Του Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
Στις 21 Φεβρουαρίου 2013 το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) προκήρυξε διαγωνισμό με σκοπό την υποβολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την απόκτηση του 51% της Εταιρίας Ύδρευσης και Αποχέτευσης της Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ).
Η πρόσκληση, ζητούσε μαζί με την κατάθεση της προσφοράς, ένα σύνολο δικαιολογητικών που θα εξυπηρετούσαν τη διαδικασία προεπιλογής των εταιριών κατά την πρώτη φάση του διαγωνισμού.
Από την αλληλογραφία μεταξύ ΤΑΙΠΕΔ και υποψηφίων μετά την κατάθεση των προσφορών, προέκυψε ότι έλειπαν από τους φακέλους των ενδιαφερομένων διάφορα δικαιολογητικά.
Ένα όμως σύνολο από τα εν λόγω στοιχεία, που ζητήθηκαν εκ των υστέρων από το Ταμείο, δεν ήταν απλά διευκρινίσεις ή συμπληρωματικά στοιχεία στα ήδη υπάρχοντα, αλλά νέα. Αυτά όμως όφειλαν να συμπεριλαμβάνονται στο φάκελο της προφοράς «…κατά τη στιγμή υποβολής εκδήλωσης ενδιαφέροντος», σύμφωνα με την έκφραση της πρόσκλησης (σελίδα 7).
Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται συχνά (παράτυπα βέβαια) από διάφορους φορείς, προκαλώντας εύλογα ένα κυκεώνα ενστάσεων και προσφυγών. Αναλυτικότερα, κάποιοι λόγοι που ερμηνεύουν την τόσο αίολη αυτή πολιτική είναι οι εξής. Οι φορείς:
-Θέλουν να προστατεύσουν τον υποψήφιο νυμφίο, ο φάκελος του οποίου παρουσιάζει προβλήματα, οπότε δείχνουν ανεκτικοί απέναντι και στους άλλους. Έτσι στο πλαίσιο μιας ίσης μεταχείρισης, στις παρατυπίες βέβαια, ζητούν από όλους πρόσθετα στοιχεία, που τα βαπτίζουν ως συμπληρωματικά. Όταν κατατεθούν τα τελευταία και ο ευνοούμενος υποψήφιος καλυφθεί πλήρως, βρίσκουν αιτίες που οδηγούν στον αποκλεισμό των «κακών» υποψηφίων.
-Εισέρχονται σε μια διαδικασία ερωτήσεων και διευκρινίσεων, για να μην αποκλείσουν εκ των προτέρων υποψηφίους, που δεν πληρούν τους όρους της διακήρυξης, έτσι ώστε να μη θεωρηθεί εξαρχής άγονος ο διαγωνισμός, λόγω μικρής συμμετοχής.
Στα ανωτέρω προστίθενται και άλλα θέματα. Αναλυτικότερα, αν το ΤΑΙΠΕΔ ήθελε να σεβαστεί τις διαδικασίες που το ίδιο ακολουθεί, όφειλε να κάνει τα ακόλουθα:
Nα κοινοποιήσει σε όλους τους υποψηφίους, μετά την αποδοχή τους ή μη στο σύνολο των προεπιλεγέντων, το πρακτικό της εν λόγω επιτροπής, στο οποίο φαίνονται οι παραλήψεις όλων των ενδιαφερομένων σε έγγραφα και πιστοποιητικά.
Καθώς το ΤΑΙΠΕΔ δεν έκανε τo παραπάνω, αρνούμενο από την άλλη –παρά τις εξώδικες προσκλήσεις που έλαβε– να δώσει τις πληροφορίες αυτές σε υποψηφίους που «κόπηκαν», αφαίρεσε στην ουσία το δικαίωμα των ενστάσεων / προσφυγών των ενδιαφερομένων, κατά τη συγκεκριμένη φάση του διαγωνισμού.
To δικαίωμα στην πρόσβαση σε πληροφορίες, για την υπόθεση που εξετάζουμε, απορρέει καταρχάς από τη Σύμβαση του Άαρχους (1998), όπως αυτή ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία (νόμος 3422/2005).
Πριν κλείσουμε την παρουσίασή μας για μια υπόθεση πώλησης κερδοφόρας επιχείρησης –που απαξιώθηκε από το 2010– θα σημειώσουμε απλά τα όσα είπε ο καθηγητής Ζ. Στίγκλιτζ το 2001 για τις προς ιδιωτικοποίηση δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, που πωλούνται κοψοχρονιάς:
«Οι εθνικοί ηγέτες… πανευτυχείς ξεπουλούν τις εταιρίες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος… Θα μπορούσες να δεις πώς ανοίγουν τα μάτια τους, με την προσδοκία της μίζας του 10%, που θα καταβληθεί σε λογαριασμό τους σε μια τράπεζα της Ελβετίας, απλά και μόνο γιατί οδήγησαν… στην απαξίωση της εθνικής αυτής περιουσίας»!. (Βλ. αναλυτικότερα εδώ ).
Σημειώνουμε τέλος, ότι το νερό εξαιρέθηκε από το σύνολο των δραστηριοτήτων προς ιδιωτικοποίηση, που προβλέπει η προς διαμόρφωση Οδηγία, που ετοιμάζει ο Επίτροπος ο κος Μπαρνιέ, μετά τη συγκέντρωση 1,5 εκατομμυρίων υπογραφών σε όλη την ΕΕ.
Βέβαια με όλα τα ανωτέρω και τη θέση για μη ιδιωτικοποίηση του νερού, δεν προσφέρουμε άλλοθι σε κάθε βαρόνο της πολιτικής, που θεωρεί τις Δημόσιες επιχειρήσεις παραμάγαζο του πολιτικού του γραφείου!
Καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
Στις 21 Φεβρουαρίου 2013 το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) προκήρυξε διαγωνισμό με σκοπό την υποβολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την απόκτηση του 51% της Εταιρίας Ύδρευσης και Αποχέτευσης της Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ).
Η πρόσκληση, ζητούσε μαζί με την κατάθεση της προσφοράς, ένα σύνολο δικαιολογητικών που θα εξυπηρετούσαν τη διαδικασία προεπιλογής των εταιριών κατά την πρώτη φάση του διαγωνισμού.
Από την αλληλογραφία μεταξύ ΤΑΙΠΕΔ και υποψηφίων μετά την κατάθεση των προσφορών, προέκυψε ότι έλειπαν από τους φακέλους των ενδιαφερομένων διάφορα δικαιολογητικά.
Ένα όμως σύνολο από τα εν λόγω στοιχεία, που ζητήθηκαν εκ των υστέρων από το Ταμείο, δεν ήταν απλά διευκρινίσεις ή συμπληρωματικά στοιχεία στα ήδη υπάρχοντα, αλλά νέα. Αυτά όμως όφειλαν να συμπεριλαμβάνονται στο φάκελο της προφοράς «…κατά τη στιγμή υποβολής εκδήλωσης ενδιαφέροντος», σύμφωνα με την έκφραση της πρόσκλησης (σελίδα 7).
Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται συχνά (παράτυπα βέβαια) από διάφορους φορείς, προκαλώντας εύλογα ένα κυκεώνα ενστάσεων και προσφυγών. Αναλυτικότερα, κάποιοι λόγοι που ερμηνεύουν την τόσο αίολη αυτή πολιτική είναι οι εξής. Οι φορείς:
-Θέλουν να προστατεύσουν τον υποψήφιο νυμφίο, ο φάκελος του οποίου παρουσιάζει προβλήματα, οπότε δείχνουν ανεκτικοί απέναντι και στους άλλους. Έτσι στο πλαίσιο μιας ίσης μεταχείρισης, στις παρατυπίες βέβαια, ζητούν από όλους πρόσθετα στοιχεία, που τα βαπτίζουν ως συμπληρωματικά. Όταν κατατεθούν τα τελευταία και ο ευνοούμενος υποψήφιος καλυφθεί πλήρως, βρίσκουν αιτίες που οδηγούν στον αποκλεισμό των «κακών» υποψηφίων.
-Εισέρχονται σε μια διαδικασία ερωτήσεων και διευκρινίσεων, για να μην αποκλείσουν εκ των προτέρων υποψηφίους, που δεν πληρούν τους όρους της διακήρυξης, έτσι ώστε να μη θεωρηθεί εξαρχής άγονος ο διαγωνισμός, λόγω μικρής συμμετοχής.
Στα ανωτέρω προστίθενται και άλλα θέματα. Αναλυτικότερα, αν το ΤΑΙΠΕΔ ήθελε να σεβαστεί τις διαδικασίες που το ίδιο ακολουθεί, όφειλε να κάνει τα ακόλουθα:
Nα κοινοποιήσει σε όλους τους υποψηφίους, μετά την αποδοχή τους ή μη στο σύνολο των προεπιλεγέντων, το πρακτικό της εν λόγω επιτροπής, στο οποίο φαίνονται οι παραλήψεις όλων των ενδιαφερομένων σε έγγραφα και πιστοποιητικά.
Καθώς το ΤΑΙΠΕΔ δεν έκανε τo παραπάνω, αρνούμενο από την άλλη –παρά τις εξώδικες προσκλήσεις που έλαβε– να δώσει τις πληροφορίες αυτές σε υποψηφίους που «κόπηκαν», αφαίρεσε στην ουσία το δικαίωμα των ενστάσεων / προσφυγών των ενδιαφερομένων, κατά τη συγκεκριμένη φάση του διαγωνισμού.
To δικαίωμα στην πρόσβαση σε πληροφορίες, για την υπόθεση που εξετάζουμε, απορρέει καταρχάς από τη Σύμβαση του Άαρχους (1998), όπως αυτή ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία (νόμος 3422/2005).
Πριν κλείσουμε την παρουσίασή μας για μια υπόθεση πώλησης κερδοφόρας επιχείρησης –που απαξιώθηκε από το 2010– θα σημειώσουμε απλά τα όσα είπε ο καθηγητής Ζ. Στίγκλιτζ το 2001 για τις προς ιδιωτικοποίηση δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, που πωλούνται κοψοχρονιάς:
«Οι εθνικοί ηγέτες… πανευτυχείς ξεπουλούν τις εταιρίες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος… Θα μπορούσες να δεις πώς ανοίγουν τα μάτια τους, με την προσδοκία της μίζας του 10%, που θα καταβληθεί σε λογαριασμό τους σε μια τράπεζα της Ελβετίας, απλά και μόνο γιατί οδήγησαν… στην απαξίωση της εθνικής αυτής περιουσίας»!. (Βλ. αναλυτικότερα εδώ ).
Σημειώνουμε τέλος, ότι το νερό εξαιρέθηκε από το σύνολο των δραστηριοτήτων προς ιδιωτικοποίηση, που προβλέπει η προς διαμόρφωση Οδηγία, που ετοιμάζει ο Επίτροπος ο κος Μπαρνιέ, μετά τη συγκέντρωση 1,5 εκατομμυρίων υπογραφών σε όλη την ΕΕ.
Βέβαια με όλα τα ανωτέρω και τη θέση για μη ιδιωτικοποίηση του νερού, δεν προσφέρουμε άλλοθι σε κάθε βαρόνο της πολιτικής, που θεωρεί τις Δημόσιες επιχειρήσεις παραμάγαζο του πολιτικού του γραφείου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου