Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Θύελλα αντιδράσεων από την απόφαση για το δομημένο ομόλογο


tης Άννας Κανδύλη

Πολλές συζητήσεις προκάλεσε η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για την υπόθεση του δομημένου ομολόγου των 280 εκ. ευρώ, το οποίο αγοράστηκε το 2007 και κατέληξε υπερκοστολογημένο σε τέσσερα ασφαλιστικά ταμεία. 

Γνωστοί ποινικολόγοι μιλώντας στo enikos.gr, στέκονται όχι μόνο στο ύψος των ποινών- καθείρξεις έως 25 χρόνια- αλλά και στην αναστολή έκτισης της ποινής που δόθηκε σε όλους τους κατηγορούμενους μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό.
Ένα τρίτο σημείο που προκάλεσε έκπληξη σε πολλούς νομικούς ήταν το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν έδωσε κανένα χρονικό περιθώριο σε εκείνους τους κατηγορούμενους που επέβαλλε χρηματικές εγγυήσεις- και μάλιστα σε κάποιους εξ αυτών ιδιαίτερα υψηλές- αλλά διέταξε την κράτησή τους μέχρι να δώσουν τα χρήματα. Μεταξύ αυτών είναι οι υπεύθυνοι της χρηματιστηριακής εταιρείας Ακρόπολις, στελέχη της JP Morgan και οι πρώην επικεφαλής των ταμείων που κατέληξε το ομόλογο.

Κατά τους συνηγόρους υπεράσπισης δε, η ποινική μεταχείριση των εμπλεκομένων θα έπρεπε να είναι πολύ πιο επιεικής καθώς τα χρήματα που δόθηκαν από τα ταμεία για την αγορά του επίμαχου ομολόγου τους επιστράφηκαν αμέσως μόλις έγινε γνωστή η υπόθεση, όπως και οι προμήθειες που εισέπραξαν οι ενδιάμεσοι της αγοραπωλησίας. Άρα, σημειώνουν, η όποια ζημία αποκαταστάθηκε και επομένως οι ποινές θα έπρεπε να είναι αρκετά χαμηλότερες.

Πέτρος Μαχάς: Παγκόσμια πρωτοτυπία...

«Αν και είναι προφανές ότι σε μια ευνομούμενη πολιτεία οι δικαστικές αποφάσεις οφείλουν να γίνονται σεβαστές, ο σεβασμός αυτός δεν τις εξαιρεί από καλόπιστο σχολιασμό ή κριτική.

Η επιβολή ποινών δεκάδων ετών κάθειρξης (κατά συγχώνευση 25 ετών) σε βάρος κατηγορουμένων - στελεχών παγκόσμιου κύρους επενδυτικών ή τραπεζικών οίκων- μάλλον αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Είναι, δε, προϊόν της απουσίας νηφαλιότητας που τα τελευταία χρόνια επικρατεί σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, αλλά και του αναχρονιστικού νομικού πλαισίου, το οποίο αντί να κατατείνει στη διεκδίκηση από το Δημόσιο αποζημίωσης για την βλάβη που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί και στην τιμώρηση παραβατικών συμπεριφορών στα πλαίσια της αναλογικότητας, οδηγεί σε δρακόντεια πλαίσια ποινών και υπαγορεύει -αναγκαστικά- τέτοιες αποφάσεις.

Εάν πράγματι το Ελληνικό Δημόσιο πίστευε ότι οι διεθνείς οίκοι -εκπρόσωποι των οποίων κρίθηκε ότι θα πρέπει να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στη φυλακή- το ζημίωσαν, θα όφειλε -αντί να περιμένει επί έτη την ποινική καταδίκη των στελεχών αυτών αντινετωπίζοντάς τους ως τους ειδεχθέστερους των εγκληματιών- να διακόψει κάθε συνεργασία με τις εταιρίες αυτές και να διεκδικήσει δικαστικώς την χρηματική αποκατάσταση της βλάβης του.

Οδηγούμαστε, έτσι, στο παράδοξο το μεν Δημόσιο να συνεχίζει αδιατάρακτα τη συνεργασία του με τις εταιρίες αυτές, ενώ τα ατυχή στελέχη να αντιμετωπίζονται από τη Δικαιοσύνη βαρύτερα απ' ότι έχουν αντιμετωπιστεί από την ίδια πλείστες περιπτώσεις δολοφόνων, βιαστών ή εμπόρων ναρκωτικών.»

Μιχάλης Δημητρακόπουλος: Διάκειμαι θετικά στην ανασταλτικότητα...

«Θέλω να ελπίζω ότι η απόφαση περί ενοχής και οι αυστηρές ποινές, που επιβλήθηκαν, βρίσκονται σε αρμονική ισορροπία με το αποδεικτικό υλικό και δεν είναι απόρροια του αρνητικού κλίματος, που επικρατεί σε ορισμένους Δικαστές, δηλ. οι αμφιβολίες σε μία υπόθεση να οδηγούν σε καταδίκη αντί για αθώωση, όπως απαιτούν οι Αρχές του Δικαίου. Διάκειμαι θετικά στην ανασταλτικότητα, που χορηγήθηκε στις εφέσεις γιατί έτσι φαίνεται ότι υπήρχαν έστω και αμυδρές αμφιβολίες περί της ενοχής οι όποιες εκφράστηκαν με αυτό το τρόπο».

Θέμης Σοφός: Αναγνωρίσθηκαν ελαφρυντικές περιστάσεις

«Με την καταδικαστική απόφαση αναγνωρίσθηκαν ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες οδήγησαν σε ηπιότερα πλαίσια ποινών, από αυτά που απειλούντο αρχικώς. Δεν παύουν όμως να παραμένουν σε υψηλό επίπεδο τα όρια των τελικώς επιβληθεισών ποινών. Προτού υπεισέλθει κανείς σε μία ουσιαστική κρίση επί της καταδικαστικής αυτής απόφασης, θα πρέπει προηγουμένως να μελετήσει εμβριθώς την αιτιολογία της. Γίνεται παγίως δεκτό από τον Άρειο Πάγο, ότι έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως υπάρχει όχι μόνον όταν δεν περιέχονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Περαιτέρω, το γεγονός, ότι γίνεται δεκτό το αίτημα περί χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος της εφέσεως, έστω και με περιοριστικούς όρους, ενδεικνύει μία θετική πρόγνωση, καθώς απαιτείται οπωσδήποτε να διέλθει η κρίση του δικαστηρίου και από το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, προκειμένου να επαληθευθούν ή διαψευσθούν οι παραδοχές της πρωτοδίκου αποφάσεως».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom