Η ιστορία που θα σας διηγηθώ δεν έγινε ποτέ ευρέως γνωστή και σήμερα είναι μάλλον ξεχασμένη. Από τη λήθη την ανέσυρε το περιοδικό «Αλφειός» του κ. Χρήστου Κωνσταντόπουλου τη δεκαετία του 1990, που εκδίδετο στον Πύργο Ηλείας.
Το ρεπορτάζ του περιοδικού αξιοποίησε την ίδια εποχή στα ιστορικά του μελετήματα ο Γρηγόρης Φαράκος, και ολοκληρωμένη πλέον η ύλη αυτής της ιστορίας δημοσιεύθηκε στα «ΝΕΑ».
Έκανε εντύπωση και μετά ξαναξεχάσθηκε. Έπαψε να κυκλοφορεί στην πιάτσα, αλλά το καλό είχε προλάβει να συμβεί, και η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι πλέον καταχωρισμένη στις δέλτους της Ιστορίας.
Έκανε εντύπωση και μετά ξαναξεχάσθηκε. Έπαψε να κυκλοφορεί στην πιάτσα, αλλά το καλό είχε προλάβει να συμβεί, και η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι πλέον καταχωρισμένη στις δέλτους της Ιστορίας.
Η Γερμανική σημαία ή μάλλον η ναζιστική σημαία που κατέβασαν απ’ τον ιερό βράχο της Ακρόπολης οι δύο ήρωες Μανώλης Γλέζος και Λάκης Σάντας δεν ήταν η μόνη.
Μια ακόμα ναζιστική σημαία των ιδεολογικών προγόνων της Χρυσής Αυγής κατέβηκε κακήν κακώς απ’ τον ιστό της και ατιμάσθηκε, ύστερα από το γενναίο τόλμημα ενός νεαρού βοσκού.
Για την ιστορία αυτή μιλούσαν ώς τις μέρες μας αραιά και πού στα χωριά της ορεινής Ηλείας, στα πέριξ της Ολυμπίας, με έναν τρόπο που περισσότερο έμοιαζε με τη διήγηση ενός θρύλου και λιγότερο με την ιστόρηση μιας ξεχασμένης αλήθειας. Κανείς δεν έπαιρνε επάνω του τού λόγου το αληθές.
Τότε ο κ. Χρήστος Κωνσταντόπουλος άρχισε την έρευνα, σε αρχεία, σε πηγές, σε μαρτυρίες, ώσπου έκπληκτος διαπίστωσε ότι το βοσκόπουλο που είχε κατεβάσει τη σημαία των Ναζήδων ζούσε ακόμα και, βεβαίως, έσπευσε να βρει τον γέροντα να μάθει τα διατρέξαντα από πρώτο χέρι.
Τότε ο κ. Χρήστος Κωνσταντόπουλος άρχισε την έρευνα, σε αρχεία, σε πηγές, σε μαρτυρίες, ώσπου έκπληκτος διαπίστωσε ότι το βοσκόπουλο που είχε κατεβάσει τη σημαία των Ναζήδων ζούσε ακόμα και, βεβαίως, έσπευσε να βρει τον γέροντα να μάθει τα διατρέξαντα από πρώτο χέρι.
Όμως, ας πάρουμε την ιστορία απ’ την αρχή.
Όταν οι Γερμανοί έφθασαν κατακτητές στην ηλιόλουστη Ηλεία, έσπευσαν στην Ολυμπία και εκεί, στην Ιερά Άλτιδα, ύψωσαν το βδέλυγμα της σημαίας τους.
Η Εθνική Αντίσταση δεν είχε ακόμα αρχίσει και οι Γερμανοί συμπεριελάμβαναν τους Έλληνες στην Αρία Φυλή και μιλούσαν για την Αρχαία Σπάρτη ως να επρόκειτο για την ιδεολογική τους κοιτίδα (Ανελλήνιστες μπούρδες που πιστεύουν ακόμα και σήμερα ούγκανοι και ρατσιστές).
Βεβαίως όταν εκδηλώθηκε η Εθνική Αντίσταση, οι Ναζήδες υποβάθμισαν τους Έλληνες σε υπανθρώπους και μας έκαμαν την τιμή να μας εξοντώνουν όπως τους Εβραίους, τους Σλάβους, τους Αθίγγανους, τους ομοφυλόφιλους, τους τρελούς, τους κομμουνιστές και πολλούς άλλους.
Η Εθνική Αντίσταση δεν είχε ακόμα αρχίσει και οι Γερμανοί συμπεριελάμβαναν τους Έλληνες στην Αρία Φυλή και μιλούσαν για την Αρχαία Σπάρτη ως να επρόκειτο για την ιδεολογική τους κοιτίδα (Ανελλήνιστες μπούρδες που πιστεύουν ακόμα και σήμερα ούγκανοι και ρατσιστές).
Βεβαίως όταν εκδηλώθηκε η Εθνική Αντίσταση, οι Ναζήδες υποβάθμισαν τους Έλληνες σε υπανθρώπους και μας έκαμαν την τιμή να μας εξοντώνουν όπως τους Εβραίους, τους Σλάβους, τους Αθίγγανους, τους ομοφυλόφιλους, τους τρελούς, τους κομμουνιστές και πολλούς άλλους.
Όμως, ακόμα βρισκόμαστε στο 1941 και οι Γερμανοί απλώς μαγαρίζουν την Ολυμπία, όπως μαγάρισαν την Ακρόπολη. Στήσανε λοιπόν τη σημαία τους, βάλανε και φρουρά, τέσσερα - πέντε ανθρωπόμορφα κτήνη και κορδώνονταν. Ταραταντζούμ κορδώνονταν.
Ένα βοσκόπουλο από μια αντικρινή πλαγιά στους πρόποδες του Κρονίου λόφου, τους έβλεπε. Και όπως μετά από πολλά χρόνια εξομολογήθηκε, του γύριζαν τ’ άντερα. Μια, δυο, τρεις, το αποφάσισε! Ήξερε «τα αρχαία» σαν την παλάμη του, σύρθηκε, μπούκαρε, άρπαξε τη σημαία πίσω απ’ την πλάτη του ράθυμου φρουρού κι έγινε Λούης.
Μόλις πήραν χαμπάρι οι Γερμανοί την ξεφτίλα που τους βρήκε, έγινε κόλαση. Βούιζαν τα χωριά απ’ τα γέλια, έτρεχαν πάνω κάτω οι «Ούνοι» όπως τους έλεγαν (και) στα μέρη μας κι άκρη δεν έβγαζαν.
Η φασαρία συνεχίσθηκε για πολύ καιρό. Η αλληλογραφία μεταξύ Κομαντατουρ Πατρών και Βερολίνου για την εξέλιξη της υπόθεσης συνεχίσθηκε, ώσπου οι Γερμανοί έφυγαν απ’ την Ελλάδα. (Αυτή η αλληλογραφία δημοσιεύθηκε και στον «Αλφειό» και στα «ΝΕΑ»).
Το βοσκόπουλο δεν μίλησε ποτέ για αυτήν την ιστορία. Όχι από σεμνότητα, αν και ήταν σεμνός. Αλλά από πίκρα. Στον άγριο εμφύλιο που αποδεκάτισε την Πελοπόννησο, ο ένας του αδελφός σκοτώθηκε αντάρτης και ο άλλος του αδελφός σκοτώθηκε στρατιώτης στον τακτικό στρατό.
Με το ζόρι, γέρων πλέον, εμίλησε ο βοσκός. Είπε λίγα. Κι όλο έκλαιγε…
***
Να πω ’γω τώρα για την ευτέλεια που μας δέρνει, αν το «Μακεδονία Ξακουστή» είναι νόμιμο ή παράνομο, παρέλκει. Άλλωστε ο γεροβοσκός έχει πεθάνει από καιρό, δεν μπορεί να ξανακλάψει…
email: stathispontiki@gmail.com
ο Στάθης στο Ποντίκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου