει την έκδοση του «Εργάτη» στην Κεφαλλονιά για να τη συνεχίσει στη Αθήνα, όπου με τη βοήθεια του Λυκιαρδόπουλου θα κυκλοφορήσουν τον «Εργάτη» ώς τον Απρίλιο του 1877 που θα κλείσει – λόγω κυβερνητικής παρέμβασης.
Στο μεταξύ, ο Χοϊδάς παραμένει πιστός στην απευθείας επαφή με τον λαό και σε κάθε ευκαιρία βρίσκεται δίπλα του ώστε να τον ενημερώνει για τον τρόπο που τον υπηρετεί, αλλά και να λαμβάνει υπόψη του τα νέα αιτήματά του. Τόσο η κοινοβουλευτική όσο και η εξωκοινοβουλευτική του δραστηριότητα είναι έντονη, σημαντική και έχει πάντα γνώμονα το γενικότερο συμφέρον. Η κοινοβουλευτική του συμπεριφορά δεν περνά απαρατήρητη και αρχίζει να οργανώνεται μια συστηματική πολεμική που κλιμακώνεται μέχρι να τον εξουδετερώσουν.
«Αν ειπεί ου, ανατρέπεται ως τόσοι άλλοι!»
Πρώτη φορά παραιτήθηκε το 1877, καταγγέλλοντας το σκάνδαλο ναυτιλιακής εταιρείας με έδρα τη Σύρο. Ζήτησε μάλιστα να διορισθεί εκεί ως εισαγγελεύς για να αποκαλύψει το σκάνδαλο. Η παραίτησή του δεν έγινε δεκτή και φυσικά δεν εστάλη ως εισαγγελεύς στη Σύρο.
Στη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου, ο Χοϊδάς – απερίσκεπτα, είναι η αλήθεια – δηλώνει από του βήματος πως, αν αποδοκιμαστεί, θα παραιτηθεί... Ήταν η ευκαιρία που ζητούσαν οι αντίπαλοί του. Στο βήμα, ο αυλοκόλακας Γεράσιμος Ζωχιός, προκειμένου να τον προκαλέσει, δηλώνει: «Ότι είπεν ο βασιλεύς θα πιστεύω, ό,τι θέλει αυτός θα γίνη. Αν ειπεί ου, δέκα λαοί δεν δύνανται να υπερισχύσουν».
Στο άκουσμα των γελοιοτήτων του Ζωχιού, ο Χοϊδάς πετάγεται και βροντοφωνάζει: «Αν ειπεί ου, ανατρέπεται ως τόσοι άλλοι»! Στη Βουλή ακολούθησε πανδαιμόνιο. «Εθορυβήθησαν και εξανέστησαν οι σήμερον ουχί πλέον της βασιλείας, αλλά της τυραννίας οπαδοί». Τότε τον κατηγόρησαν ως υβριστή του πολιτεύματος. Στην προσπάθειά του να μιλήσει τον αποδοκίμασαν και ο Χοϊδάς, θεωρώντας τον εαυτό του δεσμευμένο, παραιτήθηκε.
Το 1878, περίοδο κατά την οποία εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ο Ρόκκος Χοϊδάς είχε ενεργό συμμετοχή. Το 1883 εκλέχτηκε εκ νέου βουλευτής, αυτή τη φορά στην Αττική. Και στη δεύτερη θητεία του ως βουλευτής διακρίθηκε για τις ρητορικές του ικανότητες, αλλά κυρίως για την αντίθεσή του προς τη βασιλεία. Στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις αντιμετώπισε ξανά ενοχλήσεις από παρακρατικούς μηχανισμούς. Το 1885 παραιτήθηκε οριστικά από το βουλευτικό του αξίωμα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του που πραγματοποιήθηκε στις σκάλες της Βουλής με κύριο οργανωτή τον αστυνόμο Κοκκινόπουλο.
Πρωτοπόρος σοσιαλιστής και δυναμικός ο ίδιος συνεργάστηκε με τον Σταύρο Καλλέργη. Από κοινού εξέδωσαν την εφημερίδα Ελευθερία το 1887, ενώ από το 1888 συνεργάστηκε με το περιοδικό Ραμπαγάς του Κλέωνος Τριανταφύλλου. Ότι όμως δεν πέτυχαν αυτοί που προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν για τις ανατρεπτικές ιδέες του, το πέτυχε η ελληνική δικαιοσύνη. Τον καταδίκασαν σε τριετή φυλάκιση για τα πύρινα σοσιαλιαστικά άρθρα του.
Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1888 δημοσίευσε δύο άρθρα του στην εφημερίδα «Ραμπαγάς», τα οποία θεωρήθηκαν υβριστικά για τον Βασιλιά Γεώργιο Α’ και τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο. Τότε, ο Χοϊδάς συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη στην Άμφισσα, όπου τον Μάιο του 1889, έπειτα από μία απολογία που διήρκεσε 24 ώρες, κατά την οποία κατηγόρησε δριμύτατα τους αυλοκόλακες και τα βασιλικά κόμματα της εποχής, καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση και οδηγήθηκε στις φυλακές της Χαλκίδας.
Λέγεται ότι ο Τρικούπης τον ενημέρωσε ότι θα του δινόταν χάρη αν προηγουμένως δήλωνε πίστη στο Σύνταγμα. Ο Χοϊδάς, όμως, θεώρησε την πρόταση εξευτελιστική και αρνήθηκε την αποδοχή της. Στις 3 Μαΐου του 1890, έναν χρόνο αργότερα, πέθανε από υποτροπή παλιάς του πληγής, εξαιτίας των κακουχιών της φυλακής. Μερικοί υποστήριξαν ότι αυτοκτόνησε, αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί.
Με πληροφορίες από το Ποντίκι και τη http://el.wikipedia.org/Ηταν δικαστικός,βουλευτής και αρθρογράφος κι έγινε γνωστός κυρίως για τους αγώνες του ενάντια στη μοναρχία.Υπήρξε από τους πρώτους σοσιαλιστές διανοούμενους της Ελλάδας. Κεφαλλονίτης ως προς την καταγωγή, από αριστοκρατική οικογένεια.
Ο πατέρας του είχε πολεμήσει στο Δραγατσάνι μαζί με τους άλλους Ιερολοχίτες, γλύτωσε από τη σφαγή και κατόρθωσε να φτάσει στην επαναστατημένη Ελλάδα, συνεχίζοντας να προσφέρει στον αγώνα για την Εθνική ανεξαρτησία.
Οι πληροφορίες και τα στοιχεία γύρω από τη ζωή και τη δράση του Ρόκκου Χοϊδά δεν είναι επαρκή για να έχουμε μια λεπτομερή και ασφαλή εικόνα αυτού του επίγονου των Ριζοσπαστών της Ιονίου Πολιτείας.
Ο Ρόκκος ήταν το πρώτο αγόρι της οικογένειας και γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1830. Η γέννησή του μακριά από το νησί της Κεφαλλονιάς, από το οποίο καταγόταν, θα έδινε την αφορμή στους μετέπειτα πολιτικούς αντιπάλους του να τον χαρακτηρίσουν ως «ξένο» και όχι ατόφιο Κεφαλλονίτη, που δεν δικαιούται να πολιτεύεται στην Κεφαλληνία. Ωστόσο, ο πατέρας του τον ενέγραψε στο δημοτολόγιο της Κεφαλλονιάς και όχι του δήμου της περιοχής όπου γεννήθηκε, πράγμα που ήταν συνηθέστατη τακτική εκείνα τα χρόνια, μια και η οργάνωση του κράτους ήταν ανύπαρκτη.
Σύμφωνα με το κεφαλλονίτικο αρχοντολόγιο, η οικογένεια του Χοϊδά καταγόταν από την Κρήτη και κάποιος Ιωάννης Χοϊδάς μετανάστευσε στην Κεφαλλονιά γύρω στο 1500. Η ευγενική καταγωγή της οικογένειας, μάλιστα, καταγράφεται στο χρυσόβιβλο, το περίφημο LIBRO D’ORO. Σε ηλικία 18 ετών, ο Χοϊδάς θα πάει στην Ιταλία, όπου και θα σπουδάσει νομικά.
Οι πρώτες δημόσιες ενέργειες
Στις αρχές του δεύτερου ημίσεως του 19ου αιώνα, τα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης επηρέαζαν βαθύτατα τις συνειδήσεις όλων εκείνων των μορφωμένων ανθρώπων που είχαν τη δυνατότητα της πληροφόρησης γύρω από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έρχονταν σε επαφή με το εξωτερικό.
Εκείνη την περίοδο, τα αντιβασιλικά αισθήματα έναντι της μοναρχίας του Όθωνα και των κακών του συμβούλων αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος των προοδευτικών αντιλήψεων. Ο αντιμοναρχισμός και η πεποίθηση ότι μαζί με τον Όθωνα θα εξέπιπτε και ο θεσμός της βασιλείας υπέρ των δημοκρατικών και φιλελευθέρων αρχών ήταν έντονος σε κάθε προοδευτική συνείδηση. Έτσι, ο Ρόκκος ως προοδευτικός νέος έλαβε μέρος στην επανάσταση του Ναυπλίου το 1862.
Η ναυπλιακή επανάσταση, όπως καταγράφηκε στην Ιστορία, είναι η στάση της στρατιωτικής φρουράς του Ναυπλίου και η εξέγερση των κατοίκων της ιστορικής πόλης εναντίον του «υπουργείου του αίματος» του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και της βασιλικής καμαρίλας, που καταδυνάστευαν τον λαό...
Αν και η επανάσταση κατεστάλη, μετά την πάροδο οκτώ μηνών συντελέστηκε η εκθρόνιση του Όθωνα. Στο μεταξύ, ο Ρόκκος Χοϊδάς, λόγω της ενεργού ανάμιξής του, αυτοεξορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα, 19 πρωτεργάτες – ανάμεσά τους και ο φίλος του, στρατηγός Γρίβας – είχαν διαφύγει στην Ιταλία. Τον Μάιο του 1962, ο Χοϊδάς συνάντησε τον Γρίβα στη Νεάπολη. Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα, ο Χοϊδάς επιστρέφει στην Ελλάδα, την εποχή που η Αγγλία προσφέρει στα Επτάνησα την ένωση με την Ελλάδα με αντάλλαγμα την ενθρόνιση ενός βασιλιά της αρεσκείας της.
Στις 12 Απριλίου 1869, ο Χοϊδάς θα κληθεί να ασκήσει καθήκοντα εισαγγελέα. Παρά το γεγονός ότι σε αυτή τη θέση έμεινε ελάχιστα, ώς τον Ιούλιο του ιδίου έτους, θα καταφέρει να δείξει τις δικαστικές και ρητορικές του ικανότητες, που θα τον καταστήσουν γνωστό. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την ένωση των Ιονίων με την Ελλάδα γεννήθηκαν μια σειρά ευγενείς προσδοκίες και ελπίδες για «κοινωνική ανάπλαση», ελπίδες που έσβησαν αμέσως μπροστά στην άθλια πραγματικότητα του πιο αποτρόπαιου κομματισμού...
Το 1875 σε μία συγκέντρωση διαμαρτυρίας του λαού στην πλατεία Συντάγματος για τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης Βούλγαρη, ο Μεσολογγίτης βουλευτής Στάικος εξύβρισε το συγκεντρωμένο λαό με αποτέλεσμα την επέμβαση υπέρ του λαού του Χοϊδά, ο οποίος από την θέση του εισαγγελέα εφετών προέβαλε τις φιλελεύθερες ιδέες του. Τελικά η φιλονικία κατέληξε σε μονομαχία, στην οποία ο Στάικος τον πυροβόλησε στον πνεύμονα. Επί ένα μήνα χαροπάλευε ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο καθημερινά έξω από την οικία του. Η βασιλική αυλή για να προλάβει τις αναταραχές του πρότεινε να σταλεί με υποτροφία από το παλάτι η κόρη του, Πηνελόπη, για σπουδές στην Ελβετία και στη συνέχεια να διοριστεί κυρία επί των τιμών της βασίλισσας. Ο Χοϊδάς όμως αρνήθηκε, κερδίζοντας την εκτίμηση των ομοϊδεατών του και παράλληλα το μένος των φιλομοναρχικών.
Βουλευτής Κρανέας
Από τη θέση του δικαστή, ο Χοϊδάς είχε έλθει σε επαφή με τη δυσοίωνη νεοελληνική πραγματικότητα, με όλες εκείνες τις διαστρεβλώσεις του πολιτικού - πελατειακού κράτους, το όποιο τρώει τις σάρκες της χώρας μέχρι σήμερα, καθώς και με τις τερατώδεις προκαταλήψεις και δομικές αναπηρίες που εμποδίζουν την Ελλάδα να καταστεί επιτέλους ένα σύγχρονο κράτος.
Ο Ρόκκος Χοϊδάς δεν ήταν κολλημένος στο βουλευτικό έδρανο και στην ασυλία που του προσέφερε. Ως μέλος του Κοινοβουλίου όταν τον εξέλεγαν, αλλά και όταν δεν τον εξέλεγαν, επεξέτεινε ποικιλοτρόπως την πολιτική του δράση στην κοινωνία. Με άρθρα στις εφημερίδες και με λόγους στους δημοκρατικούς συλλόγους (τους πρώτους που άρχισαν τότε να εμφανίζονται) έθιξε θέματα και προβλήματα πρωτοποριακά για την εποχή και συνέχισε τον αντιμοναρχικό αγώνα.
Το 1875, ο Χοϊδάς θέτει υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές στην περιφέρεια της Κεφαλλονιάς, η οποία ήταν χωρισμένη στην επαρχία της Κραναίας, που εξέλεγε τέσσερις βουλευτές, της Πάλλης, που εξέλεγε τρεις, και της Σάμης, που εξέλεγε άλλους τρεις.
Ο Χοϊδάς πολιτεύτηκε στην επαρχία της Κραναίας και μέσα στο κατακαλόκαιρο άρχισε τις περιοδείες του. Ταυτόχρονα, στο Αργοστόλι οργανώνει τους νέους σε έναν δημοκρατικό σύλλογο και καταρτίζει ένα νέο σύστημα προεκλογικής εκστρατείας, το οποίο δεν περιλαμβάνει τους γνωστούς μπράβους και τους κομματάρχες, αλλά ο ίδιος επιλέγει να περιφέρεται από πόρτα σε πόρτα ώστε να ακούει από πρώτο χέρι τα ζητήματα που του θέτουν οι ψηφοφόροι ως προτεραιότητές τους.
Καταργώντας τις χειραψίες και τους υποσχετικούς λόγους, ο Χοϊδάς γίνεται κοινωνός του λαϊκού αισθήματος με σκοπό να καταφέρει να γίνει συνήγορος και υπερασπιστής των λαϊκών αιτημάτων ως βουλευτής. Στην επαρχία της Κραναίας των 40.000 κατοίκων κατεβαίνουν 24 υποψήφιοι, από τους οποίους εκλέγονται τέσσερις. Ο συνδυασμός που κατέρχεται ο Χοϊδάς είναι ανεξάρτητος και δεν συνδέεται με το πολιτικό σύστημα της εποχής.
Με τη δημοσιογραφική βοήθεια του παλαίμαχου ριζοσπάστη Παναγιώτη Πανά στον «Εργάτη», η υποψηφιότητα του Χοϊδά γίνεται από ασήμαντη υπολογίσιμη. Ο Πανάς ξέρει να επηρεάζει τις δημοκρατικές μάζες και προβάλλει την ιδεολογία του ριζοσπάστη υποψήφιου: «Ο υποψήφιος ούτος αντιπροσωπεύει τας δημοκρατικάς ιδέας ας και ημείς πρεσβεύομεν και υπέρ του θριάμβου των οποίων δεν δύναται να μην πάλλη ημών η καρδία»…
Χαρακτηριστικός είναι και ο λόγος του Χοϊδά για τα πολιτικά ήθη της εποχής. «Αν με εκλέξητε, μην περιμένετε παρ’ εμού θέσεις και χάριτας εναντίον του νόμου...».
Η επιτυχία του Χοϊδά στις εκλογές θα πανηγυριστεί σαν λαϊκός θρίαμβος, ύστερα μάλιστα από τόσα χρόνια παλαιοκομματικής μονοπώλησης του αποτελέσματος. Η νίκη του θα χαρακτηριστεί ως «θρίαμβος των δημοκρατικών ιδεών». Μετά τη νίκη του, ο Χοϊδάς ξεκινά εκ νέου μια περιοδεία στην εκλογική του περιφέρεια προκειμένου να «εξηγήσει εις τους κατοίκους την πορεία ην προτίθεται βαδίση εν τη Βουλή».
Αυτή η πρακτική της μετεκλογικής επαφής του Χοϊδά με τον λαό, που έρχεται σε αντίθεση με τη συνηθισμένη εξαφάνιση των βουλευτών μετά την εκλογή τους, δημιουργεί στον κόσμο αισθήματα ενθουσιασμού. Μάλιστα, σε αυτή την περιοδεία ο Χοϊδάς υπήρξε αντικείμενο τόσο ενθουσιωδών εκδηλώσεων, ώστε κάποιοι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν δίστασαν να του στήσουν ενέδρα σε περιοχή απότομη καθώς μετέβαινε με άμαξα από χωριό σε χωριό. Ωστόσο, ο Χοϊδάς και οι συνοδοί του ξεγλίστρησαν την τελευταία στιγμή από τους βράχους που τους έριξαν σε στενωπή διάβαση.
Έπειτα από λίγο και με το πέρας των πανηγυρικών εκδηλώσεων για την εκλογή του Χοϊδά, έρχεται η μέρα όπου ετοιμάζει τις αποσκευές του προκειμένου να μεταβεί στην Αθήνα και να καταλάβει τη βουλευτική του έδρα. Στο πολιτικό του αυτό ταξίδι τον ακολουθεί και ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Πανάς, θεωρώντας ότι στην πρωτεύουσα θα έχει την ανάγκη δημοσιογραφικής υποστήριξης. Έτσι, αναστέλλει την έκδοση του «Εργάτη» στην Κεφαλλονιά για να τη συνεχίσει στη Αθήνα, όπου με τη βοήθεια του Λυκιαρδόπουλου θα κυκλοφορήσουν τον «Εργάτη» ώς τον Απρίλιο του 1877 που θα κλείσει – λόγω κυβερνητικής παρέμβασης.
Στο μεταξύ, ο Χοϊδάς παραμένει πιστός στην απευθείας επαφή με τον λαό και σε κάθε ευκαιρία βρίσκεται δίπλα του ώστε να τον ενημερώνει για τον τρόπο που τον υπηρετεί, αλλά και να λαμβάνει υπόψη του τα νέα αιτήματά του. Τόσο η κοινοβουλευτική όσο και η εξωκοινοβουλευτική του δραστηριότητα είναι έντονη, σημαντική και έχει πάντα γνώμονα το γενικότερο συμφέρον. Η κοινοβουλευτική του συμπεριφορά δεν περνά απαρατήρητη και αρχίζει να οργανώνεται μια συστηματική πολεμική που κλιμακώνεται μέχρι να τον εξουδετερώσουν.
«Αν ειπεί ου, ανατρέπεται ως τόσοι άλλοι!»
Πρώτη φορά παραιτήθηκε το 1877, καταγγέλλοντας το σκάνδαλο ναυτιλιακής εταιρείας με έδρα τη Σύρο. Ζήτησε μάλιστα να διορισθεί εκεί ως εισαγγελεύς για να αποκαλύψει το σκάνδαλο. Η παραίτησή του δεν έγινε δεκτή και φυσικά δεν εστάλη ως εισαγγελεύς στη Σύρο.
Στη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου, ο Χοϊδάς – απερίσκεπτα, είναι η αλήθεια – δηλώνει από του βήματος πως, αν αποδοκιμαστεί, θα παραιτηθεί... Ήταν η ευκαιρία που ζητούσαν οι αντίπαλοί του. Στο βήμα, ο αυλοκόλακας Γεράσιμος Ζωχιός, προκειμένου να τον προκαλέσει, δηλώνει: «Ότι είπεν ο βασιλεύς θα πιστεύω, ό,τι θέλει αυτός θα γίνη. Αν ειπεί ου, δέκα λαοί δεν δύνανται να υπερισχύσουν».
Στο άκουσμα των γελοιοτήτων του Ζωχιού, ο Χοϊδάς πετάγεται και βροντοφωνάζει: «Αν ειπεί ου, ανατρέπεται ως τόσοι άλλοι»! Στη Βουλή ακολούθησε πανδαιμόνιο. «Εθορυβήθησαν και εξανέστησαν οι σήμερον ουχί πλέον της βασιλείας, αλλά της τυραννίας οπαδοί». Τότε τον κατηγόρησαν ως υβριστή του πολιτεύματος. Στην προσπάθειά του να μιλήσει τον αποδοκίμασαν και ο Χοϊδάς, θεωρώντας τον εαυτό του δεσμευμένο, παραιτήθηκε.
Το 1878, περίοδο κατά την οποία εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ο Ρόκκος Χοϊδάς είχε ενεργό συμμετοχή. Το 1883 εκλέχτηκε εκ νέου βουλευτής, αυτή τη φορά στην Αττική. Και στη δεύτερη θητεία του ως βουλευτής διακρίθηκε για τις ρητορικές του ικανότητες, αλλά κυρίως για την αντίθεσή του προς τη βασιλεία. Στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις αντιμετώπισε ξανά ενοχλήσεις από παρακρατικούς μηχανισμούς. Το 1885 παραιτήθηκε οριστικά από το βουλευτικό του αξίωμα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του που πραγματοποιήθηκε στις σκάλες της Βουλής με κύριο οργανωτή τον αστυνόμο Κοκκινόπουλο.
Πρωτοπόρος σοσιαλιστής και δυναμικός ο ίδιος συνεργάστηκε με τον Σταύρο Καλλέργη. Από κοινού εξέδωσαν την εφημερίδα Ελευθερία το 1887, ενώ από το 1888 συνεργάστηκε με το περιοδικό Ραμπαγάς του Κλέωνος Τριανταφύλλου. Ότι όμως δεν πέτυχαν αυτοί που προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν για τις ανατρεπτικές ιδέες του, το πέτυχε η ελληνική δικαιοσύνη. Τον καταδίκασαν σε τριετή φυλάκιση για τα πύρινα σοσιαλιαστικά άρθρα του.
Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1888 δημοσίευσε δύο άρθρα του στην εφημερίδα «Ραμπαγάς», τα οποία θεωρήθηκαν υβριστικά για τον Βασιλιά Γεώργιο Α’ και τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο. Τότε, ο Χοϊδάς συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη στην Άμφισσα, όπου τον Μάιο του 1889, έπειτα από μία απολογία που διήρκεσε 24 ώρες, κατά την οποία κατηγόρησε δριμύτατα τους αυλοκόλακες και τα βασιλικά κόμματα της εποχής, καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση και οδηγήθηκε στις φυλακές της Χαλκίδας.
Λέγεται ότι ο Τρικούπης τον ενημέρωσε ότι θα του δινόταν χάρη αν προηγουμένως δήλωνε πίστη στο Σύνταγμα. Ο Χοϊδάς, όμως, θεώρησε την πρόταση εξευτελιστική και αρνήθηκε την αποδοχή της. Στις 3 Μαΐου του 1890, έναν χρόνο αργότερα, πέθανε από υποτροπή παλιάς του πληγής, εξαιτίας των κακουχιών της φυλακής. Μερικοί υποστήριξαν ότι αυτοκτόνησε, αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί.
Δείτε το έργο του Τάσου Βουρνά το ΞΕΚΙΝΗΜΑ της ΦΩΤΙΑΣ (ΡΟΚΚΟΣ ΧΟΪΔΑΣ) από το αρχείο της ΕΡΤ
τα βίντεο από megasfilippos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου