Γράφει η Κατερίνα Ανέστη
«Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης είναι ένας κανονικός, φυσιολογικός άνθρωπος». Αυτό ήταν το μάντρα κάθε δημοσιογράφου που έκανε συνέντευξη μαζί του από τον Φεβρουάριο του 2014 (όταν όλοι αρχίσαμε να γκουγκλάρουμε το όνομά του για να δούμε ποιος είναι ο υποψήφιος δήμαρχος του ΣΥΡΙΖΑ για την Αθήνα) μέχρι και τις εκλογές τον Ιανουάριο του 2015.
Η παράταιρη παρουσία ενός κανονικού ανθρώπου στην κεντρική πολιτική σκηνή - κάπως έτσι. Και μετά ήρθε η τέλεια καταιγίδα των δέκα μηνών. Και ο κίτρινος κανιβαλισμός του περασμένου Γενάρη.
Εγινε κυβερνητικός εκπρόσωπος για επτά κρίσιμους μήνες, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2015: 34 ετών, με τζιν παντελόνι και ένα μπλε μπλέιζερ στο briefing και στα Συμβούλια Κορυφής των Βρυξελλών. Με τον Γιάνη Βαρουφάκη υπουργό Οικονομικών να δίνει δύο συνεντεύξεις Τύπου την ημέρα, επιδιδόμενος σε ένα πρωτοφανές διεθνές σόου επικοινωνίας και ματαιοδοξίας, ο Σακελλαρίδης προσπαθούσε να δώσει πλαίσιο στο αχανές τοπίο της πληροφόρησης.
Ο «φυσιολογικός άνθρωπος» μετατράπηκε σε ηχείο μιας αριστερής κυβέρνησης η οποία δαιμόνισε τις αγορές και έγινε μέσα σε μία νύχτα το πιο σέξι αντικείμενο μελέτης της πολιτικής επιστήμης παγκοσμίως.
Ο Σακελλαρίδης έγινε ο πρωτάρης βουλευτής της Α΄ Αθήνας που ισχυρίζεται πως πιέστηκε αφόρητα προκειμένου να πάρει τη θέση του εκπροσώπου (νέος, άφθαρτος, με υψηλή δημοφιλία, γοητευτικός: ναι, ήταν προφανής η στρατηγική του Αλέξη Τσίπρα) και αγωνιούσε να δώσει τα δικά του χαρακτηριστικά στην ενημέρωση. «Νιώθω σαν τερματοφύλακας», έλεγε τότε τα μεσημέρια που έφευγε σκαστά από το Μέγαρο Μαξίμου για να γευματίσει με στενούς συνεργάτες του στο αγαπημένο του στέκι στην πλατεία Προσκόπων.
Σήμερα, έχοντας παραιτηθεί και παραδώσει τη βουλευτική του έδρα, έχοντας διαρρήξει κάθε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και με στενούς φίλους του στην κυβέρνηση, δεν διστάζει να πει: «Αυτό που έκανα ήταν προπαγάνδα. Αυτή ήταν η δουλειά μου». Και μετά; Πάλι βουλευτής - αυτήν τη φορά με ακόμη μεγαλύτερη πίεση να κατέβει στις εκλογές από τον Τσίπρα, τον Παππά, το επιτελείο του Μαξίμου, τον φίλο του Ευκλείδη Τσακαλώτο. Ομως, το βράδυ της 20ής Σεπτεμβρίου 2015 ψιθύριζε ήδη: «Δεν έχω άλλα καύσιμα. Εως εδώ ήταν».
Τον Νοέμβριο του 2015, δύο μήνες μετά τις εκλογές, παραιτήθηκε. Παρέδωσε τη βουλευτική του έδρα. Και έκανε μια δήλωση που ήταν από μόνη της πολιτικό γεγονός. Κυρίως για τη φράση του: «Προφανώς και αναλαμβάνω τις ευθύνες που μου αναλογούν από τη δεκάμηνη κοινοβουλευτική μου θητεία».
Ακολούθησε η απομόνωση. Κλείστηκε στο διαμέρισμά του στο Μετς. Εγκλεισμός και αυτοτιμωρία. Ναι, τη λέξη «αυτοτιμωρία» χρησιμοποιεί ο ίδιος (συχνότατα, όπως και τη λέξη «ευθύνη») για τη δημόσια στάση που επέλεξε από τις 19 Νοεμβρίου και μετά. Καμία δήλωση, καμία αρθρογραφία, καμία συνέντευξη, καμία εμπλοκή σε κόμματα ή πολιτικά δίκτυα. Μόνος ανάμεσα σε βουνά βιβλίων.
Μαζί όμως με τη σύντροφό του, τη δημοσιογράφο Ράνια Τζίμα, με την οποία είναι ζευγάρι από το φθινόπωρο του 2014, αλλά το γνώριζαν μόνοι όσοι έπρεπε να το γνωρίζουν. Μαζί με κάποιους έμπιστους φίλους. Με πολλά επεισόδια «Breaking Bad», «Homeland» και, φυσικά, «House of Cards». Με ανελέητο διάβασμα για το διδακτορικό του.
Μια ζωή φυσιολογική, ξανά. Ωσπου μια Πέμπτη του Ιανουαρίου, πηγαίνοντας στο περίπτερο για να αγοράσει καπνό (νομίζεις πως μονίμως στρίβει ένα τσιγάρο στα δάχτυλά του ή ετοιμάζεται να ανάψει τη σβησμένη καύτρα), κοντοστάθηκε να δει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στα μανταλάκια.
Το βλέμμα έφτασε στο πρωτοσέλιδο για το γάμο γοητευτικού πρώην βουλευτή με τον γιο ισχυρής οικογενείας. «Ποιος ασχολείται με αυτές τις μ.....ες», σκέφτηκε. Ηταν η μέρα της απεργίας των δημοσιογράφων. Το επόμενο πρωί άρχισαν τα τηλεφωνήματα. Εβαλε τα γέλια. «Είναι αλήθεια; Παντρεύτηκες τον γιο της Αγγελοπούλου στη Νέα Υόρκη;» τον ρωτούσαν. Κάποιες ιστοσελίδες άρχισαν να τον αποκαλούν προικοθήρα...
«Αν τώρα δα καθόταν δίπλα μου ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος, δεν θα τον αναγνώριζα καν. Δεν τον γνωρίζω, σου λέω», επαναλάμβανε μετά από εκείνο το πρωτοσέλιδο. Δημοσιεύματα κατέκλυσαν τις ιστοσελίδες. Με βαριά καρδιά έκανε μια ανάρτηση στο Facebook. Για να απαντήσει στον viral κιτρινισμό και να προειδοποιήσει για νομική λύση. Εξοργισμένος από την κουτσομπολίστικη διάθεση, τα κατώτερα ένστικτα που εκτονώθηκαν πάνω του στα κοινωνικά δίκτυα. Και κυρίως επειδή σκέφτηκε πως το όφειλε στην οικογένειά του, στη σύντροφό του και στο παιδί τους, που θα γεννηθεί σε λίγους μήνες. Δεν είναι φήμη, θα γίνει πατέρας, αλλά κόβει κάθε ερώτηση για το αν θα παντρευτεί κ.λπ., κ.λπ. Πάντως, αν έγραφε αυτό που πραγματικά ήθελε στο Facebook για τον υποτιθέμενο γάμο με τον Αγγελόπουλο, δεν θα ήταν άλλο από το «και καλά gay, αλλά και προικοθήρας, ρε παιδιά;».
Η πιο σκληρή στιγμή της ζωής του
«Κάθε ζωή είναι ανεξήγητη... Δεν έχει σημασία πόσα γεγονότα θα ειπωθούν, δεν έχει σημασία πόσες λεπτομέρειες δίνονται, το ουσιώδες ανθίσταται μη θέλοντας να ειπωθεί», γράφει ο Πολ Οστερ στο «Κλειδωμένο δωμάτιο» από την «Τριλογία της Νέας Υόρκης». Αγαπημένο βιβλίο του Γαβριήλ Σακελλαρίδη (αν και όταν σου μιλάει για το «Μετρ και Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοφ, ασυναίσθητα χτυπά τη γροθιά του στο μέρος της καρδιάς).
Μπορεί, άραγε, να ειπωθεί από τώρα το ουσιώδες για τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη; Για έναν ιδεολόγο της Αριστεράς, έναν ρομαντικό της Αριστεράς, που βρέθηκε στην εξουσία και είδε να συνθλίβεται η ίδια του η ταυτότητα κάνοντας επιλογές κόντρα στη συνείδησή του; Και ας είχε το θάρρος να το ομολογήσει δημοσίως. Παραβίασε κυτταρικές αρχές της ιδεολογίας του. Μέχρι τα ξημερώματα της 15ης Αυγούστου. Τότε που βγήκε στο περιστύλιο της Βουλής, διαλυμένος από την κούραση, αλλά κυρίως από την ομολογία «ψήφισα το Μνημόνιο».
Ηταν η χειρότερη νύχτα της ζωής του. Η πιο σκληρή στιγμή που έχει ζήσει. «Ενιωθα πως είχα βγει από το σώμα μου όταν ψήφισα... Γιατί ψήφισα; Ξέρεις, όσο πιο βαθιά μπαίνεις σε ένα σύστημα, τόσο πιο δύσκολα βγαίνεις από αυτό. Το έκανα γνωρίζοντας πως δεν μπορούσα να πράξω διαφορετικά», έχει πει σε συνομιλητές του. Αποφάσισε πως ήρθε το τέλος. Αποφάσισε πως πρέπει να σταθεί απέναντι στη μεγάλη ευθύνη που φέρει για όσα έγιναν έως τότε. Μια ευθύνη που τον στοιχειώνει ακόμα. «Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι παραιτήθηκα. Ημουν εκεί, ήμουν μέσα στις συσκέψεις, ήμουν στο στενό επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου», λέει. Αλλωστε, δεν το κρύβει, είναι βαθιά ενοχικός.
Ενοχικός, πληγωμένος, αλλά ακόμη και τώρα επικαλείται έναν κώδικα τιμής. Παρακολουθεί τις χειμαρρώδεις συνεντεύξεις του Γιάνη Βαρουφάκη και της Ζωής Κωνσταντοπούλου με τις αποκαλύψεις για τους διαλόγους τους με τον πρωθυπουργό, για κρυφά σχέδια, για συμφωνίες κάτω από το τραπέζι. «Αν είναι να μιλήσουμε για ευθύνες, θα μπορούσα να γράψω σεντόνια», λέει ενοχλημένος. «Το ζήτημα είναι να δούμε τι πήγε λάθος. Αν θέλει να ορθοποδήσει η Αριστερά, πρέπει να κάνει σε βάθος κριτική στους στόχους και στη στρατηγική της», επιμένει.
Είναι μια συζήτηση που νιώθει να τον αφορά. Αντιλαμβάνεται ότι τους νοιάζει η υστεροφημία τους (και τον ίδιο τον νοιάζει, φυσικά), μπορεί να κατανοήσει ότι η Κωνσταντοπούλου το έχει ανάγκη, καθώς σχεδιάζει την επόμενη πολιτική της κίνηση. Δεν κατανοεί όμως την πίεση που δέχεται ο ίδιος από κάποιους να μιλήσει, να πει τι συνέβη αυτούς τους καθοριστικούς μήνες για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Και ξεκόβει τη συζήτηση: «Πώς να το κάνουμε, υπάρχει ένα άτυπο συμφωνητικό non disclosure».
Το μεγάλο λάθος του Σεπτεμβρίου
To ενοχικό ελλοχεύει όταν σκέφτεται «τη διαστροφή» που έζησε αυτούς τους δέκα μήνες. Και η ανάγκη να τιμωρήσει τον εαυτό του δεν έχει περάσει - αρνείται να συμμετάσχει σε πολιτικές κινήσεις και σε εκφράσεις της Αριστεράς που τον αφορούν, που νιώθει να τον καίνε. «Ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα διήγαγε μια συντριπτική πολιτική επικράτηση, υπέστη όμως μια συντριπτική ιδεολογική και πολιτική ήττα», λέει, σπεύδοντας να πει πως ο ίδιος δεν ήταν αμέτοχος σε αυτή την εξέλιξη.
Τον θυμώνει το γεγονός ότι τα παιδιά που είναι σήμερα 14 ή 15 ετών πιστεύουν ότι Αριστερά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. «Με ενοχλεί που όλα αυτά γίνονται στο όνομα της Αριστεράς. Και νιώθω ευθύνη. Δεν μπορώ να χρεώνω όλη την κατάσταση μόνο στον Τσίπρα και στο επιτελείο του», επιμένει. Πιστεύει πως το μεγαλύτερο λάθος του ήταν ότι κατέβηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Δεν έκανε ούτε μία κοινοβουλευτική ερώτηση τους δύο μήνες που ήταν βουλευτής. Θα ήταν σαν να κοροϊδεύει τον εαυτό του. Ηξερε από τις 21 Σεπτεμβρίου πως θα παραιτηθεί. Και είναι περήφανος που βρήκε το θάρρος να το κάνει, λίγο πριν από μια ψηφοφορία για τα κόκκινα δάνεια.
Ο κώδικας τιμής που ο ίδιος επικαλείται, αρνούμενος πεισματικά να κάνει αποκαλύψεις για όσα έγιναν στο επιτελείο του πρωθυπουργού, δεν βρήκε ανταπόδοση. Με το που δημοσιοποίησε την επιστολή παραίτησης, άρχισαν οι διαρροές: «Ο Τσίπρας αποπέμπει τον Σακελλαρίδη, δεν παραιτήθηκε μόνος του». Μόλις το άκουσε, τον έπιασε νευρικό γέλιο. Ηταν εκεί δέκα μήνες, ήξερε πώς λειτουργούν αυτές οι διαρροές, από ποια κέντρα πλάι στο πρωθυπουργικό γραφείο εκκινούν.
Μπορούσε να καταλάβει πως ήταν επείγουσα ανάγκη να μειωθεί το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση από την «παραίτηση Σακελλαρίδη». Ομως, αν τον ρωτήσεις, ακόμη και σήμερα αρνείται να πιστέψει πως πίσω από αυτό το σχέδιο βρισκόταν ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Νίκος Παππάς. «Ο,τι και αν έχει γίνει μεταξύ μας, πιστεύω πως και ο Αλέξης και ο Νίκος έχουν έναν κώδικα βαθιά μέσα τους», κόβει τη συζήτηση σε όποιον τον ρωτάει.
Σήμερα δεν μιλάει καν με ανθρώπους που ήταν συνοδοιπόροι, φίλοι, μέρος της ζωής του και που μαζί βρέθηκαν, τον Ιανουάριο του 2015, στην εξουσία προκαλώντας ντελίριο στα διεθνή μέσα. Νέοι, αριστεροί, άγνωστοι. «Ούτε ένα SMS για ευχές τα Χριστούγεννα;» Ούτε ένα. Κάθε επαφή σταμάτησε. Με τον Τσίπρα, με τον Παππά, ακόμη και με τον καλό του φίλο Ευκλείδη Τσακαλώτο, που έπαιξε τόσο καθοριστικό ρόλο για την υποψηφιότητά του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Δεν μιλάνε πια.
Εχει συντρόφους που παραμένουν συνομιλητές του βέβαια. Ο Τάσος Κορωνάκης, ο Ηλίας Χρονόπουλος, ο Γιάννης Αλμπάνης... «Νιώθω πιο πολλή θλίψη παρά οργή για τους Συριζαίους. Τα μέλη, τους βουλευτές, τους υπουργούς που υπερασπίζονται μια πολιτική με επιχειρηματολογία οποιασδήποτε άλλης κυβέρνησης. Με επιχειρηματολογία Σαμαρά», λέει σε φίλους του.
Η δήλωση που έκανε όταν παραιτήθηκε αισθάνθηκε πως τον λύτρωσε. Από όλο αυτό το παράδοξο, το διαστροφικό διάστημα των δέκα μηνών όπως το βίωσε. Παραιτήθηκε και από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς ανακοίνωση, για να μην προκαλέσει ένα νέο πολιτικό γεγονός, για να μην τροφοδοτήσει νέες συζητήσεις. Και κάθε τόσο ρωτάει τον ίδιο του τον εαυτό: «Αν γίνουν αύριο εκλογές, Γαβριήλ, τι θα ψηφίσεις;».
Δεν έχει σημασία ότι για τόσους μήνες έμεινε κλεισμένος στο σπίτι. Οτι ακόμη και τώρα αναμετριέται με τον εαυτό του για τις ευθύνες που φέρει. Για τον ίδιο είναι επιτακτικό η κυβέρνηση να κάνει αυτοκριτική. Να απαντήσει στο ερώτημα: Ποιος είναι ο βασικός επιθετικός προσδιορισμός, ΣΥΡΙΖΑ ή Αριστερά; Ποια ταυτότητα είναι πιο ισχυρή; «Ακόμη και ο Αχιλλέας ήταν τόσο ισχυρός όσο η φτέρνα του», όπως άλλωστε έχει πει ο Φρανκ Αντεργουντ από το αγαπημένο του σίριαλ «House of Cards».
Επιστροφή στη Νέα Σμύρνη
Παραμονή της Καθαράς Δευτέρας, ο Γαβριήλ μετακόμισε ξανά. Επέστρεψε στη Νέα Σμύρνη, στην πόλη όπου γεννήθηκε και έζησε έως τα 25 του χρόνια. Επιστροφή στη μήτρα, σε ένα σημείο κομβικό της ζωής του: Ναι, θα γίνει πατέρας σε μερικούς μήνες. Μετακόμισε στο διαμέρισμα της συντρόφου του.
Οταν εγκατέλειψε την πατρική εστία στη Νέα Σμύρνη (και σχεδόν υποσχέθηκε στον εαυτό του πως δεν θα επιστρέψει, αφού η αστική φυσιογνωμία της πόλης είχε αλλάξει δραματικά), πήγε να ζήσει στα Εξάρχεια. Κυκλοφορούσε σε όλο το κέντρο με τα πόδια - δεν οδηγούσε, όπως έλεγε περήφανα, χρησιμοποιούσε μόνο μέσα μαζικής μεταφοράς και ταξί. Τον Ιανουάριο του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε κυβέρνηση και ο ίδιος έγινε κυβερνητικός εκπρόσωπος, αποφάσισε αμέσως να μετακομίσει.
Γνώριζε πως δεν μπορούσε πλέον να ζει στα Εξάρχεια. Ηταν πολύ επικίνδυνο. Ακόμη και για έναν αριστερό. Η είσοδος στο Μέγαρο Μαξίμου τα άλλαξε όλα. Με τη βουλευτική του αποζημίωση, ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης μπορούσε πλέον να νοικιάσει διαμέρισμα σε μια περιοχή που αγαπούσε πάντα, στο Μετς, κοντά στο Α΄ Νεκροταφείο. Εκεί όπου κυριολεκτικά απομονώθηκε από το καλοκαίρι και μετά. Αλλά και αυτός ήταν ένας κύκλος βραχύβιος, ένας κύκλος που έκλεισε οριστικά. Από την αρχή της χρονιάς.
Στον κρίκο των κλειδιών του (με το μικροσκοπικό κίτρινο κράνος από το μετρό Θεσσαλονίκης, που σπάει το κεφάλι του να θυμηθεί πού το βρήκε) υπάρχει πλέον και το κλειδί ενός αυτοκινήτου. Οδηγεί, ζει σε νότιο προάστιο, του αρέσει να πηγαίνει τη σύντροφό του στη δουλειά, θα γίνει πατέρας, απέχει από κάθε δημοσιότητα. Αν και ξέρει πως, όταν πηγαίνει για καφέ στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, δεν αποκλείεται την επόμενη μέρα να δει σε σάιτ και εφημερίδες φωτογραφίες του τραβηγμένες από κινητά θαμώνων. «Και με εξοργίζει όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να έχουν πάρει και λεφτά για να τις δώσουν», λέει.
Γιος τραπεζικού υπαλλήλου και καθηγήτριας Οικιακής Οικονομίας, ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης πήγε σχολείο στην Ευαγγελική και πεισματικά αρνήθηκε να γίνει Πανιώνιος. «Το έκανα σαν αντίδραση, γιατί τα περισσότερα παιδιά υποστήριζαν τον Πανιώνιο», λέει ο ίδιος αναλύοντας σήμερα την επιλογή του (Παναθηναϊκός είναι, δεν το έκρυψε ποτέ).
Αποφάσισε να σπουδάσει Οικονομικά απολύτως συνειδητά. «Γιατί να αφήσουμε την οικονομική επιστήμη στους δεξιούς;» αναρωτιέται. Δεν τον ενδιαφέρει η νεοκλασική προσέγγιση των οικονομικών, η mainstream ανάγνωση. Επέλεξε μια ριζοσπαστική προσέγγιση και, μετά το τέλος των σπουδών του, βρέθηκε για μεταπτυχιακές σπουδές στη Νέα Υόρκη, σε ένα πανεπιστήμιο που φημίζεται ακριβώς γι’ αυτόν τον προσανατολισμό, στο Νew School for Social Research.
Eνας αριστερός πάει να σπουδάσει οικονομικά στη Νέα Υόρκη... Δεν είναι ανέκδοτο, παραδέχεται ο ίδιος γελώντας όταν τον ρωτούν. Δεν βρέθηκε τυχαία εκεί τα αδέλφια των γονιών του ζουν κοντά στην Αστόρια. Τον φιλοξενούσαν και παράλληλα δούλευε ως σερβιτόρος σε ελληνικά εστιατόρια στην Αστόρια. Εχει ζήσει στιγμές απείρου κάλλους σε δεξιώσεις και γιορτές, που βαριέται αφόρητα να αφηγηθεί. Νιώθει υπερήφανος όμως που στο δεύτερο έτος των σπουδών του δούλεψε ως βοηθός καθηγητή (teaching assistant) στο πανεπιστήμιο.
Μετάνιωσε, άραγε, που άφησε τη Νέα Υόρκη και επέστρεψε στην Ελλάδα; Ναι. Τώρα πια ναι, όπως δειλά δειλά έχει αρχίσει να παραδέχεται κατ’ αρχάς στον ίδιο του τον εαυτό. Θα είχε τελειώσει το διδακτορικό του, θα είχε ακολουθήσει ίσως ακαδημαϊκή καριέρα, με ατελείωτες δυνατότητες έρευνας, πειραματισμού στην οικονομική θεωρία, αναμέτρησης με τις ιδέες. «Δεν θα είχα ζήσει, βέβαια, όλα αυτά που έζησα στα 35 μου χρόνια», λέει ως αντίλογο στην ίδια του την επιχειρηματολογία. Είναι, όμως, προφανές ότι η επιστροφή στην Ελλάδα δεν κατατάσσεται στις επιλογές που σήμερα νιώθει πως τον δικαίωσαν.
Ετσι, έχει βάλει ένα στοίχημα με τον εαυτό του. Μια προσωπική αναμέτρηση, όπως τη χαρακτηρίζει: θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη όταν ολοκληρώσει το διδακτορικό που εκπονεί στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής Αθηνών. «Είναι ένας αγώνας με τον εαυτό μου. Θα ολοκληρώσω το διδακτορικό. Και τότε θα πάω στη Νέα Υόρκη», λέει.
Διαβάζει ασταμάτητα τουλάχιστον έξι ώρες την ημέρα, ανυπομονεί για τις συνεχείς αφίξεις συγγραμμάτων που παραγγέλνει μέσω Amazon: «Τριάντα βιβλία σε πέντε μήνες». Ασκείται στη συνθήκη της απομόνωσης που απαιτεί η εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής. Συναρπάζεται όταν οδηγείται στη σύλληψη μιας νέας ιδέας. Μπορεί επιτέλους να γευτεί ξανά την ευεξία που προκαλεί μια νέα ιδέα - ακόμη και αν μετά διαπιστώσει πως κάποιος, κάπου, την είχε διατυπώσει χρόνια πριν...
Μέσω της διατριβής του επιχειρεί μια ετερόδοξη προσέγγιση στο δημόσιο χρέος, στη χρηματιστικοποίηση και τη διανομή εισοδήματος με επιβλέποντα καθηγητή τον Γιώργο Αργείτη, καθηγητή Μακροοικονομίας και διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Διαβάζει και γράφει για το διδακτορικό του έχοντας ανοιχτά δίπλα του αγαπημένα λογοτεχνικά βιβλία - λατρεύει την αμερικανική εποποιία, αγαπά τα αστυνομικά μυθιστορήματα και αυτές τις μέρες τελειώνει την ανάγνωση του «Πόλη στις φλόγες» του Γκαρθ Ρισκ Χάλμπεργκ. Ναι, η Νέα Υόρκη είναι στη ζωή του, τουλάχιστον στις σελίδες που αγαπά.
Δειλά δειλά βγαίνει από τη φάση της απομόνωσης. Πρόσφατα πολλά μάτια στράφηκαν πάνω του στην αίθουσα του ιστορικού θεάτρου Ολύμπια, όπου πήγε να δει τον «Κουρέα της Σεβίλλης», ενώ στο φουαγέ, στο διάλειμμα, κάποιοι μπορεί να τον άκουσαν να προβληματίζεται για το μοντέρνο ανέβασμα ενός κλασικού οπερατικού έργου. Δεν εγκαταλείπει την πλατεία Προσκόπων.
Ενας φυσιολογικός άνθρωπος. Που κάνει ραντεβού για να βρει δουλειά, «στον ιδιωτικό τομέα φυσικά, ως αυτοκάθαρση», λέει με πείσμα σε συνομιλητές του. Εξοργίζεται με τον Ντόναλντ Τραμπ, απορεί τι στο καλό κάνει στην Ειδομένη ο Ai Weiwei και, ναι, πιστεύει πως ο νέος γύρος του «House of Cards» (τους έχει δει όλους) είναι πιο βαρετός από τους προηγούμενους. Σε ποιο γύρο άραγε ο Φρανκ Αντεργουντ είχε πει «το λιοντάρι δεν ζητάει την άδεια από μια ζέβρα για την κατασπαράξει. Τα λιοντάρια δεν μιλάνε και οι ζέβρες δεν θα σταθούν για να ακούσουν»;
Περιοδικό "Κ" της Καθημερινής
«Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης είναι ένας κανονικός, φυσιολογικός άνθρωπος». Αυτό ήταν το μάντρα κάθε δημοσιογράφου που έκανε συνέντευξη μαζί του από τον Φεβρουάριο του 2014 (όταν όλοι αρχίσαμε να γκουγκλάρουμε το όνομά του για να δούμε ποιος είναι ο υποψήφιος δήμαρχος του ΣΥΡΙΖΑ για την Αθήνα) μέχρι και τις εκλογές τον Ιανουάριο του 2015.
Η παράταιρη παρουσία ενός κανονικού ανθρώπου στην κεντρική πολιτική σκηνή - κάπως έτσι. Και μετά ήρθε η τέλεια καταιγίδα των δέκα μηνών. Και ο κίτρινος κανιβαλισμός του περασμένου Γενάρη.
Εγινε κυβερνητικός εκπρόσωπος για επτά κρίσιμους μήνες, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2015: 34 ετών, με τζιν παντελόνι και ένα μπλε μπλέιζερ στο briefing και στα Συμβούλια Κορυφής των Βρυξελλών. Με τον Γιάνη Βαρουφάκη υπουργό Οικονομικών να δίνει δύο συνεντεύξεις Τύπου την ημέρα, επιδιδόμενος σε ένα πρωτοφανές διεθνές σόου επικοινωνίας και ματαιοδοξίας, ο Σακελλαρίδης προσπαθούσε να δώσει πλαίσιο στο αχανές τοπίο της πληροφόρησης.
Ο «φυσιολογικός άνθρωπος» μετατράπηκε σε ηχείο μιας αριστερής κυβέρνησης η οποία δαιμόνισε τις αγορές και έγινε μέσα σε μία νύχτα το πιο σέξι αντικείμενο μελέτης της πολιτικής επιστήμης παγκοσμίως.
Ο Σακελλαρίδης έγινε ο πρωτάρης βουλευτής της Α΄ Αθήνας που ισχυρίζεται πως πιέστηκε αφόρητα προκειμένου να πάρει τη θέση του εκπροσώπου (νέος, άφθαρτος, με υψηλή δημοφιλία, γοητευτικός: ναι, ήταν προφανής η στρατηγική του Αλέξη Τσίπρα) και αγωνιούσε να δώσει τα δικά του χαρακτηριστικά στην ενημέρωση. «Νιώθω σαν τερματοφύλακας», έλεγε τότε τα μεσημέρια που έφευγε σκαστά από το Μέγαρο Μαξίμου για να γευματίσει με στενούς συνεργάτες του στο αγαπημένο του στέκι στην πλατεία Προσκόπων.
Σήμερα, έχοντας παραιτηθεί και παραδώσει τη βουλευτική του έδρα, έχοντας διαρρήξει κάθε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και με στενούς φίλους του στην κυβέρνηση, δεν διστάζει να πει: «Αυτό που έκανα ήταν προπαγάνδα. Αυτή ήταν η δουλειά μου». Και μετά; Πάλι βουλευτής - αυτήν τη φορά με ακόμη μεγαλύτερη πίεση να κατέβει στις εκλογές από τον Τσίπρα, τον Παππά, το επιτελείο του Μαξίμου, τον φίλο του Ευκλείδη Τσακαλώτο. Ομως, το βράδυ της 20ής Σεπτεμβρίου 2015 ψιθύριζε ήδη: «Δεν έχω άλλα καύσιμα. Εως εδώ ήταν».
Τον Νοέμβριο του 2015, δύο μήνες μετά τις εκλογές, παραιτήθηκε. Παρέδωσε τη βουλευτική του έδρα. Και έκανε μια δήλωση που ήταν από μόνη της πολιτικό γεγονός. Κυρίως για τη φράση του: «Προφανώς και αναλαμβάνω τις ευθύνες που μου αναλογούν από τη δεκάμηνη κοινοβουλευτική μου θητεία».
Ακολούθησε η απομόνωση. Κλείστηκε στο διαμέρισμά του στο Μετς. Εγκλεισμός και αυτοτιμωρία. Ναι, τη λέξη «αυτοτιμωρία» χρησιμοποιεί ο ίδιος (συχνότατα, όπως και τη λέξη «ευθύνη») για τη δημόσια στάση που επέλεξε από τις 19 Νοεμβρίου και μετά. Καμία δήλωση, καμία αρθρογραφία, καμία συνέντευξη, καμία εμπλοκή σε κόμματα ή πολιτικά δίκτυα. Μόνος ανάμεσα σε βουνά βιβλίων.
Μαζί όμως με τη σύντροφό του, τη δημοσιογράφο Ράνια Τζίμα, με την οποία είναι ζευγάρι από το φθινόπωρο του 2014, αλλά το γνώριζαν μόνοι όσοι έπρεπε να το γνωρίζουν. Μαζί με κάποιους έμπιστους φίλους. Με πολλά επεισόδια «Breaking Bad», «Homeland» και, φυσικά, «House of Cards». Με ανελέητο διάβασμα για το διδακτορικό του.
Μια ζωή φυσιολογική, ξανά. Ωσπου μια Πέμπτη του Ιανουαρίου, πηγαίνοντας στο περίπτερο για να αγοράσει καπνό (νομίζεις πως μονίμως στρίβει ένα τσιγάρο στα δάχτυλά του ή ετοιμάζεται να ανάψει τη σβησμένη καύτρα), κοντοστάθηκε να δει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στα μανταλάκια.
Το βλέμμα έφτασε στο πρωτοσέλιδο για το γάμο γοητευτικού πρώην βουλευτή με τον γιο ισχυρής οικογενείας. «Ποιος ασχολείται με αυτές τις μ.....ες», σκέφτηκε. Ηταν η μέρα της απεργίας των δημοσιογράφων. Το επόμενο πρωί άρχισαν τα τηλεφωνήματα. Εβαλε τα γέλια. «Είναι αλήθεια; Παντρεύτηκες τον γιο της Αγγελοπούλου στη Νέα Υόρκη;» τον ρωτούσαν. Κάποιες ιστοσελίδες άρχισαν να τον αποκαλούν προικοθήρα...
«Αν τώρα δα καθόταν δίπλα μου ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος, δεν θα τον αναγνώριζα καν. Δεν τον γνωρίζω, σου λέω», επαναλάμβανε μετά από εκείνο το πρωτοσέλιδο. Δημοσιεύματα κατέκλυσαν τις ιστοσελίδες. Με βαριά καρδιά έκανε μια ανάρτηση στο Facebook. Για να απαντήσει στον viral κιτρινισμό και να προειδοποιήσει για νομική λύση. Εξοργισμένος από την κουτσομπολίστικη διάθεση, τα κατώτερα ένστικτα που εκτονώθηκαν πάνω του στα κοινωνικά δίκτυα. Και κυρίως επειδή σκέφτηκε πως το όφειλε στην οικογένειά του, στη σύντροφό του και στο παιδί τους, που θα γεννηθεί σε λίγους μήνες. Δεν είναι φήμη, θα γίνει πατέρας, αλλά κόβει κάθε ερώτηση για το αν θα παντρευτεί κ.λπ., κ.λπ. Πάντως, αν έγραφε αυτό που πραγματικά ήθελε στο Facebook για τον υποτιθέμενο γάμο με τον Αγγελόπουλο, δεν θα ήταν άλλο από το «και καλά gay, αλλά και προικοθήρας, ρε παιδιά;».
Η πιο σκληρή στιγμή της ζωής του
«Κάθε ζωή είναι ανεξήγητη... Δεν έχει σημασία πόσα γεγονότα θα ειπωθούν, δεν έχει σημασία πόσες λεπτομέρειες δίνονται, το ουσιώδες ανθίσταται μη θέλοντας να ειπωθεί», γράφει ο Πολ Οστερ στο «Κλειδωμένο δωμάτιο» από την «Τριλογία της Νέας Υόρκης». Αγαπημένο βιβλίο του Γαβριήλ Σακελλαρίδη (αν και όταν σου μιλάει για το «Μετρ και Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοφ, ασυναίσθητα χτυπά τη γροθιά του στο μέρος της καρδιάς).
Μπορεί, άραγε, να ειπωθεί από τώρα το ουσιώδες για τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη; Για έναν ιδεολόγο της Αριστεράς, έναν ρομαντικό της Αριστεράς, που βρέθηκε στην εξουσία και είδε να συνθλίβεται η ίδια του η ταυτότητα κάνοντας επιλογές κόντρα στη συνείδησή του; Και ας είχε το θάρρος να το ομολογήσει δημοσίως. Παραβίασε κυτταρικές αρχές της ιδεολογίας του. Μέχρι τα ξημερώματα της 15ης Αυγούστου. Τότε που βγήκε στο περιστύλιο της Βουλής, διαλυμένος από την κούραση, αλλά κυρίως από την ομολογία «ψήφισα το Μνημόνιο».
Ηταν η χειρότερη νύχτα της ζωής του. Η πιο σκληρή στιγμή που έχει ζήσει. «Ενιωθα πως είχα βγει από το σώμα μου όταν ψήφισα... Γιατί ψήφισα; Ξέρεις, όσο πιο βαθιά μπαίνεις σε ένα σύστημα, τόσο πιο δύσκολα βγαίνεις από αυτό. Το έκανα γνωρίζοντας πως δεν μπορούσα να πράξω διαφορετικά», έχει πει σε συνομιλητές του. Αποφάσισε πως ήρθε το τέλος. Αποφάσισε πως πρέπει να σταθεί απέναντι στη μεγάλη ευθύνη που φέρει για όσα έγιναν έως τότε. Μια ευθύνη που τον στοιχειώνει ακόμα. «Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι παραιτήθηκα. Ημουν εκεί, ήμουν μέσα στις συσκέψεις, ήμουν στο στενό επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου», λέει. Αλλωστε, δεν το κρύβει, είναι βαθιά ενοχικός.
Ενοχικός, πληγωμένος, αλλά ακόμη και τώρα επικαλείται έναν κώδικα τιμής. Παρακολουθεί τις χειμαρρώδεις συνεντεύξεις του Γιάνη Βαρουφάκη και της Ζωής Κωνσταντοπούλου με τις αποκαλύψεις για τους διαλόγους τους με τον πρωθυπουργό, για κρυφά σχέδια, για συμφωνίες κάτω από το τραπέζι. «Αν είναι να μιλήσουμε για ευθύνες, θα μπορούσα να γράψω σεντόνια», λέει ενοχλημένος. «Το ζήτημα είναι να δούμε τι πήγε λάθος. Αν θέλει να ορθοποδήσει η Αριστερά, πρέπει να κάνει σε βάθος κριτική στους στόχους και στη στρατηγική της», επιμένει.
Είναι μια συζήτηση που νιώθει να τον αφορά. Αντιλαμβάνεται ότι τους νοιάζει η υστεροφημία τους (και τον ίδιο τον νοιάζει, φυσικά), μπορεί να κατανοήσει ότι η Κωνσταντοπούλου το έχει ανάγκη, καθώς σχεδιάζει την επόμενη πολιτική της κίνηση. Δεν κατανοεί όμως την πίεση που δέχεται ο ίδιος από κάποιους να μιλήσει, να πει τι συνέβη αυτούς τους καθοριστικούς μήνες για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Και ξεκόβει τη συζήτηση: «Πώς να το κάνουμε, υπάρχει ένα άτυπο συμφωνητικό non disclosure».
Το μεγάλο λάθος του Σεπτεμβρίου
To ενοχικό ελλοχεύει όταν σκέφτεται «τη διαστροφή» που έζησε αυτούς τους δέκα μήνες. Και η ανάγκη να τιμωρήσει τον εαυτό του δεν έχει περάσει - αρνείται να συμμετάσχει σε πολιτικές κινήσεις και σε εκφράσεις της Αριστεράς που τον αφορούν, που νιώθει να τον καίνε. «Ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα διήγαγε μια συντριπτική πολιτική επικράτηση, υπέστη όμως μια συντριπτική ιδεολογική και πολιτική ήττα», λέει, σπεύδοντας να πει πως ο ίδιος δεν ήταν αμέτοχος σε αυτή την εξέλιξη.
Τον θυμώνει το γεγονός ότι τα παιδιά που είναι σήμερα 14 ή 15 ετών πιστεύουν ότι Αριστερά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. «Με ενοχλεί που όλα αυτά γίνονται στο όνομα της Αριστεράς. Και νιώθω ευθύνη. Δεν μπορώ να χρεώνω όλη την κατάσταση μόνο στον Τσίπρα και στο επιτελείο του», επιμένει. Πιστεύει πως το μεγαλύτερο λάθος του ήταν ότι κατέβηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Δεν έκανε ούτε μία κοινοβουλευτική ερώτηση τους δύο μήνες που ήταν βουλευτής. Θα ήταν σαν να κοροϊδεύει τον εαυτό του. Ηξερε από τις 21 Σεπτεμβρίου πως θα παραιτηθεί. Και είναι περήφανος που βρήκε το θάρρος να το κάνει, λίγο πριν από μια ψηφοφορία για τα κόκκινα δάνεια.
Ο κώδικας τιμής που ο ίδιος επικαλείται, αρνούμενος πεισματικά να κάνει αποκαλύψεις για όσα έγιναν στο επιτελείο του πρωθυπουργού, δεν βρήκε ανταπόδοση. Με το που δημοσιοποίησε την επιστολή παραίτησης, άρχισαν οι διαρροές: «Ο Τσίπρας αποπέμπει τον Σακελλαρίδη, δεν παραιτήθηκε μόνος του». Μόλις το άκουσε, τον έπιασε νευρικό γέλιο. Ηταν εκεί δέκα μήνες, ήξερε πώς λειτουργούν αυτές οι διαρροές, από ποια κέντρα πλάι στο πρωθυπουργικό γραφείο εκκινούν.
Μπορούσε να καταλάβει πως ήταν επείγουσα ανάγκη να μειωθεί το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση από την «παραίτηση Σακελλαρίδη». Ομως, αν τον ρωτήσεις, ακόμη και σήμερα αρνείται να πιστέψει πως πίσω από αυτό το σχέδιο βρισκόταν ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Νίκος Παππάς. «Ο,τι και αν έχει γίνει μεταξύ μας, πιστεύω πως και ο Αλέξης και ο Νίκος έχουν έναν κώδικα βαθιά μέσα τους», κόβει τη συζήτηση σε όποιον τον ρωτάει.
Σήμερα δεν μιλάει καν με ανθρώπους που ήταν συνοδοιπόροι, φίλοι, μέρος της ζωής του και που μαζί βρέθηκαν, τον Ιανουάριο του 2015, στην εξουσία προκαλώντας ντελίριο στα διεθνή μέσα. Νέοι, αριστεροί, άγνωστοι. «Ούτε ένα SMS για ευχές τα Χριστούγεννα;» Ούτε ένα. Κάθε επαφή σταμάτησε. Με τον Τσίπρα, με τον Παππά, ακόμη και με τον καλό του φίλο Ευκλείδη Τσακαλώτο, που έπαιξε τόσο καθοριστικό ρόλο για την υποψηφιότητά του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Δεν μιλάνε πια.
Εχει συντρόφους που παραμένουν συνομιλητές του βέβαια. Ο Τάσος Κορωνάκης, ο Ηλίας Χρονόπουλος, ο Γιάννης Αλμπάνης... «Νιώθω πιο πολλή θλίψη παρά οργή για τους Συριζαίους. Τα μέλη, τους βουλευτές, τους υπουργούς που υπερασπίζονται μια πολιτική με επιχειρηματολογία οποιασδήποτε άλλης κυβέρνησης. Με επιχειρηματολογία Σαμαρά», λέει σε φίλους του.
Η δήλωση που έκανε όταν παραιτήθηκε αισθάνθηκε πως τον λύτρωσε. Από όλο αυτό το παράδοξο, το διαστροφικό διάστημα των δέκα μηνών όπως το βίωσε. Παραιτήθηκε και από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς ανακοίνωση, για να μην προκαλέσει ένα νέο πολιτικό γεγονός, για να μην τροφοδοτήσει νέες συζητήσεις. Και κάθε τόσο ρωτάει τον ίδιο του τον εαυτό: «Αν γίνουν αύριο εκλογές, Γαβριήλ, τι θα ψηφίσεις;».
Δεν έχει σημασία ότι για τόσους μήνες έμεινε κλεισμένος στο σπίτι. Οτι ακόμη και τώρα αναμετριέται με τον εαυτό του για τις ευθύνες που φέρει. Για τον ίδιο είναι επιτακτικό η κυβέρνηση να κάνει αυτοκριτική. Να απαντήσει στο ερώτημα: Ποιος είναι ο βασικός επιθετικός προσδιορισμός, ΣΥΡΙΖΑ ή Αριστερά; Ποια ταυτότητα είναι πιο ισχυρή; «Ακόμη και ο Αχιλλέας ήταν τόσο ισχυρός όσο η φτέρνα του», όπως άλλωστε έχει πει ο Φρανκ Αντεργουντ από το αγαπημένο του σίριαλ «House of Cards».
Επιστροφή στη Νέα Σμύρνη
Παραμονή της Καθαράς Δευτέρας, ο Γαβριήλ μετακόμισε ξανά. Επέστρεψε στη Νέα Σμύρνη, στην πόλη όπου γεννήθηκε και έζησε έως τα 25 του χρόνια. Επιστροφή στη μήτρα, σε ένα σημείο κομβικό της ζωής του: Ναι, θα γίνει πατέρας σε μερικούς μήνες. Μετακόμισε στο διαμέρισμα της συντρόφου του.
Οταν εγκατέλειψε την πατρική εστία στη Νέα Σμύρνη (και σχεδόν υποσχέθηκε στον εαυτό του πως δεν θα επιστρέψει, αφού η αστική φυσιογνωμία της πόλης είχε αλλάξει δραματικά), πήγε να ζήσει στα Εξάρχεια. Κυκλοφορούσε σε όλο το κέντρο με τα πόδια - δεν οδηγούσε, όπως έλεγε περήφανα, χρησιμοποιούσε μόνο μέσα μαζικής μεταφοράς και ταξί. Τον Ιανουάριο του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε κυβέρνηση και ο ίδιος έγινε κυβερνητικός εκπρόσωπος, αποφάσισε αμέσως να μετακομίσει.
Γνώριζε πως δεν μπορούσε πλέον να ζει στα Εξάρχεια. Ηταν πολύ επικίνδυνο. Ακόμη και για έναν αριστερό. Η είσοδος στο Μέγαρο Μαξίμου τα άλλαξε όλα. Με τη βουλευτική του αποζημίωση, ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης μπορούσε πλέον να νοικιάσει διαμέρισμα σε μια περιοχή που αγαπούσε πάντα, στο Μετς, κοντά στο Α΄ Νεκροταφείο. Εκεί όπου κυριολεκτικά απομονώθηκε από το καλοκαίρι και μετά. Αλλά και αυτός ήταν ένας κύκλος βραχύβιος, ένας κύκλος που έκλεισε οριστικά. Από την αρχή της χρονιάς.
Στον κρίκο των κλειδιών του (με το μικροσκοπικό κίτρινο κράνος από το μετρό Θεσσαλονίκης, που σπάει το κεφάλι του να θυμηθεί πού το βρήκε) υπάρχει πλέον και το κλειδί ενός αυτοκινήτου. Οδηγεί, ζει σε νότιο προάστιο, του αρέσει να πηγαίνει τη σύντροφό του στη δουλειά, θα γίνει πατέρας, απέχει από κάθε δημοσιότητα. Αν και ξέρει πως, όταν πηγαίνει για καφέ στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, δεν αποκλείεται την επόμενη μέρα να δει σε σάιτ και εφημερίδες φωτογραφίες του τραβηγμένες από κινητά θαμώνων. «Και με εξοργίζει όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να έχουν πάρει και λεφτά για να τις δώσουν», λέει.
Γιος τραπεζικού υπαλλήλου και καθηγήτριας Οικιακής Οικονομίας, ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης πήγε σχολείο στην Ευαγγελική και πεισματικά αρνήθηκε να γίνει Πανιώνιος. «Το έκανα σαν αντίδραση, γιατί τα περισσότερα παιδιά υποστήριζαν τον Πανιώνιο», λέει ο ίδιος αναλύοντας σήμερα την επιλογή του (Παναθηναϊκός είναι, δεν το έκρυψε ποτέ).
Αποφάσισε να σπουδάσει Οικονομικά απολύτως συνειδητά. «Γιατί να αφήσουμε την οικονομική επιστήμη στους δεξιούς;» αναρωτιέται. Δεν τον ενδιαφέρει η νεοκλασική προσέγγιση των οικονομικών, η mainstream ανάγνωση. Επέλεξε μια ριζοσπαστική προσέγγιση και, μετά το τέλος των σπουδών του, βρέθηκε για μεταπτυχιακές σπουδές στη Νέα Υόρκη, σε ένα πανεπιστήμιο που φημίζεται ακριβώς γι’ αυτόν τον προσανατολισμό, στο Νew School for Social Research.
Eνας αριστερός πάει να σπουδάσει οικονομικά στη Νέα Υόρκη... Δεν είναι ανέκδοτο, παραδέχεται ο ίδιος γελώντας όταν τον ρωτούν. Δεν βρέθηκε τυχαία εκεί τα αδέλφια των γονιών του ζουν κοντά στην Αστόρια. Τον φιλοξενούσαν και παράλληλα δούλευε ως σερβιτόρος σε ελληνικά εστιατόρια στην Αστόρια. Εχει ζήσει στιγμές απείρου κάλλους σε δεξιώσεις και γιορτές, που βαριέται αφόρητα να αφηγηθεί. Νιώθει υπερήφανος όμως που στο δεύτερο έτος των σπουδών του δούλεψε ως βοηθός καθηγητή (teaching assistant) στο πανεπιστήμιο.
Μετάνιωσε, άραγε, που άφησε τη Νέα Υόρκη και επέστρεψε στην Ελλάδα; Ναι. Τώρα πια ναι, όπως δειλά δειλά έχει αρχίσει να παραδέχεται κατ’ αρχάς στον ίδιο του τον εαυτό. Θα είχε τελειώσει το διδακτορικό του, θα είχε ακολουθήσει ίσως ακαδημαϊκή καριέρα, με ατελείωτες δυνατότητες έρευνας, πειραματισμού στην οικονομική θεωρία, αναμέτρησης με τις ιδέες. «Δεν θα είχα ζήσει, βέβαια, όλα αυτά που έζησα στα 35 μου χρόνια», λέει ως αντίλογο στην ίδια του την επιχειρηματολογία. Είναι, όμως, προφανές ότι η επιστροφή στην Ελλάδα δεν κατατάσσεται στις επιλογές που σήμερα νιώθει πως τον δικαίωσαν.
Ετσι, έχει βάλει ένα στοίχημα με τον εαυτό του. Μια προσωπική αναμέτρηση, όπως τη χαρακτηρίζει: θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη όταν ολοκληρώσει το διδακτορικό που εκπονεί στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής Αθηνών. «Είναι ένας αγώνας με τον εαυτό μου. Θα ολοκληρώσω το διδακτορικό. Και τότε θα πάω στη Νέα Υόρκη», λέει.
Διαβάζει ασταμάτητα τουλάχιστον έξι ώρες την ημέρα, ανυπομονεί για τις συνεχείς αφίξεις συγγραμμάτων που παραγγέλνει μέσω Amazon: «Τριάντα βιβλία σε πέντε μήνες». Ασκείται στη συνθήκη της απομόνωσης που απαιτεί η εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής. Συναρπάζεται όταν οδηγείται στη σύλληψη μιας νέας ιδέας. Μπορεί επιτέλους να γευτεί ξανά την ευεξία που προκαλεί μια νέα ιδέα - ακόμη και αν μετά διαπιστώσει πως κάποιος, κάπου, την είχε διατυπώσει χρόνια πριν...
Μέσω της διατριβής του επιχειρεί μια ετερόδοξη προσέγγιση στο δημόσιο χρέος, στη χρηματιστικοποίηση και τη διανομή εισοδήματος με επιβλέποντα καθηγητή τον Γιώργο Αργείτη, καθηγητή Μακροοικονομίας και διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Διαβάζει και γράφει για το διδακτορικό του έχοντας ανοιχτά δίπλα του αγαπημένα λογοτεχνικά βιβλία - λατρεύει την αμερικανική εποποιία, αγαπά τα αστυνομικά μυθιστορήματα και αυτές τις μέρες τελειώνει την ανάγνωση του «Πόλη στις φλόγες» του Γκαρθ Ρισκ Χάλμπεργκ. Ναι, η Νέα Υόρκη είναι στη ζωή του, τουλάχιστον στις σελίδες που αγαπά.
Δειλά δειλά βγαίνει από τη φάση της απομόνωσης. Πρόσφατα πολλά μάτια στράφηκαν πάνω του στην αίθουσα του ιστορικού θεάτρου Ολύμπια, όπου πήγε να δει τον «Κουρέα της Σεβίλλης», ενώ στο φουαγέ, στο διάλειμμα, κάποιοι μπορεί να τον άκουσαν να προβληματίζεται για το μοντέρνο ανέβασμα ενός κλασικού οπερατικού έργου. Δεν εγκαταλείπει την πλατεία Προσκόπων.
Ενας φυσιολογικός άνθρωπος. Που κάνει ραντεβού για να βρει δουλειά, «στον ιδιωτικό τομέα φυσικά, ως αυτοκάθαρση», λέει με πείσμα σε συνομιλητές του. Εξοργίζεται με τον Ντόναλντ Τραμπ, απορεί τι στο καλό κάνει στην Ειδομένη ο Ai Weiwei και, ναι, πιστεύει πως ο νέος γύρος του «House of Cards» (τους έχει δει όλους) είναι πιο βαρετός από τους προηγούμενους. Σε ποιο γύρο άραγε ο Φρανκ Αντεργουντ είχε πει «το λιοντάρι δεν ζητάει την άδεια από μια ζέβρα για την κατασπαράξει. Τα λιοντάρια δεν μιλάνε και οι ζέβρες δεν θα σταθούν για να ακούσουν»;
Περιοδικό "Κ" της Καθημερινής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου