3/10 Έλληνες δεν έχουν θέρμανση - 1/5 απευθύνεται τα συσσίτια
Γράφει η ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ
Ενας στους πέντε συμπολίτες μας στις υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας, γειτονιές που κάποτε αποτελούσαν το σήμα κατατεθέν του αστικού πληθυσμού της χώρας, και της Δυτικής Αττικής απευθύνεται πλέον σε χώρους κοινωνικών παροχών, όπως είναι τα συσσίτια και τα κοινωνικά παντοπωλεία.
Τρεις στους δέκα δεν απολαμβάνουν πλήρως, παρόλο που ζουν στο κέντρο της πρωτεύουσας, τις παροχές σε θέρμανση ή ακόμη και σε ζεστό νερό, ενώ για το 23% όσων διαμένουν σε πολυκατοικία το καλοριφέρ έχει αποκτήσει διακοσμητικό χαρακτήρα, αφού έχει να λειτουργήσει από το 2010.
Ακόμη δε και αν η προσωπική οικονομική κατάσταση αρκετών δεν έχει πληγεί σημαντικά από την κρίση, οι κάτοικοι της πόλης αναγκάζονται να ζουν σ’ ένα ολοένα και πιο υποβαθμισμένο περιβάλλον με δρόμους γεμάτους σκουπίδια και λακκούβες, διαλυμένες παιδικές χώρες, σπασμένα πεζοδρόμια - παγίδες, αποτέλεσμα της ανεπάρκειας πόρων στο κράτος και την αυτοδιοίκηση για την υλοποίηση δημόσιων έργων και τη συντήρηση των υφιστάμενων υποδομών.
Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στις υποβαθμισμένες αστικές περιοχές και στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες αποτελούν το αντικείμενο επιτόπιας έρευνας που διενήργησε ο Συνήγορος του Πολίτη στην Κυψέλη, τα Ανω Πατήσια, τον Αγιο Παντελεήμονα, τη Νίκαια, το Πέραμα και την περιοχή του Ρέντη.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Αλληλεγγύη και κοινωνικός αποκλεισμός στην Ελλάδα», με πόρους του χρηματοδοτικού μηχανισμού 2009-2014 του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.
Το μεγάλο πρόβλημα
Σύμφωνα με την έρευνα, το πιο επιβαρυντικό για την περιοχή πρόβλημα, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις που έδωσαν οι ερωτηθέντες (24,2%), είναι οι ανεπαρκείς και συχνά μη συντηρημένοι ελεύθεροι δημόσιοι χώροι (πλατείες, πάρκα, παιδικές χαρές).
Στη δεύτερη θέση, συγκεντρώνοντας ποσοστό 23,1%, ακολουθεί η παρουσία Ρομά, μεταναστών και αστέγων.
Τρίτο σοβαρότερο πρόβλημα (18,9%) είναι οι προβληματικές υποδομές, όπως οι λακκούβες στους δρόμους και τα κακοσυντηρημένα πεζοδρόμια. «Αυτό δείχνει τη μεγάλη ανάγκη που υπάρχει για σημαντικές αναδιατάξεις στην αστική πολιτική και τη μετατόπιση από έργα - “ναυαρχίδες” σε μικρότερα έργα τοπικής σημασίας» επισημαίνει στην «Κ» ο Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη, αρμόδιος για τα θέματα ποιότητας ζωής κ. Γ. Σαγιάς.
Για το γεγονός, από την άλλη, ότι δεν αποτελεί η αυξημένη παρουσία των μεταναστών το μεγαλύτερο πρόβλημα -όπως ίσως θα ανέμενε κανείς να απαντήσουν πολίτες- ο κ. Βασ. Καρύδης, αναπληρωτής Συνήγορος του Πολίτη, αρμόδιος για τα θέματα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, δίνει την ακόλουθη εξήγηση: «Το αίσθημα ανασφάλειας εξακολουθεί να υπάρχει και να αποδίδεται στους μετανάστες, κυρίως η μικροεγκληματικότητα. Την ίδια ώρα, ωστόσο, παρατηρείται συμφιλίωση με την ιδέα μιας πραγματικότητας που δεν θεωρείται αναστρέψιμη».
Και... εντός σπιτιού
Η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής είναι μεν ορατή εκτός σπιτιού, γίνεται όμως πιο σκληρή όταν συνεχίζεται εντός σπιτιού και απουσιάζουν τα στοιχειώδη, όπως η θέρμανση και το ζεστό νερό. Το 17% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι διακόπηκε η ηλεκτροδότηση ή η υδροδότηση της οικίας τους λόγω ανεξόφλητων λογαριασμών.
Μάλιστα, το 45,5% αυτών ανέφερε ότι η διακοπή πραγματοποιήθηκε τουλάχιστον δύο φορές. Επίσης, ένας στους τέσσερις ερωτηθέντες έχει αναγκαστεί να προβεί σε ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη ΔΕΗ ή την ΕΥΔΑΠ.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν πολλοί συμπολίτες μας, όπως για παράδειγμα η απουσία πρόσβασης στο Διαδίκτυο και η ελλιπής ενημέρωση, εντείνει τον κοινωνικό αποκλεισμό και επιδεινώνει την ποιότητα ζωής.
Ενδεικτικό του παραπάνω είναι ότι στα ερωτήματα για το αν έχουν απευθυνθεί για χρήση ιατρικών υπηρεσιών στο δίκτυο πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης ή στους αρμόδιους φορείς για την παροχή προνοιακών επιδομάτων, η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα δεν απάντησε.
Η ανεπάρκεια του κράτους να αντεπεξέλθει στην αντιμετώπιση των αυξημένων κοινωνικών αναγκών είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, δίκτυα που συνέτειναν πέραν του προφανούς σκοπού τους στην απορρόφηση των κραδασμών και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Το 21,13% των ερωτηθέντων είπε ότι έχει απευθυνθεί σε τέτοιες πρωτοβουλίες -κυρίως σε συσσίτια της Εκκλησίας- και μάλιστα το 33,3% εξ αυτών σε καθημερινή βάση.
Β. Καρύδης: Τι μας έκανε εντύπωση
Αυτό που θα ανέμενε κάποιος είναι οι άνθρωποι να αισθάνονται ντροπή και να μην απαντούν, φοβούμενοι το στίγμα της φτώχειας. Ωστόσο, αυτό που αντιμετώπισαν οι ερευνητές ήταν ακριβώς το αντίθετο. «Δεν έδειχναν καθόλου ντροπή. Αντιθέτως, ήταν πρόθυμοι. Αισθάνονταν ότι είχαν επιτέλους κάπου να απευθυνθούν, κάπου να τα πουν. Σε πολλούς ανθρώπους αρκεί ότι έδωσε κάποιος σημασία» τονίζει ο κ. Β. Καρύδης και συνεχίζει: «Βεβαίως αυτοί που έχουν περισσότερο την ανάγκη του Συνηγόρου του Πολίτη έχουν τη μικρότερη γνώση και τον μεγαλύτερο δισταγμό».
Η ανάγκη για τους πολίτες «να πουν κάπου τον πόνο τους» -κατά το κοινώς λεγόμενο- προκύπτει, όπως επισημαίνει ο κ. Γ. Σαγιάς, από το γεγονός ότι οι κοινωνικές δομές και οι κρατικές πολιτικές, ακόμη και αν είναι επαρκώς ανεπτυγμένες, δεν έχουν την απαιτούμενη διείσδυση σε αυτούς που τις έχουν πραγματικά ανάγκη. «Ενα μεγάλο ποσοστό ατόμων σε ανάγκη, άτομα για παράδειγμα που είναι θύματα της ενεργειακής φτώχειας δεν έχουν γνώση των κοινωνικών τιμολογίων της ΔΕΗ ή της δυνατότητας λήψης επιδόματος θέρμανσης» υπογραμμίζει.
Ποια είναι η κατάληξη; Οι πολίτες σε αυτές τις γειτονιές να βιώνουν μια πολυεπίπεδη στέρηση κοινωνικών και ιδιωτικών αγαθών από τον αποκλεισμό τους από την αγορά εργασίας έως τη διαμονή τους σε μία πόλη που εγκαταλείπεται.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Γράφει η ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ
Ενας στους πέντε συμπολίτες μας στις υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας, γειτονιές που κάποτε αποτελούσαν το σήμα κατατεθέν του αστικού πληθυσμού της χώρας, και της Δυτικής Αττικής απευθύνεται πλέον σε χώρους κοινωνικών παροχών, όπως είναι τα συσσίτια και τα κοινωνικά παντοπωλεία.
Τρεις στους δέκα δεν απολαμβάνουν πλήρως, παρόλο που ζουν στο κέντρο της πρωτεύουσας, τις παροχές σε θέρμανση ή ακόμη και σε ζεστό νερό, ενώ για το 23% όσων διαμένουν σε πολυκατοικία το καλοριφέρ έχει αποκτήσει διακοσμητικό χαρακτήρα, αφού έχει να λειτουργήσει από το 2010.
Ακόμη δε και αν η προσωπική οικονομική κατάσταση αρκετών δεν έχει πληγεί σημαντικά από την κρίση, οι κάτοικοι της πόλης αναγκάζονται να ζουν σ’ ένα ολοένα και πιο υποβαθμισμένο περιβάλλον με δρόμους γεμάτους σκουπίδια και λακκούβες, διαλυμένες παιδικές χώρες, σπασμένα πεζοδρόμια - παγίδες, αποτέλεσμα της ανεπάρκειας πόρων στο κράτος και την αυτοδιοίκηση για την υλοποίηση δημόσιων έργων και τη συντήρηση των υφιστάμενων υποδομών.
Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στις υποβαθμισμένες αστικές περιοχές και στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες αποτελούν το αντικείμενο επιτόπιας έρευνας που διενήργησε ο Συνήγορος του Πολίτη στην Κυψέλη, τα Ανω Πατήσια, τον Αγιο Παντελεήμονα, τη Νίκαια, το Πέραμα και την περιοχή του Ρέντη.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Αλληλεγγύη και κοινωνικός αποκλεισμός στην Ελλάδα», με πόρους του χρηματοδοτικού μηχανισμού 2009-2014 του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.
Το μεγάλο πρόβλημα
Σύμφωνα με την έρευνα, το πιο επιβαρυντικό για την περιοχή πρόβλημα, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις που έδωσαν οι ερωτηθέντες (24,2%), είναι οι ανεπαρκείς και συχνά μη συντηρημένοι ελεύθεροι δημόσιοι χώροι (πλατείες, πάρκα, παιδικές χαρές).
Στη δεύτερη θέση, συγκεντρώνοντας ποσοστό 23,1%, ακολουθεί η παρουσία Ρομά, μεταναστών και αστέγων.
Τρίτο σοβαρότερο πρόβλημα (18,9%) είναι οι προβληματικές υποδομές, όπως οι λακκούβες στους δρόμους και τα κακοσυντηρημένα πεζοδρόμια. «Αυτό δείχνει τη μεγάλη ανάγκη που υπάρχει για σημαντικές αναδιατάξεις στην αστική πολιτική και τη μετατόπιση από έργα - “ναυαρχίδες” σε μικρότερα έργα τοπικής σημασίας» επισημαίνει στην «Κ» ο Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη, αρμόδιος για τα θέματα ποιότητας ζωής κ. Γ. Σαγιάς.
Για το γεγονός, από την άλλη, ότι δεν αποτελεί η αυξημένη παρουσία των μεταναστών το μεγαλύτερο πρόβλημα -όπως ίσως θα ανέμενε κανείς να απαντήσουν πολίτες- ο κ. Βασ. Καρύδης, αναπληρωτής Συνήγορος του Πολίτη, αρμόδιος για τα θέματα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, δίνει την ακόλουθη εξήγηση: «Το αίσθημα ανασφάλειας εξακολουθεί να υπάρχει και να αποδίδεται στους μετανάστες, κυρίως η μικροεγκληματικότητα. Την ίδια ώρα, ωστόσο, παρατηρείται συμφιλίωση με την ιδέα μιας πραγματικότητας που δεν θεωρείται αναστρέψιμη».
Και... εντός σπιτιού
Η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής είναι μεν ορατή εκτός σπιτιού, γίνεται όμως πιο σκληρή όταν συνεχίζεται εντός σπιτιού και απουσιάζουν τα στοιχειώδη, όπως η θέρμανση και το ζεστό νερό. Το 17% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι διακόπηκε η ηλεκτροδότηση ή η υδροδότηση της οικίας τους λόγω ανεξόφλητων λογαριασμών.
Μάλιστα, το 45,5% αυτών ανέφερε ότι η διακοπή πραγματοποιήθηκε τουλάχιστον δύο φορές. Επίσης, ένας στους τέσσερις ερωτηθέντες έχει αναγκαστεί να προβεί σε ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη ΔΕΗ ή την ΕΥΔΑΠ.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν πολλοί συμπολίτες μας, όπως για παράδειγμα η απουσία πρόσβασης στο Διαδίκτυο και η ελλιπής ενημέρωση, εντείνει τον κοινωνικό αποκλεισμό και επιδεινώνει την ποιότητα ζωής.
Ενδεικτικό του παραπάνω είναι ότι στα ερωτήματα για το αν έχουν απευθυνθεί για χρήση ιατρικών υπηρεσιών στο δίκτυο πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης ή στους αρμόδιους φορείς για την παροχή προνοιακών επιδομάτων, η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα δεν απάντησε.
Η ανεπάρκεια του κράτους να αντεπεξέλθει στην αντιμετώπιση των αυξημένων κοινωνικών αναγκών είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, δίκτυα που συνέτειναν πέραν του προφανούς σκοπού τους στην απορρόφηση των κραδασμών και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Το 21,13% των ερωτηθέντων είπε ότι έχει απευθυνθεί σε τέτοιες πρωτοβουλίες -κυρίως σε συσσίτια της Εκκλησίας- και μάλιστα το 33,3% εξ αυτών σε καθημερινή βάση.
Β. Καρύδης: Τι μας έκανε εντύπωση
Αυτό που θα ανέμενε κάποιος είναι οι άνθρωποι να αισθάνονται ντροπή και να μην απαντούν, φοβούμενοι το στίγμα της φτώχειας. Ωστόσο, αυτό που αντιμετώπισαν οι ερευνητές ήταν ακριβώς το αντίθετο. «Δεν έδειχναν καθόλου ντροπή. Αντιθέτως, ήταν πρόθυμοι. Αισθάνονταν ότι είχαν επιτέλους κάπου να απευθυνθούν, κάπου να τα πουν. Σε πολλούς ανθρώπους αρκεί ότι έδωσε κάποιος σημασία» τονίζει ο κ. Β. Καρύδης και συνεχίζει: «Βεβαίως αυτοί που έχουν περισσότερο την ανάγκη του Συνηγόρου του Πολίτη έχουν τη μικρότερη γνώση και τον μεγαλύτερο δισταγμό».
Η ανάγκη για τους πολίτες «να πουν κάπου τον πόνο τους» -κατά το κοινώς λεγόμενο- προκύπτει, όπως επισημαίνει ο κ. Γ. Σαγιάς, από το γεγονός ότι οι κοινωνικές δομές και οι κρατικές πολιτικές, ακόμη και αν είναι επαρκώς ανεπτυγμένες, δεν έχουν την απαιτούμενη διείσδυση σε αυτούς που τις έχουν πραγματικά ανάγκη. «Ενα μεγάλο ποσοστό ατόμων σε ανάγκη, άτομα για παράδειγμα που είναι θύματα της ενεργειακής φτώχειας δεν έχουν γνώση των κοινωνικών τιμολογίων της ΔΕΗ ή της δυνατότητας λήψης επιδόματος θέρμανσης» υπογραμμίζει.
Ποια είναι η κατάληξη; Οι πολίτες σε αυτές τις γειτονιές να βιώνουν μια πολυεπίπεδη στέρηση κοινωνικών και ιδιωτικών αγαθών από τον αποκλεισμό τους από την αγορά εργασίας έως τη διαμονή τους σε μία πόλη που εγκαταλείπεται.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου