Το πρόσφατο περιστατικό με τον βαρύ τραυματισμό του 16χρονου Ρομά στη Θεσσαλονίκη έφερε για μια ακόμη φορά στην επιφάνεια το αποκρουστικό πρόσωπο ενός συστήματος που γίνεται ολοένα πιο εχθρικό, πιο αντιδραστικό, πιο εγκληματικό σε όλα τα επίπεδα απέναντι στις ανάγκες του λαού και της νεολαίας.
Ενός συστήματος που συνειδητά στοχοποιεί τον «εχθρό λαό», ιδιαίτερα εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που βιώνουν τη φτώχεια, την ανέχεια και την περιθωριοποίηση και που αντιμετωπίζονται ως «αποδιοπομπαίοι τράγοι» για να δικαιολογηθούν φαινόμενα αυθαιρεσίας και καταστολής από την πλευρά των κρατικών μηχανισμών, για να δικαιολογηθεί μια βάρβαρη και απάνθρωπη πολιτική, η οποία ξεκινάει από τη λήψη στοιχειωδών μέτρων προστασίας και φτάνει μέχρι την εν ψυχρώ εκτέλεση ως τιμωρία του «εγκλήματος» της μη πληρωμής 20 ευρώ για βενζίνη.
Είναι φανερό ότι αυτό το σάπιο σύστημα, που ολοένα γίνεται και πιο βάρβαρο, δεν μπορεί να δώσει λύσεις στα προβλήματα που ζει και βιώνει ο λαός και ιδιαίτερα στα διαχρονικά προβλήματα που ζουν και βιώνουν πληθυσμιακές ομάδες όπως οι Ρομά, αλλά συνειδητά και διαχρονικά συντηρεί τους άθλιους όρους διαβίωσης, στρώνοντας το έδαφος για τη δράση κυκλωμάτων και δαιμονοποιώντας τους Ρομά για την εγκληματικότητα, ενώ μεταθέτει την κρατική ευθύνη σε διάφορους «καλοθελητές» και ΜΚΟ, επιτείνοντας την εξαθλίωση και την ομηρία τους.
Οσο και να το προσπαθούν ΕΕ και κυβερνήσεις δεν μπορούν να δώσουν διέξοδο στο πρόβλημα, γιατί είναι η ίδια η στρατηγική τους που τσακίζει συνολικά τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα, που διαμορφώνει τις συνθήκες της γκετοποίησης, που διαχρονικά συμβάλλει ώστε αυτές οι ομάδες να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, ρατσισμού, κοινωνικού αποκλεισμού και κοινωνικών διακρίσεων σε όλους τους τομείς (Εκπαίδευση, Υγεία, στέγαση κ.ά.).
Οι Ρομά, ένας λαός δίχως πατρίδα, δίχως γραπτή γλώσσα, αποτελεί μια πληθυσμιακή ομάδα με έντονα πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Οι πρώτοι Τσιγγάνοι εμφανίστηκαν στον ελλαδικό χώρο το 1323 στην Κρήτη, εν συνεχεία σε περιοχές της Πελοποννήσου (Μεθώνη και Ναύπλιο) το 1350 και τέλη 14ου με αρχές 19ου αιώνα ένας σημαντικός αριθμός Τσιγγάνων εμφανίζεται στην Κέρκυρα και δημιουργούν ένα ανεξάρτητο φέουδο, το Feudo Acinganorum.
Λόγω των τουρκικών επιδρομών και της φτώχειας που κυριαρχούσε στην Πελοπόννησο και την Ηπειρο, οι Τσιγγάνοι πέρασαν στο Ιόνιο, το οποίο βρισκόταν υπό την κατοχή των Βενετών, ονομάζονται Σέμπροι και γίνονται δουλοπάροικοι. Σε οποιοδήποτε εγχείρημα εγκατάστασής τους κάπου μόνιμα, βρίσκονται αντιμέτωποι με τη δουλεία.
Αξιοσημείωτη είναι η θέση που κατείχαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Τους συναντάμε ως πολεμιστές στο πλευρό των Ελλήνων καπετάνιων, ενώ αρκετοί ερευνητές αναφέρουν ότι τέσσερα μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν Ρομά. Με την ανταλλαγή του πληθυσμού το 1922, ήρθαν επίσης πολλοί Ρομά από τη Μ. Ασία, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Β. Ελλάδα και τα νησιά.
Επίσης, σημαντική ήταν η συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση, όπου πολεμούσαν στο πλευρό των Ελλήνων αγωνιστών.
Οι διάφορες ομάδες Τσιγγάνων που κυριαρχούν στον ελλαδικό χώρο ξεχωρίζουν με βάση το γένος (ονοματοδοσία από τον γενάρχη, όπως Καλυβαίοι κ.λπ.), τη γλωσσική διάλεκτο (Ρουντάροι = Βλαχόφωνοι Γύφτοι), τη χώρα προέλευσης (Τουρκόγυφτοι, Ρουμανόγυφτοι κ.τ.λ.), τη θρησκεία (Χοροχανέ - Ρομά = Τουρκόγυφτοι μουσουλμάνοι, Μπαλαμανέ - Ρομά = Ρωμιόγυφτοι χριστιανοί), την επαγγελματική δραστηριότητα (λαουτάρηδες = μουσικοί, καρεκλόγυφτοι κ.λπ.) και τον βαθμό εγκατάστασης (τσαντιρόγυφτοι, φιτσίρια = νομάδες).
Οι Τσιγγάνοι στην Ελλάδα και μέχρι τη δεκαετία του '50 δεν ήταν πολιτογραφημένοι, αν και το 1954 υπήρχε ψήφισμα του ΟΗΕ για την πολιτογράφηση των Τσιγγάνων. Το 1955 με την έκδοση του σχετικού νομοθετικού διατάγματος (ΝΔ 3370/55) αναγνωρίστηκαν ως γηγενείς πολίτες και εν δυνάμει δικαιούχοι βασικών και θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο χαρακτηρισμός που τους δίνόταν ήταν αυτός του αλλοδαπού αθίγγανης καταγωγής, θεωρούνταν ανιθαγενείς και είχαν στην κατοχή τους ειδικό δελτίο ταυτότητας αλλοδαπών, το οποίο ανανέωναν κάθε δύο χρόνια.
Απέκτησαν για πρώτη φορά ελληνική υπηκοότητα μέσω πολιτογράφησης το 1978, έπειτα από σχετική εγκύκλιο του υπουργείου Εσωτερικών, σύμφωνα με την οποία ανέθεσε στις νομαρχίες τη διαδικασία πολιτογράφησής τους. Με την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας έγινε και η εγγραφή των Τσιγγάνων στα μητρώα αρρένων και τα δημοτολόγια της χώρας. Οσοι έλαβαν την ελληνική υπηκοότητα, έχασαν αυτή του αλλοδαπού και απέκτησαν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν οι Ελληνες πολίτες.
«ROM» είναι το όνομα που δόθηκε με εγκυρότητα σε όλους τους Τσιγγάνους παγκοσμίως, στο 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο των Τσιγγάνων στο Λονδίνο το 1971. Το 1979 καταγράφονται επίσημα και από τον ΟΗΕ (Ντούσας, 1997).
Επίσης, σε εκείνη τη συνεδρίαση καθορίστηκαν η σημαία ως σύμβολο των Ρομά, ο Εθνικός Υμνος των Ρομά και η Παγκόσμια Μέρα των Ρομά. Η λέξη Ρομ έχει τέσσερις διαφορετικές ερμηνείες και σημασιολογικές έννοιες μέσα στην τσιγγάνικη διάλεκτο. Μεταφράζεται ως εξής: 1) άνδρας - σύζυγος, 2) άνθρωπος, 3) Τσιγγάνος, 4) ο τάδε, ο κύριος.
Η ιστορική πορεία των Ρομά φανερώνει την κοινωνική θέση που κατέχουν στους περιθωριακούς πληθυσμούς. Η πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα, που επιθυμούν να διατηρήσουν αναλλοίωτη, τους φέρνει αντιμέτωπους με τον στιγματισμό και την περιθωριοποίηση.
Η ευρύτερη κοινωνία τούς κατηγοριοποιεί και τους αντιμετωπίζει ως «κατώτερους». Χαρακτηρισμοί, όπως «αναξιόπιστοι», «τυχοδιώκτες», «μικροαπατεώνες», «δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην εργασία τους», «με παραβατική συμπεριφορά», τους κατηγοριοποιούν στους μειονεκτικούς και τους αναγκάζουν να κουβαλάνε την ταμπέλα του αποδιοπομπαίου τράγου μέσα στην κοινωνία.
Τα αρνητικά στερεότυπα, οι προκαταλήψεις και ο διαφορετικός ρατσισμός με τον οποίο αντιμετωπίζονται, τους δημιουργούν δυσκολίες ένταξής τους τόσο στο εργασιακό όσο και στο κοινωνικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με έρευνες, το επίπεδο διαβίωσης των περισσότερων τσιγγάνικων οικογενειών είναι στο όριο της φτώχειας, της κοινωνικής περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Οι Τσιγγάνοι δεν κατέχουν το εκπαιδευτικό κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να ασκούν περιθωριακά επαγγέλματα και να παραμένουν προσκολλημένοι στο κοινωνικό περιθώριο. Η προσαρμογή στις σύγχρονες απαιτήσεις της ελληνικής οικονομίας ανάγκασε πολλούς από τους Τσιγγάνους να εγκαταλείψουν τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα, όπως αυτό του σιδερά, του καλαθοποιού, του γανωματή, του καρεκλοποιού κ.λπ. και να αλλάξουν επαγγελματική πορεία, στρεφόμενοι προς το εμπόριο της καρέκλας, του καλαθιού κ.ά.
Η χρήση των μηχανών σε ευρεία κλίμακα για την παραγωγική διαδικασία στις καλλιέργειες αφάνισε το επάγγελμα του ζωέμπορου και του εργάτη στη συγκομιδή καρπών. Το μοναδικό παραδοσιακό τσιγγάνικο επάγγελμα που παραμένει και το οποίο έχει ενταχθεί στο σημερινό ελληνικό σύστημα παραγωγής είναι αυτό του μουσικού.
Παρόλο που έχουν αναγκαστεί να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις του εμπορίου, αντιμετωπίζουν ένα σοβαρό εμπόδιο με την άσκηση της ιδιότητας του εμπόρου. Πολλοί δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας πωλητή με αποτέλεσμα να μην είναι ασφαλισμένοι στο αντίστοιχο Ταμείο και να «παρανομούν».
Τα στοιχεία ερευνών δείχνουν ότι το 40% των Τσιγγάνων δεν διαθέτουν καμία Κοινωνική Ασφάλιση, γιατί ασκούν «παράνομα» το επάγγελμά τους. Η έλλειψη Κοινωνικής Ασφάλισης συνεπάγεται και δυσκολίες στην περίθαλψη και τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής όπου υπάρχει ανάγκη.
Στην τσαρική ρωσική αυτοκρατορία, η οποία δικαιολογημένα είχε χαρακτηριστεί «φυλακή των λαών», κατοικούσαν 200 περίπου λαοί και σε χρήση βρίσκονταν 200 διαφορετικές γλώσσες. Η εθνική, πολιτισμική και γλωσσική διαφορετικότητα και ανομοιογένεια αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του τεράστιου κράτους.
Η εθνική πολιτική του τσαρισμού ήταν αφομοιωτική και στηριζόταν στις αρχές του μεγαλορωσικού εθνικισμού. Η ρωσική αυτοκρατορία έπρεπε να είναι ενιαία και αδιαίρετη και να βρίσκεται κάτω από την ενιαία και απεριόριστη εξουσία του Ρώσου μονάρχη. Επίσημη θρησκεία ήταν η ορθόδοξη χριστιανική. Η ρωσική γλώσσα αποτελούσε επίσημη κρατική γλώσσα. Οι ελευθερίες και τα δικαιώματα των μη ρωσικών εθνοτήτων ήταν ανύπαρκτα.
Με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, η νέα σοβιετική εξουσία ανακήρυξε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος της αποχώρησής τους και του σχηματισμού ξεχωριστού κράτους. Καταργήθηκαν τα εθνικά και θρησκευτικά προνόμια και αναγνωρίστηκε η ισότητα όλων των λαών της Ρωσίας, η οποία δεν θα έπρεπε να είναι μόνο τυπική αλλά και πραγματική.
Η ρωσική γλώσσα έπαψε να είναι κρατική γλώσσα και αναγνωρίστηκε η δυνατότητα των άλλων εθνοτήτων να διδάσκονται τη γλώσσα τους στο σχολείο και να τη χρησιμοποιούν στην επαφή τους με τις κρατικές υπηρεσίες. Η αυτοδιάθεση των εθνοτήτων αναγνωρίστηκε ως θεμελιώδης αρχή της εθνικής κρατικής πολιτικής. Το σοβιετικό ομοσπονδιακό κράτος κλήθηκε να συμβάλει στη συνεύρεση και συνένωση των λαών και στην υπέρβαση των αντιπαραθέσεων και ανταγωνισμών μεταξύ τους.
Οι Τσιγγάνοι δέχτηκαν θετικά την Οκτωβριανή Επανάσταση και ορισμένοι από αυτούς εντάχθηκαν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού.
Η πολιτική του σοβιετικού κράτους απέναντι στους Τσιγγάνους είχε δύο βασικούς άξονες:
1) Τη δημιουργία προϋποθέσεων για τη μετάβαση των νομάδων Τσιγγάνων στον εδραίο τρόπο ζωής και την εξασφάλιση της απασχόλησής τους στη σφαίρα της αγροτικής οικονομίας και της βιομηχανίας. Η μετάβαση στον εδραίο τρόπο ζωής εξεταζόταν ως αναγκαία προϋπόθεση υπέρβασης της περιθωριοποίησης των Τσιγγάνων και της ιστορικής καθυστέρησης στην οποία τους καταδίκασε η παλιά κοινωνία.
2) Την υπέρβαση του αναλφαβητισμού των Τσιγγάνων και την ανάπτυξη του εθνικού πολιτισμού τους, στη βάση των αρχών του εργατικού διεθνισμού. Μια από τις πλευρές της πολιτιστικής επανάστασης ήταν η υπέρβαση του χάσματος που δημιουργούσε αξεπέραστες δυσκολίες στην πρόσβαση των λαϊκών μαζών στις κατακτήσεις της τέχνης, της επιστήμης και του πολιτισμού γενικότερα, η ανάπτυξη της κουλτούρας των εθνοτήτων που διέμεναν στην ΕΣΣΔ με απώτερο σκοπό τον σχηματισμό της ενιαίας πολυεθνικής κουλτούρας του σοβιετικού λαού.
Και οι δύο βασικοί άξονες είχαν τελικό στόχο την οργανική ένταξη των Τσιγγάνων στη σοβιετική κοινωνία.
Μετά από τις αντίστοιχες αποφάσεις της σοβιετικής κυβέρνησης (1/10/1926 και 20/2/1928), δίνονται κίνητρα στους Τσιγγάνους οι οποίοι επιθυμούν να εγκατασταθούν μόνιμα σε κάποια αγροτική περιοχή. Σε αυτούς χορηγούνταν δωρεάν κάποια αγροτική έκταση και σε κάθε οικογένεια δίνονταν 500 - 600 ρούβλια ως οικονομική βοήθεια για να ξεκινήσει την αγροτική καλλιέργεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτές τις αποφάσεις της σοβιετικής κυβέρνησης προβλεπόταν η εθελοντική (και όχι η υποχρεωτική, αναγκαστική) μετάβαση των Τσιγγάνων στον εδραίο τρόπο ζωής.
Το 1925 δημιουργήθηκε η Πανρωσική Ενωση Τσιγγάνων, η οποία αποτελεί την πρώτη προσπάθεια συνένωσης των Τσιγγάνων που ήταν διεσπαρμένοι σε όλη τη χώρα.
Η Πανενωσιακή Ενωση Τσιγγάνων, κατά το σύντομο σχετικά χρόνο λειτουργίας της, πραγματοποίησε μια πλατιά εκστρατεία να πείσει τους νομάδες Τσιγγάνους να περάσουν στον εδραίο τρόπο ζωής και στα τσιγγάνικα κολχόζ, τα οποία άρχισαν να δημιουργούνται.
Με βάση την απογραφή της 13ης Δεκέμβρη 1926, οι Τσιγγάνοι στην ΕΣΣΔ έφταναν τους 61.229 (30.308 άντρες και 30.921 γυναίκες), απ' τους οποίους οι 40.943 ζούσαν στη Ρώσικη Σ.Σ.Ο.
Η μετάβαση στον νέο τύπο κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων αποδείχθηκε επίπονη, βασανιστική διαδικασία. Οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα υπήρχαν και από την πλευρά της σοβιετικής εξουσίας προς τους Τσιγγάνους και από την πλευρά των Τσιγγάνων προς τη σοβιετική εξουσία.
Ο δεύτερος βασικός άξονας της πολιτικής του σοβιετικού κράτους προς τους Τσιγγάνους αφορούσε την πραγματοποίηση πολιτιστικής επανάστασης, την υπέρβαση της καθυστέρησης και του αναλφαβητισμού, σημαντικών εμποδίων για την οργανική κοινωνική ενσωμάτωσή τους.
Πρώτο βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση ήταν η δημιουργία αλφάβητου για τους Τσιγγάνους. Την αποστολή αυτή ανέλαβε επιτροπή με επικεφαλής τον καθηγητή Μ. Β. Σεργκιέφσκι, ο οποίος στηρίχθηκε κυρίως στη μελέτη της γλώσσας των Τσιγγάνων της Βόρειας Ρωσίας. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια διετέλεσε η μεταπτυχιακή φοιτήτρια Τ. Β. Βέντσελ, η οποία συνέλεξε πλούσιο γλωσσικό υλικό από τη ζωή των Τσιγγάνων στο σχολείο, στο θέατρο, στις καθημερινές ασχολίες τους κ.λπ.
Το 1927 εκδόθηκε το έργο του καθηγητή Μ. Β. Σεργκιέφσκι «Από τη σφαίρα της γλώσσας των Ρώσων Τσιγγάνων» και το 1931 το εγχειρίδιο «Τσιγγάνικο αλφάβητο».
Από το 1927 άρχισε να εκδίδεται το πρώτο περιοδικό των Τσιγγάνων στην ΕΣΣΔ, «Ρομανί Ζόρια», το οποίο το 1931 μετονομάστηκε σε «Νέβο Ντρομ». Σε αυτό το περιοδικό, εκτός από μεταφράσεις έργων από άλλες γλώσσες στη Romani, οι οποίες είχαν σκοπό τη διευκόλυνση της επαφής των Τσιγγάνων με αριστουργήματα του παγκόσμιου πολιτισμού, δημοσιεύονταν έργα για τη ζωή και την ιστορία των Τσιγγάνων, άρθρα για επίκαιρα κοινωνικοπολιτικά και πολιτιστικά γεγονότα κ.λπ.
Τη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ιδρύθηκαν πολλά σχολεία για τσιγγανόπαιδα, ως παραρτήματα των λεγόμενων κοινών σχολείων. Στη Μόσχα εκείνη την περίοδο λειτουργούν τουλάχιστον 3 παραρτήματα σχολείων για τα τσιγγανόπαιδα. Σχολεία για τσιγγανόπαιδα υπήρχαν επίσης στην περιοχή του Σμολένσκ, στην Κριμαία και σε άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ.
Τα παραρτήματα λειτουργούσαν μόνο για τις πρώτες τάξεις του σχολείου, ενώ στη συνέχεια τα παιδιά εντάσσονταν στις μεγαλύτερες τάξεις των κοινών σχολείων ή πήγαιναν σε κάποιες επαγγελματικές σχολές. Στα σχολεία τσιγγανοπαίδων, εκτός από τη ρωσική γλώσσα διδασκόταν και η Romani.
Το 1932 δημιουργήθηκαν τεχνικές παιδαγωγικές σχολές (πεντ-τέχνικουμ), για την προετοιμασία Τσιγγάνων δασκάλων, οι οποίοι θα δίδασκαν στα παραρτήματα τσιγγανοπαίδων. Συνολικά γύρω στα 120 άτομα τελείωσαν αυτές τις σχολές, αλλά στην πράξη σχεδόν κανένας από αυτούς δεν έκανε μάθημα σε τσιγγανόπαιδα. Οι περισσότεροι μετατέθηκαν σε αγροτικά σχολεία και έγιναν δάσκαλοι σε παιδιά άλλων εθνοτήτων.
Το 1938 - 1939 γίνεται αναδιάρθρωση των πεντ-τέχνικουμ για Τσιγγάνους εκπαιδευτικούς και των σχολείων τσιγγανοπαίδων. Τα σχολεία τσιγγανοπαίδων καταργούνται και τα τσιγγανόπαιδα εντάσσονται στα κοινά ρωσόφωνα σχολεία. Οι τεχνικές παιδαγωγικές σχολές για Τσιγγάνους εκπαιδευτικούς ενσωματώνονται στις κοινές παιδαγωγικές σχολές.
Τα τσιγγανόπαιδα φοιτούν μαζί με τα παιδιά άλλων εθνοτήτων στις ίδιες τάξεις, ενώ αποφεύγεται η δημιουργία ξεχωριστών σχολείων τσιγγανοπαίδων.
Επί σοβιετικής εξουσίας στα τσιγγανόπαιδα χορηγούσαν εντελώς δωρεάν στην αρχή του σχολικού χρόνου όλα τα απαραίτητα είδη ένδυσης, υπόδησης, αθλητικές φόρμες, χαρτικά είδη, βιβλία κ.λπ. (υπήρχε ειδικό ταμείο στα σχολεία για αυτές τις περιπτώσεις). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στα σοβιετικά σχολεία τα παιδιά γευμάτιζαν δωρεάν (ή έναντι κάποιας εντελώς συμβολικής πληρωμής).
Μια δεύτερη ομάδα κινήτρων που χρησιμοποιήθηκαν για την ένταξη των τσιγγανοπαίδων στη σχολική ζωή ήταν η δημιουργία ομάδων ενδιαφερόντων και ερασιτεχνικών δραστηριοτήτων (μουσικής, χορού, θεάτρου, αθλητισμού). Τέτοιες ομάδες (κρουζκί), οι οποίες διέθεταν ξεχωριστές σχολικές αίθουσες για κάθε δραστηριότητα, αποτέλεσαν πόλο έλξης για τα τσιγγανόπαιδα. Συχνά οι ορχήστρες και οι χορωδίες τις οποίες δημιουργούσαν τα τσιγγανόπαιδα διέπρεπαν και αναγνωρίζονταν στο επίπεδο της πόλης και της ευρύτερης περιοχής.
Στη δίνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μαζί με τους άλλους λαούς της ΕΣΣΔ βρέθηκαν και οι Τσιγγάνοι. Μαζί με τους Εβραίους και τους Ρώσους, ήταν οι εθνότητες οι οποίες κατά τους ναζί έπρεπε να εξοντωθούν ολοκληρωτικά. Εφευρέθηκε ολόκληρη θεωρία αναγνώρισης, ταξινόμησης και ιεράρχησης των Τσιγγάνων, «απόδειξης» της κληρονομικής τάσης τους προς την εγκληματικότητα, για την εξασφάλιση της «νομιμοποίησης» των διώξεων εναντίων τους.
Η ΕΣΣΔ ήταν μία από τις χώρες στις οποίες οι εκκαθαρίσεις, εκτελέσεις και διώξεις εναντίον των Τσιγγάνων από τις δυνάμεις του Αξονα πήραν τεράστιες διαστάσεις. Καταστράφηκαν 52 τσιγγάνικα κολχόζ, έγιναν μαζικές εκτελέσεις Τσιγγάνων στη Λευκορωσία, στα περίχωρα του Λένινγκραντ, στην Κριμαία κ.α.
Μία από τις πιο τραγικές σελίδες στην ιστορία του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου ήταν η εκτέλεση 700 Τσιγγάνων από τους Γερμανούς στα περίχωρα του Λένινγκραντ. Οι περισσότεροι από αυτούς εργάζονταν σε ορχήστρες και χορωδίες της πόλης. Οι Γερμανοί, γνωρίζοντας αυτό το γεγονός, τους χώρισαν σε δύο ομάδες. Οι μισοί τραγουδούσαν και χόρευαν και οι υπόλοιποι έσκαβαν ομαδικό τάφο.
Οταν τελείωσε αυτό το τραγικό κοντσέρτο, οι Γερμανοί τούς εκτέλεσαν όλους. Πολλοί απ' αυτούς έπεσαν ζωντανοί στον τάφο. Οι Γερμανοί τούς έθαψαν ζωντανούς. Σύμφωνα με τον θρύλο, σε αυτήν την περιοχή ακούγονται ακόμα τα λυπητερά τραγούδια γνωστών Τσιγγάνων μουσικών.
Οταν ξεκίνησε ο πόλεμος πολλοί Τσιγγάνοι εντάχθηκαν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, ορισμένοι παρέμειναν στις περιοχές όπου ζούσαν και άλλοι μετακινήθηκαν σε διαφορετικές περιοχές. Μετά τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο οι Τσιγγάνοι, ξεριζωμένοι και αποδεκατισμένοι, ξεκινούν νέο κύκλο μετακινήσεων από περιοχή σε περιοχή και πολλοί αρχίζουν ξανά να ζητιανεύουν.
Στις 5/10/1956, με απόφαση του προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, λήφθηκαν νέα μέτρα για την εξασφάλιση της μόνιμης εγκατάστασης των μετακινούμενων Τσιγγάνων. Αυτήν την περίοδο δημιουργήθηκαν συνοικίες σε πόλεις, στις οποίες μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν ολόκληρα τάμπορ. Πάρθηκαν μέτρα για την εξασφάλιση εργασίας στους Τσιγγάνους, στα εργοστάσια και σε συνεταιρισμούς τεχνιτών (αρτέλ). Πολλοί Τσιγγάνοι ακολούθησαν τα παραδοσιακά γι' αυτούς επαγγέλματα του μουσικού, του χορευτή κ.λπ. Αρκετοί παρέμειναν στην ύπαιθρο και ασχολήθηκαν με αγροτικές εργασίες.
Ομως, οι κρυφές εσωτερικές μετακινήσεις μεγάλου μέρους των Τσιγγάνων συνεχίστηκαν. Οι Τσιγγάνοι συνήθως εγγράφονταν ως μόνιμοι κάτοικοι κάποιας περιοχής, στην πραγματικότητα όμως σ' αυτήν την περιοχή διέμεναν μόνο οι ηλικιωμένοι και τα μικρά παιδιά, ενώ οι υπόλοιποι βρίσκονταν σε μια διαδικασία συνεχών μετακινήσεων από τη μία άκρη της ΕΣΣΔ στην άλλη (συνήθως επισκέπτονταν περιοχές στις οποίες ζούσαν συγγενείς τους).
Με βάση την επίσημη στατιστική, οι Τσιγγάνοι της ΕΣΣΔ το 1979 ήταν 209.000 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έφταναν τις 230.000. Η δημογραφική τους ανάπτυξη είναι ταχύτατη. Ο πραγματικός αριθμός των Τσιγγάνων είναι σίγουρα μεγαλύτερος, αλλά απουσιάζει ακριβής καταγραφή τους.
Ανάλογη είναι η πείρα και από τα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Για παράδειγμα, η Πολωνία ήδη από τις αρχές του 1950 προσπάθησε να εξασφαλίσει την ενσωμάτωση των νομάδων τσιγγάνων, προσφέροντάς τους στέγη και εργασία. Στα σχολεία γράφτηκαν πολλά παιδιά και έγιναν προσπάθειες για την ίδρυση συνεταιριστικών εργαστηρίων με βάση τις παραδοσιακές τους ασχολίες, όπως το γάνωμα.
Μέσα σε δύο χρόνια είχε μειωθεί κατά πολύ η νομαδική ζωή και γρήγορα το 80% των παιδιών δήλωναν ότι παρακολουθούσαν το σχολείο, έστω και με διακοπές. Στην Ουγγαρία το «Συμβούλιο Ρομανί» συγκέντρωνε πάνω από 200 πολιτιστικά σωματεία, στη δε Τσεχοσλοβακία, κατά την απογραφή του 1970, μόλις το 10% των Τσιγγάνων άνω των 15 ετών δεν είχε τη βασική μόρφωση, ενώ δέκα χρόνια πριν το ποσοστό αυτό ήταν σχεδόν 30%. Ο αριθμός των Τσιγγάνων πτυχιούχων πανεπιστημίων αυξήθηκε από 45 σε 345.
Μετά τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες, η αντιμετώπιση των τσιγγάνων αλλάζει και τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται. Οι κακοποιήσεις και οι επιθέσεις εναντίον τους είναι συχνό φαινόμενο. Το κάψιμο των σπιτιών και οι επιθέσεις σε οικογένειες τσιγγάνων εμφανίζονται πολύ συχνά στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία, στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία. Οι επιχορηγήσεις και τα κίνητρα για την ένταξη των τσιγγανοπαίδων παύουν να υπάρχουν.
Τα σχολεία είναι σε εξαιρετικά δύσκολη οικονομική κατάσταση και οι δάσκαλοι για ολόκληρους μήνες δεν παίρνουν ακόμα κι αυτόν τον πενιχρό μισθό τους. Οι δάσκαλοι χάνουν το ενδιαφέρον τους προς την εκπαιδευτική διαδικασία και περιορίζονται στην τυπική εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι αυτοπυρπολήσεις δασκάλων στη Ρωσία είναι ενδεικτικό παράδειγμα της απόγνωσης και της απελπισίας τους.
Το παιδιά δεν σιτίζονται πλέον στο σχολείο, με αποτέλεσμα να γίνει σύνηθες το φαινόμενο λιποθυμίας μέσα στην τάξη παιδιών από φτωχότερες οικογένειες, λόγω πείνας. Η διεύθυνση των σχολείων πραγματοποιεί διαρκώς εράνους, ζητώντας από τους γονείς των μαθητών να πληρώσουν τα έξοδα για στοιχειώδεις λειτουργικές ανάγκες του σχολείου, τις οποίες δεν καλύπτει πλέον ο κρατικός προϋπολογισμός.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε αυτές τις συνθήκες πολλοί Τσιγγάνοι πληρώνουν πολλά χρήματα για να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά τους και εξασφαλίζουν δασκάλους μουσικής για να τους μάθουν κάποιο μουσικό όργανο.
Παρ' όλα αυτά, σημαντική μερίδα των τσιγγανοπαίδων φοιτούν μέχρι την Γ' - Δ' τάξη του σχολείου και στη συνέχεια το εγκαταλείπουν (η υποχρεωτική εκπαίδευση στη Ρωσία φτάνει τα δέκα χρόνια), ενώ συνηθισμένο φαινόμενο είναι η άτακτη φοίτησή τους.
Στις φτωχές οικογένειες οι γυναίκες είναι αναγκασμένες να ασχοληθούν με τη χειρομαντεία για να συμπληρώσουν το εισόδημα της οικογένειας, εμφανίζεται ξανά το φαινόμενο της επαιτείας. Δεν είναι λίγοι οι Τσιγγάνοι οι οποίοι, απογοητευμένοι από την έλευση της «οικονομίας της αγοράς», δηλώνουν ότι «με τους κομμουνιστές περνούσαμε καλύτερα».
Οι τεράστιοι φόροι που επιβλήθηκαν από τη νέα εξουσία πλήττουν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τους συνεταιρισμούς τεχνιτών, στους οποίους εργάζονταν παραδοσιακά πολλοί Τσιγγάνοι. Η γενικότερη τάση κοινωνικής αποξένωσης και η έντονη κοινωνική διαφοροποίηση στους ίδιους τους Τσιγγάνους προκαλούν την αποδυνάμωση και αποσύνθεση των ενδοκοινοτικών δεσμών του τάμπορ και την ισχυροποίηση των «εσωτερικών τριβών», εξαιτίας της έξαρσης των ατομικών συμφερόντων.
Η εκπαιδευτική πολιτική που εφαρμόζεται καταργεί τις θετικές πλευρές της διεθνιστικής προσέγγισης, η οποία επικράτησε στην ΕΣΣΔ και στηρίχθηκε στην ανάπτυξη πολυεθνικών σχολείων. Στο όνομα της διατήρησης της πολιτισμικής και εθνοτικής ιδιαιτερότητας των Τσιγγάνων προωθούνται η πολυδιάσπαση του ενιαίου πολυεθνικού σχολείου, η δημιουργία σχολείων πολλαπλών τύπων και η περιθωριοποίηση και γκετοποίηση των τσιγγανοπαίδων σε σχολεία β' κατηγορίας.
Ολες οι ελληνικές κυβερνήσεις αξιοποίησαν τους Ρομά ως εξιλαστήριο θύμα για κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα, ώστε να κρύβεται εντέλει η δική τους ευθύνη για την ύπαρξη και διαιώνιση αυτών των προβλημάτων.
Είναι όλες διαχρονικά οι κυβερνήσεις που ενώ με την πολιτική τους καταδικάζουν τους Ρομά στο περιθώριο, όταν έρχεται στην επιφάνεια με οξύτητα κάποιο κοινωνικό πρόβλημα τους δείχνουν κυριολεκτικά με το δάχτυλο, για να απαλλαγούν οι ίδιοι από το πολιτικό κόστος και συνειδητά, για να κρύψουν τα κοινωνικά αίτια αυτού του προβλήματος, καλλιεργούν την απαράδεκτη επιχειρηματολογία ότι για την άθλια κατάσταση που βιώνουν οι Ρομά φταίνε τα υποτιθέμενα «χαρακτηριστικά της φυλής».
Το παράδειγμα της εγκληματικότητας είναι χαρακτηριστικό, αλλά όχι και μοναδικό, για τη στοχοποίηση που δέχτηκαν οι Ρομά από όλες τις κυβερνήσεις, σήμερα της ΝΔ, χθες του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων. Την ίδια στιγμή αυτές οι κυβερνήσεις έχουν σοβαρές ευθύνες για τις συνθήκες γκετοποίησης αυτού του πληθυσμού, που αποτελεί έδαφος για τη δράση εγκληματικών κυκλωμάτων, στα οποία εμπλέκονται επιχειρηματικά συμφέροντα, με λεία εκατομμύρια ευρώ, τα οποία κυκλώματα βέβαια μένουν πάντα στο απυρόβλητο.
Για να μην αναφερθούμε στα αλλεπάλληλα παραδείγματα εξαγοράς συνειδήσεων από τα αστικά πολιτικά κόμματα της χώρας, που αποτελούν μνημείο ντροπής και παράδειγμα του πώς αντιμετωπίζουν τους Ρομά.
Οι Ρομά βιώνουν με τραγικό και πιο οξυμένο τρόπο τα αποτελέσματα μιας πολιτικής και ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος - του καπιταλισμού - που βασικές λαϊκές ανάγκες, όπως στη στέγη, στη διατροφή, στην παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών Παιδείας και Υγείας, τα θεωρεί και τα αντιμετωπίζει ως ακριβοπληρωμένο εμπόρευμα και όχι ως κοινωνικά δικαιώματα. Θύματα αυτής της πολιτικής είναι και το σύνολο του λαού μας, που σήμερα, σε συνθήκες μεγάλης ακρίβειας, βλέπει το εισόδημά του να εξανεμίζεται και να μην μπορεί να ανταποκριθεί ακόμα και σε αυτές τις βασικές ανάγκες για την επιβίωσή του.
Αποδεικνύεται ότι ο καπιταλιστικός δρόμος είναι αυτός που στέκεται εμπόδιο στην κοινωνική ένταξη των Ρομά, όπως στέκεται εμπόδιο στην προσπάθεια του λαού για αξιοπρεπή ζωή, για ζωή με δικαιώματα, τα οποία απολάμβαναν αυτοί οι πληθυσμοί στις χώρες του σοσιαλισμού όπου ζούσαν.
Το ΚΚΕ διεκδικεί με ευθύνη του κράτους να ξεκινήσει άμεσα ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα κοινωνικής ένταξης των Ρομά, που θα εξασφαλίζει τις βασικές προϋποθέσεις για την αποφασιστική ένταξή τους στην εργασία, την εξασφάλιση στέγης και όρων ζωής που θα ανταποκρίνονται στις δυνατότητες της εποχής, την ισότιμη συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία. Τα διάφορα αποσπασματικά μέτρα και προγράμματα που γίνονται με τη συμμετοχή των διαφόρων ΜΚΟ αποδείχθηκε ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ απαιτεί από την κυβέρνηση και το κράτος να προχωρήσει στην επίσημη αναγνώριση των συνδικαλιστικών οργάνων των Ρομά, π.χ. της ΕΛΛΑΝ ΠΑΣΣΕ, που έχουν αποδείξει ότι μπορούν να εγγυηθούν τη δράση και τη στήριξη της προσπάθειας στην κατεύθυνση της κοινωνικής ένταξης των Ρομά.
του Ζήση ΛΥΜΠΕΡΙΔΗ*
* Ο Ζ. Λυμπερίδης είναι μέλος της Γραμματείας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου