Πρωτοσέλιδο στις ανταγωνιστικές εφημερίδες «New York Times», «Guardian» και «Spiegel» έγινε ο Γιούλιαν Λάιχερτ - Στη δίνη ενός σκανδάλου σεξουαλικών παρενοχλήσεων ο μεγαλύτερος εκδοτικός όμιλος της Ευρώπης, με τους τριγμούς να φτάνουν έως τις ΗΠΑ όπου «έβαλε πόδι» με την εξαγορά του Politico προς ένα δισ. δολάρια.
Σάρκα από τη σάρκα της μεγαλύτερης και πιο επιδραστικής εφημερίδας της Γερμανίας, μια και γαλουχήθηκε δημοσιογραφικά στην ακαδημία του ομίλου, ο Γιούλιαν Λάιχερτ εκτελούσε με στρατιωτική πειθαρχία το καθήκον κάθε δημοσιογράφου που περνά εδώ και 69 χρόνια το κατώφλι της «Bild» και είναι ρητά διατυπωμένο σε ένα από τα σλόγκαν της: «Διαμορφώνουμε εμείς τη γνώμη σας, για να μη χρειάζεται να το κάνετε εσείς». Mέχρι την προηγούμενη Δευτέρα. Μπορεί στην Ελλάδα να γνωρίζουμε την «Bild» ως την εφημερίδα που μας καταχέριαζε στα χρόνια της κρίσης, τώρα τη μαθαίνουμε και ως την «κοιτίδα» του γερμανικού δημοσιογραφικού #ΜeΤoo.
Εντεκα χρόνια μετά τις ένδοξες για την «Bild», αποφράδες για τη χώρα μας ημέρες που η γερμανική εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ευρώπη γνώριζε έναν ακόμα λαϊκιστικό κολοφώνα της, η εικόνα (βλ. ελληνική μετάφραση της λέξης «bild») έχει αναστραφεί. Οι εκκωφαντικές λαϊκίστικες οιμωγές, οι υπερμεγέθεις φωτογραφίες και οι με μαστοριά φτιαγμένοι πηχυαίοι σε μέγεθος γραμματοσειράς αλλά και σε πρόθεση εντυπωσιασμού τίτλοι δεν είναι αρκετοί για να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη. Τη δουλειά αυτή τη φορά ανέλαβαν οι «New York Times» που σε ένα εκτενέστατο ρεπορτάζ τους τράβηξαν την κουρτίνα όσων συμβαίνουν στον αριθμό 65 της λεωφόρου Axel Springer στο Βερολίνο και έλαβαν την κεφαλή του διευθυντή της ημερήσιας έκδοσης της «Bild» Γιούλιαν Λάιχερτ επί πίνακι, χωρίς καν να το ζητήσουν.
Εντεκα χρόνια μετά τις ένδοξες για την «Bild», αποφράδες για τη χώρα μας ημέρες που η γερμανική εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ευρώπη γνώριζε έναν ακόμα λαϊκιστικό κολοφώνα της, η εικόνα (βλ. ελληνική μετάφραση της λέξης «bild») έχει αναστραφεί. Οι εκκωφαντικές λαϊκίστικες οιμωγές, οι υπερμεγέθεις φωτογραφίες και οι με μαστοριά φτιαγμένοι πηχυαίοι σε μέγεθος γραμματοσειράς αλλά και σε πρόθεση εντυπωσιασμού τίτλοι δεν είναι αρκετοί για να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη. Τη δουλειά αυτή τη φορά ανέλαβαν οι «New York Times» που σε ένα εκτενέστατο ρεπορτάζ τους τράβηξαν την κουρτίνα όσων συμβαίνουν στον αριθμό 65 της λεωφόρου Axel Springer στο Βερολίνο και έλαβαν την κεφαλή του διευθυντή της ημερήσιας έκδοσης της «Bild» Γιούλιαν Λάιχερτ επί πίνακι, χωρίς καν να το ζητήσουν.
Χρειάστηκαν 2.840 λέξεις και οι μαρτυρίες δύο πρώην εργαζόμενων γυναικών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην εσωτερική έρευνα που ο εκδοτικός όμιλος Axel Springer είχε ξεκινήσει την άνοιξη, όταν και διατυπώθηκαν οι πρώτες κατηγορίες για σεξιστικές και πατριαρχικές συμπεριφορές εναντίον του 41χρονου πρώην πια διευθυντή Σύνταξης.
Αμφότερες οι καταγγέλλουσες παραδέχτηκαν πως είχαν συνάψει συναινετική ερωτική σχέση με το τρομερό παιδί της «Bild», γεγονός που τους εξασφάλισε τη γρήγορη επαγγελματική ανέλιξη. Η μία από τις δύο κατέθεσε μάλιστα πως παρότι είχε παραπονεθεί επανειλημμένως στον Λάιχερτ ότι δεν αισθανόταν έτοιμη να αναλάβει κάποια θέση ευθύνης, εκείνος αδιαφόρησε και συνέχισε να την καθησυχάζει στις συχνές συνερεύσεις που είχαν σε δωμάτιο ξενοδοχείου το οποίο εκείνος διατηρούσε σε κοντινή απόσταση από τα κεντρικά γραφεία της εφημερίδας. Τελικά, η γυναίκα χρειάστηκε ψυχιατρική υποστήριξη για να διαχειριστεί την τελματωμένη κατάσταση που περιλάμβανε εκτός από την ακάματη σεξουαλική πολιορκία του Λάιχερτ και τα πικρόχολα σχόλια των συναδέλφων της.
Ο «λύκος» του Βερολίνου
Η εσωτερική έρευνα της Axel Springer που ολοκληρώθηκε τον περασμένο Μάρτιο δεν απέδωσε στοιχεία ικανά να κλυδωνίσουν τη θέση του πανίσχυρου διευθυντή επί των ημερών του οποίου -δηλαδή από το 2017 έως την προηγούμενη Δευτέρα- η εφημερίδα ήταν σε υπερθετικό βαθμό ο παλιός, κακός, κατακίτρινος εαυτός της, εκείνος που άκμασε στις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Η εσωτερική έρευνα της Axel Springer που ολοκληρώθηκε τον περασμένο Μάρτιο δεν απέδωσε στοιχεία ικανά να κλυδωνίσουν τη θέση του πανίσχυρου διευθυντή επί των ημερών του οποίου -δηλαδή από το 2017 έως την προηγούμενη Δευτέρα- η εφημερίδα ήταν σε υπερθετικό βαθμό ο παλιός, κακός, κατακίτρινος εαυτός της, εκείνος που άκμασε στις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Δηλαδή με ανένδοτο αγώνα εναντίον της πολιτικής ορθότητας, με ρητορική μίσους κατά της Αριστεράς, καντάρια ξενοφοβίας, κατά το δοκούν αβάντα σε κάθε λογής «ψεκασμένους», πολύ σεξ και ακόμα περισσότερη σεμνοτυφία. Επειτα από μια ολιγοήμερη υποχρεωτική άδεια την άνοιξη ο Λάιχερτ επέστρεψε ατσαλάκωτος στη θέση του.
Είχε μάλιστα την απόλυτη στήριξη του διευθύνοντος συμβούλου του ομίλου. Αυτό τουλάχιστον αποκαλύπτει SMS το οποίο ο 58χρονος Ματίας Ντέπφνερ -πάλαι ποτέ μουσικοκριτικός και πλέον μεγαλομέτοχος του ομίλου και πρόεδρος της ένωσης Γερμανών εκδοτών- απέστειλε σε φίλο του την ίδια χρονική περίοδο. Σχολιάζοντας την πύρινη αρθρογραφία του Λάιχερτ κατά της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση του Βερολίνου αναφορικά με την πανδημία έγραφε: «Είναι ο μοναδικός δημοσιογράφος στη χώρα που επαναστατεί με θάρρος απέναντι στο νέο αυταρχικό κράτος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ολοι οι άλλοι απλώς κάνουν προπαγάνδα».
Είχε μάλιστα την απόλυτη στήριξη του διευθύνοντος συμβούλου του ομίλου. Αυτό τουλάχιστον αποκαλύπτει SMS το οποίο ο 58χρονος Ματίας Ντέπφνερ -πάλαι ποτέ μουσικοκριτικός και πλέον μεγαλομέτοχος του ομίλου και πρόεδρος της ένωσης Γερμανών εκδοτών- απέστειλε σε φίλο του την ίδια χρονική περίοδο. Σχολιάζοντας την πύρινη αρθρογραφία του Λάιχερτ κατά της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση του Βερολίνου αναφορικά με την πανδημία έγραφε: «Είναι ο μοναδικός δημοσιογράφος στη χώρα που επαναστατεί με θάρρος απέναντι στο νέο αυταρχικό κράτος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ολοι οι άλλοι απλώς κάνουν προπαγάνδα».
Στον Λάιχερτ καρπώνεται η πολιτική παρέμβαση που κατάφερε να αποκτήσει η «Bild», το γεγονός ότι θέτει την καθημερινή ατζέντα στη γερμανική δημόσια συζήτηση και διαβάζεται καθημερινά από 12 εκατομμύρια αναγνώστες: από τη -μέχρι πρόσφατα χαϊδεμένη της εφημερίδας- καγκελάριο Μέρκελ, η οποία διατηρεί στενούς δεσμούς φιλίας με την πέμπτη σύζυγο και χήρα του Αξελ Σπρίνγκερ Φρίντε, μέχρι τους εργάτες στην κοιλάδα του Ρουρ. Εκ των ουκ άνευ ρουτίνα του διευθυντή ήταν να βγαίνει σε περιοδεία μία φορά τον μήνα προκειμένου να σφυγμομετρά την κοινή γνώμη.
Γιος δημοσιογράφων, πρώην πολεμικός ανταποκριτής στη Συρία, στο Ιράν, στο Σουδάν και τον Λίβανο, κριτικός γαστρονομίας για ένα φεγγάρι και βέβαια γέννημα-θρέμμα της ακαδημίας Axel Springer, πλέον ο Λάιχερτ ενσαρκώνει τον ιδανικό αποδιοπομπαίο τράγο, παρότι φαίνεται πως δεν ήταν o μοναδικός στυλοβάτης της εγκαθιδρυμένης κουλτούρας του αρπακτικού.
Γιος δημοσιογράφων, πρώην πολεμικός ανταποκριτής στη Συρία, στο Ιράν, στο Σουδάν και τον Λίβανο, κριτικός γαστρονομίας για ένα φεγγάρι και βέβαια γέννημα-θρέμμα της ακαδημίας Axel Springer, πλέον ο Λάιχερτ ενσαρκώνει τον ιδανικό αποδιοπομπαίο τράγο, παρότι φαίνεται πως δεν ήταν o μοναδικός στυλοβάτης της εγκαθιδρυμένης κουλτούρας του αρπακτικού.
Οι γυναίκες -ειδικά οι νεαρότερης ηλικίας- στον όμιλο που απασχολεί 16.500 εργαζομένους σε 40 χώρες αντιμετωπίζονται, σύμφωνα με τις πληροφορίες που πλέον διαδίδονται με ταχύτητα παιδικής ασθένειας, ως θηράματα και επιλέγονται για δουλειά αναλόγως των ερωτικών προτιμήσεων των πρεσβύτερων συντακτών. Εχουν μάλιστα και υποκοριστικά: άλλες είναι οι «κολοκύθες» και άλλες οι «πριγκίπισσες», ενώ ως μονάδα μέτρησης για το αν είναι επαρκείς ή ανεπαρκείς για μια θέση χρησιμοποιείται το «fuckability» τους, όπως λέγεται.
Πολλοί λέγεται πως δυσανασχετούσαν όταν έπρεπε να συνεργαστούν με μία ακόμα ερωμένη -νυν ή πρώην- του διευθυντή τους. Ηταν μια βρώμικη δουλειά, αλλά κάποιος έπρεπε να την κάνει. Μπορεί οι ερωτικές περιπτύξεις να προέκυπταν, σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες, κοινή συναινέσει, ωστόσο φαίνεται πως η υπακοή των γυναικών στο πατριαρχικό μοντέλο ήταν ένα από τα θέσφατα που όφειλαν να υπακούν εάν φιλοδοξούσαν να ανελιχθούν.
Αν δεν απαντούσαν στα μηνύματα που τους έστελνε ο Λάιχερτ ακόμα και τις μικρές πρωινές ώρες, απευθύνοντας τη μάλλον ρητορική ερώτηση «Κοιμάσαι;» ή γράφοντας «Θέλω να νιώσω το κορμί σου», ένιωθαν ότι έθεταν υπό αμφισβήτηση τη θέση τους στην εταιρεία.
Αν δεν απαντούσαν στα μηνύματα που τους έστελνε ο Λάιχερτ ακόμα και τις μικρές πρωινές ώρες, απευθύνοντας τη μάλλον ρητορική ερώτηση «Κοιμάσαι;» ή γράφοντας «Θέλω να νιώσω το κορμί σου», ένιωθαν ότι έθεταν υπό αμφισβήτηση τη θέση τους στην εταιρεία.
Παρότι ο ίδιος εμφανιζόταν πάντα με το επίπλαστο προσωπείο του μέντορα, οι νεαρές μαθητευόμενες ήξεραν ότι πρωταγωνιστούσαν ήδη σε ένα παιχνίδι εξάρτησης και χειριστικότητας που δεν θα είχε καλό τέλος. Απλώς δεν ήξεραν για ποιον από τους εμπλεκόμενους. Τελικά, η «Bild», η εφημερίδα που στη μακρά ιστορία της πρωτοστάτησε στην αποκάλυψη σεξουαλικών σκανδάλων και σήκωσε ουκ ολίγες φορές τη ρομφαία ζητώντας πομπωδώς κάθαρση, έχει να αναμετρηθεί με τη δική της κόπρο.
Tο δημοσίευμα στην ηλεκτρονική σελίδα των «New York Times» |
«Spiegel» εναντίον «Bild»
Μάλιστα, τις αποκαλύψεις των «New York Times» και την υπεράσπιση μιας άμεμπτης εργασιακής ηθικής σιγοντάρει και το γερμανικό περιοδικό «Spiegel», το οποίο για περισσότερο από μία δεκαετία έχει γίνει η νέμεσις της «Bild». Μολονότι τα γερμανικά Μέσα στη μεταπολεμική Γερμανία είχαν την άρρητη συμφωνία να μην επιτίθενται σε αλλήλους και μάλιστα με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, από το 2006 το «Spiegel» έσπασε το moratorium και αποδομεί με συνέπεια το αφήγημα της ναυαρχίδας του μεγαλύτερου εκδοτικού συγκροτήματος στην Ευρώπη - η αξία του ομίλου Axel Springer υπολογίζεται στα 7 δισ. ευρώ.
Η έριδα ανάμεσα στα δύο έντυπα είναι μακρά και πλέον μοιάζει καταδικασμένη να φτάσει μέχρις εσχάτων. Το εβδομαδιαίο «Spiegel» έχει ξοδέψει αφειδώλευτα μελάνι για να επισημάνει την επικινδυνότητα του μείγματος που ακολουθεί ως τυφλοσούρτη η πρώτη σε πωλήσεις εφημερίδα στην Ευρώπη και περιλαμβάνει σεξισμό, σοβινισμό, μίσος για οτιδήποτε μη γερμανικό, αντικειμενοποίηση της γυναίκας, χειραγώγηση διαμέσου του φόβου, ακραία αντιαριστερή ρητορική, δολοφονία χαρακτήρων, προώθηση ακροδεξιών ιδεών και ιδεωδών, ακόμα και προβολή χαλκευμένων ή fake ερευνών κοινής γνώμης με μοναδικό σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων.
Η κόντρα ανάμεσα στα δύο έντυπα κορυφώθηκε τον Μάρτιο του 2011, όταν το «Spiegel» κυκλοφόρησε με εξώφυλλο ένα καιόμενο λογότυπο της «Bild» και τίτλο «Οι εμπρηστές». Αφορμή για το πύρινο άρθρο ήταν ανάμεσα σε άλλα και η ελληνική κρίση και κυρίως η στρεβλή και εξόφθαλμα λαϊκίστικη, κατά τους υπεύθυνους του περιοδικού αλλά και για τον κοινό νου, προβολή της από την εφημερίδα με τίτλους όπως «Ετσι καίνε οι Ελληνες τα ωραία ευρώ» ή «Χρεοκοπημένοι Ελληνες, δεν θα πάρετε φράγκο από μας». Στο άρθρο η «Bild» παρουσιαζόταν ως το υποκατάστατο ενός ακροδεξιού κόμματος που ακόμα τότε δεν είχε εμφανιστεί στη γερμανική πολιτική σκηνή. Ως απάντηση η εφημερίδα τύπωσε το επίμαχο εξώφυλλο του «Spiegel» σε σπιρτόκουτα και το μοίραζε επιδεικτικά στους αναγνώστες της.
Αν συμφωνήσουμε ότι το «Spiegel» έχει έναν λόγο παραπάνω εξαιτίας της εντοπιότητάς του να υπερασπίζεται την κοινή λογική εντός των γερμανικών συνόρων και να αρθρώνει από το Αμβούργο όπου βρίσκονται τα γραφεία του τον ορθό λόγο ως αντίβαρο στον δημοσιογραφικό συρφετό της «Bild» του Βερολίνου, τότε αυτομάτως θα αναρωτηθεί κανείς προς τι η σπουδή από τους αμερικανικούς «New York Times» να ξεσκεπάσουν την εργασιακή «ηθική» ενός ευρωπαϊκού μέσου ενημέρωσης. Ναι, ζούμε σε έναν κόσμο που διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για την πολιτική ορθότητα και αποτάσσεται -επιτέλους- μετά βδελυγμίας την τοξική πατριαρχία, οπότε το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ των NYT είναι, αν μη τι άλλο, επίκαιρο και βέβαια χρήσιμο.
Ωστόσο, για πολλούς η δημοσίευσή του τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δηλαδή μόλις δύο 24ωρα προτού οριστικοποιηθεί η εξαγορά του δημοσιογραφικού οργανισμού Politico από την Axel Springer προς ένα τίμημα που λέγεται ότι αγγίζει το 1 δισ. δολάρια μόνο τυχαία δεν είναι. Πρόκειται για ένα ακόμα στρατηγικό βήμα του διευθύνοντος συμβούλου Ματίας Ντέπφνερ ώστε ο όμιλος Springer να εξελιχθεί, όπως ο ίδιος επαγγέλλεται, στο μεγαλύτερο διαδικτυακό μέσο του δημοκρατικού κόσμου. Και μάλλον στο πιο ανταγωνιστικό, πράγμα που ουδόλως διασκεδάζει τους Αμερικανούς.
Το «λεκιασμένο» αμερικάνικο όνειρο
Το 2015 ο Ντέπφνερ έκανε το πρώτο μεγάλο βήμα προς την αγορά των ΗΠΑ πληρώνοντας ένα ποσό που σόκαρε ακόμα και τους ιδρυτές του Business Insider για την εξαγορά του. Διέθεσε 442 εκατ. δολάρια, δηλαδή τα δεκαπλάσια απ’ όσα θα ζητούσε και ο πιο ακόρεστος πλεονέκτης. Πέντε χρόνια μετά η λέξη «Business» απαλείφθηκε δίπλα από το Insider και ο πολύπειρος Ντέπφνερ, αφού εξαγόρασε ένα μέρος των μετοχών της χήρας και κληρονόμου του Αξελ Σπρίνγκερ και δέχτηκε ως δώρο τις υπόλοιπες -αξίας 1,5 δισ. ευρώ- μαζί με την παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου της στο διοικητικό συμβούλιο, ολοκλήρωσε την πώληση της Axel Springer στην αμερικανική επενδυτική εταιρεία KKR.
Ο ίδιος εξακολουθεί να κατέχει το 44% του δικαιώματος ψήφου. Να είναι δηλαδή σχεδόν παντοδύναμος. Και μοιάζει αποφασισμένος να τερματίσει την οικουμενική επιρροή του με την προσθήκη στο χαρτοφυλάκιο του ομίλου του Politico. Οι NYT αποκάλυψαν μάλιστα πως η αρχική πρόθεσή του Ντέπφνερ ήταν να βάλει στο χέρι και τον ενημερωτικό ιστότοπο Axios που δημιούργησαν πρώην εργαζόμενοι του Politico, συγχωνεύοντας τα δύο sites σε ένα, αλλά οι ευσεβείς πόθοι του δεν ευοδώθηκαν.
Ωστόσο. αυτό καθόλου δεν αφαιρεί από το γόητρο του ανθρώπου που καταπώς λέγεται δεν χρειάζεται να πηγαίνει ο ίδιος στη Μέρκελ, αφού διαχρονικά προστρέχει εκείνη σε αυτόν και στον πυρήνα των φίλων του οποίου συγκαταλέγεται ο Ρούπερτ Μέρντοκ. Την προηγούμενη Πέμπτη ο δίμετρος και πάντα καλοχτενισμένος Ντέπφνερ, που είναι αρκετά επιδραστικός για να συμμετέχει και στα διοικητικά συμβούλια της Netflix και της Warner, εμφανίστηκε στα γραφεία του Politico στην Ουάσινγκτον. Δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στο Bild-gate - «έχει βάση αλήθειας, αλλά δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια», είπε για το ρεπορτάζ των NYT-, καθησύχασε τους δημοσιογράφους αναφορικά με το φημολογούμενο σχέδιό του να μετατρέψει το site σε συνδρομητικό και σε ένα κρεσέντο εθιμοτυπίας υπενθύμισε τις πέντε αρχές που έθεσε ο Αξελ Σπρίνγκερ για τον μιντιακό οργανισμό του: τήρηση της ελευθερίας και του νόμου, σεβασμός στον εβραϊκό λαό και το Ισραήλ, υποστήριξη στο ΝΑΤΟ, πίστη στην ελεύθερη αγορά και καταδίκη του πολιτικού και θρησκευτικού εξτρεμισμού, αλλά και του ρατσισμού.
Εκείνο που μάλλον ξέχασε να τους πει ήταν για την άγραφη διαθήκη του ιδρυτή, την οποία καταπίνουν αμάσητη και χωνεύουν οι δημοσιογράφοι της «Bild» προτού ακόμα πιάσουν το πληκτρολόγιο στα χέρια τους. Τα θέματά τους πρέπει να είναι μπολιασμένα με τα συναισθήματα, την άποψη, ακόμα και με τα δάκρυά τους. Στην περίπτωση μάλιστα του έκπτωτου Γιούλιαν Λάιχερτ ήταν λεκιασμένα και με έτερα σωματικά υγρά.
Αν συμφωνήσουμε ότι το «Spiegel» έχει έναν λόγο παραπάνω εξαιτίας της εντοπιότητάς του να υπερασπίζεται την κοινή λογική εντός των γερμανικών συνόρων και να αρθρώνει από το Αμβούργο όπου βρίσκονται τα γραφεία του τον ορθό λόγο ως αντίβαρο στον δημοσιογραφικό συρφετό της «Bild» του Βερολίνου, τότε αυτομάτως θα αναρωτηθεί κανείς προς τι η σπουδή από τους αμερικανικούς «New York Times» να ξεσκεπάσουν την εργασιακή «ηθική» ενός ευρωπαϊκού μέσου ενημέρωσης. Ναι, ζούμε σε έναν κόσμο που διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για την πολιτική ορθότητα και αποτάσσεται -επιτέλους- μετά βδελυγμίας την τοξική πατριαρχία, οπότε το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ των NYT είναι, αν μη τι άλλο, επίκαιρο και βέβαια χρήσιμο.
Ωστόσο, για πολλούς η δημοσίευσή του τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δηλαδή μόλις δύο 24ωρα προτού οριστικοποιηθεί η εξαγορά του δημοσιογραφικού οργανισμού Politico από την Axel Springer προς ένα τίμημα που λέγεται ότι αγγίζει το 1 δισ. δολάρια μόνο τυχαία δεν είναι. Πρόκειται για ένα ακόμα στρατηγικό βήμα του διευθύνοντος συμβούλου Ματίας Ντέπφνερ ώστε ο όμιλος Springer να εξελιχθεί, όπως ο ίδιος επαγγέλλεται, στο μεγαλύτερο διαδικτυακό μέσο του δημοκρατικού κόσμου. Και μάλλον στο πιο ανταγωνιστικό, πράγμα που ουδόλως διασκεδάζει τους Αμερικανούς.
Το «λεκιασμένο» αμερικάνικο όνειρο
Το 2015 ο Ντέπφνερ έκανε το πρώτο μεγάλο βήμα προς την αγορά των ΗΠΑ πληρώνοντας ένα ποσό που σόκαρε ακόμα και τους ιδρυτές του Business Insider για την εξαγορά του. Διέθεσε 442 εκατ. δολάρια, δηλαδή τα δεκαπλάσια απ’ όσα θα ζητούσε και ο πιο ακόρεστος πλεονέκτης. Πέντε χρόνια μετά η λέξη «Business» απαλείφθηκε δίπλα από το Insider και ο πολύπειρος Ντέπφνερ, αφού εξαγόρασε ένα μέρος των μετοχών της χήρας και κληρονόμου του Αξελ Σπρίνγκερ και δέχτηκε ως δώρο τις υπόλοιπες -αξίας 1,5 δισ. ευρώ- μαζί με την παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου της στο διοικητικό συμβούλιο, ολοκλήρωσε την πώληση της Axel Springer στην αμερικανική επενδυτική εταιρεία KKR.
Ο ίδιος εξακολουθεί να κατέχει το 44% του δικαιώματος ψήφου. Να είναι δηλαδή σχεδόν παντοδύναμος. Και μοιάζει αποφασισμένος να τερματίσει την οικουμενική επιρροή του με την προσθήκη στο χαρτοφυλάκιο του ομίλου του Politico. Οι NYT αποκάλυψαν μάλιστα πως η αρχική πρόθεσή του Ντέπφνερ ήταν να βάλει στο χέρι και τον ενημερωτικό ιστότοπο Axios που δημιούργησαν πρώην εργαζόμενοι του Politico, συγχωνεύοντας τα δύο sites σε ένα, αλλά οι ευσεβείς πόθοι του δεν ευοδώθηκαν.
Ωστόσο. αυτό καθόλου δεν αφαιρεί από το γόητρο του ανθρώπου που καταπώς λέγεται δεν χρειάζεται να πηγαίνει ο ίδιος στη Μέρκελ, αφού διαχρονικά προστρέχει εκείνη σε αυτόν και στον πυρήνα των φίλων του οποίου συγκαταλέγεται ο Ρούπερτ Μέρντοκ. Την προηγούμενη Πέμπτη ο δίμετρος και πάντα καλοχτενισμένος Ντέπφνερ, που είναι αρκετά επιδραστικός για να συμμετέχει και στα διοικητικά συμβούλια της Netflix και της Warner, εμφανίστηκε στα γραφεία του Politico στην Ουάσινγκτον. Δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στο Bild-gate - «έχει βάση αλήθειας, αλλά δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια», είπε για το ρεπορτάζ των NYT-, καθησύχασε τους δημοσιογράφους αναφορικά με το φημολογούμενο σχέδιό του να μετατρέψει το site σε συνδρομητικό και σε ένα κρεσέντο εθιμοτυπίας υπενθύμισε τις πέντε αρχές που έθεσε ο Αξελ Σπρίνγκερ για τον μιντιακό οργανισμό του: τήρηση της ελευθερίας και του νόμου, σεβασμός στον εβραϊκό λαό και το Ισραήλ, υποστήριξη στο ΝΑΤΟ, πίστη στην ελεύθερη αγορά και καταδίκη του πολιτικού και θρησκευτικού εξτρεμισμού, αλλά και του ρατσισμού.
Εκείνο που μάλλον ξέχασε να τους πει ήταν για την άγραφη διαθήκη του ιδρυτή, την οποία καταπίνουν αμάσητη και χωνεύουν οι δημοσιογράφοι της «Bild» προτού ακόμα πιάσουν το πληκτρολόγιο στα χέρια τους. Τα θέματά τους πρέπει να είναι μπολιασμένα με τα συναισθήματα, την άποψη, ακόμα και με τα δάκρυά τους. Στην περίπτωση μάλιστα του έκπτωτου Γιούλιαν Λάιχερτ ήταν λεκιασμένα και με έτερα σωματικά υγρά.
Κώστας Μπουρούσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου