Εμένα η πόρτα μου ήτανε πάντα ανοιχτή.
Κόσμος μπαινόβγαινε, κάθονταν κι έφευγαν για λίγο ή πολύ, μιλούσαμε, γελούσαμε καμιά φορά, κι άλλες φορές πάλι κλαίγαμε με τις αναποδιές μας, κι η πόρτα ήταν πάντα ορθάνοικτη, κι οι άνθρωποι πάντα μπορούσαν να έρθουν και να φύγουν....
Εμένα η πόρτα μου ήτανε πάντα ανοιχτή.
Και για γι’ αυτόν με τις λασπωμένες γαλότσες, και για κείνον που έμπαινε για να εκφράσει τα παράπονά του, και για τον άλλο που πέρναγε μόνο και μόνο για να γεμίσει τον κενό του χρόνο η τον κενό του εαυτό καμιά φορά.
Εμένα η πόρτα μου ήτανε πάντα ανοιχτή.
Και συ που ερχόσουνα μονάχα για να σκοτώσεις την ώρα σου και να γεμίσεις τα κενά σου, μου είπες ότι έχει πολύ φασαρία εδώ.
Και συ, ο βολεμένος ο ξερόλας, μου είπες ότι τώρα τελευταία δεν στα λέω καλά, και ότι φέρνω λίγο προς το αναρχικό.
Και συ, που ήτανε η ζωή σου άδεια, μου βαλες χέρι γιατί η καρέκλα μου δεν ήταν αναπαυτική.
Και τώρα εγώ, κλείνω την πόρτα.
Και βάζω μέσα μόνο αυτούς που ήρθανε για μένα, αυτούς που γέλασα κι έκλαψα μαζί τους από ψυχής, αυτούς που ξέρω πως θα βρούνε το χώρο για να κάτσουνε ακόμα και στο τσιμέντο.
Μα θα μου πεις αλλάζει έτσι εύκολα ο άνθρωπος. Όχι δεν αλλάζει, νοιώθει όμως την ανάγκη κάποιες στιγμές να βρει την ησυχία του, και να πάψει να είναι πια γέμιση για κενούς ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου