του Κοσμά Μαρινάκη*
Για να κατανοήσει κανείς το τι συμβαίνει σήμερα με το ασφαλιστικό και τι ακριβώς προσπαθεί να πετύχει η κυβέρνηση πρέπει να ξεκαθαρίσει στο μυαλό του ότι υπάρχουν δύο αντιδιαμετρικώς αντίθετα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης:
Το ανταποδοτικό (που οι περισσότεροι εσφαλμένα πιστεύουν ότι έχουμε στην Ελλάδα) και το αναδιανεμητικό (που πραγματικά έχουμε).
Στο ανταποδοτικό σύστημα, κάθε εργαζόμενος πληρώνει εισφορές στον ασφαλιστικό οργανισμό, ο οποίος μπορεί να είναι δημόσιος ή ιδιωτικός και είναι συνήθως της επιλογής του ή της επιλογής του εργοδότη του.
Ο ασφαλιστικός οργανισμός χρησιμοποιεί τις εισφορές ως καταθέσεις μακράς προθεσμίας και τις επενδύει σε διάφορες τοποθετήσεις που, λόγω του μακροπρόθεσμου χαρακτήρα τους, αποδίδουν ικανοποιητικές αποδόσεις.
Σε πολλές χώρες που εφαρμόζουν το ανταποδοτικό σύστημα, ο ίδιος ο ασφαλισμένος έχει λόγο στην επενδυτική τοποθέτηση των εισφορών του από τον οργανισμό.
Μπορεί δηλαδή να επιλέξει μικρού, μέσου ή υψηλού ρίσκου τοποθετήσεις και ανάλογα με την μακροπρόθεσμη τάση των αγορών να επηρεαστεί ανάλογα η σύνταξή του στο μέλλον.
Σε αυτά τα συστήματα, ο ασφαλισμένος μπορεί να σταματήσει να πληρώνει εισφορές και να ξεκινήσει να εισπράττει τη σύνταξή του σε μια ηλικία, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις είναι προκαθορισμένη και σε άλλες ελεύθερη, επηρεάζοντας όμως το ύψος της σύνταξης.
Το σύστημα αυτό ονομάζεται ανταποδοτικό διότι το ύψος της σύνταξης εξαρτάται μόνο από τις εισφορές και τις επιλογές του ασφαλισμένου, ενώ το κράτος μικρή επιρροή έχει στην όλη διαδικασία.
Όπως ασφαλώς θα έχετε ήδη αντιληφθεί, το ελληνικό σύστημα ουδεμία σχέση έχει με όλα τα παραπάνω.
Το αναδιανεμητικό σύστημα από την άλλη είναι εντελώς διαφορετικής λογικής. Η κοινωνική ασφάλιση λειτουργεί σαν αλυσίδα: οι σημερινοί εργαζόμενοι πληρώνουν εισφορές οι οποίες αναδιανέμονται άμεσα ως συντάξεις στους τωρινούς συνταξιούχους.
Όταν φτάσει η ώρα των σημερινών εργαζόμενων να βγουν στη σύνταξη, αυτή θα προέλθει από τις εισφορές των μελλοντικών εργαζόμενων. Από τις εισφορές επίσης, τα ταμεία δημιουργούν αποθεματικά για τις ανάγκες ρευστότητας του κοντινού μέλλοντος.
Στο σύστημα αυτό τον κυριότερο ρόλο παίζει η διαδικασία της αναδιανομής, την οποία αναλαμβάνει το κράτος.
Αυτό που είναι βασικό να κατανοήσει κανείς είναι πως, στο αναδιανεμητικό σύστημα, η σύνταξη είναι μεν ανάλογη των εισφορών, δεν είναι όμως υποχρεωτικό το ύψος της να αντιστοιχεί σε αυτές.
Με άλλα λόγια, κάποιος που πλήρωσε υψηλές εισφορές λογικά θα πάρει μεγαλύτερη σύνταξη από κάποιον που πλήρωσε χαμηλότερες εισφορές στο ίδιο ταμείο.
Όμως, κάθε σύνταξη ξεχωριστά είναι δυνατόν να είναι υψηλότερη ή και πολύ χαμηλότερη των εισφορών που έχει καταβάλει ο δικαιούχος στη διάρκεια της ασφάλισης.
Στο αναδιανεμητικό σύστημα που εφαρμόζουμε στη χώρα μας, το ύψος των συντάξεων μοιραία εξαρτάται από μια σειρά οικονομικών παραμέτρων.
Η πρώτη και κυριότερη είναι η ανεργία. Όσο υψηλότερη είναι η ανεργία τόσο λιγότερες εισφορές εισπράττουν τα ταμεία και συνεπώς υπάρχουν λιγότερα χρήματα για να αναδιανεμηθούν σε συντάξεις.
Η δεύτερη παράμετρος είναι τα αποθεματικά των ασφαλιστικών οργανισμών. Στο πρόσφατο οικονομικό παρελθόν της Ελλάδας τα αποθέματα των ταμείων έχουν δεχτεί ισχυρά σοκ, όπως η μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση του 1999, η υπόθεση των δομημένων ομολόγων του 2005-07, το PSΙ του 2011 και ο αναγκαστικός δανεισμός στην κυβέρνηση το 2015.
Η τρίτη παράμετρος είναι οι προσδοκίες για την πορεία των αγορών στις οποίες θα επενδυθούν τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών οργανισμών τόσο από πλευράς αναμενόμενων αποδόσεων όσο κι από πλευράς ρίσκου.
Σε όλους αυτούς τους παράγοντες, οφείλουμε να προσθέσουμε και τη διαχρονικά κάκιστη διαχείριση του ασφαλιστικού από την πολιτική ηγεσία.
Στο -όχι και τόσο μακρινό- παρελθόν υπήρξε μια περίοδος που η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ανέβηκε σε δυσθεώρητα ύψη και ήταν πλέον αδύνατον να καλυφθεί από τις τρέχουσες εισφορές.
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα ενός μπαράζ ανεξέλεγκτων παροχών στις οποίες προχωρούσαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις για ψηφοθηρικούς λόγους.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, το ύψος των περισσοτέρων συντάξεων που αναδιένεμε το σύστημα σκαρφάλωσε σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από αυτό που θα αντιστοιχούσε αν οι συντάξεις είχαν υπολογιστεί με τρόπο ανταποδοτικό στις εισφορές. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει πως αυτή η λογική δεν θα μπορούσε να είναι βιώσιμη για πολύ.
Στα επόμενα χρόνια, η «τρύπα» του ασφαλιστικού άρχισε να καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Στην ουσία, αυτό αντιστοιχούσε σε έμμεση αύξηση των εισφορών, οι οποίες όμως δεν προέρχονταν από τους ασφαλισμένους καθεαυτούς αλλά από τους φορολογούμενους γενικά.
Κι επειδή τα έσοδα από φορολογία ποτέ δεν ήταν επαρκή στα χρονικά των δημοσίων οικονομικών της Ελλάδας, η τρύπα του ασφαλιστικού καλυπτόταν όπως και οι υπόλοιπες υπέρμετρες δαπάνες του δημοσίου: με δανεικά που γιγάντωναν επί δεκαετίες το Χρέος.
Σήμερα το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας οδηγείται με μαθηματική βεβαιότητα στην κατάρρευση, αφού τα έσοδα από εισφορές σύντομα δεν θα επαρκούν για να αναδιανεμηθούν στις υπάρχουσες και τις νέες συντάξεις όπως αυτές υπολογίζονται προς το παρόν.
Επειδή λοιπόν το κράτος δεν επιτρέπεται (από τους δανειστές) αλλά και δεν δύναται να βάλει τη διαφορά, η συνταξιοδοτική δαπάνη πρέπει να μειωθεί.
Ποιες συντάξεις θα πρέπει να κοπούν όμως;
Η ενδεδειγμένη λύση θα ήταν ο εξορθολογισμός του ασφαλιστικού κόβοντας πολλαπλές, μη δικαιολογημένες βάσει των εισφορών ή και δόλιες συντάξεις.Ο προτεινόμενος ασφαλιστικός νόμος, όμως, ουδόλως αγγίζει αυτή την πλευρά του προβλήματος.
Αντιθέτως, η προσδοκώμενη συνταξιοδοτική δαπάνη περικόπτεται με τη δραστική μείωση των αναμενόμενων απολαβών των συνταξιούχων του μέλλοντος.
Το σκεπτικό είναι πως μια τέτοια ρύθμιση θα επιφέρει το μικρότερο δυνατόν πολιτικό κόστος στους κυβερνώντες.
Πράγματι, όταν οι θιγόμενοι λάβουν τον λογαριασμό, αυτή η κυβέρνηση θα έχει πια… δραπετεύσει στο αχνό, ξεχασμένο παρελθόν. Όπως άλλωστε έχουν κάνει και όλες οι προηγούμενες που με τις πολιτικές τους αποδήμησαν λίγο-λίγο την κοινωνική μας ασφάλιση.
Κάπως έτσι, επί των ημερών μας, συντελείται η μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος μεταξύ γενεών όλων των εποχών.
*Ο Κοσμάς Μαρινάκης είναι επίκουρος καθηγητής οικονομικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Μόσχας (Higher School of Economics).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου