Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς και η δολοφονία του από όργανα της χούντας το 1967 (φωτο)


Ποιος ήταν ο Νικηφόρος Μανδηλαράς; - Η συμμετοχή του ως δικηγόρος στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ - Ο «ψυχιατρικός φάκελος» του Γεώργιου Παπαδόπουλου

Γράφει ο Μιχάλης Στούκας 
Ένας από τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους κάτω από «αδιευκρίνιστες συνθήκες» στα χρόνια της χούντας ήταν ο Ναξιώτης Νικηφόρος Μανδηλαράς. 

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει ένα μάλλον άγνωστο γεγονός γι’ αυτόν. Συγκεκριμένα στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ το 1965, ο Μανδηλαράς ως συνήγορος υπεράσπισης του Αριστείδη Μπουλούκου παρουσίασε ιατρική γνωμάτευση σύμφωνα με την οποία ο μετέπειτα δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος έπασχε από ψυχιατρική νόσο. Εντοπίσαμε γι’ αυτό το θέμα περισσότερα στοιχεία και θα τα παρουσιάσουμε στο σημερινό μας άρθρο.

Ποιος ήταν ο Νικηφόρος Μανδηλαράς

Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς γεννήθηκε στην Κόρωνα της Νάξου το 1928. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα ενώ παράλληλα εργαζόταν. Αφού τελείωσε τις σπουδές του εργάστηκε στο δικηγορικό γραφείο του Γ.Β. Μαγκάκη (1906-1991), δικηγόρου και πολιτικού επίσης από τη Νάξο. Στη συνέχεια άνοιξε δικό του δικηγορικό γραφείο. Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς ήταν έντονα πολιτικοποιημένος, φίλος και συνομιλητής του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ήταν ανεξάρτητος υποψήφιος βουλευτής Κυκλάδων στις εκλογές του 1961, χωρίς όμως να εκλεγεί, ενώ σχεδίαζε να πολιτευθεί και στις εκλογές του Μαΐου 1967 που δεν έγιναν ποτέ, λόγω της επιβολής της δικτατορίας. 

Δεν δίσταζε να τα βάλει ακόμα και με το Παλάτι λέγοντας ότι: «.. τα δικά μας ονόματα δεν καταλήγουν εις… μπουργκ», προφανώς σε αντιδιαστολή με εκείνο του νεαρού τότε βασιλιά Κωνσταντίνου Β’, που ανήκε στον οίκο των Γλίξμπουργκ.

Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ

Κορυφαία στιγμή της δικηγορικής σταδιοδρομίας του Νικηφόρου Μανδηλαρά ήταν η υπεράσπιση των κατηγορουμένων στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Η υπόθεση αυτή ήταν ένα μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό σκάνδαλο που ξέσπασε στα μέσα Μαΐου 1965 όταν ο διοικητής των ελληνικών δυνάμεων της Κύπρου Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας ενημέρωσε το υπουργείο Εθνικής Αμύνης της Ελλάδας ότι μέσα στο στράτευμα έχει δημιουργηθεί μία συνωμοτική οργάνωση αριστερών αξιωματικών με αρχηγό τον Ανδρέα Παπανδρέου η οποία σκοπεύει να ανατρέψει τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση, να καταργήσει το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας και να επιβάλλει δικτατορία.

Η ονομασία της κίνησης ΑΣΠΙΔΑ προήλθε από τα αρχικά γράμματα των λέξεων «Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανική, Δημοκρατία, Αξιοκρατία». Τελικά μετά από πολλές διεργασίες εκδόθηκε βούλευμα με το οποίο παραπέμπονταν σε δίκη ως αρχηγοί της συνωμοσίας οι συνταγματάρχες Αλέξανδρος Παπατέρπος, Δημήτριος Χονδροκούκης και Π. Αναγνωστόπουλος, ως υποκινητές της ο συνταγματάρχης Τσαμασιώτης, οι αντισυνταγματάρχες Δαμβουκέλης, Κατσιμήτρος και Παραλίκας, οι λοχαγοί Άρις Μπουλούκος, Π. Παπαγεωργόπουλος κ.ά. καθώς και μια σειρά ακόμα αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων.

Η δίκη των κατηγορουμένων ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου 1966. Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς που μαζί με τους Ευάγγελο Γιαννόπουλο, Γεώργιο Ασημακόπουλο, Σταύρο Κανελλόπουλο και άλλους είχαν ιδρύσει την Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδας και είχε υπερασπιστεί πολλούς πολίτες που διώκονταν για την πολιτική τους δράση, ανέλαβε την υπεράσπιση του Άρι Μπουλούκου.

Στο στρατοδικείο ο Μανδηλαράς έφερε με τις ερωτήσεις του σε πολύ δύσκολη θέση τους μάρτυρες κατηγορίας. Μάλιστα ένας από αυτούς κάποια στιγμή έντονα εκνευρισμένος επιτέθηκε εναντίον του Μανδηλαρά ο οποίος σώθηκε χάρη στην παρέμβαση των αστυνομικών. 

Ο Ναξιώτης δικηγόρος ήταν από αυτούς που ανέδειξαν στο δικαστήριο τον κομβικό ρόλο στη συνωμοσία του ΑΣΠΙΔΑ, του Γεώργιου Παπαδόπουλου, γνωστού ως τότε για το διαβόητο σαμποτάζ του Έβρου (Ιούνιος 1965) και ως γραμματέα της «Συντονιστικής Επιτροπής» που είχε καταρτίσει το «Σχέδιο Περικλής» (1961).

Ο Μανδηλαράς σύμφωνα με όσα ανέφεραν στον Γιάννη Ράγκο ο αείμνηστος ποινικολόγος Αριστείδης Οικονομίδης, ο τέως βουλευτής Νίκος Λεβογιάννης και ο Γιώργος Ρωμαίος, δημοσιογράφος και πολιτικός, κατέθεσε στον πρόεδρο του Στρατοδικείου Θεόδωρο Καμπέρη (επρόκειτο για αρεοπαγίτη στον οποίο δόθηκε ειδικά για την περίσταση ο βαθμός του Αντιστράτηγου της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης), μια ψυχιατρική γνωμάτευση για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο

Ο Αριστοτέλης Οικονομίδης εκτιμούσε ότι αυτή του η ενέργεια καθόρισε στη συνέχεια την τύχη του. Τι ακριβώς συνέβη με αυτή τη γνωμάτευση; Υπήρχε ή όχι; Θα το δούμε αυτό στη συνέχεια αφού πρώτα ασχοληθούμε με τον Νικηφόρο Μανδηλαρά μετά τη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ και το τραγικό του τέλος.

Το μοιραίο ταξίδι του Νικηφόρου Μανδηλαρά

Η δίκη του ΑΣΠΙΔΑ ολοκληρώθηκε στις 16 Μαρτίου 1967 μετά από πολλές εντάσεις. Με την απόφαση του Στρατοδικείου 13 από τους 28 κατηγορουμένους αξιωματικούς αθωώθηκαν ενώ 15 άλλοι καταδικάστηκαν σε ποινές από 2 έτη φυλάκισης έως 18 χρόνια κάθειρξης. Τελικά όλοι οι καταδικασθέντες αμνηστεύθηκαν στις 23 Δεκεμβρίου 1967 από τον δικτάτορα Παπαδόπουλο μετά το αποτυχημένο κίνημα εναντίον του από τον Κωνσταντίνο.

Σύμφωνα πάντα με τον Αριστείδη Οικονομίδη, ο Μανδηλαράς στη διάρκεια της δίκης, του είπε ότι αν γίνει δικτατορία «δεν τη γλιτώνω». Πραγματικά μετά την 21η Απριλίου 1967 ο Μανδηλαράς άρχισε να αναζητά τρόπους για να φύγει στο εξωτερικό. Το σπίτι του βρισκόταν στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας 44 όμως ο ίδιος είχε εγκατασταθεί στο διαμέρισμα ενός φίλου του αξιωματικού στον κάτω όροφο.

Στις αρχές Μαΐου 1967 ένας φίλος του που εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος σε ναυτιλιακή εταιρεία ανέλαβε να τον φυγαδεύσει με πλοίο στην Κύπρο απ’ όπου θα μπορούσε εύκολα να πάει στη Δυτική Ευρώπη. Η σύζυγός του Άσπα είχε αντιρρήσεις γιατί φοβόταν τους καταδότες, όμως ο Μανδηλαράς την καθησύχαζε λέγοντάς της ότι «όλα θα πάνε καλά». 

Συναντήθηκε με τον Πέτρο Πόταγα, καπετάνιο του φορτηγού πλοίου «Rita V» και έκρινε ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Αργά το βράδυ της 16ης Μαΐου 1967 έφτασε με πλήρη μυστικότητα και επιβιβάστηκε στο καράβι.

Μπήκε στην καμπίνα του πλοιάρχου και κλειδώθηκε σ’ αυτή. Το πρωί επιβιβάστηκε στο πλοίο το πλήρωμα του και το «Rita V» ξεκίνησε για την Αμμόχωστο. Ο Μανδηλαράς δεν βγήκε καθόλου από την καμπίνα του πλοιάρχου ο οποίος θεωρητικά, ήταν ο μόνος που γνώριζε την παρουσία του. 

Οι καιρικές συνθήκες ήταν εξαιρετικές και η θάλασσα ήρεμη. Το μεσημέρι της 18ης Μαΐου το «Rita V» βρισκόταν κοντά στη Ρόδο. Σε λίγη ώρα θα έπλεε σε διεθνή ύδατα και ο Μανδηλαράς δεν θα κινδύνευε. Το μεσημέρι εκείνης της ημέρας όμως έφτασε από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ένα σήμα προς το πλοίο:

«Προς πλοίαρχο. Αναφέρατε κατεπειγόντως και υπευθύνως εάν στο πλοίον σας επιβαίνουν πρόσωπα ξένα προς πλήρωμα ως και πλήρη στοιχεία τούτων. Εν καταφατική περίπτωση θέσατε πρόσωπα υπό ασφαλή φρούρησιν και θέσατε πρόσωπα εις λιμένα Ρόδου εν αναμονή αφίξεως Λιμενικής Αρχής. STOP. Σημάνατε επειγόντως στίγμα σας, πορείαν, ταχύτητα και πιθανή ώρα κατάπλου εις Ρόδον. STOP».

Ο Πόταγας όταν διάβασε το σήμα πάγωσε. Απάντησε με δικό του σήμα ότι «κατόπιν λεπτομερούς ερεύνης ουδείς ανευρέθη» και ενημέρωσε τον Μανδηλαρά ο οποίος προφανώς από κάποιον προδόθηκε. Με νέα σήματα καλείται ο Πόταγας να ανακόψει ταχύτητα, να μην επιτρέψει την προσέγγιση σε άλλο πλοίο και να πλεύσει προς το λιμάνι της Ρόδου για να υποβληθεί σε έλεγχο.

Ο τραγικός θάνατος του Νικηφόρου Μανδηλαρά

Όπως κατέθεσε αργότερα ο Πόταγας, τότε ο Μανδηλαράς τον πίεσε να τον αφήσει να πέσει στη θάλασσα για να μη συλληφθεί: «Άσε με όσο πιο κοντά στην ακτή μπορείς κι εγώ θα βγω κολυμπώντας» του είπε. Ο Πόταγας μείωσε την ταχύτητα πλεύσης για να φτάσει βράδυ στη Ρόδο ώστε να μην διακρίνεται ο Μανδηλαράς που θα επιχειρούσε να δραπετεύσει. 

Ο Ναξιώτης δικηγόρος είχε δικούς του ανθρώπους στο νησί που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Φορώντας ένα σορτς κι ένα κοντομάνικο πουκάμισο κατέβηκε μ’ ένα σχοινί στη θάλασσα. Μαζί του είχε ένα σωσίβιο και μια πλαστική συσκευασία με τα ρούχα του προκειμένου να μην βραχούν.

Απείχε μόλις 4 χιλιόμετρα από την ξηρά, ήταν δεινός κολυμβητής, πρώην καταδρομέας και η θάλασσα ήταν ήρεμη. Τι συνέβη όμως στη συνέχεια; Σύμφωνα με την εκδοχή των δικτατόρων «κατά την κάθοδον, λόγω ολισθήσεως των χειρών του επί του σχοινίου, κατέπεσεν ανωμάλως εις την θάλασσαν με συνέπειαν να προσκρούσει την κεφαλή του επί του σκάφους, να απωλέσει τας αισθήσεις του και να πνιγεί».

Το πτώμα του ξεβράστηκε στην ακτή πέντε μέρες αργότερα σύμφωνα πάντα με αυτήν την εκδοχή.

Η πραγματικότητα όμως ήταν τελείως διαφορετική. Όταν οι άνδρες του Λιμενικού έφτασαν στο «Rita V» ο Μανδηλαράς είχε φύγει από το πλοίο και επειδή δεν βρήκαν αυτόν που αναζητούσαν, συνέλαβαν τον καπετάνιο. Παράλληλα ενημέρωσαν την Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας, τη Διεύθυνση Χωροφυλακής Ρόδου και τον Στρατό για να ψάξουν όλες τις παραλίες του νησιού για να βρουν τον Μανδηλαρά. Η εντολή που έλαβαν σύμφωνα με μαρτυρίες ήταν: «Όπου τον βρείτε, βαράτε στο ψαχνό».

Ο αείμνηστος νομικός και πολιτικός Γιώργος Χιωτάκης (1922-2014) στο βιβλίο που έγραψαν μαζί με τον Γιάννη Κορίδη, αναφέρει ότι ένας χωρικός τον πλησίασε στο δικαστικό μέγαρο της Ρόδου στις 18 Μαΐου 1967 και του μετέφερε μήνυμα του Μανδηλαρά από την παραλία της Λάρδου όπου κρυβόταν, για να πάει να τον βρει. 

Ο Χιωτάκης με τη σύζυγό του ξεκίνησαν να βρουν τον Μανδηλαρά, το βράδυ της ίδιας μέρας. Όμως η παρακολούθησή τους από άνδρες της Ασφάλειας τους ανάγκασε να μην φτάσουν στην παραλία της Λάρδου. Τις επόμενες μέρες διάβασε στις εφημερίδες ότι το πτώμα του Μανδηλαρά ξεβράστηκε στην παραλία Αγίου Γεωργίου Γενναδίου.

Οι αποδείξεις ότι ο Μανδηλαράς δολοφονήθηκε και δεν πνίγηκε

Η αρχική έκθεση των γιατρών του νοσοκομείου της Ρόδου για τη σορό του Μανδηλαρά ανέφερε ότι «έφερε κακώσεις στο κρανίο, τρύπα στο αριστερό ημιθωράκιο και σπασμένο χέρι» αφήνοντας να εννοηθεί ότι ίσως είχε δολοφονηθεί. 

Η χούντα θορυβήθηκε και κάλεσε εσπευσμένα από το εξωτερικό τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Δημήτριο Καψάσκη ο οποίος μαζί με τον ιατροδικαστή Αθηνών Γεώργιο Αγιουτάντη συνέταξαν νέα έκθεση στην οποία γίνεται αναφορά για πνιγμό, χωρίς τυμπανισμό και χωρίς την ύπαρξη νερού στους πνεύμονες, κάτι που φαίνεται απίθανο. Το κείμενο αναγκάστηκαν να υπογράψουν κάτω από την πίεση των ανδρών της Ασφάλειας και οι γιατροί της Ρόδου.

Το πτώμα βρέθηκε δώδεκα μέτρα μακριά από την ακτή σε ανηφορική παραλία, στρωμένη με χαλίκια. Για να εκβρασθεί όμως το σώμα ενός άνδρα σαν του Μανδηλαρά σε τόσο μεγάλη απόσταση έπρεπε να υπάρχει μεγάλη και ασυνήθιστη τρικυμία, κάτι που δεν συνέβαινε.

Από το αφτί του νεκρού έτρεχε αίμα που έβαψε κόκκινα τα χαλίκια. Ένα πτώμα που έμεινε, υποτίθεται μέρες στη θάλασσα, δεν βγάζει αίμα. Η κηδεία του Μανδηλαρά έγινε με συνοπτικές διαδικασίες στις 24 Μαΐου 1967 πριν φτάσει στο νεκροταφείο η οικογένειά του που ενημερώθηκε από τους δημοσιογράφους! 

Κατά τη Μεταπολίτευση αποκαλύφθηκε απόρρητο σήμα της χούντας που ενίσχυε την εκδοχή της εκτέλεσης καθώς έγραφε: «Αναφέρεται ότι καταζητούμενος Μανδηλαράς Νικηφόρος εθεάθη πρώτας πρωινάς ώρας σήμερον περιοχήν Αεροδρομίου Καλάθου, βληθείς υπό περιπόλου. Κατά νεωτέρας πληροφορίας περιφέρεται περιοχής Λάρδου. Ελήφθησαν άπαντα ενδεδειγμένα μέτρα προς σύλληψίν του». Αυτοί που τον πυροβόλησαν, προφανώς ήταν στρατιώτες που είχαν διαταχθεί να τον εντοπίσουν.

Το τραγικό τέλος του Πόταγα - Οι μεταπολιτευτικές εξελίξεις στην υπόθεση Μανδηλαρά

Στη δίκη που ακολούθησε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου ο καπετάνιος Πέτρος Πόταγας, που κάποιοι υποστήριξαν ότι ήταν συνεργάτης της χούντας -κάτι που δεν αποδείχτηκε ποτέ, μάλιστα ξυλοκοπήθηκε άγρια από Λιμενικούς- καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας σε ποινή φυλάκισης 27 μηνών (4 Οκτωβρίου 1967). 

Η ποινή στη συνέχεια μειώθηκε στους 12 μήνες και ο Πόταγας εξαγόρασε το υπόλοιπό της και αφέθηκε ελεύθερος. Καθώς του αφαιρέθηκε το δίπλωμα πλοιάρχου, δεν μπορούσε να βρει πουθενά δουλειά. Έτσι έφυγε οικογενειακώς για τη Νότια Αφρική. Εκεί, πολύ σύντομα, τον Ιανουάριο του 1968 έχασε τη ζωή του κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Συγγενείς του ωστόσο υποστηρίζουν ότι αυτοπυροβολήθηκε.

Το 1975 η ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών άσκησε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση για την υπόθεση Μανδηλαρά, πρωτίστως κατά του Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου (αδελφού του δικτάτορα) και του τότε διοικητή της ΕΑΤ-ΕΣΑ Ιωάννη Λαδά. 

Ανακριτής ορίστηκε ο Εφέτης Αθηνών, μετέπειτα εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Φλούδας, ο οποίος σκοτώθηκε σε ένα επίσης περίεργο κατά πολλούς, τροχαίο δυστύχημα μερικά χρόνια αργότερα… Η υπόθεση οδηγήθηκε το 1978 στο αρχείο αν και τα στοιχεία ενίσχυαν το σενάριο ότι ο Μανδηλαράς πυροβολήθηκε.

Το 1983 η οικογένεια Μανδηλαρά ζήτησε εκταφή στην οποία ο ιατροδικαστής Αντώνιος Κουτσελίνης διαπίστωσε την ύπαρξη συντριπτικού κατάγματος. Στις 7 Δεκεμβρίου 1984 η Ολομέλεια του Συμβουλίου Εφετών επιχείρησε αναψηλάφηση της υπόθεσης που ανασύρθηκε από το αρχείο. Ασκήθηκε εκ νέου ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά των Κ. Παπαδόπουλου και Λαδά. 

Το 1986 το Συμβούλιο Εφετών χαρακτήρισε τελικά τον θάνατο του Ν. Μανδηλαρά «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως» με ηθικούς αυτουργούς τους δύο χουντικούς. Όμως τελικά η υπόθεση τέθηκε οριστικά στο αρχείο. Τα σημαντικότερα έγγραφα από το φάκελο της αρχικής δίκης δεν βρέθηκαν ενώ το φορτηγό πλοίο «Rita V» τη δεκαετία του 1980 καταστράφηκε από πυρκαγιά.

Υπήρχε πραγματικά «ψυχιατρικός φάκελος» για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο;

Από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη, αναφορά για προβλήματα ψυχιατρικής φύσης του Γεώργιου Παπαδόπουλου έγινε από το BBC τον Ιανουάριο του 1968: «Δεν είναι μυστικό ότι ο κ. Παπαδόπουλος, επικεφαλής της συμμορίας με τις αιματοβαμμένες «χειρουργικές» του μεταφορικές έννοιες, τα πέτρινα μάτια του, την πλημμυρίδα της διαστρεβλωμένης μεσσιανικής γλώσσας του, βρισκόταν για χρόνια υπό ψυχιατρική θεραπεία» («… was for years under psychiatric treatment», στο αγγλικό πρωτότυπο).

Ακολούθησε η αναφορά του Γιάννη Κάτρη στο βιβλίο του «Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»: «Είναι τρελός ο Παπαδόπουλος όπως πιστεύεται από πολλούς; Η μόνη εξακριβωμένη πληροφορία είναι ότι ο Παπαδόπουλος ήταν μόνιμος πελάτης του γνωστού ψυχίατρου Αθανάσιου Χατζηδήμου και είχε υποβληθεί σε μακροχρόνια θεραπεία. Η αρχική διάγνωση ήταν ότι ο Παπαδόπουλος έπασχε από μανιοκαταδιωκτική ψύχωση. Με το πέρασμα όμως του χρόνου η απουσία θεραπευτικού αποτελέσματος έκανε τον Χατζηδήμο να πιστεύει ότι ο ασθενής του έπασχε από κάποια μορφή σχιζοφρένειας.

Στο διάστημα της χουντικής κατοχής ο ψυχίατρος Χατζηδήμος πέθανε (άγνωστο από τι), ο δε «φάκελος Γεωργίου Παπαδόπουλου» με ολόκληρο το ιστορικό της ψυχασθένειας και της θεραπείας του εξαφανίστηκε κατά μυστηριώδη τρόπο από το αρχείο του ιατρείου. 

Μία πηγή μου έδωσε τη μη εξακριβωμένη πληροφορία ότι από τότε που εξαφανίσθηκε ο «φάκελος» χάθηκαν τα ίχνη και μιας νοσοκόμας που είχε την επίβλεψη του Παπαδόπουλου. Η γνώμη ενός Αμερικανού ψυχίατρου που μελέτησε το ατελές βιογραφικό μητρώο και προπαντός τους λόγους του δικτάτορα, είναι ότι ο Παπαδόπουλος «κατ’ αρχήν» δεν ανήκει στα ψυχικά υγιή άτομα, κατά το βαθμό που δεν ανήκε και ο Αδόλφος Χίτλερ».

Σε έρευνα της εφημερίδας «Τα Νέα» τον Ιούλιο του 1975, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «… κι είναι βέβαιο ότι πέντε χρόνια προτού γίνει το πραξικόπημα ο Παπαδόπουλος υπέφερε από κατάθλιψη. Είναι επίσης βέβαιο ότι είχε επισκεφθεί αρκετές φορές τον ψυχίατρο Χατζηδήμο που είχε το ιατρείο του στην οδό Σόλωνος και υποβαλλόταν σε θεραπεία. Αμέσως μετά την 21η Απριλίου, λίγες μέρες αργότερα ο ψυχίατρος πέθανε. 

Κυκλοφόρησε τότε με επιμονή η φήμη ότι ο Παπαδόπουλος δεν ήταν άμοιρος του θανάτου του. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο γιατρός πέθανε από καρδιοπάθεια στα χέρια του φίλου του παθολόγου κ. Κοκκαράκη. Δεν υπήρξε τίποτα το ύποπτο στον θάνατο εκείνο.

Άλλο τόσο όμως είναι βέβαιο ότι μετά τον θάνατο του ψυχίατρου κάποιοι αφαίρεσαν όλες τις χειρόγραφες σημειώσεις του γιατρού που αναφέρονταν στο ιστορικό του ασθενούς Παπαδόπουλου επειδή ο γιατρός Χατζηδήμος κρατούσε μόνος του τις σημειώσεις των ασθενών του. 

Οι άνθρωποι που αναφέρονται στο περιστατικό της ψυχοθεραπείας του Παπαδόπουλου πέρασαν και οι ίδιοι από το ιατρείο του Χατζηδήμου, έχουν ίδια αντίληψη χωρίς να είναι όμως αναγκαστικά κι αυτοί» (Εφημερίδα «Τα Νέα», 21 Ιουλίου 1975).

Για την κατάθεση από τον Νικηφόρο Μανδηλαρά στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ εγγράφου που περιείχε ψυχιατρική ιατρική γνωμάτευση για τον Παπαδόπουλο μίλησαν στον Γιάννη Ράγκο, ο Αριστείδης Οικονομίδης στις 20 Φεβρουαρίου 2017, ο Γεώργιος Ρωμαίος και ο Νίκος Ι. Λεβογιάννης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν όμως όσα είπε στον Γ. Ράγκο ο γιος του ψυχίατρου Χατζηδήμου Αλέξανδρος, ιατρός-νευροχειρούργος στις 15 Μαρτίου 2017: «Βεβαιώνω ότι ουδέποτε υπήρξε συγκεκριμένο αντικειμενικό αποδεικτικό επιχείρημα περί της υπάρξεως γνωριμίας και κατ’ επέκταση ψυχιατρικής θεραπευτικής αγωγής του Παπαδόπουλου από τον ψυχίατρο Αθανάσιο Χατζηδήμο! 

Το 1967 μετά τον θάνατο του ψυχιάτρου Αθ. Χατζηδήμου (σημ: από ανεύρυσμα αορτής) και κατόπιν συμβουλευτικής προτροπής του φίλου του, ψυχίατρου Μ.Γ. Στριγγάρη, η χήρα του Αικατερίνη Χατζηδήμου (το γένος Σιφναίου) κατέστρεψε δια πυρός όλο το ιατρικό αρχείο των ασθενών του συζύγου της, άνευ ουδεμίας γνώσεως του περιεχομένου του.

Κατά τα λεγόμενά της (απεβίωσε το 1985) δεν υπήρξε γνώση του αρχείου αυτού από τρίτο πρόσωπο. Κατόπιν αυτού δεν επιβεβαιώνω τα αναγραφόμενα (περί Αθ. Χατζηδήμου και Παπαδόπουλου) τόσο στο βιβλίο του Γιάννη Κάτρη (1971-1974) όσο και στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 21 Ιουλίου 1975. 

Τα παραπάνω είναι πληροφόρηση που είχα εκ μέρους της Αικατερίνης Χατζηδήμου την οποία θεωρώ απολύτως αξιόπιστη. Συμπληρώνω δε ότι εγώ σπούδαζα, ζούσα, και εργαζόμουν στο εξωτερικό από το 1958 έως το 1986».

Πηγές: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΡΡΗΣ, «ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΣ, «Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΨΥΧΙΑΤΡΟΙ», 
περιοδικό «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ», ΤΕΥΧΟΣ 586, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017 
ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΤΡΗ, «1960-1970: Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Α’ Έκδοση 1971, Β’ Έκδοση, Αναθεωρημένη, 1974

https://www.protothema.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom