Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, το παρακράτος, η "δραπέτευση" Καραμανλή, η Φρειδερίκη, ο Μίκης, το "Ζ" και η "Νεολαία Λαμπράκη"


"Για το αίμα που ‘βαψε τη γης αντρειεύτηκαν τα πλήθια,
δάσα οι γροθιές, πέλαα οι κραυγές, βουνά οι καρδιές, τα στήθια."
Γιάννης ΡίτσοςΕπιτάφιος
Το βράδυ της Τετάρτης 22 Μάιου 1963 ο βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης τραυματιζόταν βαριά στη Θεσσαλονίκη, μπροστά στα μάτια των αστυνομικών αρχών της πόλης και μεγάλης δύναμης χωροφυλακής.
Μια τρίκυκλη μοτοσικλέτα τον κύλησε στην άσφαλτο, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Το «τροχαίο» αυτό ατύχημα έγινε μετά από μια συγκέντρωση της Επιτροπής Ειρήνης.
Ο Λαμπράκης, κύριος ομιλητής σ’ αυτή τη συγκέντρωση, τέλειωσε την ομιλία του έτσι:
«Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου. Καλώ τον υπουργό Βορείου Ελλάδος, το νομάρχη, τον αστυνομικό διευθυντή, τον αρχηγό χωροφυλακής και τον εισαγγελέα! Προσοχή, υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου…» Από την αίθουσα όπου έγινε η συγκέντρωση μέχρι το ξενοδοχείο όπου έμενε ο βουλευτής ήταν μια απόσταση εκατό μέτρων. Στο απέναντι πεζοδρόμιο αρκετές δεκάδες «αγανακτισμένων πολιτών» οι οποίοι κράδαιναν ρόπαλα, πετούσαν πέτρες και φώναζαν «Κάτω η Ειρήνη» χρησίμευσαν ως πρόσχημα στη χωροφυλακή για ν’ απαγορεύσει την κυκλοφορία των αυτοκινήτων.
Ο δρόμος ήταν άδειος.
Όσοι είχαν πάρει μέρος στη συγκέντρωση αναγκάστηκαν από τη χωροφυλακή να φύγουν κατά μικρές ομάδες, γιατί αυτό «ήταν απαραίτητο για λόγους ασφαλείας». Έτσι, ο στόχος-Λαμπράκης τοποθετήθηκε σχεδόν μόνος του, με ελάχιστα άτομα δίπλα του, καταμεσής σ’ έναν εντελώς άδειο δρόμο. Από ένα σκοτεινό αδιέξοδο, την οδό Σπανδωνή, ακούστηκε ο θόρυβος της μοτοσικλέτας που έβαζε μπρος. Ένας χωροφύλακας σήκωσε το χέρι του κι ακούστηκε να φωνάζει: «Αυτός είναι ο Λαμπράκης!» Η μοτοσικλέτα 49981 ανέπτυξε ταχύτητα, έπεσε πάνω του, έστριψε και εξαφανίστηκε στην οδό Βενιζέλου, αντίθετα προς τη μονή κατεύθυνση που όριζαν τα σήματα της Τροχαίας.
Κάποιος Χατζηαποστόλου, που βρισκόταν πλάι στον Λαμπράκη, πλασιέ στο επάγγελμα, είχε το θάρρος και την ετοιμότητα να πηδήξει στη σκεπασμένη καρότσα της μοτοσικλέτας.
Εκεί ανακάλυψε έναν «τύπο» με γυαλιά που κρατούσε ακόμα στο χέρι του έναν σιδερένιο, ματωμένο λοστό. Ακολούθησε ολιγόλεπτη πάλη και ο «τύπος» κατόρθωσε να πηδήξει, ενώ η μοτοσικλέτα ήταν σε κίνηση, και να εξαφανιστεί. Δεν έγινε όμως το ίδιο με τον οδηγό της μοτοσικλέτας, που ο Χατζηαποστόλου τον παρέδωσε σ’ ένα χωροφύλακα, ο οποίος, χωρίς να ξέρει για τι πρόκειται, τον παρέδωσε στους έκπληκτους ανωτέρους τους, που ήσυχοι είχαν γυρίσει ο καθένας στο τμήμα του!

Οι αηδιαστικές λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας, αλλά και μόνη της η δολοφονία του Λαμπράκη, με το φοβερό, άμεσο αντίκτυπο στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, στάθηκαν η βασική αφορμή της παραίτησης της κυβέρνησης.
Φημολογήθηκε ότι η βασίλισσα Φρειδερίκη είχε «ενοχληθεί προσωπικά» από το Λαμπράκη πριν λίγο καιρό, σ’ ένα ταξίδι της στο Λονδίνο, όταν εκείνος της επέδωσε ένα υπόμνημα για το θέμα των πολιτικών κρατουμένων.
Πέρα από τις φήμες», υπήρχαν και πρόσφατα γεγονότα που «δικαιολογούσαν» τη δολοφονία. Πριν έναν ακριβώς μήνα, στις 21 Απριλίου, η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει την Πορεία Ειρήνης που διοργάνωσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένας Σύνδεσμος Νέων με την επωνυμία «Μπέρτραντ Ράσελ»

Η πορεία ήταν να γίνει από τον Τύμβο των Αθηναίων, στον αρχαίο Μαραθώνα, μέχρι το κέντρο της πρωτεύουσας, μια απόσταση 42 χιλιομέτρων. Από την προηγούμενη μέρα όλη η περιοχή είχε καταληφθεί από χωροφυλακή, πεζικό, ναυτικό και… βατραχανθρώπους, που, ελλοχεύοντας στις ακτές προς την Εύβοια, περίμεναν να συλλάβουν ποιος ξέρει ποιους καινούργιους Πέρσες που θα ‘φταναν από τη θάλασσα!
Από το πρωί της Κυριακής άρχισαν οι συλλήψεις, που γύρω στο μεσημέρι είχαν φτάσει τις 2.000.
Ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες της τέχνης και των γραμμάτων και, φυσικά, ο Μίκης Θεοδωράκης. Εκείνη λοιπόν τη μέρα μονάχα ένας οδοιπόρος, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, κατόρθωσε να φτάσει στον Τύμβο και στη συνέχεια διήνυσε ένα μεγάλο μέρος της πορείας. Έως ότου δόθηκε εντολή να τον συλλάβουν, παρόλο που διέθετε βουλευτική ασυλία.
Έτσι φτάσαμε στις 22 Μαΐου.
Το ίδιο βράδυ της δολοφονίας η κυβέρνηση διέθεσε ειδικό αεροπλάνο για τη μεταφορά ειδικού νευροχειρουργού στη Θεσσαλονίκη. Την άλλη μέρα άρχισαν να φτάνουν από διάφορες πρωτεύουσες διάσημοι γιατροί, οι οποίοι αμέσως απέκλεισαν κάθε ελπίδα διάσωσης. 

Κάποιος παράγοντας της ΕΡΕ Θεσσαλονίκης πρόδωσε, «αστεϊζόμενος» με τους δημοσιογράφους, τον επιθανάτιο ρόγχο της παράταξής του: «Για σκεφτείτε πού φτάσαμε, εμείς να παρακαλάμε να μην πεθάνει ο Λαμπράκης και οι αριστεροί να παρακαλάνε να πεθάνει!»
Το «πρώτο θύμα των πυραύλων Πολάρις στην Ελλάδα», όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά κάπου, ξεψύχησε στη 1.40 τα ξημερώματα της Κυριακής προς Δευτέρα 27 Μαϊου 1963. 

Οι καμπάνες και τα μεγάφωνα ανήγγειλαν στην αγουροξυπνημένη Θεσσαλονίκη το γεγονός. Οι χιλιάδες του κόσμου που ξενύχτησαν τρία μερόνυχτα, μέσα στη βροχή και στο κρύο, έξω από το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑΝΣ έφεραν το μαντάτο στις πιο μακρινές συνοικίες της πόλης. Τα μαγαζιά, που μόλις είχαν ανοίξει, έκλεισαν. Τα πεζοδρόμια γέμισαν από κόσμο. 

Και ξαφνικά, προς το μεσημέρι, μια νεκροφόρα που την οδηγούσε ένας χωροφύλακας πέρασε με ταχύτητα 120 χιλιομέτρων τους κεντρικούς δρόμους, ενώ μερικές μοτοσικλέτες της χωροφυλακής άνοιγαν ουρλιάζοντας δαιμονισμένα δρόμο προς το σιδηροδρομικό σταθμό, απ’ όπου ένα τρένο θα μετέφερε τον νεκρό Λαμπράκη στην Αθήνα. Το πλήθος για δυο δευτερόλεπτα δεν κατάλαβε.
Μετά όρμησε πίσω από τη νεκροφόρα φωνάζοντας: «Αίσχος! Δολοφόνοι!»
Οι δρόμοι γέμισαν λουλούδια
Το θαύμα είχε συντελεστεί. Τώρα που οι ελπίδες των απλών ανθρώπων, με την αναγγελία του θανάτου, έσβησαν, η χώρα όλη αναταράχτηκε σαν ένα λιοντάρι που έπαιξαν επικίνδυνα μαζί του και το πλήγωσαν. Την άλλη μέρα έγινε στην Αθήνα η κηδεία. Πάνω από 500.000 άνθρωποι πήραν μέρος σ’ αυτή. Μια τεράστια βουή επί ώρες, ένα τεράστιο χορωδιακό κομμάτι όπου ξεχώριζες κάθε τόσο τα «μοτίβα» του.
«Α-θά-να-τος!» «Ο Λαμπράκης ζει!» «Κάθε νέος και Λαμπράκης!»
Η άκρα Δεξιά είχε κάνει ένα ακόμα λάθος, μαζί με εκείνο της δολοφονίας: χτύπησε στο πρόσωπο του Λαμπράκη έναν «έτοιμο ήρωα». Εκτός από το ότι ήταν ανεξάρτητος βουλευτής, συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ, ήταν υφηγητής της μαιευτικής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και γνωστός από χρόνια ως «ο γιατρός των φτωχών». Ήταν επίσης αντιπρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Ειρήνης και, τέλος, ένας από τους μεγαλύτερους αθλητές που έβγαλε προπολεμικά η Ελλάδα (εφτά φορές πρώτος βαλκανιονίκης και πρωταθλητής του άλματος εις μήκος, που το ρεκόρ του έμεινε ακατάρριπτο για 22 χρόνια).
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ στη συνέχεια εξελίχθηκαν ραγδαία.
Η αντιπολίτευση σύσσωμη είχε κιόλας κατηγορήσει τον Καραμανλή ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας. Στις 12 Ιουνίου η κυβέρνηση παραιτούνταν, βρίσκοντας μια καταπληκτική ευκαιρία από μια υπαρκτή διαφωνία με το Παλάτι

Οι βασιλιάδες -η Φρειδερίκη κυρίως- επέμεναν στη πραγματοποίηση ενός αναγγελμένου επίσημου ταξιδιού στο Λονδίνο, ενώ η κυβέρνηση, σταθμίζοντας την κατάσταση μετά τα τελευταία γεγονότα, φοβόταν αυτό το ταξίδι, που θα ‘δινε αφορμή για βίαιες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.
images (20).jpg
Έξι μέρες μετά την παραίτηση ο Καραμανλής «δραπέτευε» στην Ελβετία, σημαδεμένος από την οκτάχρονη οργή ενός λαού που πανηγύριζε στους δρόμους.
Πρόλαβε. Οι αποκαλύψεις γύρω από το έγκλημα ήταν ανατριχιαστικές.
Ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί της χωροφυλακής κατηγορήθηκαν για άμεση ανάμιξη στο έγκλημα, ανακρίθηκαν και αργότερα προφυλακίστηκαν. Ο ένας από τους δολοφόνους του Λαμπράκη, κάποιος Εμμανουηλίδης, είχε τέσσερις καταδίκες σε βάρος του (για ασελγείς πράξεις σε βάρος ενός 11χρονου παιδιού, για κλοπή, για βιασμό γυναίκας και για οπλοφορία). Ο άλλος, ο οδηγός του τρίκυκλου Γκοτζαμάνης, είχε κι αυτός καταδίκες για «τραμπουκισμούς». 

Κι οι δυο τους ήταν μέλη μιας από τις περίφημες «παρακρατικές» οργανώσεις που είχαν άμεση συνεργασία με την αστυνομία, η οποία εφοδίαζε τα μέλη τους με ταυτότητες. Η οργάνωση του Γκοτζαμάνη είχε για σήμα τον αυτοκρατορικό γερμανικό σταυρό, που στο παρελθόν είχε γίνει σήμα της Βέρμαχτ και στη δεκαετία του ‘60 σύμβολο των νεοναζιστικών οργανώσεων στη Δυτική Γερμανία και αλλού.
Δώδεκα συνολικά οργανώσεις αυτού του είδους υπήρχαν σ’ όλη την Ελλάδα.
Στην ταυτότητα που βρέθηκε στο σπίτι του Γκοτζαμάνη γραφόταν μεταξύ άλλων ότι σκοπός της οργάνωσης είναι «… η υπεράσπισις της πατρίδος μας και του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού μέχρι της τελευταίας πνοής και δι’ όλων των μέσων. Υποχρέωσις του φέροντος είναι η ενίσχυσις των Σωμάτων Ασφαλείας οσάκις παρίσταται ανάγκη δια την διατήρησιν της τάξεως και της ησυχίας εις τον τόπον μας».
Οι αποκαλύψεις -έργο λίγων θαρραλέων δημοσιογράφων και δύο τίμιων δικαστικών- συνεχιζόντουσαν παρ’ όλες τις λυσσασμένες προσπάθειες της Δεξιάς να σταματήσει κάπου αυτή η ατέλειωτη αλυσίδα. Έτσι, οι εφημερίδες τη μια δημοσίευαν την είδηση πως ο Εμμανουηλίδης είχε προσληφθεί από τη χωροφυλακή ως έκτακτος χωροφύλακας στην υποδοχή του προέδρου Ντε Γκολ στη Θεσσαλονίκη και, την άλλη, παλαιότερες φωτογραφίες του δολοφόνου να στέκεται δίπλα στη βασίλισσα Φρειδερίκη ή να… χαιρετάει το βασιλιά Παύλο! Και μέσα σ’ όλα αυτά έγινε απόπειρα δολοφονίας ενός βασικού μάρτυρα κατηγορίας ενώ πήγαινε στον ανακριτή, καθώς και άπειρες απόπειρες δωροδοκίας μαρτύρων.
ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ «πέσει» ο Καραμανλής, στις 8 Ιουνίου, μια νέα πολιτική κίνηση ιδρύθηκε και έστειλε στις εφημερίδες την πρώτη της διακήρυξη για δημοσίευση:
η Δημοκρατική Κίνηση Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης». Στον κατάλογο των ιδρυτικών μελών το πρώτο όνομα ήταν:ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ. 

Ακολουθούσαν τα ονόματα τεσσάρων ηθοποιών, τριών ζωγράφων, επτά επιστημόνων, τεσσάρων λογοτεχνών, δύο δημοσιογράφων, δύο πρωταθλητών του στίβου, τεσσάρων φοιτητών, ενός συνδικαλιστή, δύο σκηνοθετών. Όλοι τους ήταν νέοι στην ηλικία και πολύ γνωστοί ο καθένας από τη δράση στον τομέα του. Η οργάνωση διακήρυττε ότι «δεν είναι κόμμα και ούτε ανήκει σε κόμμα. Όμως καλεί την πολιτική και πνευματική ηγεσία να συμπαρασταθεί στον αγώνα της».
Στην πρώτη συγκέντρωση της οργάνωσης, στο θέατρο Ακροπόλ», ο Μίκης διευκρίνισε για άλλη μια φορά το χαρακτήρα του νέου κινήματος:
Είμαστε πάνω από κόμματα. Είμαστε όμως ένα κίνημα πολιτικό, όχι εκπολιτιστικό, όσο πολιτικό είναι και το κίνημα για την ελευθερία. Σήμερα τα σημεία που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Άλλωστε η κίνησή μας είχε τεράστια απήχηση σε όλη την Ελλάδα. Σε πολύ σύντομο διάστημα θα οργανώσουμε μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις, που θ’ αποδείξουμε στους ολιγόπιστους τη δύναμή μας.
Στις 23 Ιουλίου 1963 έγιναν τα εγκαίνια της Λέσχης «Λαμπράκηδων» της Αθήνας

Η νεολαία είχε πλημμυρίσει τους γύρω δρόμους, η αστυνομία το ίδιο. Μερικοί νέοι κακοποιήθηκαν, και το Μίκη, που κατέβηκε να διαμαρτυρηθεί, τον περίμενε παρόμοια τύχη. Ανέβηκε ξανά στη Λέσχη. Τα μεγάφωνα από τα παράθυρα έστειλαν τη φωνή του αρκετά μακριά, πέρα από τις ζώνες των αστυφυλάκων:
Πάρτε το μήνυμα του Λαμπράκη, που είναι ο ασυμβίβαστος αγώνας για τη δημοκρατία, που φτάνει μέχρι τη θυσία… Μπροστά μας μπαίνει ένα τριπλό καθήκον, που πρέπει να το κάνουμε άμεσα πράξη. Πρώτο καθήκον: οργάνωση Λαμπράκη σε κάθε γειτονιά, χωριό, πόλη. Δεύτερο καθήκονοργάνωση Λαμπράκη σε κάθε γειτονιά, χωριό, πόλη.
Τρίτο καθήκον: και πάλι οργάνωση Λαμπράκη σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χωριό, σε κάθε πόλη…
Το καινούργιο αυτό «παιχνίδι» τον είχε μαγνητίσει – ένα παιχνίδι απαιτητικό, εξαντλητικό, αν γίνεις μανιώδης παίκτης.
Καθώς η κίνηση «Γρηγόρης Λαμπράκης» πύκνωνε τις γραμμές της, ο Μίκης ανακάλυπτε όλο και καινούργιες ομορφιές στον άγνωστο χώρο όπου μπήκε, δηλαδή στα θεωρητικά αλλά και στα άμεσα προβλήματα μιας οργάνωσης. Για να βγει το πρώτο τεύχος του περιοδικού της οργάνωσης Τα Τετράδια της Δημοκρατίας, εγκαταστάθηκε τρεις μέρες και τρεις νύχτες στο τυπογραφείο. Κοίταξε όλες τις διορθώσεις στα δοκίμια, έκανε τη σελιδοποίηση. Οι άλλοι, που τον βοηθούσαν, έφευγαν για φαγητό ή για μερικές ώρες ύπνο. Αυτός τις τελευταίες 48 ώρες δεν έκλεισε μάτι, έτρωγε σάντουιτς και γυρόφερνε μέσα στα μαρμάρινα τραπέζια του τυπογραφείου και στις κάσες με τα στοιχεία, λες και το αντιμόνιο τον ζωογονούσε – ένα χρόνο ακριβώς μετά το ξαναφούντωμα της φυματίωσης, που του στοίχισε δυο μήνες στο σανατόριο.
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ στο Λονδίνο είχαν πανηγύρια. Το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας έκανε επίσημη επίσκεψη στην Αγγλία.
Δυόμισι μήνες πριν, η Φρειδερίκη είχε κάνει ένα άλλο ανεπίσημο ταξίδι για τους γάμους της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας. Σ’ εκείνο το ταξίδι ήταν που είχε «ενοχληθεί» από τον Λαμπράκη. Όπως έγραψε μάλιστα και η Daily Telegraph, «…αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αγγλία. Για την αναχώρησή της ελήφθησαν έκτακτα μέτρα ασφαλείας, τέτοιας εκτάσεως όπως όταν μας επισκέπτονται δικτάτορες που φοβούνται για τη ζωή τους». Το ξενοδοχείο «Κλάριτζ» ήταν τότε πολιορκημένο νύχτα και μέρα από διαδηλωτές που ζητούσαν αμνηστία για τους πολιτικούς κρατούμενους και στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες για τους «ελεύθερους».
Τώρα, μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, τα πράγματα προμηνούσαν θύελλα. Ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ έδωσε το σύνθημα:
«Πότε ο κ. Μακ Μίλαν θα εύρει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια να ζητήσει συγγνώμη από τα θύματα ενός καθεστώτος του οποίου η βασίλισσα Φρειδερίκη είναι το κυριότερο κόσμημα;»

Η ελληνική κυβέρνηση, ένα παλατιανό κατασκεύασμα που αντικατέστησε τον Καραμανλή, ζήτησε από τον Μακ Μίλαν να μη… γίνουν εκδηλώσεις σε βάρος των βασιλιάδων. «Διαδηλώσεις θα γίνουν», ήταν η απάντηση, με την έννοια πως, αν γίνουν, δεν μπορεί να μη γίνουν! Και πραγματικά: σπάνια το Λονδίνο είδε τόσο πλήθος και τέτοια μανία! Παρά τα ειδικά σιδερένια τελάρα που τοποθετήθηκαν στους δρόμους για να γλιτώσουν η Φρειδερίκη και ο άντρας της από τις βολές των διαδηλωτών, κρίθηκε αναγκαίο να γίνουν συλλήψεις από την αστυνομία. Την ώρα που ο Ράσελ επέδιδε προσωπικά στο βασιλικό ζεύγος επιστολή για την αμνηστία, ογδόντα νεαροί Άγγλοι τσουβαλιάζονταν στα καμιόνια της αστυνομίας.
Η Φρειδερίκη δεν είχε ύπνο. Όχι μόνο από τις φωνές των διαδηλωτών, μα κυρίως γιατί στην Ελλάδα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο:
με δικαστικές αποφάσεις άρχισαν να διαλύονται οι παρακρατικές οργανώσεις, γιατί «ενίσχυαν τα Σώματα Ασφαλείας, οργάνωναν ένοπλα τμήματα, δολοφονικές κλίκες, ετρομοκράτουν…» (Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης απ. 3402). Η αστυνομία έκανε εφόδους στα σπίτια των παρακρατικών στις πόλεις και στα χωριά και έβρισκε… και τι δεν έβρισκε!
Να τι υπήρχε στο δωμάτιο ενός νεαρού:
ένα αυτόματο, μερικά τουφέκια, χειροβομβίδες, περίστροφα, φυσίγγια, μαχαίρια, ξίφη και άλλα τόσα «Χάιλ Χίτλερ», «Θάνατος-Αίμα-Τιμή», «Ράιχ», «Ες-Ες»… «Και ποιος τα κάνει όλ’ αυτά;» Η αστυνομία. «Μα τι συμβαίνει; Τι κάνει η κυβέρνηση;» Ποια κυβέρνηση; Έπεσε! Όχι του Καραμανλή, αλλά του Πιπινέλη που τη διαδέχτηκε. Έπεσε κι αυτή, μετά από ασταμάτητες διαδηλώσεις κι αφού πρόλαβε να επισείσει για λίγο και τον κίνδυνο της δικτατορίας.
Η Φρειδερίκη δεν καταλαβαίνει τι θέλει ο λαός.
Η ίδια ήταν μέλος της γερμανικής ναζιστικής νεολαίας και δεν έχει μετανιώσει ποτέ γι’ αυτό. Έτσι όπως πάνε, θα συλλάβουν και το Φαρμάκη. Ποιος είναι αυτός; Ένας βουλευτής της ΕΡΕ, προσωπικός φίλος του διαδόχου Κωνσταντίνου. Συνδέεται με τη Ναζιστική Οργάνωση Αθηνών, εκδίδει το περιοδικό Ο Αγών μας -σαν να θυμίζει κάτι αυτό- και πριν λίγους μήνες πήγε στην Αμερική για «υψηλές επαφές». Συνάντησε τον Γκολντγουότερ και τον Έντουαρντ Κένεντι και τους τόνισε την επιτακτική ανάγκη επιβολής δικτατορίας στην Ελλάδα όσο είναι ακόμα καιρός. Μα, φυσικά, ο κ. Φαρμάκης δεν ήρθε γι’ αυτούς τους δύο στις ΗΠΑ.
Στο σημειωματάριό του, ανάμεσα στις άλλες διευθύνσεις, υπάρχει κι αυτή: Σέρμαν Μίλερ, Box 5062Waco, Texas. Ο κ. Μίλερ είναι αρχηγός του Ναζιστικού Κόμματος των ΗΠΑ.
«Έτσι λοιπόν όπως πάνε τα πράγματα, θα συλλάβουν το Φαρμάκη, τον Κωνσταντίνο κι εμένα στο τέλος». Η Φρειδερίκη βλέπει εφιάλτες. Βλέπει νεκρούς ν’ ανασταίνονται και κρατούμενους να δραπετεύουν από τις φυλακές. Βλέπει φωτεινά σήματα πάνω στα Τουρκοβούνια, στους τοίχους. Όχι πια 114, αλλά Ζ. «Τι θα πει αυτό πάλι;». -ΖΕΙ. «Ποιος ζει;»
-Ο ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ. Η Φρειδερίκη ιδρώνει, πέφτει κάτω απ’ το κρεβάτι, τρέχει μες στους διαδρόμους. «Ποιανού ήταν πάλι ιδέα αυτό το ΖΗΤΑ;» — Του Θεοδωράκη, ποιανού άλλου; «Και το βρίσκει αστείο να λέει ότι ο Λαμπράκης ζει; Καλύτερα να ζούσε». Η Φρειδερίκη ξαναγυρίζει στο κρεβάτι και βάζει μια βρεμένη κομπρέσα στο μέτωπό της. «Λοιπόν; Θέλει κι ο Θεοδωράκης ζει έτσι, σαν τον Λαμπράκη; Δεν έβαλε μυαλό, δε φοβάται, ντροπή δεν έχει, φιλότιμο, σεβασμό τουλάχιστον; Πού το πάει; Γέμισαν οι δρόμοι Ζ. Γέμισαν τα πέτα των νεαρών Ζ. Σε λίγο θα βγάλουν και ειδικά γραμματόσημα, να μου το θυμηθείτε!!!» Κοιμάται. Χάραξε.
ΝΑΙ. Είχε αρχίσει να χαράζει. Πολύ δειλά. Όχι πως είχε φανεί ο ήλιος, απλώς είχε φύγει η βαθιά νύχτα.
Κι εκεί που ρόδιζε λιγάκι ο ουρανός γύρω-γύρω στα βουνά, ξαναγινόταν μοβ κι αυτό εξακολουθούσε μήνες και μήνες.

Στις 2 Σεπτεμβρίου η κίνηση «Γρηγόρης Λαμπράκης» διοργάνωσε μια συγκέντρωση στο γήπεδο της Κοκκινιάς, μιας από τις πιο λαϊκές συνοικίες της πρωτεύουσας. Πρώτη φορά ο Μίκης μιλούσε σε τόσο κόσμο – 7.000 άτομα είχαν ασφυκτικά γεμίσει το μικρό γήπεδο: «Ας αποκαταστήσουμε πρώτα τη δημοκρατία, ας δώσουμε το θρίαμβο στο κράτος του νόμου, της ισότητας και της δικαιοσύνης, και ας ακολουθήσουμε κατόπιν ο καθένας το δικό του δρόμο, την πίστη τη δικιά του».

Η κυβέρνηση Πιπινέλη έπεσε τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη. Παραχώρησε τη θέση της σε μια «υπηρεσιακή», από διάφορες εξωκοινοβουλευτικές προσωπικότητες του αστικού κόσμου, με εντολή να διενεργήσει εκλογές στις 3 Νοεμβρίου.
Φυσικά η νίκη της δημοκρατίας δε θα ‘ρχόταν αυτόματα με τη νίκη της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές.
Αλλά αυτή η νίκη θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την απομάκρυνση από την κυβέρνηση της ΕΡΕ μετά από οχτώ χρόνια. Ήταν τέτοια η ανάγκη που ένιωθε ο λαός γι’ αυτή την αλλαγή, κι από την άλλη πλευρά ήταν τόσο περιορισμένη η αυτόνομη ακτινοβολία της Αριστεράς πάνω στις μάζες -για πολλούς λόγους- που το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν σχεδόν προδικασμένο. Στις 27 Οκτωβρίου ο Μίκης, που μόλις είχε γυρίσει από το Αντιφασιστικό Συνέδριο της Φλωρεντίας, επιστρατεύτηκε από την Αυγή να βοηθήσει κι αυτός, όπως-όπως, να κρατηθεί το εκλογικό δυναμικό της ΕΔΑ σε ένα ποσοστό αξιοπρεπές.
Στο ερώτημα της εφημερίδας γιατί θα ψηφίσει ΕΔΑ, απάντησε:
«Γιατί η ΕΔΑ δεν έχει πίσω της ούτε εργοστασιάρχες, ούτε τράπεζες, ούτε εφοπλιστές. Είναι το κόμμα του κάθε απλού πολίτη, του απλού εργαζόμενου λαού, των αληθινών εθνικών μας συμφερόντων. Θεωρώ πως η σκέψη για ενίσχυση του Κέντρου σε βάρος της ΕΔΑ μπορεί να οδηγήσει σε αληθινή πολιτική τραγωδία…»

Και δεν περιορίστηκε στις δηλώσεις. Παράλληλα με τη δραστηριότητά του στην κίνηση «Λαμπράκης», πήρε ενεργό μέρος στην προεκλογική εκστρατεία της ΕΔΑ, μιλώντας σε πολλες συγκεντρώσεις στον Πειραιά και στην Αθήνα. Οι εκλογές ήρθαν. Οι μάζες που επηρεαζόντουσαν από την Αριστερά τούτη τη φορά «απειθάρχησαν» κατά κύματα. Τα αποτελέσματα των τριών τελευταίων εκλογών, συμπεριλαμβανομένων και των «εκλογών» του 1961, δείχνουν τη φυγή ολοκάθαρα.
«… Ήδη αι εξελίξεις της τελευταίας διετίας, και ιδίως το αποτέλεσμα της προσφάτου εκλογής, απέδειξαν ότι ο δημόσιος βίος της χώρας, αντί της αναμενομένης προόδου, εσημείωσε επικίνδυνον οπισθοχώρησιν». Παρ’ όλα αυτά, ο Καραμανλής άφηνε πίσω του ένα επιτελείο από εκλεκτούς συνεργάτες ριζωμένους στα πιο καίρια -φανερά και κρυφά- πόστα του καθεστώτος, για να «ξαναοδηγήσουν το δημόσιο βίο της χώρας στην πρόοδο», δηλαδή για να του εξασφαλίσουν εν καιρώ μια σίγουρη επάνοδο, μιας και ο λαός είχε «διαβρωθεί» σε επικίνδυνο βαθμό.
Διάλεξαν για μέσο ένα άτομο-κίνδυνο για το καθεστώς, το Μίκη Θεοδωράκη.
Έτσι, ο διοικητής του ΚΒ’ Παραρτήματος Ασφαλείας, της περιοχής όπου έμενε ο Μίκης, τον κάλεσε «δι’ υπόθεσίν του», δηλαδή για ν’ αποκηρύξει τις ιδέες του!
Η νεολαία της Αθήνας απάντησε άμεσα στην πρόκληση με μια επιβλητική σε όγκο και παλμό συγκέντρωση, ενώ η κυβέρνηση έσπευδε να δηλώσει πως θα επιβάλει κυρώσεις. (Ο καινούργιος πρωθυπουργός δήλωσε λιτά και ρητορικά, κατά τη συνήθειά του: «Το φρόνημα είναι ελεύθερον. Διά τας καταγγελίας του κ. Θεοδωράκη διετάχθη ανάκρισις».) Καθώς ο Μίκης ανέβαινε στο βήμα και έπαιρνε το μικρόφωνο, το ακροατήριο είχε σηκωθεί όρθιο και κραύγαζε ρυθμικά το όνομά του.
[…] Το τελευταίο επεισόδιο σε βάρος της αξιοπρεπείας μου σαν πνευματικού και ελεύθερου ανθρώπου ξεσήκωσε κύματα διαμαρτυρίας στο λαό και ιδιαίτερα στους νέους. Αυτή τιμή δεν ανήκει μόνο σε μένα. Ανήκει και στο λαό μας, που παρά τη νίκη του ακούει τα ουρλιαχτά των Ερέδικων λύκων, που τολμούν να νομίζουν ότι έχουν τη δύναμη να μας εξευτελίζουν. Το αστυνομικό τμήμα της Νέας Σμύρνης έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα. Δυο φορές μπήκα σ’ αυτό. Δυο φορές βγήκα απ’ αυτό, για να πάω εξόριστος στα Μακρονήσια. […] Και τώρα με ξανάφερε στο ίδιο ένα μικρό χαρτί «δι’ υπόθεσίν μου». […] Το τι ελέχθη στο τυπικό δωμάτιο ανακρίσεων του τμήματος είναι γνωστό. Όλα άρχισαν απλά. Με ανώδυνες ερωτήσεις για το όνομα, την κατοικία και το επάγγελμά μου. Ως τη στιγμή που άρχισαν οι ερωτήσεις για τα φρονήματά μου. […] Το δωμάτιο του τμήματος άρχισε να μικραίνει. Στο νου μου ήρθαν περασμένα χρόνια, κελιά φυλακών, σκηνές σε ερημονήσια και νοσοκομεία.
Κι ενώ αισθανόμουν ότι είμαι κατήγορος και όχι κατηγορούμενος, ένιωθα πόνο γι’ αυτό το βιασμό ψυχής που επιχειρούσε αυτός ο αξιωματικός. […] Σήμερα υπέβαλα μήνυση εναντίον του. Μένει τώρα να δούμε αν αυτό το γεγονός ήταν τυχαίο ή μέρος γενικότερου σχεδίου. […]  Από αυτό το βήμα θέλω να δώσω μια απάντηση στις ερωτήσεις του αξιωματικού: «αν θέλω ν’ αποκηρύξω τα φρονήματά μου», «με ποιους κάνω παρέα» και «ποιος με οργάνωσε». Είμαι περήφανος για τα φρονήματά μου, κάνω παρέα με τον εργαζόμενο λαό και με «οργάνωσε» ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Φερραίος και ο φυματικός εργάτης της Τριπολιτσάς, που με έμαθε να κάνω πράξη το «Λευτεριά ή Θάνατος»…
Ο υφυπουργός Εσωτερικών ανακοίνωσε μετά από δυο μέρες ότι η εντολή να κληθεί ο Μίκης στο τμήμα για ανάκριση δόθηκε στις 11 Νοεμβρίου από τη Διεύθυνση Ασφαλείας.
Μετά άλλες δυο μέρες επιβλήθηκαν πειθαρχικές ποινές στον υπεύθυνο ανώτατο αξιωματικό, καθώς και στον αξιωματικό που ανέκρινε το Μίκη. Το ίδιο όμως πρωί ο ταχυδρόμος, μαζί με τα άλλα γράμματα, άφησε στο σπίτι της οδού Κωνσταντινουπόλεως και ένα ταχυδρομημένο από το Κεντρικό Ταχυδρομείο της Αθήνας στις 15 Δεκεμβρίου. Το γράμμα, με λίγα λόγια, έλεγε τα εξής: «Θα τα βρεις σκούρα… Την έχει βαμμένη όλη η οικογένειά σου… Θα έχεις τη τύχη του Λαμπράκη… Θα πρέπει να έρθεις στο τάδε σημείο, την τάδε μέρα και ώρα, και να έχεις μαζί σου 10.000 δραχμές». Το γράμμα είχε υπογραφή Κ-Κ-Κ (Κου-Κλουξ-Κλαν) κι έναν αγκυλωτό σταυρό. Ο Μίκης πήγε αμέσως στον προϊστάμενο Εισαγγελίας της Αθήνας, έδωσε φωτοτυπία της επιστολής, ζήτησε να παρθούν μέτρα προστασίας του και άδεια οπλοφορίας για προσωπική του άμυνα.
Με διαταγή του εισαγγελέα το σπίτι της Νέας Σμύρνης άρχισε να φρουρείται νυχθημερόν.
p13
Το τηλέφωνό του στο μεταξύ δε σταματούσε για μια στιγμή να ‘ναι κατειλημμένο. Εκατοντάδες άνθρωποι απ’ όλη την Ελλάδα έπαιρναν το Μίκη για να του συμπαρασταθούν. Στις εφημερίδες τις ίδιες μέρες διαβάσαμε και μια άλλη, μέσα στις τόσες, πληροφορία. Ο κ. Μίλερ είχε κάνει προ καιρού ταξίδι στην Αθήνα, ανταποδίδοντας στον κ. Φαρμάκη την επίσκεψη!
Έτσι έκλεισε και το 1963.
Παληοτάκης-Για το blog των Λαμπράκηδων
Η κηδεία του αγωνιστή Γρηγόρη Λαμπράκη
Λαοθάλασσα εκατοντάδων χιλιάδων λαού στην κηδεία Λαμπράκη
Οι φωτογραφίες από το  αρχείο των ΑΣΚΙ.
https://lefterianews.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom