Η «Κ» παρουσιάζει ενδεικτικά θέματα που δόθηκαν χθες στους μαθητές Δημοτικού και Γυμνασίου στο πλαίσιο των διαγνωστικών εξετάσεων στα Μαθηματικά και τη Γλώσσα, επιχειρώντας να αποτυπώσει τους λόγους για το ετήσιο «Βατερλώ» του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος - Εμπειρογνώμονες της εκπαίδευσης αποκωδικοποιούν τις επιδόσεις. Γράφει ο Απόστολος Λακασάς Είναι τόσο δύσκολο ένας 15χρονος να μετρήσει πόση πίτσα, μοιρασμένη αρχικά σε οκτώ κομμάτια, θα πάρουν οι εννέα φίλοι του, με τους οποίους θα δει τον τελικό της Ευρωλίγκας; Ή να απαντήσει σωστά πότε θα συναντηθούν ο Μίμης και ο Αλέξανδρος, όταν ο πρώτος ανεβαίνει σε ένα καταφύγιο του Ολύμπου και ο δεύτερος το κατεβαίνει; Πρόκειται για δύο θέματα που «έπεσαν» χθες στις διαγνωστικές εξετάσεις των Ελλήνων μαθητών δημοτικού και γυμνασίου στα Μαθηματικά και στη Γλώσσα. Η «Κ» παρουσιάζει σήμερα ενδεικτικά θέματα που δόθηκαν στους μαθητές, επιχειρώντας να αποτυπώσει τους λόγους για το ετήσιο «Βατερλώ» του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Ο κύριος λόγος είναι ότι οι μαθητές μαθαίνουν να αποστηθίζουν θεωρίες και κανόνες, αλλά δυσκολεύονται να τους εφαρμόσουν. Αλλωστε, όπως λέει στην «Κ» ο Κώστας Αποστολόπουλος, σύμβουλος Εκπαίδευσης Φυσικών Επιστημών, μέλος της επιστημονικής επιτροπής της «ελληνικής PISA», «έχει μεγαλύτερη δυσκολία να σκεφθείς παρά να απομνημονεύσεις». «Στο ελληνικό σχολείο τα περισσότερα θέματα τείνουν να εξετάζουν την απομνημόνευση, με αποτέλεσμα να μη διακρίνεται η κριτική ικανότητα». Είναι η τρίτη χρονιά που διενεργούνται οι εθνικές εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα (αποκαλούμενες και «ελληνική PISA», κατά τα πρότυπα του ομώνυμου διεθνούς διαγωνισμού που διοργανώνει ο ΟΟΣΑ) στη Νεοελληνική Γλώσσα και στα Μαθηματικά, οι οποίες στοχεύουν στην αξιόπιστη αποτύπωση του επιπέδου των γνώσεων και των δεξιοτήτων των μαθητών της Στ΄ τάξης του δημοτικού και της Γ΄ τάξης του γυμνασίου.
Περισσότερα από 630 σχολεία σε όλη τη χώρα μετείχαν στη διαδικασία. «Σκοπός είναι να αποτυπωθεί ο βαθμός αφομοίωσης της εκπαιδευτικής ύλης, αλλά και ανάπτυξης των δεξιοτήτων τους και κυρίως της κριτικής σκέψης τους», ανέφερε χθες ο υπουργός Παιδείας, Κυριάκος Πιερρακάκης.
Ωστόσο, η φιλοσοφία και ο προσανατολισμός του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος εμποδίζουν τους μαθητές να ανταποκριθούν με επιτυχία στον διαγωνισμό.
«Οι Ελληνες μαθητές δεν έχουν ασκηθεί σε ερωτήσεις, όπως αυτές της PISA. Στον διαγωνισμό οι ερωτήσεις δεν ζητούν την καταγραφή της θεωρίας ή την επίλυση μιας άσκησης βάσει των κανόνων. Αντίθετα, η διατύπωση των ερωτήσεων απαιτεί από τον μαθητή να σκεφθεί κριτικά.
Το πλαίσιο βάζει την ερώτηση μέσα σε ένα γεγονός της καθημερινότητας –π.χ. το μοίρασμα μιας πίτσας ή η ανάβαση ενός βουνού– και δίνει την πληροφορία στον μαθητή που θα τον βοηθήσει να απαντήσει.
Αντίθετα, στο ελληνικό σχολείο τα περισσότερα θέματα τείνουν να εξετάζουν την απομνημόνευση, με αποτέλεσμα να μη διακρίνονται η δημιουργική σκέψη και η κριτική ικανότητα των μαθητών», παρατηρεί ο κ. Αποστολόπουλος, που είναι και μέλος της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ).
«Στην Ελλάδα κυριαρχεί ο παραδοσιακός τρόπος διδασκαλίας, που είναι δασκαλοκεντρικός και όχι μαθητοκεντρικός. Ενα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να προετοιμάζει τους μαθητές, που αλλάζει πολύ γρήγορα λόγω της τεχνολογίας. Πλέον οι μηχανές κάνουν το τυποποιημένο μέρος της εργασίας και οι άνθρωποι βάζουν τη δημιουργικότητα. Κάτι τέτοιο απαιτεί διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας και αξιολόγησης», προσθέτει ο ίδιος.
«Πριν βιαστούμε να μιλήσουμε για αποτυχία των μαθητών της Ελλάδας στα τεστ αξιολόγησης, θα πρέπει να γνωρίζουμε τι ακριβώς αξιολογούν αυτά τα τεστ. Εν προκειμένω, η διεθνής PISA αξιολογεί τις γνώσεις και δεξιότητες που έχουν αποκτήσει οι 15χρονοι μαθητές, έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν καταστάσεις της καθημερινής ζωής.
Αυτή η διάσταση (η αξιοποίηση της σχολικής γνώσης στην καθημερινή ζωή) δεν ήταν έως πρόσφατα στους στόχους του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Δηλαδή, οι μαθητές μας μπορεί να γνωρίζουν καλά έναν μαθηματικό τύπο και κάποιοι από αυτούς να αριστεύουν σε μαθηματικούς διαγωνισμούς, αλλά το πώς αυτός ο τύπος θα τους φανεί χρήσιμος όταν θα χρειαστεί να λύσουν ένα καθημερινό πρόβλημα, σε ένα αυθεντικό πλαίσιο δηλαδή, δεν το γνωρίζουν», παρατηρεί στην «Κ» η Χρύσα Σοφιανοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών, εμπειρογνώμονας για θέματα εκπαίδευσης και τέως εθνική συντονίστρια του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ.
«Οι εθνικές εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα (η “ελληνική PISA”, όπως λάθος αποκαλείται), από την άλλη, αξιολογούν αν οι μαθητές μας κατέκτησαν τους στόχους του ελληνικού προγράμματος σπουδών. Φαίνεται όμως να υπάρχουν αρκετές αδυναμίες των μαθητών ή –πιο σωστά– παρανοήσεις.
Αυτό μπορεί να οφείλεται στα σχολικά εγχειρίδια που είναι εικοσαετίας τα περισσότερα, στους τρόπους διδακτικής προσέγγισης, στον ακαδημαϊκό προσανατολισμό και σε πολλούς άλλους παράγοντες που οι υπεύθυνοι φορείς διερευνούν και προτείνουν τρόπους αντιμετώπισης», προσθέτει.
«Η PISA μας παρέχει δεδομένα για να τροποποιήσουμε την εκπαιδευτική μας πολιτική, έχοντας στον νου μας όχι μόνο την ενίσχυση συγκεκριμένων θεματικών περιοχών των προγραμμάτων σπουδών ή των εκπαιδευτικών μας μεθόδων, αλλά και τη βελτίωση της πρόσβασης σε ποιοτική εκπαίδευση ομάδων του πληθυσμού που τη στερούνται ή τους είναι δυσχερής (ο όγκος των δεδομένων επιτρέπει κάτι τέτοιο).
Η εκπαίδευση παραμένει ένα στοιχείο εκδημοκρατισμού και ισότητας στις σύγχρονες κοινωνίες, ας μην το ξεχνάμε. Το πολιτισμικό κεφάλαιο των γονέων συνεχίζει να είναι καθοριστικός παράγοντας για τις επιδόσεις των μαθητών και αυτό μόνο ενισχύει το παραπάνω σημείο: η εκπαίδευση και η ποιότητά της σχετίζεται με γενικότερα ζητήματα ανισοτήτων και πρόσβασης σε μια κοινωνία και η PISA μας βοηθάει να αποκτήσουμε εικόνα», δηλώνει στην «Κ» ο κ. Γιάννης Τσίρμπας, πρώην εθνικός αντιπρόσωπος PISA για την Ελλάδα.
«Είναι σαφές ότι η PISA οδηγεί σε ομογενοποίηση εκπαιδευτικών πολιτικών και των συνακόλουθων αξιών σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες ενδεχομένως δεν είναι κοινά αποδεκτές σε μια κοινωνία, ειδικά από τη στιγμή που συχνά επιβάλλονται από τις ισχυρές χώρες του ΟΟΣΑ. Αυτό είναι ένα πιθανό σημείο τριβής και εντάσεων εντός κάθε χώρας», παρατηρεί ο κ. Τσίρμπας, ο οποίος επισημαίνει μια ανακολουθία της πολιτικής που εφαρμόζεται στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες (με δεδομένο ότι η PISA του ΟΟΣΑ διοργανώθηκε για πρώτη φορά το 2000): «Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε τον βαθμό στον οποίον οι 15χρονοι μαθητές των σχολείων μας μπορούν να τα βγάλουν πέρα “εκεί έξω” στον πραγματικό κόσμο, αυτό είναι αναμφισβήτητο.
Ωστόσο, το γεγονός ότι διαχρονικά στην PISA δεν έχουμε, ως χώρα, στατιστικά σημαντικές διαφοροποιήσεις σε βάθος χρόνου, μάλλον σημαίνει ότι κεντρικά η PISA δεν αντιμετωπίζεται από την πολιτεία ως κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, με βάση το οποίο χαράσσεται μέρος τουλάχιστον της εκπαιδευτικής πολιτικής – παρά τις αντίθετες δηλώσεις της εκάστοτε ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας».
Οι ομοσπονδίες προσπάθησαν να «μπλοκάρουν» τις εξετάσεις
Νέα επεισόδια στο σίριαλ των αντιδράσεων των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών ΔΟΕ και ΟΛΜΕ κατά του διαγωνισμού PISA διαδραματίστηκαν τούτες τις μέρες. Οι ομοσπονδίες αντιδρούν στον διαγωνισμό που οργανώνεται από τον ΟΟΣΑ από το 2000, οπότε στο ίδιο πλαίσιο αντιδρούν και στις ανάλογες εξετάσεις του ελληνικού υπουργείου Παιδείας.
«Το Δ.Σ. της ΔΟΕ είχε τονίσει από την πρώτη χρονιά απόπειρας πραγματοποίησης των εξετάσεων ότι οι κυβερνώντες επιδιώκουν να ενισχύσουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό, τη λογική “όλοι εναντίον όλων”, με τα αποτελέσματα να ιεραρχούν μαθητές και σχολεία ανοίγοντας τον αντιδραστικό δρόμο για τη γονεϊκή επιλογή σχολείων, μέσω της σύγκρισης, κάτι που παρουσιάζεται ως προνόμιο στους γονείς ενώ θα οδηγήσει σε υποβάθμιση σχολείων και επιλογή και μαθητών από τα σχολεία. Κάτι που έχει ήδη συμβεί όπου εφαρμόστηκαν ανάλογα συστήματα επιβεβαιώνοντας, δυστυχώς, τους ολέθριους σχεδιασμούς που κρύβονται πίσω από το όλο εγχείρημα.
Οι εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα σε εθνικό επίπεδο μόνο αθώες δεν είναι. Αποτελούν μέρος του συνολικού αντιδραστικού σχεδιασμού του ΥΠΑΙΘ για την εφαρμογή της αξιολόγησης μαθητών-εκπαιδευτικών-σχολικών μονάδων, με οδυνηρές συνέπειες για τη δημόσια εκπαίδευση. Μόνο αθώες δεν είναι», ανέφερε η Διδασκαλική Ομοσπονδία, κηρύσσοντας απεργιακή κινητοποίηση για χθες. Ανάλογα επιχειρήματα έχει και η ΟΛΜΕ.
Το υπουργείο προσέφυγε δικαστικά και η κινητοποίηση κηρύχθηκε παράνομη (η ΑΔΕΔΥ την κάλυψε, βέβαια), όμως είναι σαφές ότι το σώμα των εκπαιδευτικών επηρεάζεται από τις κραυγές των συνδικαλιστών. Μάλιστα, οι εξετάσεις σε πέντε δημοτικά σχολεία της Κέρκυρας δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω των αντιδράσεων εκπαιδευτικών αλλά και γονιών.
Ο υπουργός Κυριάκος Πιερρακάκης απάντησε ότι «η “Ελληνική PISA” είναι πολύτιμο εργαλείο για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος σήμερα και ένας ακόμη βατήρας για τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζονται αύριο. Αντίστοιχες εξετάσεις διενεργούνται σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι εκπαιδευτικοί είναι αρωγοί και καταλύτες στην τιτάνια προσπάθεια για ένα καλύτερο σχολείο, λειτουργικό, δημιουργικό, ψηφιακό. Αντιστέκονται αναχρονιστικές μειοψηφίες, οι οποίες με τη στάση τους στρέφονται εναντίον των μαθητών υπονομεύοντας ουσιαστικά το μέλλον τους.
Ο δρόμος για τις μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η εκπαίδευση έχει ανοίξει. Με πολλές μικρές και μεγάλες αλλαγές που τόσο έχει ανάγκη το ελληνικό σχολείο. Και σίγουρα χωρίς ιδεοληψίες – όχι απλώς άλλων δεκαετιών, αλλά άλλου αιώνα».
https://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου