Σε ηλικία 100 ετών έφυγε από τη ζωή το πρωί της Τρίτης (25/10) ο Λεωνίδας Ανδριανόπουλος. Ο τελευταίος των πέντε Ανδριανόπουλων που φόρεσαν τη φανέλα του Ολυμπιακού. Τον Δεκέμβριο του 2008 είχε φύγει από τη ζωή, επίσης σε ηλικία 100 ετών ο Αχιλλέας Γραμματικόπουλος. Μαζί τους έφυγε και η ρομαντική εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Από την αφηγηματική του βιογραφία «ο τελευταίος των πέντε» την οποία υπογράφει ο Δημήτρης Καπράνος και συνέντευξη την οποία ο Λεωνίδας Ανδριανόπουλος παραχώρησε πριν 15 χρόνια στον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Κέρκυρας Γιώργο Κεντρωτή, ο αναγνώστης μπορεί να μυρίσει το άρωμα μιας άλλης εποχής, όταν το ποδόσφαιρο ήταν χόμπι και οι οπαδικές αντιπαλότητες δεν χαρακτήριζαν τις σχέσεις των συλλόγων.
«Γεννήθηκα το 1911 από πατέρα Τριπολιτσιώτη και μάνα Αναπλιώτισσα. Ο πατέρας είχε σπουδάσει νομικά. Θα έκανε λαμπρή καριέρα δικηγόρου, αν δεν προέκυπτε κάτι παράξενο στην οικογένεια. Ενας θείος πέθανε ξαφνικά και του άφησε στον Πειραιά ένα κατάστημα "Εδώδιμα - Αποικιακά".
Ο αδελφός μου Γιώργος, ήταν αυτός που έφερε το ποδόσφαιρο στον Πειραιά. Σπούδαζε στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας και είχε προχωρημένο μυαλό. Εγώ από την πλευρά μου λάτρευα τον αθλητισμό. Εκανα σκάμμα, έτρεχα 100 μ. και εμπόδια, πηδούσα 1,85 μ. στο ύψος. Μέχρι και βόλεϊ έπαιζα.
Και οι πέντε αδελφοί που παίξαμε στον Ολυμπιακό είχαμε παρατσούκλια: "ποδάρας" ο Γιώργος, "μπουλούκος" ο Ντίνος, "δάσκαλος" ο Γιάννης, "κελεμές" ο Βασίλης και "στραβοσουγιάς" εγώ, επειδή έγερνα λίγο προς τα εμπρός όταν έπαιρνα την μπάλα κι έτρεχα σαν τον άνεμο.
Εγώ είχα τη δύναμη και τη γερή κεφαλιά. Ο Γιάννης ήταν ο τεχνίτης, ο απαράμιλλος σχεδιαστής του παιχνιδιού και ο άριστος ντριμπλέρ. Ο Βασίλης ήταν πολύ χρήσιμος στις πάσες και πολύ ωραίος άντρας, αυτός που άρεσε στον γυναικόκοσμο. Ο Ντίνος ήταν μαέστρος στις κοφτές μπαλιές και στην εκμετάλλευση του λεγόμενου "κενού χώρου". Ο Γιώργος, ο ψηλότερος της οικογένειας, ήταν ο γκολτζής.
Ημουν σκληρός και δυνατός παίκτης και αυτό ήταν που με καθιέρωσε στον Ολυμπιακό. Δεν βγάζαμε δραχμή και η φτώχεια ήταν μεγάλη. Πάντως οφείλω να ομολογήσω ότι ακολούθησα ποδοσφαιρική καριέρα μόνο για τα λεφτά. Μπορεί να μην έβγαζα δραχμή, όμως, γνώριζα καλά ότι στο μέλλον θα έπαιρνα το μερίδιο μου...
Οταν παίζαμε (μακριά από την Αθήνα) και νικούσαμε, εγώ είχα μαζί μου δείγματα από το μαγαζί και σε χρόνο μηδέν πούλαγα καμιά δεκαριά κοστούμια. Ολη η αγορά με προτιμούσε. Δεν προλάβαινα να παίρνω παραγγελίες: "Λεωνίδα, θέλω αυτό το κασμίρι και άλλα δύο κοστούμια από εκείνο το δείγμα".... Η ουσία είναι ότι ένιωθα λίγο έμπορος, πέρα από ενεργός ποδοσφαιριστής, κι αυτό μου γέμιζε τη ζωή. Μετά από τους αγώνες που δίναμε στη Θεσσαλονίκη, οι συμπαίκτες μου έφευγαν Δευτέρα με το τρένο για επιστροφή στον Πειραιά, αλλά εγώ έπαιρνα το γνωστό "βαγκόν-λι" με στόχο να εισπράξω ένα επιπλέον χιλιάρικο. Πιτσιρίκος, αλλά από τότε είχα το εμπόριο μέσα μου.
Τελευταίος (από τους πέντε) στον Ολυμπιακό έμεινα εγώ και αποχώρησα από την ενεργό δράση το 1934, σε ηλικία 23 ετών. Τη δεκαετία του 1930 το ποδόσφαιρο δεν έδειχνε να έχει μέλλον και προκοπή. Παίζαμε μπάλα, δίναμε την ψυχή μας στα γήπεδα, λατρεύαμε τον Ολυμπιακό και τιμούσαμε τη φανέλα, αλλά το όφελος μηδέν, σχεδόν τίποτα.
Αν αγωνιζόμουνα σήμερα, θα έπρεπε να μου δώσουν πεντακόσια εκατομμύρια που λέει ο λόγος. Ημουνα λίγο σκληρός και πολύ γρήγορος και αυτά τα στοιχεία σήμερα θεωρούνται πολύτιμα. Συγγνώμη δεν ήμουν απλώς ταχύς, ήμουν ο ταχύτερος όσων ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο στην εποχή μου. Και δυναμικός, δεν καταλάβαινα τίποτα. Εντεκα δευτερόλεπτα τα εκατό μέτρα έτρεχα και μάλιστα χωρίς να φοράω αβανταδόρικα παπούτσια. Θυμάμαι τον Τάκη Χατζηιωάννογλου του Εθνικού. Σφαίρα. Τον έβλεπα να τρέχει και χαιρόμουν, τον καμάρωνα γιατί μου θύμιζε τη νιότη μου, μόνο που χτύπαγε με το δεξί την μπάλα, ενώ του λόγου μου ήμουν αυστηρά αριστεροπόδαρος, κλασικά στη θέση του εξτρέμ. Συχνά αντί να τρέχω πήδαγα. Παίζαμε Ελλάς - Σερβία και το κεφάλι μου ακούμπαγε στο ξύλο... Λέγανε οι αντίπαλοι με έκπληξη: " Αυτός δεν είναι κυνηγός, κυνηγόσκυλο είναι"».
Στον αγώνα της 18ης Μαίου 1930 με τον Παναθηναϊκό ηττηθήκαμε πανηγυρικά (2-8). Εκεί που δεν το περιμέναμε. Ομως, ήμασταν όλοι μια παρέα. Ακόμα και με τους Παναθηναϊκούς. Με τον θρυλικό Αγγελο Μεσσάρη είχαμε πολύ καλές σχέσεις και κάναμε πλάκες όλη την ώρα. Αγαπούσαμε τον Παναθηναϊκό και ο Παναθηναϊκός εμάς. Να φανταστείτε ότι σε κάποια χρονιά που οι Πράσινοι είχαν μπλεξίματα και έπρεπε να ψηφίσουμε για το αν θα πρέπει να υποβιβαστούν, ο αδελφός μου ψήφισε κατά. Δεχτήκαμε πολλές απειλές και αποδοκιμασίες από φιλάθλους και εγώ με τη σειρά μου ρώτησα το Γιώργο, γιατί έκανε κάτι τέτοιο. Ξέρετε τι μου απάντησε; Ρε Λεωνίδα, αν υποβιβασθεί ο Παναθηναϊκός με ποιον θα παίζουμε;
Αν εγώ και ο Αντώνης Μηγιάκης (επιθετικός του Παναθηναϊκού) αγωνιζόμασταν σήμερα, θα ήμασταν τα δύο καλύτερα εξτρέμ του πρωταθλήματος. Και οι δυο μαζί θα κοστίζαμε περίπου 1,5 δισ. δρχ. Θα κάναμε πάταγο και θα μας ζητούσαν όλες οι μεγάλες ομάδες.
Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ έναν αγώνα του 1932, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, με την πανίσχυρη και αήττητη τότε ομάδα της Σερβίας. Θυμάμαι ήμουν αρχηγός και ως εκ τούτου υποχρεωμένος να δίνω το παράδειγμα στους άλλους. Εγινε ένα πολύ μεγάλο παιχνίδι, τα δώσαμε όλα, νικήσαμε 2-1 με δικό μου γκολ. Αξέχαστη η στιγμή αυτή, αλλά και οι πανηγυρισμοί που ακολούθησαν....
Αρχές της δεκαετίας του 1930, ήταν προγραμματισμένος ένας αγώνας του Ολυμπιακού στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γιώργος ανέλαβε την πρωτοβουλία και συγκάλεσε οικογενειακό συμβούλιο. "Γνώμη μου είναι να πάμε στην Τουρκία και να παίξουμε, και αυτό θα βοηθήσει ώστε να συμβιβάσουμε τα πράγματα μήπως και μπορέσουμε να βοηθήσουμε να αποκατασταθεί η φιλία των δύο γειτονικών χωρών" μας είπε... Αγωνιστήκαμε με θάρρος και λεβεντιά, όμως νιώθαμε γύρο μας το μίσος να βράζει. Ενας αστυνομικός θυμάμαι, λίγο πριν βγούμε στο γήπεδο, τράβηξε το πιστόλι του και έκανε πως μας σημαδεύει για να μας σμπαραλιάσει τα νεύρα. Μετά έβγαλε το κλομπ από τη μέση του και χτύπησε τον τερματοφύλακά μας.
Οταν ο Ολυμπιακός αντιμετώπιζε τον Αρη, ο προπονητής των Θεσσαλονικέων έβαζε τον Βικελίδη δεξιό χαφ για να με αντιμετωπίζει, ενώ η κανονική του θέση ήταν αριστερό χαφ. Μάχη γιγάντων. Σε έναν αγώνα ο φίλος μου ο Βικελίδης, μου έριξε δύο γερές κλοτσιές, τσατίστηκα και πιαστήκαμε στα χέρια, αλλά μας χώρισε ο αδελφός μου ο Γιώργος και μας συμφιλίωσε. Μετά τον αγώνα θα μαζευόμαστε όλοι οι διεθνείς γιατί θα φεύγαμε για τη Ρουμανία. Πράγματι το βράδυ φύγαμε όλοι μονιασμένοι και εγώ κάθισα δίπλα στον φίλο μου Βικελίδη, έχοντας ξεχάσει και οι δύο το επεισόδιο.
Ο Βικελίδης υπήρξε μεγάλος ποδοσφαιριστής, όπως και ο Μίμης Δομάζος του Παναθηναϊκού, ανεπανάληπτος σε πάθος μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Και ο Σιδέρης ήταν σπουδαίος κυνηγός, πολύ υπολογίσιμος και με στόφα νικητή. Οι νεότεροι έχουν περισσότερες δυνάμεις, γιατί απλώς έχουν περισσότερες προπονήσεις.
Ο αθλητισμός με έσωσε. Γι΄αυτό και τον αγάπησα. Εχω κάνει πέντε φορές στρατιώτης, δύο ναύτης, ενώ έχω υπηρετήσει και πέντε μήνες στο μέτωπο. Σε όλη μου τη ζωή ουδεμία φορά κάπνισα και ξενύχτησα. Και βέβαια, σημαντικό ρόλο σε όλα έπαιξε ο Ολυμπιακός. Είναι λατρεία. Εμείς τον φτιάξαμε και θα τον αγαπάμε μέχρι να πεθάνουμε».
Ο Λεωνίδας Ανδριανόπουλος έπαιξε στον Ολυμπιακό από το 1927 - 1935. Σε 40 αγώνες της προκριματικής και της τελικής φάσης του πρωταθλήματος Ελλάδας σημείωσε 9 γκολ. Αναδείχτηκε 4 φορές πρωταθλητής Ελλάδας. Με την εθνική ομάδα αγωνίστηκε σε 11 παιχνίδια σημειώνοντας 2 γκολ.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου