Στις 26 του Μάη 1947 ανοίγει το κολαστήριο της Μακρονήσου. Μια μακρόστενη λουρίδα γης μέσα στη θάλασσα, απέναντι απ’ το Λαύριο, έγινε ο μεγαλύτερος τόπος μαρτυρίου για χιλιάδες αγωνιστές και ταυτόχρονα θυσίας και ηρωισμού των αλύγιστων της ταξικής πάλης που δεν πρόδωσαν τις ιδέες και τα ιδανικά τους.
Στη Μακρόνησο «φιλοξενήθηκαν» περισσότεροι από εκατό χιλιάδες «επικίνδυνοι» φαντάροι και αξιωματικοί, καθώς και πολίτες, κομμουνιστές και αγωνιστές της Εαμικής Αντίστασης ή και συγγενείς τους.
«Άν το «πείραμα» των αναμορφωτηρίων κείτεται σήμερα σε άμορφα ερείπια πάνω στα γυμνά βράχια της Μακρονήσου, το πτώμα του δεν έπαψε να μυρίζει. Και πρέπει κάποτε να θαφτεί. Καλή ή άσχημη, αυτή είναι η απλή, η γυμνή αλήθεια. Και δε λέγεται για να βρίσει ή να ταπεινώσει εκείνους που για λογαριασμό τους υπήρξε και παραμένει πικρή και δυσάρεστη. Η αλήθεια, όσο και να την καταπνίγουμε, δεν μπορεί να κρυφτεί για πάντα.»(1)
«Η «υποδοχή» μας, στις πύλες του Α.Ε.Τ.Ο. Ε.Σ.Α.Ι. Οι χωροφύλακες αμίλητοι. Μας μετράνε, παραδίνουν τους καταλόγους κι απομακρύνονται βιαστικοί.Από σήμερα σας παραλαμβάνει ο στρατός! βρυχάται το μεγάφωνο. Θα περάσετε καλά…Όλη η φάλαγγα δέκα βήματα εμπρός. Κλείνατ’ επ’ αριστερά! Στα δεξιά του δρόμου, ως τη θάλασσα, χέρσο, ξερό απλώνεται το ίσιωμα.Μπροστά μας, ξεχωρίζουνε οι επίσημοι κι ένα γύρω σειρές-σειρές αλφαμίτες, ακίνητοι, βλοσυροί. Πλάι σε ρασοφόρο, ο διοικητής Βασιλόπουλος. Ο λόγος του σύντομος, ειρωνικός: Δεν είναι Νταχάου εδώ, όπως σας είπανε… Για όσους θα γίνουνε Έλληνες. Κοιτάει το ρολόι του: Έχετε πέντε λεπτά να σκεφθείτε.Μετά κάποιος μιλάει, ο παπάς νομίζω, για τις «ανοιχτές αγκαλιές της πατρίδος», την «εθνικήν κολυμβήθραν», για μας, τα «παραστρατημένα παιδιά», για το «σκληρό τιμωρό χέρι». Το μεγάφωνο, ξερό, μεταλλικό, ξερνά ανάκατα απειλές κι υποσχέσεις:Όσοι συμφωνούν, να προχωρήσουν τέσσερα βήματα εμπρός. Βγαίνουνε. Δυο, τρεις, τέσσερις. Βαριά γύρω μας η βουβαμάρα. Ακόμα ένας. Τα λεπτά περνούν, η προθεσμία τελειώνει. Κανείς! Κανείς!Οι αλφαμίτες να εκτελέσουν το καθήκον που τους ανέθεσε η πατρίδα. Οι άσπρες ζώνες κινήθηκαν σε παράταξη μάχης.Όπλα τους, κασμαδόξυλα, μπαμπού, σιδηρογωνιές. Οι πρώτοι χτυπημένοι, το πρώτο αίμα. Η μάζα πισωγυρίζει κατά τη θάλασσα. Σιγά στην αρχή, σφιχτοδεμένη. Μετά σπάει, ξεχύνεται αγριεμένο κοπάδι.Ποδοβολητό, ουρλιαχτά, βλαστήμιες μπερδεύουν με θούρια κι οδηγίες. Πασχίζουν να ξεμοναχιάσουν, να διαλύσουνε το μπουλούκι. Σαν το κατορθώσουν, σκορπά ο κόσμος και ξανασμίγει σ’ άλλες ομάδες μικρότερες. Και ξανά και ξανά.Ασυναίσθητα τότε, κολλάς, γαντζώνεσαι σ’ άλλους, να χωθείς μέσα, να γίνεις ένα μαζί τους.Οι ριπές αγριεύουν πιότερο ακόμα. Καμπόσοι πέφτουν στους βράχους, στη θάλασσα.Εκεί μες στα βράχια τους ψαρεύουν και τους τελειώνουνε. Όλο πιο αριές, πιο λιγοστές οι ομάδες.Τρέχεις, πηδάς, σαν τ’ αγρίμι, πέρα-δώθε. Πάν’ απ’ τα βράχια, τα πεσμένα κορμιά.Για πόσο; Πιάστηκε η ανάσα, τα πόδια κόπηκαν. Κι άξαφνα, συνειδητοποιείς τρομερή την αλήθεια: Έμεινες μόνος! Από τώρα και μπρος νιώθεις την ευθύνη να σε βαραίνει προσωπικά. Θα την αντιμετωπίσεις σαν άτομο, φάτσα με φάτσα.Το χτύπημα από τα πλάγια, απρόσμενο, δυνατό, και κάτι στο πρόσωπο σαν ανάσα καυτή.Σκόνταψα, πέφτω… Νιώθω τα δάχτυλά μου γαντζωμένα σ’ ένα κορμί ζεστό, ακίνητο.Τα βήματά τους… Μ’ αναποδογυρίζουνε βλαστημώντας, μ’ ανασηκώνουν τραβώντας απ’ τα μαλλιά.Για λίγο τα μάτια μισανοίγουνε μόνα τους, όσο να προλάβεις να δεις τις ιδρωμένες, αγριεμένες τους φάτσες.Η αρχή του τέλους! Τα χτυπήματα βαριά, στο κορμί, στο κεφάλι. Δεν πονάνε, ζαλίζουν. Ένα, δύο, τρία. Ένα κόκκινο σύννεφο.Ωστόσο ακούω ακόμα, νιώθω, σκέφτομαι: Καλύτερα έτσι —ναι— στο κεφάλι, να τελειώνουμε. Μετά ένας πόνος αβάσταγος τρυπάει τον ώμο. Πονάω, πονάω πολύ…Ζω! Πόση ώρα να ’χω πεσμένος; Ο ήλιος κατάφατσα τσουρουφλάει. Στο πρόσωπό μου πηγμένο το αίμα, με δυσκολεύει να δω. Με κόπο μισανοίγω τα μάτια.Πλάι μου κι άλλοι, ακίνητοι, αραδιασμένοι στο μήκος του δρόμου. Λίγο πιο μπρος δυο ποδάρια ξυπόλητα τινάζονται σε σπασμό. Ξεχωρίζω το σκουροκόκκινο με ρίγες μπουφάν. Και βέβαια είναι… το Μανιατάκι της γειτονικής μας σκηνής. Θα πρέπει να ξεψυχά. Έρχονται…Δοκιμάζουν μ’ αναμμένο τσιγάρο, στραμπουλάνε τα χέρια, μερικές στα πόδια, στα πλευρά. Να διαπιστώσουν αν ζω. Μετά κάπου με σέρνουν απ’ τα ποδάρια. Συνέρχομαι στο καμιόνι. Φίσκα από κορμιά, στοιβαγμένα ανάκατα.Μες στον ιδρώτα, τη σκόνη, το αίμα. Μπρούμυτα κι ανάσκελα, σπαρταράνε ή μένουν ακίνητα ή βογκάν ή σωπαίνουν. Και συ, ένα μαζί τους, στην «Εθνικήν Κολυμβήθραν!».(2)
«Πολλοί γνωρίσανε και ζήσανε τη Μακρόνησο. Αρκετοί πέθαναν εκεί. Πάρα πολλοί δεν ακούσανε ίσως ποτέ τίποτα γι’ αυτήν. Άλλοι κάτι ακούσανε και άλλοι διαβάσανε. Και λίγοι γράψανε χωρίς να τη γνωρίζουν και δίχως να την ιδούν. Η σημερινή γενιά των 20 και 25 χρόνων σίγουρα δεν ξέρει τίποτα για τη Μακρόνησο. Ενώ πολλοί «διαπρεπείς επισκέπται» την είδανε τότε, μιλήσανε και γράψανε.
«Το υπέροχο αυτό πείραμα θα μπορούσαν να το μιμηθούν πολλαί χώραι», είχε δηλώσει το Μάιο του 1949 ο τότε αντιπρόεδρος της Βουλής των λόρδων κ. Τέϊνχαμ.
Ο Π. Κανελλόπουλος βεβαίωνε το Μάρτιο του 1949 ότι «στο ξερονήσι αυτό εβλάστησε η Ελλάς ωραιότερα από κάθε άλλη φορά».
Κι ένας εκλεκτός λογοτέχνης το Σεπτέμβριο του 1947 «είδε τη Μακρόνησο, συλλογίστηκε και ευχήθηκε: Πότε ολόκληρη η Ελλάδα μας θα γίνει Μακρόνησος και όλοι oι Έλληνες Μακρονησιώτες σαν τα παιδιά του Β’ Τάγματος».(3)
Νταχάου, κάτεργο φασιστικό και ντροπή για την Ελλάδα και τον πολιτισμό· αυτό ήταν η Μακρόνησος.
από http://www.katiousa.gr/1,3: Νίκου Μάργαρη: Ιστορία της Μακρονήσου, τόμος Ι, Αθήνα 19662: Γιώργου Φαρσακίδη: Μακρόνησος, εκδόσεις Σκυτάλη*Στον τίτλο ένα από τα συνθήματα στο Ε.Σ.Α.Ι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου